Γράφει ο
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΡΟΥΖΙΔΗΣ
Οι όροι της τελευταίας συμφωνίας για την προμήθεια των (3+1) φρεγατών Belh@rra, δεν ήταν οι ευνοϊκότεροι για την μακροπρόθεσμη ισχύ της Ελλάδας.
Σε όλες τις χώρες της υφηλίου, πλην των ιθαγενών, οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί ακολουθούν συγκεκριμένους όρους, οι οποίοι προσδίδουν προστιθέμενη αξία στην εγχώρια βιομηχανία και την τοπική κοινωνία.
Από την Σουηδία μέχρι την Νότια Αφρική και από τον Καναδά μέχρι την Ιαπωνία, τα κράτη αλλά και οι κοινωνίες γνωρίζουν ότι την τεχνολογία την οδηγούν (δυστυχώς) οι αμυντικές ανάγκες.
Δεν υπάρχει ισχυρή χώρα στον κόσμο η οποία δεν διαθέτει ισχυρή αμυντική βιομηχανία (κρατική και ιδιωτική) και η αμυντική βιομηχανία είναι απολύτως εξαρτημένη από το κράτος που ανήκει.
Οι πωλήσεις αμυντικών συστημάτων δεν ακολουθούν τους κανόνες του ελεύθερου εμπορίου, αλλά συνδυάζονται και με την παροχή προστασίας, από τις μεγάλες χώρες προς τις μικρότερες. Έτσι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, ενώ η Σουηδία παράγει τεχνολογία, κατασκευάζει και διαθέτει πολύ καλά πολιτικά οχήματα (Volvo, Scania), δεν κατάφερε να πουλήσει το εξίσου καλό πολεμικό της αεροσκάφος (Gripen).
Ούτε λίγο ούτε πολύ, μετά τα όσα ακούσαμε για την προμήθεια των νέων φρεγατών, πιστέψαμε ότι μας κάνει χάρη η Τουρκία που δεν έχει επιτεθεί ακόμα στο Αιγαίο.
Το 1974, ο ελληνικός στρατός δεν πολέμησε και η Τουρκία πήρε το πάνω χέρι, στρατιωτικοποιώντας τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Αμέσως μετά, κρίθηκε η ανάγκη ενίσχυσης του ελληνικού οπλοστασίου.
Το 1996, χωρίς να απαντήσουμε στην πρόκληση, αποφασίσαμε και πάλι την υλοποίηση υψηλών στρατιωτικών προμηθειών, ενώ στο μεταξύ το Αιγαίο είχε γκριζαρισθεί.
Υπήρξαν χρονιές πριν την κρίση, που οι ελληνικές αμυντικές προμήθειες ήταν οι υψηλότερες από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο.
Σαφώς και σήμερα η Τουρκία είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένη, συγκριτικά με το 1974 και το 1996, σε καμία περίπτωση όμως δεν δικαιολογείται η ανατροπή στο συλλογικό υποσυνείδητο της χώρας, του ισοζυγίου ισχύος των δύο χωρών.
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν, η ελληνική αμυντική βιομηχανία πνέει τα λοίσθια.
Αν προσβλέπουμε σε κάποιο ελευθερίας και ανεξαρτησίας, οφείλουμε να ενισχύσουμε την βιομηχανία μας και εφεξής τις εταιρείες υψηλής ψηφιακής τεχνολογίας.
Η διάκριση πολεμικής και πολιτικής βιομηχανίας είναι αναχρονιστική. Υπάρχουν πολλές μικτές ιδιωτικές εταιρείες στην Ελλάδα, ορισμένες από αυτές και με εξαγωγικό πολιτικό και αμυντικό έργο.
Στην Τουρκία πριν 20-30 χρόνια το απαιτούμενο ποσοστό συμπαραγωγής ήταν 40 %, ενώ τελευταία διεκδικείται στις περισσότερες περιπτώσεις, η πλήρης παροχή της σχετικής τεχνογνωσίας (PATRIOT).
Ακόμα και προηγμένες βιομηχανικά χώρες όπως η Ελβετία, διεκδικούν ποσοστό συμπαραγωγής ή και αντισταθμιστικών ωφελημάτων, σχεδόν στο 100 % της αξίας προμήθειας.
Οφείλουμε και εμείς να δούμε την πραγματικότητα και να επωφεληθούμε από τις κοινωνικά επώδυνες αλλά εθνικά αναγκαίες εξοπλιστικές δαπάνες.
Εάν το σύνολο των εξοπλιστικών προγραμμάτων που είναι σε εξέλιξη (2020-2030), εκτιμηθούν στο ύψος των 10 δισεκατομμυρίων ευρώ και απαιτήσουμε όπως κάνουν όλες οι έξυπνες χώρες, ένα ελάχιστο ποσοστό εγχώριας βιομηχανικής συμμετοχής 40 %, αυτό σημαίνει, ότι 4 δισεκατομμύρια ευρώ, θα επενδυθούν στην οικονομία μας, αποτελώντας έναν αναπτυξιακό εκρηκτικό καταλύτη, υψηλής μάλιστα τεχνολογίας. Πέραν του οφέλους των άμεσων επενδύσεων, η χώρα θα ενσωματώσει και θα αφομοιώσει σύγχρονη τεχνολογία, απαραίτητη για την συντήρηση των ιδίων των όπλων. Το μέσο κόστος συντήρησης, για τα μέσα με διάρκεια ζωής 30-40 χρόνια, υπερβαίνει το διπλάσιο της αξίας προμήθειας τους.
Εάν η Ελλάδα δεν είχε απαξιώσει την αμυντική της βιομηχανία και επεδίωκε διαχρονικά την συμπαραγωγή στα εξοπλιστικά της προγράμματα, θα είχε εξασφαλίσει κεφάλαια σχεδόν ίσου ύψους με το χρέος της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα υπήρχε χρέος.
Ας επιχειρήσουμε μια υπόθεση εργασίας με τις πλέον συντηρητικές εκτιμήσεις. Έστω ότι η Ελλάδα προμηθεύτηκε από την δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα αμυντικά μέσα αξίας 80 δισ. ευρώ, τότε με βάση τα παραπάνω και εφόσον συμμετείχαμε στην παραγωγή και διεκδικούσαμε τεχνογνωσία, θα είχαμε το εξής οικονομικό όφελος :
Κόστος Αρχικής Προμήθειας (ΚΑΠ) + Εγχώρια Προστιθέμενη Αξία [ΚΑΠ Χ (30-50) % ] + Κόστος Συντήρησης ( 2 Χ ΚΑΠ) = 80 δις ευρώ + 25-50 δις ευρώ + 160 δις ευρώ = 270 δις ευρώ.