3+1 λόγοι για τους οποίους το γαλλικό πακέτο ήταν η μόνη ουσιαστική εναλλακτική για το ελληνικό πρόγραμμα φρεγατών. Η επικαιρότητα των ημερών είναι απόλυτα εστιασμένη, όπως είναι φυσικό, στην προμήθεια των φρεγατών FDI Belh@rra που συνοδεύτηκε και από την υπογραφή συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας. Η σημαντικότητα του γεγονότος από πολλές πλευρές δε, δικαιολογεί απόλυτα τον υπέρμετρο βαθμό κάλυψης όλων των πτυχών του.
Του Στέργιου Δ. Θεοφανίδη
Έστω και κατόπιν εορτής και στις περισσότερες των περιπτώσεων χωρίς να κατονομάζεται η πηγή από την οποία προήλθαν -έστω και αποσπασματικά- στοιχεία, πληροφορίες και τα “συμπεράσματα” που παρατίθενται, ο ελληνικός Τύπος έμμεσα αναγνωρίζει, επισημαίνοντας όλα τα ζητήματα τα οποία τα ελληνικά εξειδικευμένα στην άμυνα Μέσα και κατ΄ επανάληψη έχει αναδείξει συστηματικά το DP τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.
Θα εκτιμούσαμε ιδιαίτερα μία στοιχειώδη αναφορά στην πηγή, για λόγους δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Στην Ελλάδα ζούμε… Τι κι αν σε άρθρα εντοπίζονται αυτούσιες ολόκληρες παράγραφοι από δημοσιεύματα άλλων την εποχή που κανείς δεν ασχολιόταν με λεπτομέρεια με αυτό που τώρα είναι του συρμού; Τονίζουμε, δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά σε δημοσιεύματα του DP.
Από τον Ιούλιο του 2020 που ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση η ματαίωση της προμήθειας δύο φρεγατών Belh@rra HN, γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά. Επιλογή του DP ήταν να επιμείνει σε αυτό που αντιλαμβανόμασταν ως ουσία και όχι να αναλωθεί στη δημιουργία εντυπώσεων.
Στο πλαίσιο αυτής της επιλογής, επισημάνθηκε από την αρχή, ο κρίσιμος ρόλος των όπλων και κατόπιν και των συστημάτων των υποψήφιων φρεγατών. Μεταξύ πολλών άλλων βέβαια αναλύσεων, που προήλθαν κυρίως μέσω της άντλησης στοιχείων από επίσημες εκθέσεις και αναφορές του Ναυτικού των ΗΠΑ.
Το πρώτο και σημαντικό κομμάτι του οπλισμού των Belh@rra HN, ήταν κατά την άποψή μας και χωρίς να υπάρχει άλλη εναλλακτική για την ελληνική πλευρά, τα όπλα οριζόντιας πλεύσης, μακρού πλήγματος SCALP-Naval (MdcN). Ασφαλώς η βασική επιχειρησιακή απαίτηση που έπρεπε να καλυφθεί ήταν (και παραμένει…), η αεράμυνα περιοχής και κατ΄ επέκταση η εξασφάλιση του μέγιστου φόρτου πυραύλων επιφανείας – αέρος, μεγάλης ακτίνας ASTER 30.
Αυτό όμως ως συνθήκη ή απαίτηση δεν αναιρεί το γεγονός ότι η αξία των νέων μονάδων επιφανείας του Πολεμικού Ναυτικού αυξάνεται δραματικά, εφόσον μπορούν να λειτουργήσουν ΚΑΙ ως πλατφόρμες εκτόξευσης όπλων μακρού πλήγματος, εναντίον στόχων στο έδαφος.
Από τη στιγμή που η Τουρκία έχει στη διάθεσή της βαλλιστικούς πυραύλους με ακτίνα επαρκή για να πλήξουν στόχους όχι μόνο στο Αιγαίο, αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα, μέσω της συνεργασίας με την Κίνα και το Πακιστάν σε προγράμματα προμήθειας και (ακόμα περισσότερο) έρευνας και ανάπτυξης τέτοιων όπλων, η Ελλάδα δεν μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα αξιοποίησης όπλων αποτροπής όπως είναι το SCALP-Naval.
Η απάντηση επομένως του υπιγράφοντος σε όσους επιμένουν στην άποψη ότι δεν έχει νόημα η περίληψη SCALP Naval στη διαμόρφωση οπλισμού των FDI-HN, είναι ότι ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ με όσα υποστηρίζουν, αξίζει το ρίσκο του περιορισμού των πυραύλων ASTER 30 σε 30 ή 28 ή και 26 (στον εκτοξευτή Α70 μπορούν να εγκατασταθούν και ASTER 30), προκειμένου οι κύριες μονάδες επιφανείας του Πολεμικού Ναυτικού να έχουν ΚΑΙ τη δυνατότητα στρατηγικής -ή υποστρατηγικής- κρούσης, μεγάλης ακρίβειας, πέρα από τα μαχητικά της Πολεμικής Αεροπορίας (Mirage 2000-5Mk.2 και Rafale F3R) που μπορούν να φέρουν τον αερομεταφερόμενο SCALP-EG.
Οι Αμερικανοί που διατηρούν επί δεκαετίες σε υπηρεσία τους αερομεταφερόμενους BGM-109 Tomahawk, ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ με τους εκτοξευόμενους από μονάδες επιφανείας και υποβρύχια, πυραύλους οριζόντιας πλεύσης του ίδιου τύπου, ΣΙΓΟΥΡΑ ξέρουν κάτι παραπάνω. Σήμερα εκσυγχρονίζουν τα όπλα αυτά, στο επίπεδο Block V, προσδίδοντας τους ταυτόχρονα και αντιπλοϊκές ικανότητες εναντίον κινούμενων στόχων!
Ενώ η Αεροπορία των ΗΠΑ καταργεί τον Tomahawk, αντικαθιστώντας τον με AGM-158A JASSM και AGM-158B JASSM-ER (μαζί με τον αντιπλοϊκό LRASM), το USN θα εξακολουθήσει να αξιοποιεί επιχειρησιακά το παλιό αυτό όπλο, σε εκσυγχρονισμένες εκδόσεις με σύγχρονες μονάδες καθοδήγησης, για πολλά ακόμη χρόνια.
Το γαλλικό πακέτο παρέχει μέσω της FDI-HN αυτή τη δυνατότητα, η οποία φυσικά δεν ήταν διαθέσιμη σε καμία από τις άλλες υποψηφιότητες για τη νέα φρεγάτα του Πολεμικού Ναυτικού. Δεν έχουμε παρά να την εκμεταλλευτούμε… Μπορούμε να επισημάνουμε πολλούς λόγους για την συμπερίληψη του SCALP Naval στον οπλισμό των FDI-HN. Και ΚΑΝΕΝΑΝ για το αντίθετο.
Σε ό,τι αφορά στον ASTER 30, είναι επί της ουσίας και πάλι η μόνη εναλλακτική που είχε στη διάθεσή της η ελληνική πλευρά για την κάλυψη της ανάγκης “αεράμυνα περιοχής”. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ακόμη και το Βρετανικό Ναυτικό (RN) επέλεξε αυτό το όπλο για τις Type 45, δεδομένου ότι η άλλη εναλλακτική του ήταν ο ημιενεργού (όχι ενεργού) καθοδήγησης SM-2 Block IIIB.
Ακόμη και ο ενεργού καθοδήγησης SM-2 Block IIIC (που πλέον βρίσκεται σε παραγωγή), ο οποίος ενσωματώνει τους αισθητήρες του SM-6 ERAM και αγοράστηκε ήδη από τον Καναδά έναντι πέντε εκατ. δολ. ανά μονάδα, κατά προσέγγιση, είναι όπλο πολύ πιο βαρύ (700 κιλά έναντι των 450 μόλις κιλών του ASTER 30…), πιο αργό (μέγιστη ταχύτητα 3,5 mach έναντι 4,5 mach του ASTER 30) και με σημαντικά υποδεέστερη ικανότητα ελιγμών σε σχέση με το γαλλικό όπλο.
Για τον ASTER 30 η ικανότητα ελιγμών που δίνει ο κατασκευαστής (MBDA) αποκαλύπτεται μέσω της δυνατότητας ανάπτυξης δυναμικών φορτίσεων μέχρι και 60G! Και αυτό αποδίδεται κυρίως στο ότι ο πύραυλος δεν ελέγχεται κατά την πτήση του μόνο αεροδυναμικά (πτερύγια), αλλά και μέσω συστήματος μεταβολής της διεύθυνσης του ανύσματος ώσης (thrust vectoring) που ονομάζεται PIF-PAF. Αστείο μεν ως όνομα αλλά εξαιρετικά αποδοτικό επειδή ο ASTER 30 μπορεί να αλλάξει πορεία –να στρίψει ακαριαία– ακόμη και κατά 90 μοίρες κατά την πτήση του.
Με βάση τα στοιχεία που έχουν επομένως δώσει στη δημοσιότητα οι κατασκευαστές των δύο όπλων, ο SM-2 δεν μπορεί να συγκριθεί και από πλευράς κινηματικών επιδόσεων και ευελιξίας με τον ASTER 30. Όλα αυτά είναι δε και στοιχεία που ΞΕΧΑΣΤΗΚΑΝ να αναφερθούν ως δεδομένα τον τελευταίο ενάμιση περίπου χρόνο στην Ελλάδα.
Ο τρίτος και εξίσου σημαντικός λόγος για τον οποίο το γαλλικό πακέτο (σκάφος, αισθητήρες, όπλα), υπήρξε η μόνη ουσιαστική εναλλακτική για το ΠΝ και την ελληνική άμυνα συνολικά, είναι ο παράγοντας ομοιοτυπία και η επιχειρησιακή ευελιξία. Έχει ήδη επισημανθεί από το DP η επιτυχής και πολύ αποδοτική συνεργασία του Πολεμικού Ναυτικού με την Πολεμική Αεροπορία στην υποστήριξη και την επιχειρησιακή αξιοποίηση του αερομεταφερόμενου αντιπλοϊκού AM-39 Exocet από το 1999.
Όπως έχει ήδη επισημανθεί και το γεγονός ότι ο ΜΜ40 που θα φέρουν οι FDI-HN, αλλά και οι Gowind, στην έκδοση Block 3C, είναι όπλο που έχει ενταχθεί σε υπηρεσία στο ΠΝ σε σχετικά μεγάλους αριθμούς, εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Πρόκειται για όπλο δοκιμασμένο, δηλαδή με εγνωσμένες δυνατότητες που παράλληλα θα δώσει την ευκαιρία στο Πολεμικό Ναυτικό να εκσυγχρονίσει και τους ΜΜ40 Block 3 που ήδη αξιοποιεί, στο επίπεδο -Block 3C. Εξασφαλίζοντας ομοιοτυπία, απόλυτη επιχειρησιακή ευελιξία και σημαντικές οικονομίες κλίμακας.
Φυσικά, το ίδιο ισχύει και για τους αντιαεροπορικούς MICA (VL MICA NG συγκεκριμένα). Πρέπει εδώ να διευκρινιστεί ότι ο παλιός MICA ΔΕΝ είναι αναβαθμίσιμος σε MICA NG, κάτι που λανθασμένα γράφτηκε σε πρόσφατο αφιέρωμα.
Παρά το γεγονός όμως αυτό, τα δύο όπλα είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ εναλλάξιμα τόσο στους κατακόρυφους εκτοξευτές Sylver, όσο και στους αναρτήρες των μαχητικών Mirage 2000-5Mk.2 και Rafale F3R. Έχουν δηλαδή το κέντρο βάρους τους στο ίδιο σημείο, τις ίδιες φίσες διασύνδεσης και τα ίδια σημεία ανάρτησης – στήριξης.
Όλα αυτά αποτέλεσαν αντικείμενα ενασχόλησης του DP τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Όχι την τελευταία εβδομάδα… Και κάτι τελευταίο πριν κλείσουμε το αφιέρωμα αυτό. Στη δημοσιότητα έχουν κυκλοφορήσει πολλά σενάρια σχετικά με το πώς κατέληξε η Ελλάδα στη συμφωνία με τη Γαλλία.
Θεωρούμε πώς ό,τι και αν ισχύει, αυτό που έχει σημασία και επομένως αυτό που πρέπει να κρατήσουμε, είναι ότι η επιλογή που έγινε, βασίστηκε σε εισήγηση του Πολεμικού Ναυτικού ότι συνιστούσε τη βέλτιστη λύση για την κάλυψη των αναγκών του εντός των επόμενων ετών και δεκαετιών.
Θεωρούμε τέλος, ότι είναι επιβεβλημένο να αποδώσουμε εύσημα στην ελληνική κυβέρνηση, πέραν της τελικής απόφασης, για τον τρόπο με τον οποίο κινήθηκε και διαχειρίστηκε το πολύ μεγάλο αυτό εθνικό ζήτημα, αμέσως μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας AUKUS και κυρίως για την ταχύτητα με την οποία ανταποκρίθηκε.
Απέδειξε έμπρακτα ότι όχι μόνο είχε πλήρη επίγνωση των επιχειρησιακών δεδομένων, αλλά και το ότι είχε και τη βούληση να διαμορφώσει νέες ισορροπίες δυνάμεων σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο, μέσω της συνολικής συμφωνίας που υπέγραψε με τη Γαλλία. Οτιδήποτε άλλο είναι δευτερεύουσας σημασίας…