Από το 1948 που ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ είχε πάντα κάποιο γειτονικό κράτος που θεωρούσε ως «Νο 1 υπαρξιακή απειλή». Μέχρι το 1979 τον ρόλο αυτό έπαιζε η Αίγυπτος, και μετά τις συμφωνίες του Καμπ Ντέηβιντ τη σκυτάλη πήρε το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν. Μετά την καταστροφή του Ιράκ το 2003 (την οποία πραγματοποίησαν οι Αμερικανοί με μία εντελώς παράνομη εισβολή η οποία βασίστηκε σε ασύστολα ψεύδη περί δήθεν ύπαρξης όπλων μαζικής καταστροφής στη χώρα αυτή) το Ισραήλ άρχισε πλέον να θεωρεί ως «Νο 1 υπαρξιακή απειλή» το Ιράν.
Η σταδιακή έκλειψη των άλλων αραβικών Δυνάμεων στις αρχές του 21ου αιώνα σε συνδυασμό με τη δημογραφική έκρηξη του Ιράν και την πρόοδό του στην πυρηνική τεχνολογία (η οποία γίνεται καθ' όλα νόμιμα και υπό την εποπτεία του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας που εδρεύει στη Βιέννη) άρχισε να αναδεικνύει το τελευταίο ως κυρίαρχη Δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου.
Το γεγονός που σημάδεψε ανεξίτηλα τη σκέψη και την ψυχολογία των Ιρανών είναι ο αιματηρός πόλεμος με το Ιράκ τη δεκαετία του 1980 ο οποίος στοίχισε τη ζωή σε μισό εκατομμύριο Ιρανούς καθώς ο Σαντάμ Χουσεΐν που εισέβαλε απρόκλητα στη χώρα τους είχε την αμέριστη στήριξη της Δύσης, ιδίως της Γαλλίας και των ΗΠΑ. Από τότε η Τεχεράνη αποφάσισε πως θα έπρεπε να αποφύγει πάση θυσία μία επανάληψη ενός τέτοιου πολέμου εκ μέρους των Αράβων. Για τον λόγο αυτό επέλεξε τη στρατηγική της προκεχωρημένης άμυνας, να ελέγχει δηλαδή τον χώρο γύρω της κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορέσει ποτέ μία μελλοντική απειλή να φθάσει ξανά μέχρι τα σύνορά της. Στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής δημιούργησε μεθοδικά τους «δορυφόρους» της στο Ιράκ (όπου το 60% του πληθυσμού είναι σιίτες), στη Συρία του Άσαντ, στον Λίβανο (με τη σιιτική οργάνωση Χεζμπολάχ) και στην Υεμένη με τους αντάρτες Χούτι. Όταν άρχισε να διαφαίνεται πως ο μείζων κίνδυνος για το Ιράν δεν θα ήταν τελικά κάποια αραβική χώρα αλλά το Ισραήλ, η βασική στρατηγική του Ιράν εστιάστηκε στην με κάθε τρόπο αποτροπή μιας ισραηλινής προληπτικής επίθεσης εναντίον του. Για να το πετύχει αυτό, κάθε φορά που υπήρχαν ενδείξεις πως οι Ισραηλινοί ήταν έτοιμοι να χτυπήσουν, προσπαθούσε με τους «δορυφόρους» του να αποσπά την προσοχή τους μακριά από το ίδιο και να τους απασχολεί αλλού. Η στρατηγική αυτή είχε αποδειχθεί εξαιρετικά επιτυχής για χρόνια και είχε δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στους Ισραηλινούς.
Το Ισραήλ φοβάται το Ιράν κυρίως εξαιτίας της επιμονής του τελευταίου να αξιοποιήσει την πυρηνική τεχνολογία, αλλά και των δηλώσεων που έχουν γίνει κατά καιρούς από Ιρανούς αξιωματούχους ότι «το σιωνιστικό κράτος θα πρέπει να σβηστεί από τον χάρτη». Τέτοιου είδους απειλές γενικά το Ισραήλ δεν τις εκλαμβάνει καθόλου επιπόλαια. Παρ’ ότι και το ίδιο έχει αναπτύξει και κατέχει παράνομα από το 1966 πυρηνικά όπλα (σήμερα εκτιμάται ότι διαθέτει περίπου 200 πυρηνικές κεφαλές αλλά οι κυβερνήσεις του διαχρονικά έχουν ως σταθερή πολιτική ούτε να επιβεβαιώνουν ούτε να αρνούνται αυτό το γεγονός) δεν δέχεται καμία χώρα της ευρύτερης γειτονιάς του να αμφισβητήσει το πυρηνικό του μονοπώλιο - πολύ περισσότερο αν αυτή διάκειται εχθρικά απέναντί του. Κατά το παρελθόν έχει χτυπήσει και καταστρέψει προληπτικά με την αεροπορία του τους πυρηνικούς αντιδραστήρες του Ιράκ το 1981 (επιχείρηση «Opera») και της Συρίας το 2007 (επιχείρηση «Out of the Box»). Ο λόγος που το Ισραήλ δεν διστάζει να αναλάβει προληπτική δράση είναι πως λόγω του πολύ μικρού γεωγραφικού και πληθυσμιακού μεγέθους του είναι τρομερά ευάλωτο σε μια επίθεση με πυρηνικά όπλα διότι δεν μπορεί να απορροφήσει τα πλήγματα και να συνεχίσει να επιβιώνει οικονομικά, στρατιωτικά και κοινωνικά. Μια πυρηνική επίθεση εναντίον του είναι βέβαιο ότι θα το αφανίσει και θα οδηγήσει τον εβραϊκό λαό σε μια δεύτερη Διασπορά που θα είναι πιο δραματική από εκείνη του 1ου-2ου αιώνα μ.Χ. και πιθανώς οριστική.
Ο ακήρυκτος πόλεμος μεταξύ του Ισραήλ και του Ιράν μαίνεται εδώ και τουλάχιστον 19 χρόνια, με διάφορες μορφές. Μέχρι σήμερα το Ισραήλ έχει δολοφονήσει με τους πιο απίθανους και ευφάνταστους τρόπους μέσα στη χώρα τους επτά κορυφαίους Ιρανούς πυρηνικούς επιστήμονες: τον καθηγητή Φυσικής Αρντεσίρ Χοσεϊνπούρ που θεωρείτο αυθεντία στον ηλεκτρομαγνητισμό (2007), τον καθηγητή κβαντικής Φυσικής και στοιχειωδών σωματιδίων Μασούντ Αλί-Μωχαμαντί (2010), τον πυρηνικό μηχανικό και ειδικό στη μεταφορά νετρονίων Μαντζίντ Σαχριαρί (2010), τον πυρηνικό φυσικό Φερεϊντούν Αμπασί (2010), τον ειδικό στη μεταφορά νετρονίων φυσικό Νταριούς Ρεζαενετζάντ (2011), τον ειδικό στις πολυμερικές μεμβράνες για αέρια διάχυση καθηγητή Μοσταφά Αχμαντί Ροσάν (2011), και τον καθηγητή πυρηνικής Φυσικής Μοχσέν Φαχριζαντέχ (2020). Επίσης, έχει εξαπολύσει μεγάλης κλίμακας κυβερνοεπιθέσεις κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, με πιο χαρακτηριστική εκείνη του 2010 όταν διοχέτευσε τον ιό Stuxnet στα υπολογιστικά συστήματα της εγκατάστασης φυγοκεντριστών της Νατάνζ. Υπάρχουν επιπλέον αρκετές περιπτώσεις όπου σημειώθηκαν εκρήξεις, πυρκαγιές, black out ή άλλες παράξενες βλάβες σε ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις. Για να δικαιολογήσει το Ισραήλ τα δολοφονικά χτυπήματα κατά ιρανικών στόχων φροντίζει να διαρρέει στα δυτικά ΜΜΕ ότι «το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είναι πλέον τόσο ώριμο που η Τεχεράνη θα μπορούσε να έχει αρκετό ουράνιο υψηλής περιεκτικότητας για τρία πυρηνικά όπλα σε μόλις δύο εβδομάδες», και ότι «η κατασκευή ενός ενεργού πυρηνικού όπλου θα απαιτούσε ίσως ένα έτος».
Επί χρόνια το Ισραήλ ενεργεί σαν να τακτοποιεί τα πιόνια στη σκακιέρα πριν από έναν μεγάλο πόλεμο. Οι ασκήσεις πολιτικής άμυνας διεξάγονται η μία μετά την άλλη σε τεράστια κλίμακα, και όλα δείχνουν πως η αποφασιστική αναμέτρηση με το Ιράν δεν θα αργήσει. Ο πόλεμος με τη Χαμάς που ξέσπασε στις 7 Οκτωβρίου 2023 ανέτρεψε προφανώς τον σχεδιασμό των Ισραηλινών αλλά τους έδωσε και τη σπάνια ευκαιρία να τακτοποιήσουν το πρόβλημα με το Ιράν καλύπτοντας τη γενική στρατιωτική κινητοποίησή τους κάτω από τον μανδύα της κρίσης με τους Παλαιστίνιους. Αφού η Χαμάς εξουδετερώθηκε και η Ρωσία –ο κυριότερος σύμμαχος και εταίρος του Ιράν– είναι καθηλωμένη και πλήρως απασχολημένη στην Ουκρανία, η κυβέρνηση Νετανιάχου κρίνει προφανώς πως η παρούσα συγκυρία είναι ιδανική για να ξεμπερδέψει μια και καλή και με το Ιράν και πως τέτοια ευκαιρία δεν θα της ξαναδοθεί.
Το ιρανικό καθεστώς αντιλαμβάνεται πολύ καλά πως για χρόνια το Ισραήλ κάνει ό,τι μπορεί για να το παρασύρει σε πόλεμο. Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως το Ιράν δεν επιθυμεί μία πολεμική εμπλοκή στην παρούσα συγκυρία, και έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι ζυγίζει πάντα τις κινήσεις του με μεγάλη ψυχραιμία και ωμό ρεαλισμό. Ωστόσο, υπάρχει κάποιο όριο στις ισραηλινές προκλήσεις που μπορεί να ανεχθεί, και ξέρει ότι έχει στραμμένα πάνω του τα μάτια όλου του μουσουλμανικού κόσμου, σουνιτών και σιιτών. Θεωρείται βέβαιο πως το Ιράν μπορεί να χτυπήσει το Ισραήλ πολύ σκληρότερα από ό,τι το έπραξε ήδη. Δεν έχει ανοίξει ακόμη όλα τα χαρτιά του και τα χτυπήματα που έχει καταφέρει μέχρι τώρα στο Ισραήλ ήταν απλώς προειδοποιητικές βολές, και έγιναν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην χάσει το Ιράν το ηθικό πλεονέκτημα του αμυνόμενου και να μπορεί να ισχυριστεί πως η απάντησή του στις επιθέσεις του Ισραήλ ήταν αναλογική, λελογισμένη και απολύτως νόμιμη με βάση το Άρθρο 51 του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ.


Οι Ιρανοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι για όσο καιρό δεν έχουν τη δυνατότητα να εξουδετερώσουν πλήρως την ισραηλινή πολεμική αεροπορία, είναι αδύνατον να νικήσουν το Ισραήλ. Γνωρίζουν επίσης ότι δεν μπορούν να αποκρούσουν εύκολα μία ισραηλινή αεροπορική επίθεση, γι’ αυτό έχουν επενδύσει στις λεγόμενες «ασύμμετρες απαντήσεις». Επομένως κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το τι είδους εκπλήξεις μπορεί να επιφυλάσσουν στους Ισραηλινούς σε περίπτωση στρατιωτικής αναμέτρησης των δύο χωρών. Ακόμη κι αν οι Ισραηλινοί σημειώσουν ικανοποιητική επιτυχία στην αεροπορική τους επιδρομή, θα πρέπει να αναμένουν τη σφοδρή αντεπίθεση από τη μεριά του Ιράν, το οποίο διαθέτει ευρύτατη γκάμα βαλλιστικών πυραύλων. Οι Ισραηλινοί έχουν αναπτύξει εδώ και δεκαετίες μία πολυεπίπεδη αντιβαλλιστική άμυνα με τα πυραυλικά συστήματα Arrow-2 και -3 καθώς και με τα συστήματα «Σφενδόνη του Δαβίδ» και «Σιδηρούς Θόλος». Κανένας όμως δεν μπορεί να εγγυηθεί 100% επιτυχείς αναχαιτίσεις των ιρανικών βαλλιστικών πυραύλων, ιδίως σε συνθήκες επιθέσεων κορεσμού – και αυτό είναι κάτι που οι Ισραηλινοί το λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπ’ όψιν τους. Ακόμη κι αν το Ισραήλ καταφέρει να περιορίσει στον μέγιστο δυνατό βαθμό τις απώλειες στον άμαχο πληθυσμό του, η οικονομική ζημιά που θα υποστεί από το κλείσιμο του λιμανιού της Χάιφα, των πολιτικών αεροδρομίων και την παράλυση κάθε οικονομικής δραστηριότητας, είναι κάτι παραπάνω από υπολογίσιμη.
Το πρόβλημα των Ισραηλινών σε ό,τι έχει να κάνει με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν έχει δύο συνιστώσες: 1) Αν αποτύχουν να καταστρέψουν ολοκληρωτικά τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, αυτό θα επικαλεστεί μετά την ισραηλινή επίθεση το δικαίωμά του στη νόμιμη άμυνα και θα επιδιώξει εντατικά την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων. Όταν θα τα αποκτήσει θα είναι πλέον απρόσβλητο από οποιονδήποτε εχθρό, όπως είναι και η Βόρεια Κορέα, διότι ήδη διαθέτει βαλλιστικούς πυραύλους ικανούς να μεταφέρουν πυρηνικές κεφαλές σε τεράστιες αποστάσεις που φθάνουν προς δυσμάς μέχρι την Ιταλία. 2) Ακόμη κι αν οι Ισραηλινοί μπορέσουν να πλήξουν με μεγάλη επιτυχία τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, δεν θα μπορέσουν να εξαλείψουν την πυρηνική τεχνογνωσία που έχει αποκτήσει ήδη αυτή η χώρα. Μπορεί το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα να πάει πίσω μερικά χρόνια, αλλά είναι αμφίβολο ότι θα παύσει εντελώς.
Οι Ισραηλινοί θεωρούν ότι η βασική αδυναμία του Ιράν είναι η πολιτική δομή του, και ότι τα προληπτικά πλήγματα κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων ίσως απελευθερώσουν υποβόσκουσες αντιπολιτευτικές δυνάμεις στη χώρα, προκαλέσουν εσωτερική πολιτική κατάρρευση και οδηγήσουν στην ανατροπή του θεοκρατικού καθεστώτος της Τεχεράνης. Αυτός ο στρατηγικός υπολογισμός όμως είναι παρακινδυνευμένος διότι κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιος αν η αλυσιδωτή αντίδραση που σκέφτονται να προκαλέσουν οι Ισραηλινοί στο Ιράν είναι πρακτικά εφικτή. Μπορεί με τα χτυπήματά τους να καταφέρουν το εντελώς αντίθετο, να συσπειρώσουν δηλαδή τον ιρανικό λαό γύρω από την ηγεσία του.
Αν το Ισραήλ θεωρούσε εύκολο ένα χτύπημα κατά του Ιράν, θα το είχε ήδη πραγματοποιήσει. Για να μην το έχει επιχειρήσει μέχρι σήμερα, σημαίνει ότι υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες στους κόλπους της ισραηλινής πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας για το αν μπορεί να καταστρέψει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν σε τέτοια έκταση ώστε να προκληθεί παράλληλα και κατάρρευση του θεοκρατικού καθεστώτος. Γι' αυτό οι Ισραηλινοί θα προτιμούσαν σαφώς να αναλάβουν το έργο της εξουδετέρωσης του Ιράν οι Αμερικανοί οι οποίοι διαθέτουν όλα τα αναγκαία όπλα και μέσα για να καταστρέψουν πλήρως τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, αλλά οι αμερικανικές κυβερνήσεις διαχρονικά εμφανίζονται απρόθυμες να βγάλουν τα ισραηλινά κάστανα από τη φωτιά. Ωστόσο οι Ισραηλινοί είναι σίγουροι πως αν το Ιράν προκληθεί αρκετά ώστε να αντεπιτεθεί με σφοδρότητα εναντίον τους προκαλώντας δεκάδες ή εκατοντάδες θύματα, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα αντιμετωπίσει τόσο ασφυκτική πολιτική πίεση (όχι μόνο από το πανίσχυρο εβραϊκό λόμπι που δραστηριοποιείται στις ΗΠΑ αλλά και από πολλές αμερικανικές χριστιανικές οργανώσεις που υπηρετούν πιστά την ατζέντα του διεθνούς σιωνισμού) ώστε, εν όψει και των κρίσιμων προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου, δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να εμπλακεί στρατιωτικά κατά του Ιράν. Δηλαδή το Ισραήλ επιδιώκει να αρχίσει έναν πόλεμο με το Ιράν τον οποίο θα αναλάβουν να τελειώσουν οι ΗΠΑ.
Stirlitz
Πηγή: i-epikaira.blogspot.com