Antiwar
@AntiwarRawitna
Η Γαλλία βρίσκεται έτσι στο κατώφλι μιας υπαρξιακής κρίσης, που μεταξύ άλλων θα κλονίσει και την Ευρωζώνη. Ο μόλις εδώ και ένα 7μηνο πρωθυπουργός της Γαλλίας θεωρείταιμ αν μη τι άλλο, αναβλητικός.
Με το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2026, ο Γάλλος πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού λέγεται ότι έχει αναλάβει ένα σημαντικό πολιτικό ρίσκο. Προκειμένου να μειώσει το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα και να θέσει υπό έλεγχο το χρέος, θέλει να παγώσει τις κυβερνητικές και κοινωνικές δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων, στο επίπεδο του 2025. Επίσης, μια στις τρεις θέσεις δημοσίων υπαλλήλων που συνταξιοδοτούνται δεν θα πρέπει να αναπληρωθεί από έναν νέο υπάλληλο.
Αναφέρονται κάποια μέτρα περιορισμού των φορολογικών ελαφρύνσεων, λίγο η αύξηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης (το οποίο δεν μεταφράζεται σε κάτι χειροπιαστό) και η κατάργηση δύο αργιών. Όλα αυτά αναμένεται να φέρουν εξοικονομήσεις και πρόσθετα έσοδα ύψους 43,8 δισ. ευρώ. Μόνο ο αμυντικός προϋπολογισμός αναμένεται να αυξηθεί.
Εάν η πρόταση προϋπολογισμού του Μπαϊρού εφαρμοστεί στην πράξη, ίσως είναι δυνατό να συγκρατηθεί το έλλειμμα το 2026, όπως είχε υποσχεθεί, από το τουλάχιστον 5,4% του ΑΕΠ που αναμένεται για το 2025 σε 4,6%, ή τουλάχιστον στα ίδια υψηλά επίπεδα. Αλλά όλα αυτά προφανώς και δεν θα ήταν αρκετά για να σταματήσει η περαιτέρω αύξηση του χρέους και βέβαια το συνεχώς αυξανόμενο βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους.
Ο κίνδυνος η Γαλλία να βυθιστεί σε κρίση χρέους, απλά εδώ και μερικά χρόνια συνεχίζει να αυξάνεται. Επιπλέον, ακόμη και αυτός προϋπολογισμός είναι βέβαια κάτι παραπάνω από απίθανο να ψηφιστεί όπως παρουσιάστηκε. Η αντιπολίτευση και τα συνδικάτα διαμαρτύρονται ήδη εναντίον του. Δεδομένης της ισορροπίας δυνάμεων στην εθνοσυνέλευση, η οποία χωρίζεται σε τρία ισότιμα μεγάλα μπλοκ, η κυβέρνηση μειοψηφίας του Μπαϊρού θα αναγκαστεί να κάνει πολλές παραχωρήσεις.
Αλλά ακόμα και τότε, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την ίδια μοίρα με την προηγούμενη κυβέρνηση, η οποία ανατράπηκε με ψήφο δυσπιστίας για τον προϋπολογισμό. Οι αγορές δεν έχουν αντιδράσει. Γνωρίζουν ότι η μεγάλη δοκιμασία για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης δεν θα έρθει παρά μόνο μετά τις καλοκαιρινές διακοπές. Μένει να δούμε αν το σχέδιο του Μπαϊρού μπορεί να πείσει τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης.
Οι επενδυτές θεωρούν εδώ και καιρό τη Γαλλία ως μια χώρα με υψηλά φορολογικά βάρη, μια χώρα που δεν έχει εφαρμόσει πραγματικά οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις και δεν έχει θέσει υπό έλεγχο τα δημοσιονομικά της. Ακολουθώντας τον οίκο αξιολόγησης Moody’s, η Fitch ενδέχεται επίσης να υποβαθμίσει την πιστοληπτική αξιολόγηση της Γαλλίας στις 12 Σεπτεμβρίου.
Επιπλέον, η γενική πολιτική αβεβαιότητα επιδεινώνει την κατάσταση. Το ασφάλιστρο απόδοσης των 10ετών γαλλικών κρατικών ομολόγων έχει διευρυνθεί έναντι των γερμανικών ομολόγων, και στις 71 μονάδες βάσης, είναι σημαντικά υψηλότερο από το επίπεδο που ήταν πριν από τη διάλυση της εθνοσυνέλευσης.
Η Γαλλία πρέπει πλέον να πληρώνει περισσότερους τόκους για τα 5ετή κρατικά ομόλογα από την Ιταλία. Για τα 10ετή ομόλογα, τα επιτόκια έχουν ήδη συγκλίνει. Αυτό αντανακλά τη διάθεση στις αγορές, οι οποίες είναι πλέον πιο ευνοϊκές προς την Ιταλία παρά τον ακόμη υψηλότερο δείκτη χρέους. Η Γαλλία θα πρέπει να καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για να αντιστρέψει αυτή την τάση. Ωστόσο, αυτό δεν αναμένεται πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2027, αν όχι αργότερα ή και καθόλου.
Με το δημόσιο χρέος να ανέρχεται σήμερα στα 3,35 τρισεκατομμύρια ευρώ, 114% του ΑΕΠ, διπλάσιο από το 1995, η Γαλλία έχει τον 3ο υψηλότερο δείκτη χρέους στην Ευρωζώνη, μετά την Ελλάδα και την Ιταλία. Το ποσοστό αυτό αναμένεται να αυξηθεί στο 116% μέχρι το τέλος του 2025. Η εξυπηρέτηση του χρέους, περίπου 55 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύει ήδη το 9,5% του προϋπολογισμού, σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της Γαλλίας. Λόγω των υψηλότερων επιτοκίων, αυτό θα μπορούσε να ανέλθει στα 100 δισ. ευρώ έως το 2029. Η Γαλλία απειλείται επομένως από έναν φαύλο κύκλο, καθώς το αυξανόμενο χρέος αυξάνει με την σειρά του το βάρος των τόκων, αυξάνοντας περαιτέρω τα ελλείμματα και το ίδιο το χρέος.
Ο έλεγχός του θα απαιτούσε πολύ πιο εκτεταμένα μέτρα εξυγίανσης από αυτά που προβλέπονται στον προϋπολογισμό για το 2026. Χωρίς δραστικές περικοπές, το Παρίσι δεν θα ξεφύγει επομένως από τον φαύλο κύκλο. Και όταν όλα αυτά τα ημίμετρα αποτύχουν οριστικά, τότε η Ευρωζώνη θα κλονιστεί στα θεμέλιά της. Σενάρια Με μια μέση τάση αύξησης του ΑΕΠ στην καλύτερη περίπτωση 1% ετησίως έως το 2030, δύο οι κύριες απειλές που ήδη διαφαίνονται για τη Γαλλία είναι η αδυναμία ικανοποίησης των πολλών προσδοκιών και των συλλογικών αναγκών λόγω έλλειψης επαρκών πόρων και η ανεξέλεγκτη πορεία του ελλείμματος και του χρέους.
Η Γαλλία μπορεί να εξέλθει από το τέλμα στο οποίο έχει βαλτώσει κινητοποιώντας τους τέσσερις βασικούς μοχλούς μιας πραγματικής αναπτυξιακής πολιτικής, την παραγωγικότητα, την ιδιωτική αποταμίευση, την ποσότητα της εργασίας και τη νέα εκβιομηχάνιση. Από την μια οι συλλογικές προσδοκίες αυξάνονται (οικολογική μετάβαση, εθνική άμυνα, ασφάλεια, δημόσιες υπηρεσίες, αγοραστική δύναμη). Από την άλλη, η οικονομική ανάπτυξη είναι πολύ αδύναμη για να ανταποκριθεί σε αυτές τις προσδοκίες.
Το πρόσθετο ΑΕΠ που παράγεται κάθε χρόνο στη Γαλλία είναι μόλις 30 δισ. ευρώ, ενώ μόνο η ετήσια ανάγκη για πρόσθετες επενδύσεις εκτιμάται σε πάνω από 100 δισ. ευρώ. Η πολιτική από την πλευρά της προσφοράς που ξεκίνησε πριν από λίγο περισσότερο από μια δεκαετία (μείωση των φόρων, εργατικό δίκαιο, φορολόγηση του κεφαλαίου) επιβράδυνε την απώλεια ανταγωνιστικότητας και την αποβιομηχάνιση, αλλά, επιτρέποντας ταυτόχρονα την αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, έρχεται τώρα αντιμέτωπη με την απειλή του φαύλου κύκλου, με αυτή ενός φαινομένου χιονοστιβάδας (αύξηση του ελλείμματος, του χρέους, των τόκων και επομένως του ελλείμματος).
Η σύγκρουση μεταξύ επιθυμητών στόχων και ανεπαρκών μέσων έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε αδιέξοδες συζητήσεις και μια μάλλον αλλοπρόσαλλη οικονομική πολιτική. Οικονομικά και δημοσιονομικά σενάρια έως το 2030
• Με ένα σενάριο με μέση ανάπτυξη 0,7% έως 1,0% ετησίως και δημοσιονομικό έλλειμμα άνω των 5 μονάδων του ΑΕΠ το 2030, το δημόσιο χρέος θα έφτανε τότε το 130% του ΑΕΠ. Κανένα από τα σημερινά προβλήματα δεν θα έχει λυθεί.
• Το σενάριο της απότομης μείωσης των δημοσίων δαπανών (ως υπόθεση λαμβάνουμε 1,5% του ΑΕΠ, δηλαδή κάπου 45 δισ. ευρώ) θα οδηγούσε σε μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Θα οδηγούσε επίσης την οικονομία σε μια αποπληθωριστική και υφεσιακή περίοδο και σε μέση ανάπτυξη 0,5% ετησίως κατά την περίοδο 2025-2030. Το χάσμα μεταξύ συλλογικών προσδοκιών και διαθέσιμων πόρων απλά θα αυξηθεί ακόμη πιο θεαματικά.
• Παραμένει το σενάριο δημοσιονομικού σοκ, που θα είχε πιο δυσμενείς οικονομικές συνέπειες. Θα ερχόταν επίσης σε αντίθεση με έναν κοινωνικό συμβιβασμό της ανάπτυξης. Μοχλοί για ένα επιθυμητό και πιθανό σενάριο ανάπτυξης Η αύξηση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης από 1% σε 2% ετησίως θα διπλασιάσει το πρόσθετο εθνικό εισόδημα που δημιουργείται κάθε χρόνο, από 30 σε 60 δισ. ευρώ, για να ανταποκριθεί καλύτερα στις συλλογικές προσδοκίες, μειώνοντας σταδιακά το έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Τέσσερις μοχλοί θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν για την ενίσχυση της οικονομίας
• Ενίσχυση της παραγωγικότητας μέσω της δημόσιας και ιδιωτικής έρευνας, μέσω της καινοτομίας, της ανάπτυξης δεξιοτήτων, της απλούστευσης κανόνων και της στοχευμένης στήριξης των τεχνολογικών τομέων.
• Κινητοποίηση ιδιωτικών αποταμιεύσεων με τη δημιουργία επενδυτικών κεφαλαίων εγγυημένου κεφαλαίου για την προσέλκυση επαρκούς μεριδίου των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών σε επιχειρηματικά κεφάλαια και τη χρηματοδότηση εταιρειών ανάπτυξης. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε τελικά να κινητοποιηθεί δυναμικό εξοικονόμησης 100 δισ. ευρώ.
• Αύξηση του ποσού της εργασίας. Ο συνολικός όγκος των δεδουλευμένων ωρών εργασίας μπορεί να αυξηθεί τόσο με προσαρμογή του μέσου χρόνου εργασίας όσο και με περαιτέρω σταδιακή αύξηση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης, η οποία θα συμβάλει τόσο στην ισορροπία του συνταξιοδοτικού συστήματος όσο και στην ανάπτυξη.
• Επενδύσεις στη νέα εκβιομηχάνιση επιταχύνοντας τις επενδύσεις στους τομείς του μέλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της απαλλαγής από τον άνθρακα, της ψηφιοποίησης και στο τρέχον πλαίσιο, της άμυνας, για την καλύτερη τοποθέτηση της Γαλλίας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Ένα συνεκτικό και κοινό όραμα πρέπει να οικοδομηθεί συλλογικά. Εστιάζοντας στην ανάπτυξη, η Γαλλία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις δημοσιονομικές προκλήσεις της, αλλά και τις κλιματικές και κοινωνικές ανάγκες, προς όφελος όλων. Για να γίνει αυτό, πρέπει να υπάρχει πραγματική επιθυμία για ανάπτυξη.
