21.5.16

Μαντουβάλα..., αγάπη γλυκιά μου...



Στον καπιταλισμό, οι άνθρωποι, βρίσκονται
σε σφοδρό ανταγωνισμό μεταξύ τους,
σε αδιάκοπη πάλη, για να μπορέσει
ο καθένας να επιβιώσει.

Γιάννης Ιμβριώτης

 Γράφει ο συνεργάτης μας από την Αυστραλία:  Γεώργιος Μακρίδης
    
Εμείς νοικιάζαμε ένα δωμάτιο στην αυλή ενός προσφυγικού. Το διπλανό σπίτι το είχε νοικιάσει μια οικογένεια φρεσκοφερμένων πόντιων απ’ τη Σοβιετική Ένωση. Ήταν ο Μίσιας, κάπου σαράντα χρονών, οι γυναίκα του η Σάσια, τριάντα πέντε, ο γιος τους ο Αλεξέι έντεκα και η θεία Αλιόνα, η μάνα του Μίσια, εβδομήντα πέντε χρονών.

Τους πόντιους, τους έφερναν απ’ τη Σοβιετική Ένωση για να κάνουν αντισοσιαλιστική προπαγάντα (Αυτό το λέω κι αλλού. Δε γίνεται διαφορετικά). Έχει γούστο οι κυβερνήσεις της Ελλάδας να ενδιαφέρονταν γι’ αυτούς. Ποιο ενδιαφέρον έδειξαν για τους πρώτους πόντιους, που είχαν έρθει μετά το 1922, δηλαδή μετά τη Μεγάλη Καταστροφή και την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, αφού για δεκαετίες τους είχαν στα τσαντίρια και τις παράγκες; Κοντά σ’ αυτούς έφεραν κι άλλους πόντιους απ’ τη Σοβιετική Ένωση, στη δεκαετία του τριάντα. Πόσο βασανίστηκαν αυτοί οι άνθρωποι, με την τετραυγουστιανή τυραννία και τη δεκαετία των πολέμων που επακολούθησαν: ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κι ο Εμφύλιος. Έχει γούστο εκείνα τα χρόνια να έφτιαχναν προσφυγικά σπίτια. Αυτά είναι τρομερά πράγματα. Άλλο είναι να τ’ ακούς, ή να τα διαβάζεις, κι άλλο να τα βλέπεις με τα ίδια σου τα μάτια. Να γεννιόνται, δηλαδή, παιδιά, αγόρια και κορίτσια, και ν’ αντρώνονται μέσα σε τσαντίρια. Δε ρωτάω κανέναν, αφού όλα αυτά τα έζησα από κοντά. Είχα συμμαθητές, στο δημοτικό, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε τσαντίρια.
Επίτηδες έπιανα φιλίες με τέτοια παιδιά μόνο και μόνο για να μπορέσω να μπω στο τσαντίρι. Βασανίζονταν οι πόντιες μανάδες τους – πολύ πονεμένες γυναίκες – να κρατήσουν το χώρο κάπως καθαρό. Εκεί μέσα μαγείρευαν, έτρωγαν και κοιμόντουσαν. Άιντε, να τη βγάλεις σε τσαντίρι τον χειμώνα, με τον ψόφο της Αθήνας. Κι εκεί τα παιδιά έκαναν τα ψευτοδιαβάσματά τους. Οι πατεράδες, βέβαια, μετά το μεροκάματο την έβγαζαν στα καφενεία. Ξεπεσμός, δηλαδή, του ανθρώπινου γένους, αν πούμε, κοντά στ’ άλλα, πως για κάθε 4 – 5 τσαντίρια – οικογένειες υπήρχε ένα αποχωρητήριο. Ένα, όλο κι όλο, για τους άντρες και τις γυναίκες. Έτσι ακριβώς είχαν τα πράγματα. Κι απ’ την άλλη να υπάρχει τόσο χρήμα στα χέρια των λίγων, που να μην ξέρουν τι να το κάνουν. Εκεί να δεις βίλες, κούρσες, ιδιωτικά αεροπλάνα, ιδιωτικά νησιά και βάλε. 
Όλα αυτά δεν τα κατεβάζει το νιονιό μου. Όχι, έρχομαι και παθαίνω – πονάω! - ίσως περισσότερο απ’ όσο πρέπει, μόνο που φέρνω στο νου μου εκείνα τα χρόνια. Λοιπόν, στο Σκοπευτήριο της Καλλιθέας, πίσω απ’ τις φυλακές, υπήρχαν τσαντίρια και παράγκες μέχρι και τη δεκαετία του ΄60. Επίσης προσφυγικά τσαντίρια υπήρχαν και στην άλλη μεριά της Καλλιθέας, στη γωνία Σκρα και Δοϊράνης. Τρελαίνεται κανείς μόνο να το ακούει αυτό κι όχι να το βλέπει. Δηλαδή, για πάνω από σαράντα χρόνια είχαν τους πόντιους, μα και τους άλλους πρόσφυγες – πολίτες, σμυρνιούς, αρμένιδες, και βάλε – σε τσαντίρια και παράγκες!
Δεν είμαι υπέρμαχος καμιάς ισότητας, αλλά όταν γίνονται τέτοιες μεγάλες ανακατατάξεις πληθυσμών, και μάλιστα υποχρεωτικές – η Ελλάδα των δυο εκατομμυρίων ψυχών δέχτηκε ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες -  πρέπει, αν όχι τίποτ’ άλλο, να γίνεται αναδασμός της γης και ξαναμοιρασιά του πλούτου. Ε, απ’ εκεί και πέρα δούλεψε για να έχεις. Με τσαντίρια, που είναι μόνο για μια ώρα ανάγκης, ή για ένα σεισμό, ή εκστρατεία, δε λύνονται τέτοια προβλήματα. Δε θ’ αφήνουμε, δηλαδή, τους πρόσφυγες να ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες, απ’ τη μια, κι από την άλλη ο παράς να τρέχει απ’ τα μπατσάκια των πλουσίων. Και στην επαρχιακή Ελλάδα να έχουμε ζάμπλουτους που αγόρασαν... τα τσιφλίκια τους, με δόλιους τίτλους, απ’ τους αγάδες και οι πρόσφυγες να παίρνουν χωράφια που να μη φτάνουν να ζήσουν τα παιδιά τους. 
Και δεν ήταν μόνο η Καλλιθέα. Τα ίδια είχαμε σ’ όλα τα προάστια της Αθήνας και του Πειραιά. Δηλαδή, εκεί όπου υπήρχε προσφυγιά. Παράγκες και τσαντίρια, επίσης, υπήρχαν, στη δεκαετία του ΄60, ακόμα και απέναντι απ’ το Κουκάκι, στην αρμένικη συνοικία της Αθήνας, στο Δουργούτι. 
Και δεν έφτανε αυτό, αλλά περισσεύοντας τη δυστυχία, έφερναν κι άλλους πόντιους, απ’ τη Σοβιετική Ένωση, στη δεκαετία του ΄50. Τα περισσότερα γερόντια, αυτής της κατηγορίας, κάνοντας το ίδιο, που έκαναν και οι γέροντες πρόσφυγες, άλλων εποχών, έπεφταν στη διακονιά, αφού δεν είχαν μια τοσοδούτσικη σύνταξη.
Αντί, δηλαδή, να τους υποδεχτούν οι υπηρεσίες εξυπηρέτησης προσφύγων – που τις είχε η Ελλάδα αυτές τις υπηρεσίες; - τους έπιανε η παντοδύναμη ασφάλεια και τους έλεγε (αυτά τα λέω κι αλλού):
- Θα λέτε πως στη Σοβιετική Ένωση ψωμολυσσούσατε. Δεν είχατε σπίτια της προκοπής, ούτε σχολεία, ούτε γιατρούς και νοσοκομεία κτλ. Κι εμείς θα σας δώσουμε προσφυγικά σπίτια με προτεραιότητα και καλές δουλειές. Ο Μίσιας και η Σάσια συμβιβάστηκαν, μιλώντας συνέχεια εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
(Το λέω κι αλλού – δε γίνεται διαφορετικά - πως στην Καλλιθέα αυτούς τους πόντιους τους χωρίζαμε σε δυο κατηγορίες: στους συμβιβασμένους – αυτούς που ακολουθούσαν τις ορμήνιες της ασφάλειας, για να έχουν κάτι μικροοφέλη – και τους ασυμβίβαστους. Οι δεύτεροι ήταν λίγοι. Αυτοί όχι μόνο δεν έλεγαν τίποτε, αλλά ήταν κι αγαναχτισμένη με τη μιζέρια που βρήκαν). 
Λοιπόν, μόνο η θεία Αλιόνα ήταν πυρ και μανία. Μια μέρα ο Μίσιας, μιλώντας με τη μάνα μου άρχισε τα δικά του, ξεχνώντας πως στην παρέα ήταν και η μάνα του:
- Δεν είχαμε σπίτια, ούτε γιατρούς, νοσοκομεία και...
Η θεία Αλιόνα θύμωσε και διακόπτοντάς τον είπε:
- Νέπε εζάντινες; Ντο τρανά ψόματα είν’ ατά ντο λες; (Βρε τρελάθηκες; Τι μεγάλα ψέματα είναι αυτά που λες;).
Ο Μίσιας που σεβόταν τη μάνα του, βάζοντας κάτω το κεφάλι έφυγε. Και η θεία Αλιόνα είπε στη μάνα μου.
- Ε, φτωχοί ήμασταν. Μια φτώχια, όμως, διαφορετική. Δύσκολα να την καταλάβετε εσείς. Δηλαδή, δεν ξέραμε από πολυτέλειες. Ύστερα, υπήρχε καλομοιρασιά, γι’ αυτό και δεν πειραζόμασταν. Αυτά που λένε πάλι για ισότητες, όπως τη βλέπουν εδώ την ισότητα, είναι σαχλαμάρες. Μήπως τα σπίτια μας ήταν σπιρτόκουτα, για να είναι ακριβώς τα ίδια; Κι εκεί είχαμε οικονόμους και σπάταλους. Δούλευαν, ας πούμε, δυο άτομα στην ίδια δουλειά, παίρνοντας τον ίδιο μισθό. Εάν ο ένας το έριχνε στη βότκα και τις διασκεδάσεις, πώς το σπίτι του θα ήταν περιποιημένο όπως ήταν του άλλου, που δεν πετούσε τα λεφτά του; Τα προβλήματα, όμως, που έχουμε εδώ με το νοίκι, το ηλεκτρικό, τους γιατρούς, το σκολειό του παιδιού και τα υπόλοιπα, εκεί δεν τα ξέραμε. Τι ήθελαν και μας έφεραν; Να μας βάλουν στα τσαντίρια; Ας μας άφηναν στ’ αυγά μας. Ορίστε πράγματα. Γριά γυναίκα και να μην έχω μια τοσοδούτσικη σύνταξη και να γίνομαι βάρος στα παιδιά μου.
Η θεία Αλιόνα για να βγάζει καμιά δεκάρα, τις μέρες που είχε λειτουργία στον Αι Νικόλα, στο κέντρο της Καλλιθέας – τότε η εκκλησία ήταν ακόμα μια παράγκα – την έστηνε σε μια γωνιά και πουλούσε κεριά. Βέβαια, δεκάρες έκανε. Τα γεροντάκια και οι γριούλες, παλιοί και νέοι πρόσφυγες, που δεν είχαν σύνταξη και πουλούσαν κεριά, στους δρόμους, ή ζητιάνευαν ήταν ντουζίνες. Ξέχωρα που τους τραβολογούσαν, κάθε τόσο, και στο αστυνομικό τμήμα της Καλλιθέας. Οι παπάδες έβαζαν τους αστυνομικούς. Αυτό το ξέρω από πρώτο χέρι. Έκανα και παπαδάκι, στον Αι Νικόλα. Οι παπάδες ήταν πυρ και μανία με τα πεινασμένα γερόντια που πουλούσαν κεριά, κάνοντάς τους αντίπραξη. 
Τον Αλεξέι, οι ανεύθυνες κρατικές υπηρεσίες, τον έφεραν στην τάξη μου, στην Πέμπτη Δημοτικού, χωρίς να ξέρει καθόλου ελληνικά, υπολογίζοντας την ηλικία του κι όχι τις γνώσεις του. Άκου πράματα… Μα το παιδί ακόμα και τα ποντιακά δεν τα ήξερε καλά. Μόνο τα ρωσικά ήξερε. Επίσης του άλλαξαν και τ’ όνομα, κάνοντάς τον Αλέξαντρο. Έλα, όμως, που δεν μπορούσε να συνηθίσει το νέο του όνομα το παιδί και συγχυζόταν. Περισσότερο τσαντιζόταν, γιατί δεν του άρεσε η αλλαγή του ονόματός του. Μου έλεγε καμιά φορά:
- Νέπε εγροικάς ντο είναι τε; Το όνομα μ’ έν’ Αλεξέι. Ας σον πάππον επήρα το. Κι επορούν ν’ αλάζνα το.
(Βρε καταλαβαίνεις τι γίνεται; Το όνομά μου είναι Αλεξέι. Απ’ τον παππού μου το πήρα. Δεν μπορούν να το αλλάξουν).
Ξέχωρα που είχαμε ένα δάσκαλο ανόητο και σαδιστή. Έβαζε το παιδί να λεει ιστορίες, έτσι για να γελάσει αυτός και η τάξη, με τα λάθη του.
Ο Αλεξέι, μιλώντας για το σκολειό του, στη Σοβιετική Ένωση, τα έλεγε όλα στα ποντιακά. Μάλιστα, όταν δυσκολευόταν και με τα ποντιακά, πετούσε και καμιά ρωσική λέξη:
- Και μετά ο δέσκαλον είπε με: Αλεξέι, μασχαρεύς; Ντο είναι ατά ντο λες; (Αλεξέι αστειεύεσαι; Τι είναι αυτά που λες;)
- Και ποιος είναι ο Αλεξέι, παιδί μου; του έλεγε ο χαζοδάσκαλος, παριστάνοντας τον ανίδεο.
- Και ξέρτσα το (δεν το ξέρεις), κυρ δέσκαλε; Εγώ είμαι ο Αλεξέι.
- Εντάξει, κάτσε κάτω.
- Ντα (Το “ναι” στα ρωσικά).
Το παιδί έμεινε στην ίδια τάξη. Πώς θα μπορούσε να τα φέρει βόλτα με τη γραμματική, το συνταχτικό και τόσα άλλα; Μέχρι που έπαθαν τα νεύρα του και δεν μπόρεσε ούτε το δημοτικό να βγάλει. Μετά από δέκα χρόνια, όταν πια είχαμε φύγει απ’ την Καλλιθέα, τον είδα σ’ ένα πανηγύρι, στη Νέα Φιλαδέλφεια. Είχε ένα τρίκυκλο μηχανάκι και πουλούσε το “μαλλί της γριάς”.  
Λοιπόν, δε θυμάμαι από ποια δημοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης είχαν έρθει, οι γείτονές μου. Πάντως όχι απ’ τη Ρωσία, αν και μιλούσαν και ρωσικά. Κι αυτό γιατί όταν θύμωνε η Σάσια έλεγε:
- Ω, νόου! νόου! (Όχι! Όχι!). Μα στα ρωσικά το “όχι” είναι “νιέτ”. Γι’ αυτό και της είχαν κολλήσει, στο συνοικισμό, το παρατσούκλι: Η Νονό.
Λοιπόν, επειδή ο Μίσιας ήταν σφάχτης στη Σοβιετική Ένωση του έδωσαν μια δουλειά στα σφαγεία της Αθήνας. Η Σάσια, πάλι, δούλευε, σαν καθαρίστρια, στο στρατόπεδο μηχανοκίνητων, στο Γουδί. Ε, επειδή έπεφταν μες στο σπίτι δυο ταχτικά μηνιάτικα, η Σάσια το έπαιζε πλούσια. Αυτή πια μας έβλεπε από ρετιρέ... και σχεδόν δε μας καλημέριζε. Προτού να κάνω κουβέντα για τα μικροκλεψίματα του Μίσια, απ’ τα σφαγεία, θα πω πως και η Σάσια όλο και κάτι σούφρωνε απ’ το Γουδί. Κάθε απόγευμα που ερχόταν απ’ τη δουλειά της ζοριζόταν κουβαλώντας δυο ασήκωτες καργαρισμένες με κλεμμένα τσάντες, κυρίως τρόφημα. Εγώ βοηθούσα στα διαβάσματα τον Αλεξέι κόβοντας, όμως, και κίνηση. Καθόμασταν στο πλατύσκαλο του προσφυγικού και η Σάσια του έβαζε τις φωνές, από μακριά:
- Αφορισμένο, δεν με βλέπεις που είμαι φορτωμένη! Έλα να με βοηθήσεις. Μόνο να τρως ξέρεις...
Μετά, ο Αλεξέι μου έλεγε:
- Νέπε, να σιέζω τα κλεμμένα φαΐα... (Βρε, να χέσω τα κλεμμένα φαγιά).

****
 
Φαίνεται πως οι σφάχτες έκλεβαν πολλά κρέατα απ’ τα σφαγεία. Πρώτα ήταν τα γλυκάδια. Αυτά βρίσκονται στο εσωτερικό των λαιμών των μεγάλων ζώων και είναι ο πιο νόστιμος μεζές. Έλεγαν τότε, καλαμπουρίζοντας: Τα γλυκάδια είναι του σφάχτη. Επίσης, όλο και κάτι βουτούσαν κι απ’ τα εντόσθια  των ζώων: απ’ τις συκωταριές τους πατσάδες και τα ρέστα. Έτσι οι γείτονες κάθε μέρα έτρωγαν κρέας. Μάλιστα τα μαγείρευαν στην αυλή τους κι εμείς είχαμε τις μυρουδιές. Αργά και που, η θεία Αλιόνα μας έδινε, κρυφά απ’ τη Σάσια, ένα πιατάκι με κοψίδια.
Μετά από μερικές βδομάδες, όμως, το ψήσιμο των κρεάτων σταμάτησε. Έλεγαν, πως είχε αλλάξει ο διευθυντής στα σφαγεία και δεν μπορούσαν οι σφάχτες να βγάζουν τα κλεμμένα κρέατα απ’ την πόρτα. Ε, κι αυτοί βρήκαν άλλο δρόμο. Έβαζαν τα κρέατα μέσα σε τσουβάλια και τα πετούσαν απ’ τη μάντρα, στο δρόμο. Εκεί τα έπαιρναν οι δικοί τους. Ο “δικός” του... για το Μίσια είχα γίνει εγώ, παίρνοντας τα ποσοστά μου.  Κι αυτό γιατί ο Αλεξέι, που ήταν εντελώς άβγαλτος, δε θα μπορούσε να τα καταφέρει.
Λοιπόν, ο Μίσιας πηγαινοερχόταν με ποδήλατο στη δουλειά του, κάπου δέκα χιλιόμετρα πήγαινε – έλα. Ένα πρωί κάθισα στη σκάρα και πήγα μαζί του για να μου δείξει τα κατατόπια, κάνοντάς με συνεργό του, στην κομπίνα. Τα σφαγεία ήταν στην ομώνυμη συνοικία της Αθήνας, δίπλα στα Πετράλωνα. Ήταν ένας περιφραγμένος χώρος - ένα οικοδομικό τετράγωνο - μ’ ένα ντουβάρι κάπου πέντε μέτρα ύψος. Ο Μίσιας, με πήγε σ’ ένα σοκάκι και μου είπε:
- Θα είσαι εδώ, δίπλα στον τοίχο στις οχτώ το πρωί. Το νου σου! Θα είσαι ακριβώς στην ώρα σου. Δεν μπορώ να περιμένω για πολύ ώρα στην άλλη μεριά. Θα μου ρίχνεις πετραδάκια, ή θα φωνάζεις κι εγώ θα σου πετάω το τσουβαλάκι με τα κρέατα.
- Τα πετραδάκια και οι φωνές θα πονηρέψουν τους περαστικούς. Καλύτερα θα είναι αν τραγουδάω, του είπα εγώ.
- Έγινε. Ποιο τραγούδι θα λες;
Εγώ, πιτσιρικάς ακόμα, τα καλοκαίρια, εφτά βράδια τη βδομάδα πήγαινα στα μπουζούκια. Πηγαίναμε, δηλαδή, το ξυπόλυτο τάγμα του συνοικισμού, και σκαρφαλώνοντας τη μάντρα στο κέντρο του Κουλουριώτη, στις Τζιτζιφιές, ακούγαμε το Στέλιο Καζαντζίδη.
(Κάπου αλλού μιλάω για τον Καζαντζίδη. Τώρα μόνο δυο κουβέντες. Συνήθως, μιλώντας για τους τραγουδιστές λέμε: Ένας απ’ τους καλύτερους, ή μεγαλύτερους τραγουδιστές μας. Όχι, ο Στέλιος Καζαντζίδης, στις δόξες του, ήταν ο κορυφαίος: ο εκτός συναγωνισμού. Αν βάζαμε απ’ τη μια μεριά της ζυγαριάς όλους τους άλλους καλούς τραγουδιστές μας – όλους! – κι απ’ την άλλη μόνο έναν - τον Καζαντζίδη - η ζυγαριά θα έγερνε προς τη μεριά του. Ε.., κι αυτόν, αργότερα, το γονάτισε ο αφορισμένος ο τζόγος...).
Είπα, λοιπόν, στο Μίσια:
- Θα λέω το τραγούδι:
Μαντουβάλα, αγάπη γλυκιά μου..,
λαχταρώ να ’ρθεις πάλι κοντά μου.

- Χε, χε, χε... Έγινε. Μόνο που πρέπει να γκαρίζεις, για να μπορέσω να σ’ ακούσω.
Έτσι άρχισε η επιχείρηση κοψίδια. Βέβαια, όλα καλά μόνο που δεν είχα ρολόι. Πώς θα ήμουν στο πόστο μου στην ώρα μου; Ε, η μάνα μου έδωσε ένα ξυπνητήρι που το είχε φέρει απ’ τη Σοβιετική Ένωση. Και η μάνα μου απ’ τη Ρωσία είχε έρθει. Ήταν μια οκά πράμα κι όλο ατσάλι. Για δεκαετίες δεν έχανε λεπτό. Το είχα μέσα σ’ ένα ταγάρι και κάθε πρωί το έπαιρνα μαζί μου. 
Κάπου οχτώ μήνες κράτησε η επιχείρηση κλεμμένα κρεατικά..., που με γονάτισε. Κάθε πρωί, έξι μέρες τη βδομάδα, είχα αυτόν τον πρωινό περίπατο... των δέκα χιλιομέτρων, με βροχές και λιοπύρια. Ομπρέλες και τα ρέστα δεν υπήρχαν, γι’ αυτό είχα βρει ένα μεγάλο τσουβάλι, που ήταν φτιαγμένο από μουσαμά. Του άνοιξα μια τρύπα και χωνόμουν μέσα, όταν έβρεχε. Βέβαια, όταν έβρεχε γερά και με το τσουβάλι πάλι γινόμουν μούσκεμα. Μάλιστα, εκεί που την πατούσα και γινόμουν πια παπί, ήταν όταν δεν είχα μαζί μου το τσουβάλι. Δηλαδή, όταν η βροχή μ’ έπιανε στο γυρισμό.
Δε χρειάζεται να πω πως, με το τσουβάλι, που φορούσα, ήμουν σα γελωτοποιός κι όλοι, οι περαστικοί χασκογελώντας με κορόιδευαν. Περισσότερο, όμως, απ’ όλα ήταν η ψυχική μου κούραση και η αγωνία μου. Δηλαδή, όταν έριχνε το τσουβάλι, με τα κρέατα, ο Μίσιας, το έβαζα στα πόδια. Έτρεχα για κάπου δυο οικοδομικά τετράγωνα, κοιτάζοντας μάλιστα και πίσω μου. Φοβόμουν μήπως μ’ έπιαναν. Μικρός ξεμικρός ήμουν κι εγώ ανακατωμένος στην κομπίνα. Τι θα έλεγα στην αστυνομία αν με γράπωναν; Πως τα κρέατα έπεφταν απ’ τον ουρανό;
Ύστερα, ήταν και το σκολειό μου. Τσαντιζόμουν γιατί, με το πήγαινε – έλα, κάθε μέρα έχανα την πρώτη ώρα. Μάλιστα, όταν έβρεχε έχανα και τη δεύτερη. Κοντά στ’ άλλα ήταν και τα ζουμιά των κρεάτων. Το τσουβάλι το φορτωνόμουν στην πλάτη και κάθε μέρα μάτωναν, απ’ το αίμα των κρεάτων, τα ρούχα μου και το κορμί μου. Δεν υπήρχαν τότε οι πλαστικές σακούλες, ή μάλλον δεν τις είχαμε εμείς οι φτωχοί. Σ’ αυτό το διάστημα κάθε μέρα τρώγαμε κρέας. Γι’ αυτό ίσως το μπούχτισα κι έγινα, αργότερα, χορτοφάγος και δεν το μετάνιωσα.

****

Στους οχτώ μήνες είχα μερικά προβλήματα. Πρώτα με κάτι ύποπτους τύπους. Μου παρουσιάστηκαν σαν ιδιωτικοί αστυνομικοί – η ασφάλεια των σφαγείων – και μου βούτηξαν το τσουβάλι. Όταν το βράδυ το είπα στο Μίσια έσκασε στα γέλια.
- Χε, χε, χε... Δεν είναι αστυνομικοί. Συνταξιούχοι σφάχτες είναι και κουτσοπίνοντας θέλουν και κάνα μεζεδάκι. Προσπάθησε να τους αποφύγεις, μου είπε.
- Και πώς δηλαδή;
- Χε, χε, χε... Να τους λες: Πάλι σε μένα ήρθατε; Εχθές μου τα πήρατε.
Ε, αυτό έκανα κι εγώ και οι μάγκες άλλοτε μου έπαιρναν το τσουβάλι, με το έτσι θέλω κι άλλοτε γελώντας μουλωχτά έφευγαν.
Τα λεγόμενα του Μίσια, όμως – “Πάλι σε μένα ήρθατε;” -  μ’ έβαλαν σε πειρασμό. Άρα υπήρχαν κι άλλοι, σαν κι εμένα, γύρω απ’ τα σφαγεία. Και  μια μέρα, αφού μου πήραν το τσουβάλι οι δήθεν αστυνομικοί, έκανα μια βόλτα γύρω απ’ τη μάντρα. Θα μέτρησα πάνω από είκοσι άτομα – γριές, γέρους, παιδιά – που έκαναν τα ίδια μ’ εμένα. Άλλοι πέταγαν πετραδάκια, άλλοι γκάριζαν κι άλλοι τραγουδούσαν, δίπλα στο ντουβάρι. Και με τους περαστικούς, που έβλεπαν να πέφτουν τα τσουβάλια, γίνονταν γερά καλαμπούρια. 
- Έλα..., θα φάτε καλά, έλεγε ο ένας.
- Ρε.., είναι νόστιμα τα γλυκάδια; έλεγε ο άλλος και τρέχα γύρευε... 
Δηλαδή, ο κόσμος το είχε τύμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι. Όλοι, αρμόδιοι κι αναρμόδιοι, ήξεραν το τι γινόταν στα σφαγεία και κανένας δεν ενδιαφερόταν. Ασφαλώς το ήξερε και η αστυνομία. Έτσι θέλει το σύστημα τους φτωχούς: να κλέβουν ακόμα και το φαγί τους. Ξέρει τι κάνει η άρχουσα τάξη. Μα όταν είσαι βουτηγμένος μέσα σε τέτοιες ενοχές και τύψεις, πώς θα μπορέσεις να σηκώσεις σωστό κεφάλι; Έρχεσαι και χάνεις την οποιαδήποτε διάθεση για αγώνα, ξεχνώντας τα δικαιώματά σου στη ζωή. Δηλαδή, είσαι πια εντελώς ακίνδυνος για το σύστημα. Κι όχι μόνο δε σε κυνηγάει, ας πούμε, η αστυνομία αλλά σε χαϊδεύουν κι από πάνω: σε λυπούνται, ή σε παίρνουν για δικό τους.
Μια φορά, πάλι, αφού πέταξα το, “Μαντουβάλα!” κι έριξε το τσουβάλι, ο Μίσιας, πλάκωσαν τρία πεινασμένα μαντρόσκυλα. Απ’ το φόβο μου παρατώντας και το ταγάρι, με το ρολόι, το έβαλα στα πόδια. Τα σκυλιά, σκίζοντας με μανία το τσουβάλι, έπεσαν στο φαγί. Περίμενα κάπου μια ώρα για να πάρω το ρολόι. Αφού τέλειωσαν, τα κοπρόσκυλα, με τα κρέατα, την άραξαν και δεν έλεγαν να το κουνήσουν. Στο τέλος έφυγαν τα δυο. Τότε ξεθάρρεψα και άρχισα να πετροβολώ το τρίτο κι αφού έφυγε κι αυτό, πήρα το ρολόι.    
****

Ευτυχώς που πάνω στους οχτώ μήνες οι γείτονες μου πήραν  προσφυγικό σπίτι και μάλιστα όχι σαν τα κλουβάκια του συνοικισμού μας, αλλά μοντέρνο διαμέρισμα στο κέντρο της Καλλιθέας. Οι άλλοι πρόσφυγες έμεναν για δεκαετίες σε τσαντίρια και παράγκες... κι αυτοί ένεκα… προπαγάντας βολεύτηκαν σε μερικούς μήνες.
Τα κλεμμένα κρέατα τα κουβαλούσε πια ο Αλεξέι, που είχε πονηρέψει αρκετά. Εγώ στο σχολειό του έκανα γερές πλάκες:
- Νέπε Αλεξέι, ή Αλέξανδρε, να λελέβω σε, ντο είνεται με τα κρέατα; Του έλεγα καμιά φορά. (Βρε Αλεξέι, ή Αλέξανδρε, να σε χαρώ, τι γίνεται με τα κρέατα;)
- Χάσον ντο λες... Να γαμώ τε εξέβανε! Κι θέλω αΐκα πράματα, αλλά ντο να φτάω;
(Ξέχασέ το... Γαμώ τη φύτρα τους! Δε μ’ αρέσουν τέτοια πράγματα, αλλά τι να κάνω;).
Πάντως, εγώ το ευχαριστήθηκα κι ας χάσαμε τα κοψίδια. Καλό είναι μωρέ και το κρέας, αλλά κάθεται στο στομάχι σου, όταν ξέρεις πως είναι κλεμμένο. Μάλιστα όταν είσαι παιδί, χωρίς πολλές τσιριμόνιες, μπαίνεις άνετα μες στο βρώμικο χώρο της κομπίνας, της απάτης και βάλε. Και το χειρότερο: αν είσαι ενήλικος, αλλά φτωχός, χωρίς να το καταλαβαίνεις στηρίζεις και δυναμώνεις αυτούς, που σου παίρνουν ακόμα και τη βούκα απ’ το στόμα: στηρίζεις το σύστημα που δημιουργεί και διαιωνίζει τη φτώχια.
Όσο για τη “Μαντουβάλα”, αν κι έχω σχεδόν όλους τους δίσκους του Καζαντζίδη, και πάντοτε τον ακούω, μόλις φτάνω σ’ αυτό το τραγούδι το κόβω. Έχουν περάσει τόσα χρόνια κι ακόμα έρχομαι και παθαίνω – τραντάζονται τα μηλίγγια μου - φέρνοντας στο νου τα κλεμμένα κρέατα και τα ζουμιά τους, τις ντροπές μου, τα δέκα χιλιόμετρα, τα μουσκέματα, μα και τις αγωνίες μου.