20.5.16

Η Νεα Οδύσσεια, του Νίκου Καζαντζάκη


του συνεργάτη μας από την Αυστραλία:
Γιώργου Μακρίδη

Δέκα χρόνια έγραφε και ξανάγραφε την “Οδύσσειά” του ο Νίκος Καζαντζάκης (1883 – 1957). Μάλιστα τη διόρθωσε οχτώ φορές. Είναι ένα επικό ποίημα που φτάνει τις 33.333 στίχους. Η Έλλη Αλεξίου (1894 – 1988), λέει για τη Νέα Οδύσσεια: “Ο Καζαντζάκης ήταν άνθρωπος των εντυπωσιασμών. Γι’ αυτό έγραψε την Οδύσσεια για να εντυπωσιάσει την ανθρωπότητα”. Και: “Σ’ όλα τα πράγματα ζήλευε μόνο τις κορυφές: στην τέχνη,  την φιλοσοφία, την πολιτική” (“Για να γίνει μεγάλος”, σ. 71).
Πράγματι, μόνο ένα άλλο ποίημα σκανδιναβικής προέλευσης, κάπως φτάνει τη Νέα Οδύσσεια. Αποτελείται από 20.000 στίχους, αλλά γράφτηκε από διαφορετικούς ποιητές σε διαφορετικές εποχές. Μάλιστα, όπως μας λεει πάλι η Έλλη Αλεξίου, η  Νέα Οδύσσεια είχε φτάσει τους 42.000 στίχους. Αφαίρεσε, όμως, ο Ν.Κ., τους 9.000 για να φτιάξει τα τριαράκια, επειδή θεωρούσε τυχερό αριθμό του το τρία.

Η Νέα Οδύσσεια εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1938, με χρήματα της αμερικανίδας Joe Macleod. Από μια συγκυρία εκείνη τη χρονιά εκδηλώθηκε έντονα και η λευχαιμία στον Καζαντζάκη, που τον ταλαιπώρησε πολύ. Έπρεπε ν’ αλλάζει το αίμα του συνέχεια και το 1953 έχασε το ένα του μάτι.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1912 – 1991), αναφέρεται στη λευχαιμία, λέγοντας: 
“Ως το τέλος του παλεύει, (ο Καζαντζάκης), αδιάκοπα με την αρρώστια του αίματός του. Είναι ταχτικός πελάτης της Πανεπιστημιακής Κλινικής του Φράιμπουργκ, Γερμανία”  (“Νίκος Καζαντζάκης, η αγωνία του και το έργο του”, “Βιβλιοαθηναϊκή”, Αθήνα, Χωρίς χρονολογία, σ. 726).
Η Νέα Οδύσσεια μεταφράστηκε και στ’ αγγλικά απ’ τον ελληνοαμερικάνο φιλόλογο Κίμων Φράιερ (1911 – 1993), κι εκδόθηκε στις ΗΠΑ, λίγο πριν απ’ το θάνατο του Καζαντζάκη.
Ο Φράιερ, λοιπόν, μεταξύ των άλλων μας λεει, περίπου τα παρακάτω (δεν το έχω αυτό το βιβλίο): “Ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε την “Οδύσσεια” και το “Ζορμπά”,  για να μας δείξει πως ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει την απόλυτη ελευθερία”. 
Δηλαδή, ν’ απαλλαγεί κανείς απ’ την οικογένεια, την πατρίδα, τις μικρές και μεγάλες χαρές της ζωής φτάνοντας την απόλυτη ελευθερία. Όχι, αυτά δε στέκουν. Είναι, δηλαδή, σα ν’ αυτοκτονεί κανείς μόνο και μόνο για να δείξει πως είναι ελεύθερος. Μα τι σόι ελευθερία έχει ο Οδυσσέας, του Καζαντζάκη, αφού περιπλανιέται απ’ εδώ κι απ’ εκεί, εντελώς άσκοπα, και στο τέλος πεθαίνει ολομόναχος πάνω στους πάγους;
Ναι, αυτά τα κηρύγματα είναι αντικοινωνικά και ουτοπιστικά. Το απόλυτο δε χωράει στη ζωή. Όλα είναι σχετικά ή εξαρτώμενα. Μα την απόλυτη ελευθερία δεν την έχουν ούτε τ’ άγρια θηρία της ζούγκλας, αφού το ένα φοβάται το άλλο. Ύστερα, ο άνθρωπος μακριά από τοπικισμούς, σωβινισμούς, ρατσισμούς κι εθνικισμούς, χρειάζεται την πατρίδα του. Στην φύση του τον τραβούν τα χώματα που τον γέννησαν. Επίσης, ο άνθρωπος, στη φύση του πάλι, είναι κοινωνικός κι έχει ανάγκη από κάποια στοργή, ιδιαίτερα στις δύσκολες στιγμές του. Κι ασφαλώς τ’ αγαπημένα του πρόσωπα – οι συγγενείς και οι φίλοι – θα του τη δώσουν.
Πολλά λέγονται για τη Νέα Οδύσσεια, αυτό το ποίημα... μαμούθ. Μερικοί κριτικοί λένε πως αξίζει.., άλλοι λένε πως είναι απλησίαστο. Πως, δηλαδή, δε διαβάζεται λόγω του όγκου του.
Ο Γιώργος Σεφέρης (1900 – 1971), λεει κάπου κάτι που είναι σωστό: “Στην ποίηση μετράει η κάθε λέξη ξεχωριστά”. Ε, τώρα για να κάνει κανείς κάτι τέτοιο με την “Οδύσσεια” του Κ., θα του χρειαστούν 33.333 μέρες.
Ας δώσω κι εγώ μια γνώμη για τη Νέα Οδύσσεια που πολύ με παίδεψε. Τέσσερις – πέντε φορές προσπάθησα να τη διαβάσω... και δεν τα κατάφερα. Στο τέλος – μετά από χρόνια – τη “διάβασα”... Τα εισαγωγικά σημαίνουν πως πηδούσα σελίδες. Ύστερα, ένα ποίημα, μπορεί να μας συγκινήσει ακόμα και σε βαθμό δακρύων. Ε, αν δεν μπορέσουμε να το ξεπετάξουμε μονομιάς -  θα κλαίμε, και θα σταματάμε και πάλι απ’ την αρχή.. – χάνει την αξία του.
Ο πρώτος που μίλησε για την αξία των μικρών ποιημάτων – δεν του άρεσαν τα μεγάλα – είναι ο αμερικάνος ποιητής Έντγκαρ Άλλαν Ποε (1809 – 1849).
Βέβαια, άλλοι κριτικοί λένε πως και τα μεγάλα ποιήματα αξίζουν. Δηλαδή, πως και μια σελίδα της Νέας Οδύσσειας.., είναι ποίηση. Έλα, όμως που νομίζω πως δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει μόνο η τέχνη, αλλά και το θέμα: πού το πάει ο ποιητής.  
Επίσης, ο Μάρκος Αυγέρης (1894 – 1973), λεει για τη γλώσσα αυτού του ποιήματος: “Οι περισσότερες σύνθετες λέξεις που χρησιμοποιεί ο Καζαντζάκης δεν ετυμολογούνται.  Δεν είναι ούτε ελληνικές μα ούτε και ξένες. Είναι δικά του κατασκευάσματα”.
Γι’ αυτό, νομίζω πως τα βιβλία του Καζαντζάκη διαβάζονται πιο ευχάριστα, μεταφρασμένα. Δηλαδή, ο ξένος  αναγνώστης δε σκοντάφτει πάνω στις σύνθετες και πολυσύνθετες λέξεις του, που είναι δικά του κατασκευάσματα. Θα το πω χοντροκομμένα: Ο Καζαντζάκης αν έβλεπε έναν άνθρωπο κοντό, χοντρό και ξανθό, θα μπορούσε να πει: Ο κοντοχοντρόξανθος. Ναι, αλλά αυτό το κατασκεύασμα του δε μεταφράζεται, όπως είναι, σε καμιά γλώσσα. Αυτό είναι ένα μεγάλο “κουσούρι” της γλώσσας μας: είναι τρομερά ευκολόπλαστη κι ο καθένας την πηγαίνει κατά κει που θέλει. Γι’ αυτό και τα παλιά χρόνια ο κάθε λογοτέχνης μας – Παλαμάς, Βάρναλης, Καζαντζάκης κτλ - είχε τη δική του δημοτική γλώσσα.     
Τέλος πολλοί κριτικοί της τέχνης λένε πως ο Καζαντζάκης έβαλε στην Οδύσσειά του όλο το μηδενισμό του και μάλλον έχουν δίκαιο. Γι’ αυτό και μερικοί κριτικοί τον λένε, κοντά στ’ άλλα και μηδενιστή. Η πρώτη του γυναίκα η Γαλάτεια Καζαντζάκη (1886 - 1962), γράφοντας σ’ έναν βιογράφο του Καζαντζάκη, τον Σουηδό Γκούμαρ Άντερσον, λέει μεταξύ των άλλων:
“Η Οδύσσεια είναι μια αλλοπρόσαλλη περιπέτεια. Οι 33. 333 στίχοι παρδαλά φανταχτεροί, λόγια χωρίς κανένα νόημα, χωρίς αγάπη, χαρά, θλίψη, ελπίδα και χωρίς καμιά δικαίωση. Ο Καζ. με τη Οδύσσεια δείχνει το μηδενισμό του και την απαισιοδοξία του. Σ’ όλη τη ζωή του ο Καζ. όργωνε μια ατέλειωτη Σαχάρα που επάνω της δεν άνθησε ούτε ένα πράσινο φυλλαράκι.”
Η αδελφή, όμως, της Γαλάτειας, η Έλλη Αλεξίου, που τον ήξερε καλά τον Καζαντζάκη διαφωνεί, λέγοντας: “Ο Καζαντζάκης δεν ήταν μηδενιστής. Ήταν ατομικιστής. Εξατομικευμένος. Βλέπει το άτομό του σα μονάδα, ν’ αγωνίζεται να επιζήσει” (“Για να γίνει μεγάλος”, σ. 135). Μάλλον έχει δίκιο η Έλλη Αλεξίου. Αυτός είναι ο γνωστός τύπος του υπερευαίσθητου ανθρώπου, που λες κι όλοι τον κυνηγάνε κι αυτός “αγωνίζεται να επιζήσει”: να τους αντιμετωπίσει. 
Λοιπόν, ο Οδυσσέας, του Όμηρου είχε κάποιο προορισμό. Με το που τέλειωσε ο πόλεμος στην Τροία, και μετά από τόσες ταλαιπωρίες και περιπέτειες, δεν έχει τίποτ’ άλλο στο νου του παρά την επιστροφή στην Ιθάκη. Να γυρίσει, δηλαδή, στην πατρίδα του και να νοικοκυρέψει την οικογένειά και το βασίλειό του.
“Ο ομηρικός Οδυσσέας αγωνίζεται για ένα ιδανικό, που θα συγκινεί πάντα την ανθρώπινη καρδιά”, μας λεει ο Μάρκος Αυγέρης.
Ποιος, όμως, είναι ο προορισμός του Οδυσσέα του Καζαντζάκη, σε τι πιστεύει; Σε τίποτε! Δεν πιστεύει σε οικογένεια και πατρίδα, αφού αφήνει τη γυναίκα του, την Πηνελόπη, και το μοναχογιό του τον Τηλέμαχο, και παίρνοντας μερικούς συντρόφους του – κοσμοπολίτες, ή τυχοδιώκτες της εποχής εκείνης - ξανοίγεται στο πέλαγος, με βάρκα την ελπίδα. Ξεσηκώνω μερικούς στίχους απ’ τη νέα “Οδύσσεια”. Ο Οδυσσέας μιλάει στους συντρόφους του, αφού ξανοίχτηκαν στο πέλαγος, χωρίς κανένα σκοπό και προορισμό:

“Το καταπού τραβάμε, σύντροφοι, δε νοιάζεται η καρδιά μου.  (Γ΄ Ραψωδία, σ. 252).
Σύραν τα ρέματα και παν, κι ορθός στη μέση του πελάγου.
θωρώ δεξά δικά μας τα νησιά, ζερβά η στεριά σαν κούρβα,
ξαπλώνεται ορθοκάπουλη στο φως και λαχταράει κουρσάρους.
Ομπρός, βαράτε τα κουπιά κι ας μην αναρωτιέται ο νου σας!”

Πάντως, ο Καζαντζάκης γράφοντας την “Οδύσσειά” του δεν ξεχνάει πως κάποτε κι ο ίδιος υπήρξε σοσιαλιστής κι επαναστάτης – αυτό το κάνει και στα μυθιστορήματά του, στα οποία βλέπουμε ατόφια επαναστατικά κηρύγματα – και μας δίνει μερικούς στίχους που αγγίζουν τα καθημερινά των απλών ανθρώπων. Ο Οδυσσέας, λοιπόν, ανταμώνει ένα γέροντα και δεν του λεει πως αυτός είναι ο βασιλιάς του, μόνο του δίνει της είδηση για την επιστροφή του Οδυσσέα:

“Γέρο, ψηλά τ’ αυτιά σου τρούλωσε και μην κατατρομάξεις:   (Α΄ Ραψωδία, στ. 847)
άραξε οψές στην πατρική του γης ο φουμιστός Δυσσέας”.        

Ο Καζαντζάκης, όμως, θέλει να μας δείξει και κάτι άλλο: πως άλλα είναι τα προβλήματα των φτωχών ανθρώπων κι άλλα των πλουσίων και των αρχόντων. Γι’ αυτό ο γέροντας αποκρίνεται, στον Οδυσσέα:

“Τι νοιάζει εμάς τους μεροδούληδες και μεροφάδες, Θέ μου,  (Α΄ Ραψωδία, στ. 850).
αν ήρθε ο βασιλιάς για αν πνίγηκε στης ξενιτιάς το κύμα;
Εμείς για τη βροχή νοιαζόμαστε, τα κηπικά, τ’ αρνιά μας.
οι βασιλιάδες, άπιαστα πουλιά και νέφαλα του ανέμου”.

Επίσης από ένα διάλογο του Οδυσσέα με το γιο του, φαίνεται πως ο Τηλέμαχος είναι ο προοδευτικός άνθρωπος της εποχής του. Ο λαός επαναστάτησε, και λένε οι άντρες στις γυναίκες τους:

“Κι άιντε, φωτιά! Σηκώστε τα δαδιά, κι απάνω του, γυναίκες.    (Α΄  Ραψωδία, στ. 182)
απόψε στάχτη το παλάτι του θα σκορπιστεί του ανέμου!”           

Ο Οδυσσέας το κουβεντιάζει με το Τηλέμαχο. Πως, δηλαδή, ο λαός ξεσηκώθηκε και ζητάει να πάρουν τα μέτρα τους: να πέσουν κεφάλια. Ο προοδευτικός, όμως, Τηλέμαχος του λεει:

“Αν ήμουν βασιλιάς, στου πλάτανου τον ίσκιο θα καθόμουν   (Α΄ Ραψωδία, στ. 246)
και σαν πατέρας τα παράπονα θα γρίκουν του λαού μου,
δίκια τη λευτεριά και το ψωμί μοιράζοντας στο πλήθος”.            

Ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη, επίσης, δεν πιστεύει ούτε σε φιλοξενία, ούτε σε φιλία μα ούτε και σε τιμή, αφού πηγαίνει στο βασίλειο του συναγωνιστή του Μενέλαου και του παίρνει τη γυναίκα. Το δεύτερο κλέψιμο της ωραίας Ελένης, χωρίς όμως κανένα λόγο.
Πάντως, κι εδώ ο Καζαντζάκης μας λεει, πως ο λαός φτάνει στην επανάσταση, αφού εξαντλήσει όλα τ’ άλλα μέσα που έχει στη διάθεσή του, διαμαρτυρίες κτλ. Οι Σπαρτιάτες επαναστατούν εναντίον του Μενέλαου, γιατί πεινάνε,  κι ο πολυμήχανος Οδυσσέας του λεει πως πρέπει ν’ ανοίξει τις γεμάτες αποθήκες του και να δώσει ψωμί στον πεινασμένο λαό, γιατί κινδυνεύει:

“Πεινούν οι βάρβαροι, μυρίστηκαν τα πλούσια σου κελάρια.   (Γ΄ Ραψωδία, στ. 1184)
Την άγια κεφαλή σου, βασιλιά, θωρώ σε μια κολόνα”.

Ο Οδυσσέας όμως, δεν πιστεύει ούτε στον έρωτα, αφού παρατάει την Ελένη στην Κρήτη και  περιπλανιέται άσκοπα σε διάφορα κράτη της Αφρικής. Κοντά στ’ άλλα ανταμώνει το Χριστό και τους μαθητές του, αλλά αρνείται να δεχτεί το χριστιανισμό. Μα και μόνο αυτό δείχνει πως ο Καζαντζάκης δεν ήταν χριστιανός. Και πως θα γινόταν κάτι τέτοιο, αφού τον Χριστό τον δέχεται μόνο σαν άνθρωπο; Λεει στην “Αναφορά στον Γκρέκο”, στη σελίδα 347: “Η δυαδική υπόσταση του Χριστού στάθηκε για μένα πάντα βαθύ κι ανεξερεύνητο μυστήριο”. Γιατί έβαλαν, λοιπόν, τον σταυρό στον τάφο του Καζαντζάκη, αφού όλα δείχνουν πως ήταν μέγας αντίχριστος;
Λένε, βέβαια, μερικοί κριτικοί, εντελώς λαθεμένα, πως τα περί χριστιανισμού, δεν τα λεει ο Καζαντζάκης, αλλά ο ήρωας του έργου, ο Οδυσσέας. Ναι, αλλά όλα αυτά ο συγγραφέας  τα βάζει στο στόμα του.  Αυτός κουμαντάρει τις κουβέντες του.
Μόνο στην Ω΄ Ραψωδία βλέπουμε έναν κάπως ανθρώπινο Οδυσσέα, που καταλαβαίνοντας πως πλησιάζει το τέλος του ζητάει να δει για τελευταία φορά όλα τ’ αγαπημένα του πρόσωπα. Αυτό, δηλαδή, που κάνουν όλοι οι άνθρωποι όταν καταλαβαίνουν πως βρίσκονται στα τελευταία τους. Στο τέλος, ο Οδυσσέας, φτάνει στο Νότιο Πόλο και πεθαίνει ολομόναχος ανάμεσα στους πάγους.
Επομένως, και μέσα απ’ την Νέα “Οδύσσεια” φαίνεται πως ο Καζαντζάκης δεν ήταν χριστιανός, ή θεοσεβούμενος. Κάποιος άλλος είναι ο Θεός, που έψαχνε μετά μανίας, από πολύ νέος ο Καζαντζάκης, κι όχι ο Θεός που μας παρουσιάζουν οι διάφορες θρησκείες. Ο Θεός του Καζαντζάκη είναι μάλλον η συνείδηση, που μας ελέγχει όταν κάνουμε το στραβό. 
Πάντως, η Οδύσσεια του Καζαντζάκη είχε μεγάλη εκδοτική επιτυχία στις ΗΠΑ και σ’ άλλες χώρες, όπου μιλιέται η αγγλική γλώσσα. Αξίζει, λοιπόν, τον κόπο να διαβάσει κανείς έστω και μερικές σελίδες απ’ αυτό το ποίημα. Ο Καζαντζάκης είναι άπιαστος στη χρήση της γλώσσας μας. Επίσης ταξίδεψε πολύ αποχτώντας εμπειρίες, που τον βοήθησαν στην τέχνη του. Στη λογοτεχνία μετράει πρώτα η εμπειρία κι έρχεται δεύτερη η δημιουργική φαντασία. Μα όσο καλή φαντασία κι αν έχει ένας λογοτέχνης πώς θ’ αναφερθεί σε κάτι χωρίς να το ξέρει; Θα τα μουσκέψει. Το κείμενό του, δηλαδή, θα ψευτίζει. Γι’ αυτό ο μεγάλος Ρώσος ποιητής και μυθιστοριογράφος Ιλιά Έρεμπουργκ (1891 - 1967), λεει κάπου: “Όταν ένας συγγραφέας δεν ξέρει κάτι, δεν πρέπει να το αγγίζει, γιατί θα τα κάνει θάλασσα”. Ο θεσσαλονικιός λογοτέχνης ο Γιώργος Ιωάννου (1927 – 1985), μας τα λεει διαφορετικά: “Εγώ δεν μπορώ να γράψω για παλάτια, γιατί δεν έχω μπει ποτέ μου σε παλάτι”.
Ναι, ο Καζαντζάκης ξέχωρα που ήταν ένας καθαρόψυχος άνθρωπος ήταν και μεγάλος ποιητής μα και μυθιστοριογράφος, αλλά συνάμα και ειρηνόφιλος κι επαναστάτης, έστω και παρεξηγημένος, που πρόσφερε πολλά στον άνθρωπο. Όσο για τα νεοελληνικά γράμματα ήταν ο πρώτος που τα έβγαλε έξω απ’ την Ελλάδα, απ’ τη δεκαετία του ΄30 κιόλας. Σ’ εποχές όπου κανένας άλλος λογοτέχνης μας δεν ήταν γνωστός έξω απ’ την Ελλάδα. Εκείνα τα χρόνια μόνο ένας ποιητής μας, και μάλιστα της διασποράς, ήταν γνωστός στην Ευρώπη: Ο Κώστας Καβάφης (1863 – 1933). Είχαν δημοσιευτεί μερικά ποιήματά του σε περιοδικά του Λονδίνου, μεταφρασμένα απ’ τον αδελφό του, τον Τζων και τον καθηγητή του Καίμπριτζ Γιώργο Βαλασόπουλο.