Το αμερικανικό ναυάγιο στο Αφγανιστάν δεν είναι από τις περιπτώσεις που σηκώνουν αμφισβήτηση. Δεν το αμφισβητούν ούτε οι ίδιοι οι Αμερικανοί. Και εάν υπάρχει μία πολιτική αντιπαράθεση στο εσωτερικό των ΗΠΑ, αυτή αφορά στο εάν υπήρχε δυνατότητα για άλλο χειρισμό. Με άλλα λόγια, κανείς δεν υποστήριξε την παραμονή στο Αφγανιστάν με σκοπό τη στρατιωτική συντριβή των Ταλιμπάν, αυτό δηλαδή που δεν είχε καταστεί δυνατό τα 20 τελευταία χρόνια.
Το αδιέξοδο αυτού του πολέμου είχε επισημανθεί εδώ και χρόνια και γι’ αυτό ο Τραμπ συνήψε τη συμφωνία με τους Ταλιμπάν για αποχώρηση των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων εντός του 2021 με αντάλλαγμα αφενός τη μη επίθεση εναντίον Αμερικανών στρατιωτών, αφετέρου οι Ταλιμπάν να μην φιλοξενήσουν ισλαμιστές τρομοκράτες. Στην πραγματικότητα, ήταν μία συμφωνία-πρόσχημα για να μην υποχρεωθούν οι Αμερικανοί να αποχωρήσουν όπως πριν από πολλές δεκαετίες από τη Σαϊγκόν.
Ο Μπάιντεν καθυστέρησε κατά τρεις μήνες την αποχώρηση, αλλά ουσιαστικά κινήθηκε στη γραμμή Τραμπ. Με άλλα λόγια, σύσσωμο το αμερικανικό πολιτικό σύστημα είχε πλέον αποφασίσει να εγκαταλείψει το Αφγανιστάν. Επειδή, μάλιστα, η αποχώρηση είχε προαναγγελθεί, φυλές και πολέμαρχοι, συνειδητοποιώντας ότι η κατάρρευση της κυβέρνησης στην Καμπούλ ήταν θέμα χρόνου, έσπευσαν να προσχωρήσουν στην πλευρά των αυριανών νικητών, με αποτέλεσμα η τελική έφοδος των Ταλιμπάν να προσλάβει χαρακτήρα σχεδόν στρατιωτικού “περιπάτου” και έτσι να επιταχυνθεί η κατάρρευση της φιλοαμερικανικής κυβέρνησης.
Μπορεί το νέο καθεστώς να υποσχέθηκε γενική αμνηστία, αλλά είναι σαφές ότι όσοι Αφγανοί την προηγούμενη 20ετία είχαν συνεργασθεί με τις ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις έχουν λόγους να φοβούνται ότι θα βρεθούν σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Γι’ αυτό και κατά χιλιάδες προσπαθούν με κάθε μέσο να εγκαταλείψουν το Αφγανιστάν όσο αυτό είναι δυνατόν. Εξ ου και οι σκηνές στο αεροδρόμιο της Καμπούλ.
Το σύνδρομο του Βιετνάμ
Οι ΗΠΑ χρειάσθηκαν πολλά χρόνια για να ξεπεράσουν τις επιπτώσεις από την ήττα στο Βιετνάμ. Για την ακρίβεια την ξεπέρασαν οριστικά με τη νίκη τους στον Ψυχρό Πόλεμο. Η ήττα τους στο Αφγανιστάν μπορεί να μην είναι τόσο θεατρικά εντυπωσιακή, αλλά ουσιαστικά είναι βαρύτερη και στρατιωτικά και πολιτικά. Οι Βιετκόγκ είχαν την αμέριστη υποστήριξη του Βορείου Βιετνάμ κι αυτό την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης και εν μέρει της Κίνας. Εάν εξαιρέσει κανείς την έμμεση υποστήριξη του Πακιστάν, οι Ταλιμπάν νίκησαν το πανίσχυρο ΝΑΤΟ μόνοι τους. Δεν είχαν καμία μεγάλη δύναμη πίσω τους.
Το γεγονός αυτό, ανεξαρτήτως του εάν θα βρει ή όχι μιμητές, αποδομεί καταλυτικά την εικόνα της αμερικανικής υπερδύναμης, στην στρατιωτική υπεροχή της οποίας κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί. Ποιος άραγε θα εμπιστευθεί πλέον τους Αμερικανούς; Είναι η δεύτερη φορά τα τελευταία χρόνια που εν ψυχρώ εγκαταλείπουν τους συμμάχους τους. Πριν λίγα χρόνια ο Τραμπ εγκατέλειψε τους Κούρδους της Συρίας να αντιμετωπίσουν μόνοι τους τους Τούρκους εισβολείς και τώρα η Ουάσινγκτον εγκαταλείπει τους Αφγανούς που συνεργάστηκαν με τις ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ήττα στο Αφγανιστάν επιταχύνει εκ των πραγμάτων την ολοκλήρωση της μετάβασης από το μονοπολικό σύστημα που εγκαινιάσθηκε τη δεκαετία του 1990 στο πολυπολικό που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται τα τελευταία 10-15 χρόνια. Το μεγάλο ρήγμα που δημιουργείται στην αμερικανική ισχύ, η Κίνα και η Ρωσία ήδη σπεύδουν να το εκμεταλλευθούν. Μπορεί και οι δύο αυτές υπερδυνάμεις να έχουν τα δικά τους προβλήματα με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, αλλά στη γεωπολιτική σκακιέρα δεν πρόκειται να άφηναν την μοναδική ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Οι Ταλιμπάν, άλλωστε, δείχνουν διατεθειμένοι να παίξουν σ’ αυτή τη σκακιέρα και μάλιστα με σχετικό πραγματισμό.
Βαρύτερη ήττα από το Ιράκ
Η αποτυχία των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν είναι ακόμα πιο ολοκληρωτική από την αποτυχία τους στο Ιράκ. Στην πραγματικότητα, επισφραγίζεται το ναυάγιο της αυτοκρατορικής στρατηγικής των Νεοσυντηρητικών για το «νέο αμερικανικό αιώνα» που ναι μεν είχε σχεδιασθεί πριν, αλλά εφαρμόσθηκε αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Τότε οι ΗΠΑ είχαν διακηρύξει το δικαίωμά τους όχι μόνο να αναλαμβάνουν κατά βούληση και μονομερώς προληπτική στρατιωτική δράση οπουδήποτε στον κόσμο έκριναν αυτές αναγκαίο, αλλά και να ανατρέπουν καθεστώτα και να “αναμορφώνουν” χώρες! Με άλλα λόγια, είχαν αυτοαναγορευθεί ταυτοχρόνως σε δικαστή και παγκόσμιο χωροφύλακα.
Ουσιαστικά, οι Νεοσυντηρητικοί, που βρέθηκαν στην εξουσία με την εκλογή του Τζορτζ Μπους του νεότερου, προσπαθούσαν να ολοκληρώσουν τη διαδικασία εγκαθίδρυσης μίας νέας τάξης πραγμάτων, μία pax americana. Οι ΗΠΑ δεν είχαν κρύψει τις προθέσεις τους. Μετά την επέμβαση στο Αφγανιστάν, καλλιέργησαν το κλίμα και τελικώς εισέβαλαν και στο Ιράκ. Το Iράκ ήταν γι’ αυτούς ο δεύτερος κρίκος (μετά το Αφγανιστάν) μίας ευρύτερης στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής επιχείρησης, η οποία θα άλλαζε καταλυτικά την ευρύτερη περιοχή.
Ο Λευκός Οίκος είχε εξαρχής και δημοσίως ταξινομήσει τη Συρία και το Ιράν στον “άξονα του κακού”, αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι θα ήταν οι επόμενοι στόχοι της “σταυροφορίας” του. Οι απειλές ήταν επανειλημμένες και ευθείες. Κι αυτό, παρότι η Τεχεράνη είχε βοηθήσει εμμέσως, αλλά αποτελεσματικά τους Αμερικανούς στον πόλεμό τους εναντίον των Tαλιμπάν.
Το nation building σε Αφγανιστάν και Ιράκ
Η σχεδιαζόμενη γεωπολιτική ανατροπή στην ευρύτερη αυτή περιοχή στηριζόταν στο ιδεολόγημα της “αναμόρφωσης”, στο περιβόητο nation building. Οι Νεοσυντηρητικοί θεωρούσαν ότι το Αφγανιστάν και ειδικά το Ιράκ θα συμπεριφέρονταν περίπου όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία μετά την ήττα τους στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με άλλα λόγια, θα επικρατούσε σταδιακά ένα δυτικού τύπου κοινοβουλευτικό καθεστώς δομικά συνδεδεμένο με τις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τη νεοσυντηρητική θεώρηση, η σταθεροποίηση φιλοαμερικανικών καθεστώτων στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ θα καθιστούσε την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία εύκολο εγχείρημα. Η ανατροπή του ισλαμικού καθεστώτος στο Ιράν ήταν σαφώς δυσκολότερη, αλλά μετά από εκτεταμένους βομβαρδισμούς και διεθνή απομόνωση τουλάχιστον θα είχε αποδυναμωθεί δραστικά. Οι υπόλοιπες κυβερνήσεις της περιοχής θα είχαν σπεύσει να προσαρμοσθούν στις επιθυμίες της υπερδύναμης.
Πάντα κατά τη νεοσυντηρητική θεώρηση, οι γεωπολιτικές επιπτώσεις δεν θα περιορίζονταν στη Μέση Ανατολή. Η Γερμανία και η Γαλλία, που είχαν αντιταχθεί στην εισβολή στο Ιράκ, θα είχαν επιστρέψει στο “μαντρί” με σκυμμένο το κεφάλι. Η ΕΕ θα είχε επανέλθει στη θέση του “μικρού εταίρου”, χωρίς δυνατότητες αξιόλογης πολιτικής διαφοροποίησης. Η Μόσχα θα ήταν πολύ πιο προσεκτική στις κινήσεις της και δεν θα είχε καταφέρει να ανακτήσει την επιρροή της στην Κεντρική Ασία, απωθώντας τις ΗΠΑ από την σημαντική αυτή περιοχή. Η Κίνα θα ήταν ακόμα πιο χαμηλότονη στην εξωτερική πολιτική της. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα θα είχε ανοίξει και ο δρόμος για την προσαρμογή και του ΟΗΕ στις προδιαγραφές της Ουάσιγκτον. Με άλλα λόγια, θα είχε για τα καλά ανατείλει ο “νέος αμερικανικός αιώνας” που οραματίζονταν οι Νεοσυντηρητικοί.
Με δογματισμό που εντυπωσιάζει, οι Νεοσυντηρητικοί παρέβλεπαν τις ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον δικό τους “αντιτρομοκρατικό” πόλεμο. Η ναζιστική Γερμανία και η μιλιταριστική Ιαπωνία είχαν προκαλέσει τον πόλεμο τη δεκαετία του 1940 και είχαν αναμετρηθεί επί ίσοις όροις με τους Συμμάχους. Η ήττα τους σήμανε την ήττα της φιλοδοξίας των δύο αυτών εθνών για διεθνή κυριαρχία. Το Αφγανιστάν και το Ιράκ ήταν τελείως διαφορετικές περιπτώσεις.
Γι’ αυτό και οι πολιτικές δοξασίες των Νεοσυντηρητικών της κυβέρνησης Μπους κατέρρευσαν από τα ίδια τα γεγονότα. Στην Ουάσιγκτον δήλωναν ότι οι Αφγανοί και οι Ιρακινοί θα υποδέχονταν τους Αμερικανούς σαν απελευθερωτές. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Η κατάληψη ήταν εύκολη, ενώ η κατοχή αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολη. Και οι δύο αυτές χώρες μετατράπηκαν σε “ναρκοπέδιο” για τους Αμερικανούς.
______________
Μιχάλης Τσολάκης