20.12.21

«Η υπεράσπιση των δικαίων της Κύπρου είναι υπεράσπιση του Ελληνισμού»


Τα ιστορικά καταγεγραμμένα γεγονότα έχουν αποδείξει διαχρονικά ότι η επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εξαρτάται από τέσσερις παράγοντες κυρίως: τη στρατιωτική ισχύ, την ενεργητική και διορατική στρατηγική, την καλή πληροφόρηση για τις αδυναμίες του αντιπάλου και την πολύπλευρη ιστορική γνώση.

Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου

(Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)

   Τη γνώση που ανοίγει δρόμους στον νου, ώστε να φτάσει σε μια ολοκληρωμένη νόηση για την ουσία του προβλήματος ή των προβλημάτων που καλείται να αντιμετωπίσει ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός Εξωτερικών.

  Δρόμους σύνθεσης της ιστορίας και διαφύλαξης γεγονότων άνοιξαν μεγάλοι ιστορικοί, όπως ο Θουκυδίδης (”Πελοποννησιακός Πόλεμος”), και στρατηγικά ιδιοφυείς άνθρωποι, όπως ο Φίλιππος (”Μακεδονική Φάλαγγα) και ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος νικούσε τους αντιπάλους του – με κατώτερο αριθμητικά στρατό και περικυκλωμένος – γιατί είχε άρτια εκπαιδευμένους στρατιώτες και ήταν διάνοια στις μάχες εκ του συστάδην, τις τακτικές διείσδυσης, τις πλαγιομετωπικές επιθέσεις και τις κινήσεις αφνιδιασμού του εχθρού.

   Τώρα, θα μου πείτε, ότι τα άτομα προάγουν την ιστορία. Και αυτά τα άτομα, συγκεκριμένα, είναι εξαιρετικά και μοναδικά στο ιστορικό τους εκτόπισμα. Το δεύτερο να το δεχτώ ασυζητητί, αλλά το πρώτο όχι, γιατί την ιστορία δεν την προάγουν μόνο τα άτομα, αλλά και οι ολότητες.

   Άτομα και ολότητες πέτυχαν το θαύμα του 1821 και του 1940-’41, όπως και πολλά άλλα ενδιάμεσα στο διάστημα της Νεότερης Ιστορίας μας. Άτομα και ολότητες αλληλοθυσιάζονται στην περίπτωση των πολέμων, η νικηφόρα κατάληξη των οποίων έγκειται στην ισορροπημένη συλλειτουργία μονάδων (στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας) και ολοτήτων (στρατιωτών που καλούνται να φέρουν εις πέρας τους στρατηγικούς σχεδιασμούς των επικεφαλής τους).

  Σε κάθε περίπτωση όλα τα παραπάνω εξηγούν γιατί μέχρι σήμερα μελετώνται ανά τον κόσμο ιστορικά και στρατηγικά τα έργα τους ως πηγές άντλησης σοφίας και διδαγμάτων. Μελετώνται ανά τον κόσμο πλην της Ελλάδας, της γενέθλιας γης τους, που τους αγνοεί διαχρονικά σε πολιτικό επίπεδο και όχι μόνο.

  Το λέω γιατί, σε εκπαιδευτικό επίπεδο, οι ανθρωπιστικές σπουδές στην Ελλάδα ουδέποτε ”εργαλειοποίησαν” τα διδάγματα των αρχαίων προγόνων μας (ειδικά όσα αφορούν την ειρήνη και τον πόλεμο) με το πρόσχημα ότι διανύαμε μόνιμα την εποχή της τεχνολογικής αιχμής, της υπερεξελιγμένης τεχνολογίας δηλαδή.

 Το ίδιο συνέβη και σε επίπεδο Εξωτερικής πολιτικής. Η μη ”εργαλειοποίηση” των διδαγμάτων των σοφών μας προγόνων από τους εκάστοτε εκπροσώπους της είναι αποκαλυπτική. Έτσι εξηγείται, άλλωστε, γιατί τα λάθη επαναλαμβάνονται και διαιωνίζονται με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τις αστοχίες μας στο Κυπριακό που είναι φορτωμένες με μπόλικη υποκρισία.

  Γιατί υποκρισία είναι να προτείνεις ως λύση του Κυπριακού τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία την οποία απέρριπτες ”χθες” (βρετανοτουρκικό σχέδιο του 1957 που αντικαταστάθηκε απ’ την ερντογανική ”Διχοτόμηση”), επειδή ήταν εθνικά ασύμφορη για την Κύπρο.

   Ήταν και είναι εθνικά ασύμφορη ως λύση αυτή, γιατί – με την ερμηνεία που έδωσε ο εκλιπών Πρόεδρός της Αρχιεπίσκοπος Μακάριος (και δικαιολογεί το ”ΌΧΙ” του Τάσσου Παπαδόπουλου και του κυπριακού λαού το 2004) ”η έννοια της Ζώνης παραπέμπει σε σύνορο και σε άλλη κυριαρχική οντότητα”, πράγμα που συνεπάγεται την έμμεση αναγνώριση δύο κρατών με πιθανότερη κατάληξη τη διχοτόμηση του νησιού, κάτι που αποτελεί τον διακαή πόθο και την πρόταση των Τούρκων.

  Υποκρισία είναι να εκπέμπεις πατριωτικό λόγο υπέρ της εδαφικής ανεξαρτησίας της Κύπρου την ίδια στιγμή που προτείνεις για την ηγεσία του ΟΟΣΑ μια ένθερμη υπερασπίστρια του αμερικανοβρετανικού Σχεδίου Ανάν (βλ. έκφραση νοσταλγίας γι’ αυτό από την νυν Πρόεδρο Επιτροπής της ΕΕ για το κοινωνικό κράτος Α. Διαμαντοπούλου) το οποίο θα διέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία, αφού υποστήριζε τη δημιουργία μορφώματος αμφίβολης βιωσιμότητας με χαρακτηριστικά συνομοσπονδίας και κοινής εκπροσώπησης Ε/Κ και Τ/Κ στην ΕΕ.
Υποκρισία είναι να υπερασπίζεσαι λεκτικά τα συμφέροντα της Κύπρου και ταυτόχρονα να βλέπεις σαν ”εθνική αγγαρεία” τον όρκο του ”ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ” που δώσαμε σαν Ελληνισμός το 1974 πετώντας στον κάλαθο των αχρήστων το ΔΕΑΧ (Δόγμα Ενιαίου Αμυντικού Χώρου), τη στιγμή που γνωρίζεις ότι η αμυντική σύζευξη της Ελλάδας με την Μεγαλόνησο είναι η μόνη σωτήρια λύση γι’ αυτήν σε περίπτωση νέας εισβολής του Αττίλα.

   Υποκρισία είναι να μιλάς για ”πατριωτισμό της ευθύνης” και, υπό τον φόβο του casus belli και το άχθος της πανδημίας που κλιμακώνεται, να μην εντατικοποιείς τις διπλωματικές προσπάθειες του ’20 για επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία και τις φετινές για παρεμπόδιση του εποικισμού των Βαρωσίων (βλ. Αμμόχωστο), λειτουργία τουρκικής ναυτικής βάσης στο Τρίκωμο και αναβάθμισης του αεροδρομίου στο Λευκόνοικο από την Τουρκία, το οποίο έγινε βάση μη επανδρωμένων αεροχημάτων.

 Και όχι μόνο να μην εντατικοποιείς τις διπλωματικές σου προσπάθειες (από κοινού με την Κύπρο) για πολυεπίπεδη σύσφιξη σχέσεων με τις νέες ενεργειακές και αμυντικές συμμαχίες σου (για να μη μηδίσουν κι αυτές υπογράφοντας συμφωνίες με την Τουρκία), αλλά να μην σκέφτεσαι να ”μιμηθείς” το  man to man του Προέδρου της στις δικές σου συμμαχίες.

 Να κάνεις, δηλαδή – κάτι ανάλογο στα τουρκόφωνα αδελφά κράτη της Τουρκίας (κοντά στα οποία συμπαρατάχθηκε και ο στρατηγικός σύμμαχός της το Πακιστάν) με εκείνο που έκανε στο αντιτουρκικό μέτωπο με τα Εμιράτα ο Ταγίπ Ερντογάν έχοντας στόχο να ζητήσει την αλληλεγγύη τους στο θέμα της Κύπρου και την αναγνώριση του ψευδοκράτους των Κατεχομένων της.

   Αν πετύχει το τελευταίο, θα είναι αποτέλεσμα της διπλωματικής ευελιξίας και ευφυΐας του που είναι ικανές να αποφέρουν στη χώρα του επιπλέον γεωπολιτικά κέρδη εκείνων τα οποία ήδη κέρδισε (στρατιωτική παρουσία στον Καύκασο, τη Συρία, τη Λιβύη, το Ιράκ, τα Βαλκάνια και διαιωνιζόμενη επί 47 χρόνια στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο).

   Η φιλοπόλεμη διάθεση του ”σουλτάνου” η οποία εκδηλώνεται πότε με τις δηλώσεις και τις ομιλίες που βγάζει και πότε μέσω των Αξιωματούχων του (κυρίως του ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου και του ΥΠΑΜ Χουλουσί Ακάρ), δεν έχει πάρει ουσιαστική απάντηση μέχρι στιγμής από την Ελλάδα κι αυτό ισχύει διαχρονικά απ’ το 1995  και εντεύθεν, μετά την απόφαση της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης στις 8 Ιουνίου.

   Ουσιαστική λοιπόν θα είναι η απάντηση της Ελλάδας στο θέμα αυτό, αν καταγγείλει διεθνώς την Τουρκία ότι την εμποδίζει να εκμεταλλευτεί ένα νόμιμο δικαίωμά της (την επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 νμ), κάτι που αντιβαίνει στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

   Αλλά πώς να το κάνει, θα μου πείτε, αυτό η πατρίδα μας που τρέμει το φυλλοκάρδι της σε κάθε φτέρνισμα του ”σουλτάνου” και δεν κάνει τα πιο απλά και αυτονόητα τα οποία έχουν να κάνουν με τις κόκκινες γραμμές υπεράσπισης  των συνόρων μας που έχουν ξεθωριάσει;

   Κι αυτό το ξεθώριασμα δεν το σώζουν, δυστυχώς, τα RAFALE, οι Belharra και τα υπόλοιπα εξοπλιστικά που αναβαθμίζουμε, γιατί έχει να κάνει με την πολιτική νοοτροπία μας η οποία δεν έχει στοιχεία ελληνικής αυτοπεποίθησης ακόμα, καθώς είναι επηρεασμένη καθοριστικά απ’ τις… ”παρακαταθήκες” της κατευναστικής πολιτικής του Κώστα Σημίτη.

   ”Παρακαταθήκες” υποχωρητικότητας, φοβικότητας και κρυφής ηττοπάθειας που τις επιτείνει το γεγονός ότι τα νέα εξοπλιστικά αποκτήματα θα έχουν ενταχθεί στο σύνολό τους στα ελληνικά Όπλα μέχρι το τέλος του 2025.

   Όπερ σημαίνει ότι έως τότε θα ζούμε με την αγωνία της προσδοκώμενης αλλαγής συσχετισμών στο Αιγαίο προ του ενδεχομένου δικής μας υστέρησης σε περίπτωση αιφνιδιαστικού ”θερμού επεισοδίου” με την Τουρκία μέχρι το 2023, έτος ορόσημο γι’ αυτήν λόγω συμπλήρωσης 100ετηρίδας από την ίδρυση του τουρκικού κράτους από τον Κεμάλ Ατατούρκ.

   Ακόμα μεγαλύτερος φυσικά είναι ο κίνδυνος για την Κύπρο, την ανεξαρτησία και τις συμμαχίες της οποίας (ενεργειακές και αμυντικές) υπονομεύει η φιλότουρκη Βρετανία ενόψει της επανέναρξης συνομιλιών για το Κυπριακό. Συνομιλιών που διαφαίνονται ήδη προβληματικές στον ορίζοντα λόγω του άρνησης της Τουρκίας να συναινέσει σε συνομιλίες, αν δεν υπάρξει πολιτική και πολιτειακή ισοτιμία μεταξύ ΕΚ-Τ/Κ πλευράς.

   Σύμφωνα με την στρατηγική της βήμα – βήμα προσέγγισης των στόχων της, δηλαδή, η Άγκυρα θέτει ως προϋπόθεση για να καθίσει στο Τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Κύπρο την αναγνώριση κυριαρχικής ισότητας στα Κατεχόμενα (”ΤΔΒΚ”), κάτι που αποτελεί  προάγγελο της διχοτόμησης της Μεγαλονήσου.

   Απέναντι στην απροσχημάτιστη τουρκική επιθετικότητα η οποία διαμορφώθηκε απ’ το ασταθές διεθνές περιβάλλον, εμείς — Τύπος και πολιτική ηγεσία — απαντάμε αποπροσανατολιστικά είτε προβάλλοντας σπαράγματα της κοινωνικής παρακμής μας (”θεματοφύλακες του συντάγματος”, αντιεμβολιαστές πυρπολητές βιβλίων, ”αρβύλες” ανηθικότητας και ενδοοικογενειακή βία με γυναικοκτονίες) είτε τηρώντας αιδήμονα σιγή πίσω απ’ την μάσκα του covid, αρνούμενοι να υπερασπιστούμε με πράξεις κι όχι με λόγια τα δίκαια της Μεγαλονήσου την στιγμή που εποικίζεται το βόρειο τμήμα της.

   Με τον τρόπο αυτό σίγουρα δεν αποφεύγουμε τα χειρότερα, αλλά τα προκαλούμε στη χειρότερη μορφή τους. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα, αν θέλει να είναι εθνικά αξιοπρεπής, θα πρέπει να υψώσει το ανάστημά της και – έχοντας στο πλευρό τις πολυμερείς συμμαχίες της (που ελπίζω να μην αποδειχθούν θνησιγενείς σε κρίσιμες φάσεις) – να υπερασπιστεί με κάθε τρόπο τα δίκαια της Κύπρου, τα οποία είναι δίκαια και της ίδιας, δίκαια του Ελληνισμού.

https://www.militaire.gr/