24.4.19

ο Όρθρος της Μεγ. Τετάρτης


Σήμερα ψάλλεται στους ναούς ο Όρθρος της Μεγ. Τετάρτης. Και σήμερα στο μέσον του ναού είναι ο Νυμφίος Χριστός, ενώ οι ψάλτες θα ξαναπούν το «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται» και το «Τον νυμφώνα Σου βλέπω». Ο ύμνος που δεσπόζει όμως τη βραδιά αυτή είναι το λεγόμενο «τροπάριο της Κασσιανής», από το όνομα της ποιήτριάς του. 

Πρόκειται για αριστούργημα της βυζαντινής ποίησης και μουσικής. Είναι το δοξαστικό των αποστίχων. 

Αναφέρεται στην Πόρνη που έπλυνε με βαρύτιμο μύρο τα πόδια του Ιησού, λίγο πριν το Πάθος. Προσοχή όμως! Δεν πρόκειται για την Αγία Μαρία τη Μαγδαληνή, όπως αντίθετα υποστηρίζει η (τόσον εκμεταλλευμένη εμπορικά) φραγγολατίνικη παράδοση. 

 Το κείμενο του θαυμάσιου αυτού ύμνου έχει ως εξής: «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σην αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει. Οίμοι, λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας. Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ. Κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
 Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις. Ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη. Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το μέγα έλεος». Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου: Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας. Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. 
 Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης. Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε. 
 Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
 Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος



ΦΜ