21.9.23

Καθηγητής στρατηγικής υπενθυμίζει… την “αλφαβήτα” στα ελληνοτουρκικά



Μεγάλες προσδοκίες έχουν δημιουργηθεί από τις υψηλού επιπέδου και συμβολισμού Ελληνοτουρκικές συναντήσεις που έχουν ήδη ξεκινήσει. Είναι αυτή η αισιοδοξία δικαιολογημένη; Όταν μπαίνει κανείς σε μια απευθείας διαπραγμάτευση, δηλαδή σε ένα πλαίσιο που εξ ορισμού ευνοεί την στρατιωτικά ισχυρότερη πλευρά, πρέπει να έχει αίσθηση των επιδιώξεων της άλλης πλευράς: Ποια είναι η φύση των διαφορών μας με την Τουρκία; Είναι οι στόχοι της Τουρκίας περιορισμένοι ή απεριόριστοι;
Του Αθανασίου Πλατιά*
Αν οι τουρκικοί στόχοι είναι περιορισμένοι και συνίστανται μόνο στην διαφορά για την υφαλοκρηπίδα, και την ΑΟΖ, τότε είναι δυνατόν με αμοιβαίες υποχωρήσεις να βρούμε λύση. Αν όμως οι τουρκικοί στόχοι είναι απεριόριστοι, τότε κανένας συμβιβασμός δεν θα λύσει, αλλά αντίθετα θα επιτείνει το πρόβλημα: τυχόν υποχωρήσεις -για να επιτευχθεί μια περίοδος ηρεμίας- θα θεωρηθούν ένδειξη αδυναμίας και θα αποθρασύνουν μελλοντικά την Τουρκία.
Το ότι ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας είναι απεριόριστος θα έπρεπε να είναι ήδη γνωστό στην ελληνική πλευρά. Μας το δήλωσε άλλωστε ο ίδιος ο πρόεδρός της μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο σε επίσημη επίσκεψη το 2017, όπου έθεσε ευθέως θέμα αναθεώρησης της συνθήκης της Λωζάννης. Αποδεικνύεται επίσης από την νεο-οθωμανική φιλοδοξία ανάδειξης της Τουρκίας σε πλανητικής εμβέλειας δύναμη, από την επιδίωξη ελέγχου στο μισό Αιγαίο όπου αμφισβητούνται νησιά ανατολικά του 25ου μεσημβρινού, από την επιδίωξη συναπόφασης στην Θράκη και από το επεκτατικό γεωπολιτικό εγχείρημα της «γαλάζιας πατρίδας».
Να το πούμε με απλά λόγια: για να αυξήσει το γεωπολιτικό της αποτύπωμα στο διεθνές σύστημα η Τουρκία προσπαθεί να ευνουχίσει γεωπολιτικά την Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι η γειτονική χώρα βλέπει τις σχέσεις της με την Ελλάδα ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος (zero sum game) και όχι ως θετικού αθροίσματος (win-win), όπως αφελώς ισχυρίζονται ορισμένοι.
Το πρόβλημα συνεπώς των απεριόριστων τουρκικών επιδιώξεων δεν λύνεται με αμοιβαίους συμβιβασμούς στο ζήτημα των θαλάσσιων ζωνών. Το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων δεν μπορεί να περιοριστεί στις θαλάσσιες ζώνες όπως θα επιθυμούσε η ελληνική πλευρά. Ακόμα και αν η Τουρκία, σε ένα ακραίο σενάριο, δεχθεί για τακτικούς λόγους (που έχουν να κάνουν με το εμπάργκο όπλων που της έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ και την καλυτέρευση σχέσεων με ΕΕ) περιορισμό των συζητήσεων στις θαλάσσιες ζώνες, είναι βέβαιο ότι θα επανέλθει δριμύτερα στο άμεσο μέλλον επαναφέροντας τα υπόλοιπα ζητήματα που έχει ήδη θέσει. Ας μην ξεχνάμε μάλιστα ότι η επεκτατική/αναθεωρητική ατζέντα τυγχάνει ευρύτατης λαϊκής αποδοχής στο εσωτερικό της γείτονος χώρας και ότι η ηγεσία της χώρας αυτής είναι εξαιρετικά απρόβλεπτη και καταφεύγει συχνά στον λαϊκισμό.
Τίθεται λοιπόν εύλογα το ερώτημα, αν όλοι εμείς που αντιμετωπίζουμε με σκεπτικισμό της επικείμενες διαπραγματεύσεις έχουμε κάποια ρεαλιστική και αξιόπιστη αντιπρόταση. Προφανώς η ειρήνη είναι προτιμότερη από τον πόλεμο και είναι βεβαίως χρήσιμο να κρατάμε ανοικτά τα κανάλια επικοινωνίας και να διερευνούμε τις προθέσεις της Τουρκίας. Είναι επίσης ωφέλιμο να επιζητούμε στρατιωτικά μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης που μπορούν να μειώσουν την πιθανότητα αθέλητης κλιμάκωσης.
Δεν πρέπει όμως να εγκαταλείψουμε την στρατηγική που ακολούθησαν από την ανάγκη των πραγμάτων όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1974 και μετά (με εξαίρεση αυτές που είχαν χάσει την δημοσιονομική αυτονομία την περίοδο της κρίσης): ένα μείγμα εσωτερικής και εξωτερικής εξισορρόπησης. Αυτή η στρατηγική έχει προφανώς οικονομικό και διπλωματικό κόστος, αλλά ταυτόχρονα μειώνει το ρίσκο απέναντι στην Τουρκία.
Δεν είναι τυχαίο ότι όσες φορές επιχειρήθηκε η στρατηγική της σύμπραξης με την Τουρκία (δηλ. «η στρατηγική εξημέρωσης του θεριού»), αυτή απέτυχε παταγωδώς διαψεύδοντας τους εμπνευστές της. Όσες κυβερνήσεις τα τελευταία 50 χρόνια δοκίμασαν άλλο μείγμα στρατηγικής κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μόνο με ισχυρή αποτροπή διατηρείται η ειρήνη και η στρατηγική σταθερότητα στην περιοχή. Τη στρατηγική της εξισορρόπησης και αποτροπής ακολούθησε άλλωστε και η ίδια η κυβέρνηση Μητσοτάκη την τελευταία τετραετία. Το βάρος της απόδειξης λοιπόν ότι υπάρχει καλύτερη στρατηγική που μειώνει το κόστος χωρίς να αυξάνει το ρίσκο πέφτει στις πλάτες αυτών που θέλουν να αλλάξουν την στρατηγική που έχει διατηρήσει την ειρήνη από την μεταπολίτευση μέχρι τώρα.
Εν κατακλείδι, η μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει η Τουρκία είναι αυτή της ισχύος και συνεπώς μόνο μια ισχυρή Ελλάδα έχει ελπίδες να αποθαρρύνει την επεκτατικότητα της γειτονικής χώρας και να την αναγκάσει να αποδεχθεί μια βιώσιμη και συμβατή με το διεθνές δίκαιο λύση στα ελληνοτουρκικά προβλήματα. Δεν πρέπει τέλος να ξεχνάμε μια βασική αρχή της Realpolitik, ότι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων αντανακλά τον στρατιωτικό και διπλωματικό συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των διαπραγματευόμενων πλευρών. Κάθε άλλη προσέγγιση είναι ουτοπική.
*Ο Αθανάσιος Πλατιάς έχει υπάρξει καθηγητής στρατηγικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και έχει πρόσφατα συγγράψει (με τον Κ. Κολιόπουλο) το βιβλίο “50 Κανόνες Στρατηγικής στις Ελληνοτουρκικές Σχέσεις” (Αθήνα: Δίαυλος, 2023) defence-point.gr


Πηγή: i-epikaira.blogspot.com