19.4.19

ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ[:Ιω.11,1-45] (1)


     Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
[Μέρος πρώτο: υπομνηματισμός των εδαφίων 11,1-17]
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν τις ἀσθενῶν, Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας, καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς(:Ήταν τότε κάποιος που λεγόταν Λάζαρος, ο οποίος είχε αρρωστήσει. Αυτός καταγόταν από τη Βηθανία, το χωριό της Μαρίας και της Μάρθας της αδελφής της). Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ, καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει(:Και ήταν η Μαρία εκείνη που αργότερα, λίγο πριν από τον θάνατο του Κυρίου, Τον άλειψε με το μύρο και σκούπισε τα πόδια Του με τα μαλλιά της. Και ο Λάζαρος που ασθενούσε, ήταν αδελφός της)»[Ιω.11,1-2].

   Πολλοί από τους ανθρώπους όταν δουν κάποιους, που είναι αρεστοί στον Θεό, να πάσχουν από κάποιο κακό(όπως για παράδειγμα να έχουν αρρωστήσει ή να πάσχουν από φτώχεια ή από κάποιο άλλο παρόμοιο) σκανδαλίζονται, μη γνωρίζοντας ότι γνώρισμα των κατεξοχήν φίλων του Θεού είναι το να πάσχουν από αυτά· και ο Λάζαρος λοιπόν ήταν ένας από τους φίλους του Χριστού και ήταν ασθενής. Αυτό λοιπόν έλεγαν και εκείνοι που στάλθηκαν: «Κύριε, δε ν φιλες σθενε(:Κύριε, να, ο φίλος Σου που τόσο πολύ αγαπάς είναι άρρωστος)». Αλλά ας εξετάσουμε από την αρχή την περικοπή.
   «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν τις ἀσθενῶν, Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας(:Ήταν τότε κάποιος που λεγόταν Λάζαρος, ο οποίος είχε αρρωστήσει. Αυτός καταγόταν από τη Βηθανία)». Δεν ανέφερε έτσι απλά και τυχαία από πού καταγόταν ο Λάζαρος, αλλά για κάποια αιτία, την οποία θα αναφέρει στη συνέχεια· τώρα ας εξετάσουμε το παρόν χωρίο. Και τις αδελφές του μάς τις αναφέρει προς μεγάλη ωφέλεια, και ακόμη, αυτό που επιπλέον είχε η Μαρία, προσθέτοντας και λέγοντας: «Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ, καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει(:Η Μαρία πάλι ήταν εκείνη που αργότερα, λίγο πριν από τον θάνατο του Κυρίου, Τον άλειψε με το μύρο και σκούπισε τα πόδια Του με τα μαλλιά της. Και ο Λάζαρος που αρρώστησε ήταν αδελφός της)».
  Εδώ μερικοί απορώντας λένε: «Πώς», λένε, «ανεχόταν ο Χριστός γυναίκα να ενεργεί με τέτοιον τρόπο;». Κατά πρώτον λοιπόν πρέπει να μάθουμε εκείνο, ότι δεν είναι αυτή η πόρνη που αναφέρει ο Ματθαίος[Ματθ.26,7-13], ούτε αυτή που αναφέρει ο Λουκάς[Λουκ. 7,37-48], διότι άλλη είναι αυτή· καθόσον εκείνες μεν ήσαν πόρνες και γεμάτες από πολλά κακά, ενώ αυτή ήταν σεμνή και σπουδαία· διότι φρόντιζε για την υποδοχή του Χριστού. Δείχνει επίσης ο ευαγγελιστής ότι και οι αδερφές του Λαζάρου αγαπούσαν τον Κύριο και όμως επέτρεψε να πεθάνει ο Λάζαρος.
   Και γιατί δεν άφησαν τον ασθενή αδελφό τους και να μεταβούν προς Αυτόν για να Τον παρακαλέσουν αυτοπροσώπως, όπως ακριβώς έκανε ο εκατόνταρχος [βλ.Ματθ.8,5-6 : «Εσελθόντι δ ατ ες Καπερναομ προσλθεν ατ κατόνταρχος παρακαλν ατν κα λέγων·. Κύριε, πας μου βέβληται ν τ οκί παραλυτικός, δεινς βασανιζόμενος(:Κι όταν ο Ιησούς μπήκε στην Καπερναούμ, ήλθε κοντά του ένας εκατόνταρχος, ο οποίος τον παρακαλούσε και του έλεγε:’’Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος και παράλυτος στο σπίτι και βασανίζεται από τρομερούς πόνους’’)»] και εκείνος ο άνθρωπος που ανήκε στη βασιλική αυλή του Ηρώδη[βλ. Ιω.4,47: «οτος κούσας τι ησος κει κ τς ουδαίας ες τν Γαλιλαίαν, πλθε πρς ατν κα ρώτα ατν να καταβ κα άσηται ατο τν υἱὸν· μελλε γρ ποθνήσκειν(:Αυτός λοιπόν, μόλις άκουσε ότι ο Ιησούς είχε έλθει από την Ιουδαία στη Γαλιλαία, έφυγε από την Καπερναούμ και πήγε να τον συναντήσει˙ κι άρχισε να τον παρακαλεί να κατεβεί από την Κανά στην Καπερναούμ και να θεραπεύσει το γιο του˙ διότι ήταν βαριά άρρωστος και κινδύνευε να πεθάνει)»], αλλά στέλνουν άλλους; Είχαν πάρα πολύ θάρρος προς τον Χριστό και πολλή οικειότητα. Άλλωστε και γυναίκες αδύναμες ήσαν και κατέχονταν από το πένθος· διότι, το ότι δεν το έκαναν αυτό από περιφρόνηση, το απέδειξαν στη συνέχεια.
   Το ότι λοιπόν δεν ήταν αυτή εκείνη η πόρνη[Λουκά 7,37-38: «κα δο γυν ν τ πόλει τις ν μαρτωλός, κα πιγνοσα τι νάκειται ν τ οκί το Φαρισαίου, κομίσασα λάβαστρον μύρου, κα στσα πίσω παρ τος πόδας ατο κλαίουσα, ρξατο βρέχειν τος πόδας ατο τος δάκρυσι κα τας θριξ τς κεφαλς ατς ξέμασσε, κα κατεφίλει τος πόδας ατο κα λειφε τ μύρῳ(:Και ιδού, στην πόλη αυτή ζούσε μία γυναίκα που ήταν αμαρτωλή. Αυτή όταν πληροφορήθηκε ότι ο Ιησούς είναι καθισμένος και τρώει στο σπίτι του Φαρισαίου, έφερε ένα αγγείο από αλάβαστρο γεμάτο από μύρο, κι αφού στάθηκε κοντά στα πόδια Του, πίσω από το τραπέζι, όπως ήταν καθισμένος ο Κύριος, καθώς σκεπτόταν τις αμαρτίες της, ξέσπασε σε κλάματα. Και άρχισε να βρέχει τα πόδια Του με τα άφθονα δάκρυά της και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της. Συγχρόνως μάλιστα φιλούσε με ευλαβική αγάπη τα πόδια Του και τα άλειφε με το μύρο)»] είναι ολοφάνερο.
     «Αλλά και εκείνη την πόρνη που αναφέρει ο ευαγγελιστής Λουκάς», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, «για ποιο λόγο τη δέχτηκε ο Χριστός;» Για να την απαλλάξει από την κακία, για να δείξει τη φιλανθρωπία Του, για να μάθεις ότι δεν υπάρχει νόσημα, που να νικά την αγαθότητά Του. Μη λοιπόν βλέπεις μόνο αυτό, το ότι τη δέχτηκε ο Κύριος, αλλά και εκείνο να προσέξεις, δηλαδή το πώς τη μετέβαλε. Και για ποιο λόγο μας υπενθυμίζει ο ευαγγελιστής αυτήν την ιστορία; Και επιπλέον τι θέλει να μας διδάξει με τους λόγους «Ἠγάπα δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν Μάρθαν, καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον(:Ο Ιησούς μάλιστα αγαπούσε τη Μάρθα και την αδελφή της, καθώς και τον Λάζαρο. Και δεν έφυγε βέβαια αμέσως για να επισκεφθεί  και να θεραπεύσει τον Λάζαρο˙ αυτό όμως δεν το έκανε από αδιαφορία, αλλά διότι απέβλεπε στη φανέρωση της δόξας και της δυνάμεως του Θεού)»; Για να μην αγανακτούμε ποτέ, ούτε να δυσανασχετούμε, εάν κάποια ασθένεια συμβεί στους σπουδαίους άνδρες και φίλους του Θεού.
   «Ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν, λέγουσαι· Κύριε, ἴδε, ὃν φιλεῖς, ἀσθενεῖ(:Έστειλαν λοιπόν οι δύο αδελφές του ανθρώπους να ειδοποιήσουν τον Ιησού, και του είπαν: ‘’Κύριε, να, ο φίλος Σου που τόσο πολύ αγαπάς είναι άρρωστος’’)». Ήθελαν να αποσπάσουν την ευσπλαχνία του Χριστού· διότι ακόμη σαν άνθρωπο Τον πρόσεχαν και είναι φανερό από όσα λέγουν: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει·(: Όταν λοιπόν η Μάρθα συνάντησε τον Ιησού, του είπε: ‘’Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα είχε πεθάνει ο αδελφός μου)» και από το ότι δεν είπαν «Να, ο Λάζαρος ασθενεί», αλλά «Να,  ο φίλος Σου που τόσο πολύ αγαπάς, είναι ασθενής».
  Τι λέει λοιπόν ο Χριστός; «Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς(:Αυτή η ασθένεια δεν θα καταλήξει σε ανεπανόρθωτο θάνατο, αλλά εμφανίστηκε για να εκλάμψει η δόξα και η δύναμη του Θεού. Εμφανίστηκε δηλαδή για να δοξασθεί με την ασθένεια αυτή ο Υιός του Θεού, διότι θα Του δοθεί η ευκαιρία να δείξει την υπερφυσική Του δύναμη και να επιβεβαιώσει περίτρανα τη θεϊκή Του φύση και αποστολή)».
   Πρόσεχε πως πάλι λέγει ότι μία είναι η δόξα Αυτού και του Πατέρα· διότι αφού είπε «τοῦ Θεοῦ», πρόσθεσε: «ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς. Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον». Επειδή δηλαδή επρόκειτο να μείνει εκεί δύο ημέρες, καταρχήν αποστέλλει αυτούς να αναγγείλουν τη θανάσιμη ασθένεια του Λαζάρου.
   Για τον λόγο αυτόν πρέπει να θαυμάσουμε τις αδελφές του Λαζάρου, πώς, αν και άκουσαν ότι η ασθένεια αυτή «οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον» και όμως είδαν τον αδερφό τους ότι πέθανε, δεν σκανδαλίστηκαν που συνέβη το αντίθετο από αυτό που είπε, αλλά και πάλι προσήλθαν προς τον Χριστό και δεν νόμισαν ότι διαψεύστηκε. Επίσης, το «ἵνα» εδώ δε δηλώνει αιτιολογία, αλλά το αποτέλεσμα· διότι συνέβη μεν η αρρώστια από άλλη αιτία, χρησίμευσε όμως αυτή προς δόξαν του Θεού.
  «Ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας(:Όταν λοιπόν άκουσε ότι ο Λάζαρος είναι άρρωστος, τότε παρέμεινε δύο ακόμη ημέρες στον τόπο που βρισκόταν, ενώ όλοι όσοι ήξεραν την αγάπη Του γι’ Αυτόν θα περίμεναν να αναχωρήσει αμέσως)». Γιατί έμεινε; Για να πεθάνει και να ενταφιαστεί στο μεταξύ ο Λάζαρος, για να μην μπορεί κανείς να πει ότι τον ανέστησε πριν ακόμη πεθάνει· ότι ήταν νάρκη, ότι ήταν ατονία, ότι ήταν επαναφορά από την κατάσταση αυτήν και όχι θάνατος. Για τον λόγο αυτόν και μένει ο Κύριος τόσο χρόνο προτού μεταβεί στη Βιθυνία, ώστε και να έχει προχωρήσει η σήψη και η φθορά στο σώμα του νεκρού Λαζάρου και να πουν: «ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι(:Κύριε, τώρα πια μυρίζει άσχημα˙ διότι είναι τέσσερις μέρες νεκρός’’)»[Ιω.11,39].
  «Ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς Μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν πάλιν(:Κι έπειτα, αφού πέρασαν οι δύο ημέρες, είπε στους μαθητές Του: ‘’Ας πάμε πάλι στην Ιουδαία’’)». Γιατί λοιπόν, τέλος πάντων, ενώ ποτέ άλλοτε δεν προείπε πού θα πάνε, εδώ το προλέγει; Οι μαθητές Του φοβούνταν τότε πάρα πολύ· και επειδή βρίσκονταν σε αυτήν την κατάσταση, το προλέγει για να μην τους ταράξει το ξαφνικό. Τι λένε λοιπόν οι μαθητές; «Λέγουσιν αὐτῷ οἱ Μαθηταί· Ῥαββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ ᾿Ιουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ;(:Οι μαθητές Του όμως, που είχαν φοβηθεί από την αντίδραση που συνάντησε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, του είπαν: ‘’Διδάσκαλε, μόλις πριν λίγο ζητούσαν οι Ιουδαίοι να Σε λιθοβολήσουν, κι εσύ θέλεις να πας πάλι εκεί;’’)». Φοβούνταν βέβαια και  γι΄Αυτόν, περισσότερο όμως μάλλον φοβούνταν για τους εαυτούς τους· διότι δεν ήσαν ακόμη πνευματικά καταρτισμένοι. Για τον λόγο αυτόν συγκλονιζόμενος ο Θωμάς από τον φόβο λέγει: « Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς, ἵνα ἀποθάνωμεν μετ᾿ αὐτοῦ(:Αφού θέλει να επιστρέψει στο μέρος που οι εχθροί Του ζητούν να Τον σκοτώσουν, ας πάμε κι εμείς εκεί για να πεθάνουμε μαζί του)», διότι ήταν πνευματικά ασθενέστερος από τους άλλους και περισσότερο δύσπιστος.
   Αλλά πρόσεχε πώς ο Ιησούς ενθαρρύνει αυτούς με αυτά που λέγει. «Οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· ἐὰν δέ τις περιπατεῖ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ (:Δώδεκα ώρες δεν έχει η ημέρα; Εάν κανείς περπατάει την ημέρα, δεν σκοντάφτει, αλλά βαδίζει με ασφάλεια, διότι βλέπει τον ήλιο, που φωτίζει τον υλικό αυτόν κόσμο. Έτσι κι εγώ έχω τον χρόνο της επίγειας αποστολής μου επακριβώς καθορισμένο από τον Πατέρα μου. Και οι Ιουδαίοι δεν μπορούν να μου αφαιρέσουν ούτε δευτερόλεπτο από τον χρόνο αυτό. Δεν διατρέχω λοιπόν κανένα κίνδυνο από τους Ιουδαίους, αφού ακολουθώ τον δρόμο που φωτίζεται απ’ το θέλημα του Πατρός μου. Αλλά και σεις, εφόσον με ακολουθείτε, δε διατρέχετε μαζί μου κανέναν κίνδυνο. Διότι εγώ, που είμαι ο ήλιος της δικαιοσύνης, θα φωτίζω τον δρόμο σας και θα ασφαλίζω την πορεία σας. Εάν όμως κανείς περπατάει τη νύχτα, σκοντάφτει, διότι δεν υπάρχει σε αυτόν το φως για να τον φωτίζει. Έτσι κι εκείνοι που δεν θα μείνουν στο φως του Υιού του Θεού, θα σκοντάψουν και θα πέσουν)». Ή λοιπόν εννοεί αυτό, ότι αυτός που δε νιώθει για τον εαυτό του τίποτε το πονηρό δε θα πάθει κανένα κακό, ενώ αυτός που πράττει κακά έργα, θα πάθει( «και επομένως εμείς δεν πρέπει να φοβούμαστε, διότι δεν κάναμε τίποτε άξιο θανάτου»), ή ότι αυτός που βλέπει το φως αυτού του κόσμου, είναι ασφαλής. «Εάν λοιπόν είναι ασφαλής αυτός που βλέπει το φως αυτού του κόσμου, πολύ περισσότερο αυτός που είναι μαζί μου, εάν δεν φύγει από κοντά μου».
   Αφού τους έδωσε θάρρος με αυτά τα λόγια, προσθέτει και την αναγκαία αιτία της αφίξεώς Του εκεί και για να δείξει ότι δεν πρόκειται να μεταβούν στα Ιεροσόλυμα, αλλά στη Βηθανία, λέγει: «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν(:Ο φίλος μου Λάζαρος έχει κοιμηθεί. Αλλά πηγαίνω να τον ξυπνήσω)»· δηλαδή  «δεν πηγαίνω προς αυτούς για να συνομιλήσω πάλι με αυτούς και να συγκρουστώ με τους Ιουδαίους, αλλά για να ξυπνήσω τον φίλο μου». Λέγουν οι μαθητές: «Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται (:Κύριε, εάν έχει κοιμηθεί, ο οργανισμός του με την ανάπαυση του ύπνου θα ανακτήσει τις σωματικές του δυνάμεις και συνεπώς θα γίνει καλά. Γιατί λοιπόν να τον ξυπνήσουμε;)». Αυτό δεν το είπαν έτσι τυχαία, αλλά θέλοντας να εμποδίσουν τη μετάβασή Του εκεί. «Λέγεις», λέγουν, «ότι κοιμάται; Επομένως δεν είναι αναγκαία η μετάβαση εκεί»· αν και βέβαια ο Κύριος για τον λόγο αυτόν είπε τη φράση: «ο φίλος μου», για να δείξει αναγκαία την παρουσία Του εκεί.
   «Εἰρήκει δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν, ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει(:Ο Ιησούς όμως το είχε πει αυτό εννοώντας τον θάνατο του Λαζάρου˙ ενώ εκείνοι νόμισαν ότι μιλάει για τον συνηθισμένο ύπνο)». Όταν λοιπόν φάνηκαν διστακτικότεροι, τότε λέγει σε αυτούς «παρρησίᾳ»(:καθαρά)»:«Λάζαρος ἀπέθανε(:Τότε λοιπόν ο Ιησούς τους είπε καθαρά: ‘’Ο Λάζαρος πέθανε’’)». Τα προηγούμενα βέβαια λόγια τα έλεγε θέλοντας να δείξει την έλλειψη καυχήσεως, επειδή όμως δεν το αντιλήφτηκαν, προσθέτει: «καὶ χαίρω δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ᾿ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν(:και χαίρομαι για σας, για να στηριχθείτε περισσότερο στην πίστη. Χαίρομαι, διότι δεν ήμουν εκεί πριν πεθάνει. Διότι τότε θα τον θεράπευα προτού πεθάνει και δεν θα γινόταν το θαύμα της αναστάσεώς του, που θα σας στηρίξει στην πίστη. Αλλά ας πάμε κοντά του’’)».
   Τι σημαίνει η φράση «για εσάς»; Διότι «το προείπαν χωρίς να είμαι παρών και ότι όταν τον αναστήσω, δε θα υπάρχει καμία υποψία». Βλέπεις πως ακόμη βρίσκονταν σε ατελή πνευματική κατάσταση οι μαθητές και δεν γνώριζαν την δύναμή Του όπως έπρεπε; Αυτό το δημιουργούσαν οι φόβοι που τους διακατείχαν, που τάρασσαν τις ψυχές τους και τις ανησυχούσαν. Και όταν μεν είπε: «Έχει κοιμηθεί», προσθέτει: «Πηγαίνω για να τον ξυπνήσω», όταν όμως είπε «Πέθανε» δεν πρόσθεσε ακόμη το «Πηγαίνω για να τον αναστήσω»· διότι δεν ήθελε με τα λόγια να προλέγει αυτά που επρόκειτο με τα έργα να τα επιβεβαιώσει, για να μας διδάξει να αποφεύγουμε πάντοτε την κενοδοξία και το ότι δεν πρέπει απλώς να δίνουμε υποσχέσεις. Και αν το έκανε αυτό στην περίπτωση του εκατοντάρχου που ήλθε και Τον παρακάλεσε(διότι είπε: «γ λθν θεραπεύσω ατόν(:Θα έλθω εγώ στο σπίτι σου και θα τον θεραπεύσω)»[Ματθ.8,7], το είπε αυτό για να δείξει την πίστη εκείνου του ανθρώπου.
  Εάν όμως έλεγε: «Από πού νόμισαν οι μαθητές ότι πρόκειται περί ύπνου και δεν αντιλήφτηκαν από αυτά τα λόγια, ότι πρόκειται περί θανάτου (εννοώ τα λόγια: ‘’Πηγαίνω για να τον ξυπνήσω’’)», καθόσον θα ήταν ανοησία, εάν περίμεναν αυτόν να βαδίσει δεκαπέντε στάδια για να τον ξυπνήσει, εκείνο θα  μπορούσαμε να πούμε ότι νόμιζαν ότι πρόκειται για κάποια αινιγματική φράση σαν κάποια από τους πολλές εκείνες που τους έλεγε.
    Βέβαια όλοι είχαν φοβηθεί την επίθεση των Ιουδαίων, περισσότερο όμως από τους άλλους ο Θωμάς, για τον λόγο αυτόν και έλεγε: «Ας πάμε για να πεθάνουμε μαζί Του». Και ορισμένοι λένε ότι επιθυμούσε και ο ίδιος να πεθάνει, αλλά αυτό δεν είναι σωστό· μάλλον δηλαδή  ήταν λόγος φόβου. Αλλά όμως δεν επιτιμήθηκε· διότι ο Κύριος ανεχόταν ακόμη την πνευματική αδυναμία του· αργότερα όμως είχε γίνει ο ισχυρότερος και ο ασυναγώνιστος. Το άξιο θαυμασμού λοιπόν είναι αυτό, ότι αυτός που ήταν τόσο πνευματικά ατελής προ του σταυρού, τον βλέπουμε μετά τον σταυρό και την πίστη του στην ανάσταση του Κυρίου θερμότερο από όλους· τόση είναι η δύναμη του Χριστού· διότι αυτός που δεν τολμούσε να έλθει με τον Χριστό στη Βιθυνία, ο ίδιος αργότερα και χωρίς να βλέπει πια τον Χριστό, διέτρεξε σχεδόν όλη την οικουμένη και κινείτο μεταξύ πλήθους που διψούσε για αίμα και ήθελε να τον φονεύσει.
    Εάν όμως απείχε η Βηθανία δεκαπέντε στάδια, πράγμα που ισοδυναμεί με δύο μίλια[:περίπου 3.070 μέτρα], πώς ο Λάζαρος ήταν νεκρός πριν από τέσσερεις μέρες; Έμεινε δύο ημέρες και πριν από αυτές τις δύο μέρες ήλθε κάποιος και τους έφερε αγγελία την ημέρα ακριβώς που πέθανε και κατά συνέπεια έφτασε κατά την τέταρτη ημέρα. Για τον λόγο αυτόν και περίμενε να Τον καλέσουν και δε μετέβη χωρίς την πρόσκληση, για να μη δημιουργηθεί από κανέναν υποψία για το γεγονός. Και ούτε οι ίδιες οι αγαπητές στον Κύριο αδελφές του Λαζάρου ήλθαν για να Του ανακοινώσουν τον θάνατο του φίλου Του, αλλά αποστέλλονται άλλοι.
                                                                         [συνεχίζεται]
ΦΜ