Aλέξανδρος Τάρκας
Οι επιλογές του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη για την ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών (καθηγητής Γ. Γεραπετρίτης και πρέσβης Αλ. Παπαδοπούλου) παρουσιάζουν το πλεονέκτημα της τεχνοκρατικής επάρκειας, αλλά και το μειονέκτημα της αυτο-υπονόμευσης λόγω της μη πολιτικής βαρύτητας των δύο αξιωματούχων.
Το φαινόμενο είναι, σχεδόν, μοναδικό μεταπολιτευτικά. Με την εξαίρεση της υπουργικής θητείας του διπλωμάτη Δημ. Μπίτσιου το 1974-77 (υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες στο Αιγαίο και την Κύπρο και ο οποίος πάντως είχε ως υφυπουργό τον εκλεγμένο Γιάννη Βαρβιτσιώτη), όλοι οι Πρωθυπουργοί επέλεγαν στελέχη με λαϊκή νομιμοποίηση. Υπόλογους στους πολίτες και δοκιμασμένους στις εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις (που ήταν πολύ σκληρότερες των σημερινών) ως πρώτο τεστ για τις επικείμενες διεθνείς μάχες τους.
Είναι απογοητευτικό ότι, μεταξύ των εκλεγέντων βουλευτών και των εκατοντάδων υποψηφίων της ΝΔ που εκπροσωπεί το 40% των Ελλήνων, ο κ. Μητσοτάκης έκρινε πως δεν υπήρχαν ούτε ένας ή μία εξίσου ικανοί με τις δύο εξωκοινοβουλευτικές επιλογές του.
Προφανώς, ο Πρωθυπουργός ενόψει δύσκολων αποφάσεων, ιδίως ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δεν θέλησε να διακινδυνεύσει την πιθανότητα τριβών, διαφωνιών ή της διαφορετικής άποψης. Έδωσε προτεραιότητα στο κριτήριο της απόλυτης προσωπικής εξάρτησης αντί της πολιτικής εμπειρίας και της διακριτής πορείας στον ευρύτερο χώρο της συντηρητικής και φιλελεύθερης παράταξης.
Όμως, ακριβώς στο σημείο αυτό, βρίσκονται η αντίφαση και η αυτο-εξουδετέρωση των επιλογών του κ. Μητσοτάκη. Γιατί όλοι οι συνομιλητές των κυρίων Γεραπετρίτη και Παπαδοπούλου, διεθνώς, θα γνωρίζουν μεν ότι χαίρουν της βαθιάς εμπιστοσύνης του πολιτικού τους προϊσταμένου, αλλά ταυτόχρονα οι ξένοι υπουργοί θα είναι απολύτως πεπεισμένοι ότι οι δύο Έλληνες ομόλογοί τους είναι ανίσχυροι και τα πάντα εξαρτώνται μόνον από τον κ. Μητσοτάκη.
Η νέα ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών θα αντιμετωπίζεται ως απλή αγγελιαφόρος προς το Μαξίμου, χωρίς δεσμευτική ισχύ, ενώ ο κ. Μητσοτάκης θα εγκλωβίζεται, αυτόματα, στα δίχτυα ενδεχόμενων λανθασμένων χειρισμών τους. Τα όποια -αναπόφευκτα- λάθη των υπουργών θα λογίζονται ως του ίδιου του Πρωθυπουργού με αποτέλεσμα και η δική του διπλωματική ευελιξία, σταδιακά, να περιορίζεται.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι κύριοι Γεραπετρίτης και Παπαδοπούλου καλούνται να ξεπεράσουν εαυτούς τις προσεχείς εβδομάδες, αν επιθυμούν να οικοδομήσουν διαφορετική εικόνα και -το σημαντικότερο- να προλάβουν την αντίφαση και αυτο-υπονόμευση. Αν ο κ. Μητσοτάκης συναντηθεί, τελικά, με τον Τούρκο πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν, κατά τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στις 11 και 12 Ιουλίου, ο κ. Γεραπετρίτης θα έχει την ευκαιρία να συμβάλει στα επόμενα βήματα που, υπό τις σημερινές συνθήκες, θα γίνουν στην ετήσια γενική συνέλευση του ΟΗΕ, στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Το περιβάλλον χειρισμών του κ. Γεραπετρίτη είναι δύσκολο. Γιατί οι διεθνείς εξελίξεις ενισχύουν το ρόλο της Άγκυρας, αναπαράγοντας την προτροπή φίλων και συμμάχων προς την Ελλάδα να είναι πιο ανεκτική, ως πλήρως δεκτική, στα αιτήματα της Τουρκίας, ώστε να μην απομακρυνθεί από τη Δύση. Ομοίως, ταχύτατες πρωτοβουλίες, εκ μέρους του κ. Γεραπετρίτη, απαιτούνται και έναντι της Αλβανίας, καθώς ο πρωθυπουργός Ε. Ράμα, παρά τη στενή προσωπική σχέση του με τον κ. Μητσοτάκη, εμπαίζει ανοιχτά την ελληνική πλευρά στα ζητήματα του συνυποσχετικού για την ΑΟΖ στη Χάγη και της εθνικής μειονότητας (προφυλάκιση Φρ. Μπελέρη, περιουσιακό).
Πέραν όλων αυτών, οι Γ. Γεραπετρίτης (πρώην υπερσυντονιστής του κυβερνητικού έργου) και Αλ. Παπαδοπούλου (διπλωματική σύμβουλος του Πρωθυπουργού, πριν μετατεθεί στην Ουάσιγκτον) θα χρειαστεί να αρχίσουν να ρίχνουν μια ματιά και στο εσωτερικό μέτωπο, προσέχοντας τα νώτα τους. Γιατί, παρά τη σχέση εμπιστοσύνης με τον κ. Μητσοτάκη και την υπουργική αναβάθμισή τους, δεν βρίσκονται πια στο κέντρο ισχύος, εντός Μαξίμου, και οι εκεί συσχετισμοί αλλάζουν.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Δημοκρατία” στις 28 Ιουνίου 2023 amynanet.gr
Οι επιλογές του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη για την ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών (καθηγητής Γ. Γεραπετρίτης και πρέσβης Αλ. Παπαδοπούλου) παρουσιάζουν το πλεονέκτημα της τεχνοκρατικής επάρκειας, αλλά και το μειονέκτημα της αυτο-υπονόμευσης λόγω της μη πολιτικής βαρύτητας των δύο αξιωματούχων.
Το φαινόμενο είναι, σχεδόν, μοναδικό μεταπολιτευτικά. Με την εξαίρεση της υπουργικής θητείας του διπλωμάτη Δημ. Μπίτσιου το 1974-77 (υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες στο Αιγαίο και την Κύπρο και ο οποίος πάντως είχε ως υφυπουργό τον εκλεγμένο Γιάννη Βαρβιτσιώτη), όλοι οι Πρωθυπουργοί επέλεγαν στελέχη με λαϊκή νομιμοποίηση. Υπόλογους στους πολίτες και δοκιμασμένους στις εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις (που ήταν πολύ σκληρότερες των σημερινών) ως πρώτο τεστ για τις επικείμενες διεθνείς μάχες τους.
Είναι απογοητευτικό ότι, μεταξύ των εκλεγέντων βουλευτών και των εκατοντάδων υποψηφίων της ΝΔ που εκπροσωπεί το 40% των Ελλήνων, ο κ. Μητσοτάκης έκρινε πως δεν υπήρχαν ούτε ένας ή μία εξίσου ικανοί με τις δύο εξωκοινοβουλευτικές επιλογές του.
Προφανώς, ο Πρωθυπουργός ενόψει δύσκολων αποφάσεων, ιδίως ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δεν θέλησε να διακινδυνεύσει την πιθανότητα τριβών, διαφωνιών ή της διαφορετικής άποψης. Έδωσε προτεραιότητα στο κριτήριο της απόλυτης προσωπικής εξάρτησης αντί της πολιτικής εμπειρίας και της διακριτής πορείας στον ευρύτερο χώρο της συντηρητικής και φιλελεύθερης παράταξης.
Όμως, ακριβώς στο σημείο αυτό, βρίσκονται η αντίφαση και η αυτο-εξουδετέρωση των επιλογών του κ. Μητσοτάκη. Γιατί όλοι οι συνομιλητές των κυρίων Γεραπετρίτη και Παπαδοπούλου, διεθνώς, θα γνωρίζουν μεν ότι χαίρουν της βαθιάς εμπιστοσύνης του πολιτικού τους προϊσταμένου, αλλά ταυτόχρονα οι ξένοι υπουργοί θα είναι απολύτως πεπεισμένοι ότι οι δύο Έλληνες ομόλογοί τους είναι ανίσχυροι και τα πάντα εξαρτώνται μόνον από τον κ. Μητσοτάκη.
Η νέα ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών θα αντιμετωπίζεται ως απλή αγγελιαφόρος προς το Μαξίμου, χωρίς δεσμευτική ισχύ, ενώ ο κ. Μητσοτάκης θα εγκλωβίζεται, αυτόματα, στα δίχτυα ενδεχόμενων λανθασμένων χειρισμών τους. Τα όποια -αναπόφευκτα- λάθη των υπουργών θα λογίζονται ως του ίδιου του Πρωθυπουργού με αποτέλεσμα και η δική του διπλωματική ευελιξία, σταδιακά, να περιορίζεται.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι κύριοι Γεραπετρίτης και Παπαδοπούλου καλούνται να ξεπεράσουν εαυτούς τις προσεχείς εβδομάδες, αν επιθυμούν να οικοδομήσουν διαφορετική εικόνα και -το σημαντικότερο- να προλάβουν την αντίφαση και αυτο-υπονόμευση. Αν ο κ. Μητσοτάκης συναντηθεί, τελικά, με τον Τούρκο πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν, κατά τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στις 11 και 12 Ιουλίου, ο κ. Γεραπετρίτης θα έχει την ευκαιρία να συμβάλει στα επόμενα βήματα που, υπό τις σημερινές συνθήκες, θα γίνουν στην ετήσια γενική συνέλευση του ΟΗΕ, στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Το περιβάλλον χειρισμών του κ. Γεραπετρίτη είναι δύσκολο. Γιατί οι διεθνείς εξελίξεις ενισχύουν το ρόλο της Άγκυρας, αναπαράγοντας την προτροπή φίλων και συμμάχων προς την Ελλάδα να είναι πιο ανεκτική, ως πλήρως δεκτική, στα αιτήματα της Τουρκίας, ώστε να μην απομακρυνθεί από τη Δύση. Ομοίως, ταχύτατες πρωτοβουλίες, εκ μέρους του κ. Γεραπετρίτη, απαιτούνται και έναντι της Αλβανίας, καθώς ο πρωθυπουργός Ε. Ράμα, παρά τη στενή προσωπική σχέση του με τον κ. Μητσοτάκη, εμπαίζει ανοιχτά την ελληνική πλευρά στα ζητήματα του συνυποσχετικού για την ΑΟΖ στη Χάγη και της εθνικής μειονότητας (προφυλάκιση Φρ. Μπελέρη, περιουσιακό).
Πέραν όλων αυτών, οι Γ. Γεραπετρίτης (πρώην υπερσυντονιστής του κυβερνητικού έργου) και Αλ. Παπαδοπούλου (διπλωματική σύμβουλος του Πρωθυπουργού, πριν μετατεθεί στην Ουάσιγκτον) θα χρειαστεί να αρχίσουν να ρίχνουν μια ματιά και στο εσωτερικό μέτωπο, προσέχοντας τα νώτα τους. Γιατί, παρά τη σχέση εμπιστοσύνης με τον κ. Μητσοτάκη και την υπουργική αναβάθμισή τους, δεν βρίσκονται πια στο κέντρο ισχύος, εντός Μαξίμου, και οι εκεί συσχετισμοί αλλάζουν.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Δημοκρατία” στις 28 Ιουνίου 2023 amynanet.gr
Πηγή: i-epikaira.blogspot.com