22.3.23


                      

Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΘΥΣΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΛΥΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΕΣ ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Α΄ Μέρος.

Επιμέλεια Αντώνη Αντωνά από Ελληνική Κύπρο.

Βαρύ τίμημα πλήρωσε το νησί για την ηρωική του συμμετοχή στον αγώνα της μητέρας πατρίδας υπέρ Ελευθερίας και αποτίναξης του βάρβαρου τουρκικού ζυγού. Χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες την ζωή τους θυσίασαν καθ΄ όλη την διάρκεια της *Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 1571-1878,

*Κατά τη διάρκεια της Βενετικής κυριαρχίας, οι Οθωμανοί επιτέθηκαν στην Κύπρο. Το 1489, τον πρώτο χρόνο του Βενετικού ελέγχου, οι Τούρκοι επιτέθηκαν στη χερσόνησο της Καρπασίας, λεηλατώντας και αιχμαλωτίζοντας με σκοπό το δουλεμπόριο.

Το 1539 ο τουρκικός στόλος επιτέθηκε και κατέστρεψε τη Λεμεσό. Φοβούμενοι την ολοένα διευρυνόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Βενετοί και Κύπριοι είχαν οχυρώσει την Αμμόχωστο, τη Λευκωσία και την Κερύνεια, αλλά οι περισσότερες άλλες πόλεις ήταν εύκολη λεία.

Το καλοκαίρι του 1570, οι Τούρκοι χτύπησαν ξανά, αλλά αυτή τη φορά με μια πλήρη εισβολή και όχι με επιδρομή. Άνω των 100,000  στρατιώτες, εκτός  του ιππικού και του πυροβολικού, υπό τη διοίκηση της Λαλά Μουσταφά Πασά, έκαναν απόβαση κοντά στη Λεμεσό στις 2 Ιουλίου 1570 και πολιόρκισαν τη Λευκωσία. Η πόλη έπεσε στις 9 Σεπτεμβρίου 1570. 20.000 Λευκωσιανοί δολοφονήθηκαν και κάθε εκκλησία, δημόσιο κτίριο και παλάτι λεηλατήθηκε. Μόνο οι γυναίκες και τα αγόρια που συνελήφθησαν για να πωληθούν ως δούλοι, σώθηκαν. Η σφαγή εξαπλώθηκε και λίγες μέρες αργότερα ο Μουσταφά πήρε την Κερύνεια χωρίς να χρειαστεί ν' ανοίξει πυρ. Ωστόσο, υπήρξε αντίσταση κατά την Πολιορκία της Αμμοχώστου και η υπεράσπιση της πόλης κράτησε από το Σεπτέμβριο του 1570 έως τον Αύγουστο του 1571. Η πτώση της Αμμοχώστου (με το θάνατο του Βενετού διοικητή Μαρκαντόνιο Μπραγκαντίν) σηματοδότησε την έναρξη της οθωμανικής περιόδου στην Κύπρο. Σημειώνεται ότι η πολιορκία της *Αμμοχώστου από 250,000 βαρβάρους ενάντια σε 8,000 μαχητές διήρκεσε περί τον ένα χρόνο 

*Η πολιορκία της Αμμοχώστου από τους Οθωμανούς  που κράτησε σχεδόν ένα χρόνο, από τις 16 Σεπτεμβρίου 1570 μέχρι και την 1η Αυγούστου 1571, υπήρξε ένα από τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα του 16ου αιώνα. Η επική αντίσταση της πόλης με ελάχιστους υπερασπιστές και τεράστιο πλήθος πολιορκητών συγκλόνισε και ενέπνευσε την Ευρώπη, κάτι που οδήγησε στη συνέχεια στη ναυμαχία της Ναυπάκτου όταν τα πληρώματα του χριστιανικού στόλου φώναζαν "Θυμηθείτε την Αμμόχωστο".

Η πτώση της Αμμοχώστου σήμαινε και την πλήρη κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς, δεδομένου ότι ολόκληρη η υπόλοιπη Κύπρος είχε ήδη καταληφθεί από τον Ιούλιο-Σεπτέμβριο του 1570.


Ένα ξεχωριστό αφιέρωμα στην ΕΛΛΗΝΙΔΑ Κυπρία γυναίκα επαναστάτισσα,, μάνα και αδελφή, που με το γάλα της μεγάλωσαν ήρωες και εθνομάρτυρες και πότισαν με το αίμα τους το αειθαλές δέντρο της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ. 

Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ γυναίκα, είναι ο στυλοβάτης του θεσμού της οικογένειας. Είναι η βασίλισσα της οικογενειακής κυψέλης. Στον τόπο μας, στη χώρα μας, την μητέρα την συσχετίζουμε και την εξισώνουμε με την έννοια πατρίδα, πολλές φορές, γιατί μάνα και πατρίδα είναι δυο ονόματα, δυο έννοιες στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Η ηρωίδα ελληνίδα γυναίκα  εκφράζει αυτές τις έννοιες, παίζει και τους δύο ρόλους στη φυλή μας, στο διάβα της μακραίωνης ιστορίας μας. Μπροστάρισα η μάνα και σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες, της αιώνιας Ελλάδας, κι άλλες φορές δίπλα στον άντρα της, στα αδέρφια της και στα παιδιά της, σε όλους τους αγώνες του γένους μας.

Μάνα, πατρίδα και ελευθερία, το τρίπτυχο της μητρικής αγάπης. Και πρέπει να της το αναγνωρίζουμε. Ότι είμαστε και ονειρευόμαστε να γίνουμε στον κόσμο, το οφείλουμε στη μάνα.

Μιὰ σύντομη περιδιάβαση στὴν Παράδοση τοῦ Γένους μας θὰ μᾶς καταδείξει, γιατί ἡ μάνα ἦταν ἡ τροφός, τὸ λιθάρι τὸ ριζιμιό του λαοῦ μας.Στὴν περίφημη πραγματεία τοῦ Πλουτάρχου Λακαινῶν ἀποφθέγματα (ἔκδ. «Κάκτος», σελ. 232), διαβάζουμε μεταξὺ ἄλλων σπουδαίων ἐπεισοδίων: «Ἄλλη Λάκαινα πρὸς τὸν υἱὸν λέγοντα μικρὸν ἔχειν τὸ ξίφος, εἶπε: βῆμα πρόσθες». Μιὰ Σπαρτιάτισσα ποὺ ὁ γυιὸς της ἔλεγε ὅτι ἔχει μικρὸ ξίφος, εἶπε: κάνε ἄλλο ἕνα βῆμα μπροστά». Μεγαλειώδης ἡ φράση «πρόσθες βῆμα», ἔτσι ἔφτασε ἡ Σπάρτη στὴν δόξα τῶν Θερμοπυλῶν!

Σε τίποτα δεν υστέρησαν οι Ελληνίδες της Κύπρου από τις αγωνίστριες αδελφές της μητέρας πατρίδας. Τις ηρωικές επαναστάτισσες …

Ελληνίδες γυναίκες επαναστάτισσες…Του Αντώνη Αντωνά.

Χιλιάδες Ελληνίδες «Αρματωλές»,

στην επανάσταση ΄λάβαν μέρος, 

δίπλα πολεμώντας, στους πατέρες, 

στους άνδρες, τα παιδιά τους,

τους αδελφούς, αλλά και τις μανάδες,  

που κι αυτές σαν ύαινες, τους Τούρκους,

σε φυγή ετρέπαν και στο κατόπιν κυνηγούσαν.

Ανδρίκια το γιαταγάνι ψηλά κρατούσαν, 

κεραυνούς με τα καρυοφύλια* τους,

και τις κουμπούρες* τους βαρούσαν.

Οι γυναίκες καπετάνισσες ,

ηρωικές επαναστάτισσες!

Οι «τριακόσιες» της *Μόσχως του Λάμπρου Τζαβέλλα. Του Αντώνη Αντωνά

Η Μόσχω, γυναίκα του Καπετάν Τζαβέλλα,

αρχηγός, τριακόσιων γυναικών αρματωμένων,

του Λεωνίδα τους Λακεδαιμόνιους ξεπεράσαν.

Ξεμαλιασμένες αγριεμένες, 

ουρλιάζοντας σαν λύκαινες,

με το σπαθί στο γυμνωμένο χέρι,

ξεχύθηκαν, κατατρόπωσαν τ΄ Αλή Πασά τ ασκέρι.

Χιλιάδες πανικόβλητοι δειλιασμένοι Τούρκοι, 

απ΄ τις γυναικείες ιαχές, τις κλαγγές των χαντζάρων, 

τους κεραυνούς απ΄ τα καρυοφίλια*, τις κουμπούρες*, 

οι άγριες Ελληνίδες αμαζόνες του εικοσιένα,

διώξανε τους βάρβαρους,  π΄ αλαφιασμένοι φεύγουν. Ξοπίσω τρέχουν τους εχθρούς και τους κατατροπώνουν. 

Ντροπιασμένοι και τρέμοντας από φόβο οι οχτροί,

έτρεχαν, λύγιζαν λιποψυχούσαν, ψυχομαχούσαν .

Ο ι ανδρείες γυναίκες δεκαπλάσιους, 

Τούρκους πολεμούσαν, αλλά δεν λιποψυχούσαν,

Ο Αλής που τελευταία στιγμή γλύτωσε,

απ΄ των ηρωικών γυναικών την οργή, 

τ ΄ασκέρι του προς σφαγή, από φόβο,

εγκατέλειψε, στα Γιάννενα ντροπιασμένος, τρέχει..

Ξοπίσω οι Ελληνίδες αρματωμένες καπετάνισσες,

γυναίκες ηρωικές επαναστάτισσες!

Ιδού πώς ο Διγενής στα Απομνημονεύματά του με γλαφυρή αλλά και ως εκ των συσσωρευμένων εμπειριών του με τεκμηριωμένη γραφίδα ανατομικής διάγνωσης περιγράφει την αγωνίστρια Ελληνίδα της Κύπρου, απονέμοντάς της τον δίκαιο έπαινο: «Αι νεάνιδες της Κύπρου όχι μόνον δεν υστέρησαν εις τόλμην και αυτοθυσίαν, αλλά και εφάνησαν πραγματικαί Σπαρτιάτιδες, Σουλιώτισσες κα Μεσολογγίτισσες». Και συνεχίζει αλλού: «Εις πολύ εμπιστευτικάς αποστολάς εχρησιμοποίουν το γυναικείον φύλον. Αι γυναίκες απεδείχθησαν πολύ έμπιστοι και παραδόξως ολιγότερον φλύαροι ή οι άνδρες εις την εκπλήρωσιν της αποστολής των, καθώς επίσης περισσότερον καρτερικαί εις τα βασανιστήρια των Άγγλων. Ουδεμία γυνή εξ εκείνων τας οποίας επέλεξα και εχρησιμοποίησα εις εμπιστευτικάς αποστολάς επρόδωσεν ή εφλυάρησεν ή απεκάλυψεν τι κατόπιν βασάνων υπό της ιεράς εξετάσεως». Και ως κατακλείδα προσθέτει: «Η Ελληνίς Κυπρία εφάνη αξία των ωραιοτέρων ελληνικών παραδόσεων».

Εν συνεχεία. Η θυσία των Ελληνίδων της Κύπρου το 1821.. Μερικές άγνωστες πτυχές της ιστορίας. Ενδεικτικά ερανισμένα ιστορικά αποσπάσματα με πρόσθετες πληροφορίες και σχόλια.

Είναι πολλαπλά μαρτυρημένος ο βαρύς φόρος αίματος κληρικών και λαϊκών την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Κύπρο και ιδιαίτερα τον τραγικό Ιούλιο του 1821, κατά τον οποίο διενεργήθηκαν μαζικές εκτελέσεις αρχιερέων, κληρικών και προκρίτων από τον αιμοσταγή  μουχασίλη (διοικητή) του νησιού, Κουτσούκ Μεχμέτ, λόγω της συμμετοχής της Κύπρου στην Ελληνική Επανάσταση.                                                                                                                               

Τις ημέρες εκείνες του τρόμου και της οδύνης, και οι γυναίκες πλήρωσαν βαρύ τίμημα. Πέρα από τον αβάστακτο πόνο, τα δάκρυα και τη σιωπηλή εγκαρτέρηση, ιδιαίτερα επαχθής ήταν ο φόρος αίματος και τιμής που αναγκάστηκαν να καταβάλουν νεαρές Ελληνίδες. Ωστόσο, ανάμεσά τους, αναφάνηκαν και ηρωικές μορφές, που ύψωσαν το ανάστημά τους και αντιστάθηκαν με σθένος στη βία του Οθωμανού κατακτητή, όπως καταδεικνύεται από ευάριθμα τεκμήρια. Επιχειρούμε εδώ μια ενδεικτική παρουσίαση των τεκμηρίων αυτών, που αφορούν ιστορικές πηγές, προφορικές μαρτυρίες αλλά και τη λογοτεχνία, η οποία, έχοντας μια αμφίδρομη και συμπληρωματική σχέση με την Ιστορία, μπορεί να συνεισφέρει υπό προϋποθέσεις και ως ιστορική πηγή.

Ο Γεώργιος Κηπιάδης στο βιβλίο του Ἀπομνημονεύματα τῶν κατὰ τὸ 1821 ἐν τῇ νήσῳ Κύπρῳ τραγικῶν σκηνῶν, το οποίο αποτελεί μια σημαντική  πηγή για τα γεγονότα του 1821 στην Κύπρο, αναφέρει ότι: «Αἱ σύζυγοι καὶ τὰ τέκνα τῶν φονευθέντων ἢ διαφυγόντων τὴν μάχαιραν καὶ τὴν ἀγχόνην ἐρρίφθησαν ἔξω τῶν οἰκιῶν καὶ διετέλεσαν ἄστεγα καὶ ἐστερημένα καὶ αὐτῶν τῶν ἀπολύτως ἀναγκαίων». Ο ίδιος σημειώνει ακόμη ότι: «[…] ὁ κάλαμος ἀδυνατεῖ τῷ ὄντι νὰ περιγράψῃ τὴν ἔμπλεων φρίκης ἐκείνην κατάστασιν, ἥτις ἐπὶ μῆνα ὅλον διήρκεσε […] οἱ Ναοὶ τοῦ Ὑψίστου κατεπατήθησαν, ἐσυλήθησαν, ἐδημεύθησαν […], παρθένοι διεκορεύθησαν, γυναῖκες ἠτιμάσθησαν, καὶ πᾶσα αἰδὼς ἐν ἑνὶ λόγῳ ἐξέλειψεκαὶ πᾶς σπινθὴρ ἐλέους ἐσβέσθη […]».[1]

Οι θυγατέρες, λοιπόν, κάποιων από τους φονευθέντες προκρίτους, εκτός από τον βίαιο απορφανισμό και τη δήμευση της περιουσίας τους, απήχθησαν, για να μεταφερθούν στο χαρέμι του Κουτσούκ ή σε άλλους αξιοθρήνητους γυναικώνες των κατακτητών. Παρατηρήθηκαν και απόπειρες απαγωγής ή απαγωγές θυγατέρων ιερέων σε διάφορα μέρη, καθώς φαίνεται ότι οι διώξεις, το κλίμα φόβου και οι εκτελέσεις επεκτάθηκαν και πέρα από τη Λευκωσία. Οι κοπέλες αυτές, εκτός από τον κίνδυνο της ατίμωσης, είχαν παράλληλα να αντιμετωπίσουν και τον κίνδυνο του εξισλαμισμού, αφού πιέζονταν, κάποτε ακόμα και με μαρτύρια, να εξωμόσουν.

 

Κατ’ αρχήν θα αναφερθούμε στις τρεις κόρες του καρατομηθέντος την 10η Ιουλίου 1821 Γιαννάκη Αντωνόπουλου, ενός από τους «δημογέροντας του Σεραγίου», οι οποίες συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν, υφιστάμενες «πᾶσαν δοκιμασίαν», για να αλλαξοπιστήσουν, σύμφωνα με τον Κηπιάδη: «Τοῦ τελευταίου τούτου [Γιαννάκη Ἀντωνοπούλου] συνέλαβον καὶ τὰς τρεῖς θυγατέρας Παγώναν, Πεζούναν καὶ Ἀγγελέτταν, ἅς τινας ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας πεφυλακισμένας ἐτήρουν ἑκάστην αὐτῶν ἐν ἰδιαιτέρῳ δωματίῳ πειρώμενοι ὁτὲ μὲν δι’ ὑποσχέσεων, ὁτὲ δὲ δι’ ἀπειλῶν νὰ τὰς πείσωσι νὰ ἐξομώσωσιν, ἀλλ’ αὗται καρτερικῶς ὑπέστησαν πᾶσαν δοκιμασίαν κραταιούμεναι ἐν τῇ πίστει τῶν πατέρων των καὶ διὰ τῶν ἀγαθῶν συμβουλῶν τοῦ εὐνοουμένου χρυσοχόου τοῦ Ἡγεμόνος Εὐαγγέλη Γρηγορίου […], ὅστις διὰ τῶν ἰσχυρῶν αὐτοῦ μέσων κατώρθωνε νὰ ἐπισκέπτηται αὐτάς, μέχρις οὗ ἐπετεύχθη ἡ ἀπελευθέρωσίς των, διὰ πολλῶν ἰσχυρῶν μέσων».[3]

Ο νομικός και πολιτευτής Γεώργιος Σ. Φραγκούδης επιβεβαιώνει τις πιο πάνω πληροφορίες του Κηπιάδη, κάτι που πιθανόν να γνώριζε και από οικογενειακή παράδοση, αφού η σύζυγος τού Γιαννάκη Αντωνόπουλου, Τσικκινού, προερχόταν από τη Λεμεσιανή οικογένεια Φραγκούδη. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Αντωνόπουλος είχε δύο γιους, εκ των οποίων ο ένας πέθανε «ἐκ φόβου καὶ θλίψεως διὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του» και «τρεῖς θυγατέρας, τὴν Παγώναν, Πεζούναν καὶ Ἀγγελέτταν (Ἀγγελικήν), αἵτινες ὡς ἐκτάκτου καλλονῆς ἐσύρθησαν εἰς τὸ χαρέμι, ἀλλ’ ἀντέστησαν ὅπως καὶ ὁ πατήρ των, προτιμήσας τὸν θάνατον τοῦ ἐξισλαμισμοῦ».

Τόσο ο Κηπιάδης όσο και ο Φραγκούδης περιγράφουν, λοιπόν, την απαγωγή και τη βίαιη προσπάθεια εξισλαμισμού των κοριτσιών, αφού οι οθωμανικές αρχές του νησιού τις φυλάκισαν σε ξεχωριστά δωμάτια, ώστε να μην ενισχύει η μία την άλλη, και προσπαθούσαν για μέρες με υποσχέσεις και απειλές να τις οδηγήσουν στην εξωμοσία. Και οι δύο συγγραφείς υπογραμμίζουν το γεγονός ότι οι νεαρές αυτές Κυπριοπούλες «αντέστησαν», υπομένοντας με καρτερία «πᾶσαν δοκιμασίαν»ίσως και βασανιστήρια, προτιμώντας «τὸν θάνατον τοῦ ἐξισλαμισμοῦ». Πρόκειται, ασφαλώς, για θαρραλέα ομολογία πίστεως που διενεργήθηκε μέσα σε απεχθέστατες και ιδιαίτερα επικίνδυνες για τη ζωή τους συνθήκες, έστω κι αν στο τέλος υπήρξε αίσια λύση στο ηρωικό δράμα τους. Η φράση «κραταιούμεναι ἐν τῇ πίστει τῶν πατέρων των» υποδηλώνει την πηγή της δύναμής τους, που ήταν το ελληνορθόδοξο ήθος τους, ένα ήθος που παγιώθηκε στη συνείδηση και στην πρακτική των Ελλήνων της Κύπρου μέσα από αμέτρητες κακουχίες και ιστορικές περιπέτειες στο πέρασμα των αιώνων.

Η Πολυξένη Λοϊζιάς (1855;-1942), εθνική παιδαγωγός της Λεμεσού και αξιόλογη λογοτέχνις, η πρώτη λαογράφος της Κύπρου και πρωτοπόρος της γυναικείας χειραφέτησης στον τόπο μας, αποτελεί, επίσης, πηγή άγνωστων πληροφοριών για την Τουρκοκρατία και ιδίως για τα τραγικά γεγονότα του 1821 και τα μετέπειτα δύσκολα χρόνια. Ανάμεσα σε άλλα, παρέχει πληροφορίες για άγνωστες ηρωικές μορφές γυναικών της Κύπρου της εποχής εκείνης, θεωρώντας ότι έτσι απονέμει «τὸν στέφανον τῆς δικαιοσύνης πρὸς τὰς ἡρωίδας ταύτας, περὶ ὧν ἐλάχιστα ἢ οὐδόλως ποιοῦσι μνείαν οἱ νεώτεροι ἱστορικοί».Οι πληροφορίες της Λοϊζιάδος αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, καθώς η ίδια από νεαρή ηλικία, συγκέντρωνε και κατέγραφε με επιμέλεια σχετικές μαρτυρίες από υπέργηρα άτομα, όπως «η μεγάλη προμήτωρ» της Μητροδώρα, που έζησαν τις σφαγές του 1821. Εμπνεόμενη, λοιπόν, από τις διηγήσεις αυτές, έγραψε μερικά πεζόμορφα και ποιητικά κείμενα, τα οποία, πέρα από την όποια λογοτεχνική τους αξία, διασώζουν πληροφορίες που φωτίζουν περισσότερο τον ηρωισμό  και τη σθεναρή αντίσταση στον κατακτητή Κυπρίων γυναικών.

Το ποίημά της «Ἡ τριάδα τοῦ Γιαννάκη»[6] έχει ως θέμα την προαναφερθείσα περιπέτεια των τριών κορών του προύχοντα Αντωνόπουλου. Σ’ αυτό το ποίημα, στο οποίο απηχούνται κυπριακά δημοτικά τραγούδια, ιδίως εκείνο «Της Αροδαφνούσας», και είναι εμφανής η χρήση λέξεων της κυπριακής διαλέκτου, η Λοϊζιάς επιχειρεί να μετουσιώσει τα ιστορικά γεγονότα σε στίχους. Περιγράφει ιδιαίτερα την προσπάθεια των Τούρκων να πείσουν τόσο τον πατέρα όσο και τις θυγατέρες να προδώσουν την πίστη στον Χριστό με την οποία «μας ἔθρεψεν ἡ μάνα ποὺ μας γέννα», αναδεικνύοντας την ακλόνητη και ανδρεία στάση τους στις πιέσεις που δέχθηκαν για εξισλαμισμό:

 […] —Τοῦρκος θὰ γίνεις· Τούρκισσες οἱ κόρες σου θὰ γίνουν,

εἰς τὸ Σεράγι αὔριον πολλοὶ τὸν ὅρκον δίνουν.

Ἔλα καὶ σύ, Γιαννάκη μου, μαζὶ μὲ τὰ καϊμάκια

καὶ μὴν ἀφήσεις νὰ σφαγοῦν τὰ λυγερὰ κορμάκια.

’Ποὺ μέσα ἀφουκράζετο ἡ πρώτη ἡ Παγώνη

κι ἐσείσθη κι ἐλυγίστηκε στὴν σιδηρά της ζώνη

 «Ἅψε φωτιά, Τοῦρκε», φωνεῖ, κι ἀκόνισ’ τὰ σπαθιά σου,

νὰ δεῖς Ἑλληνοποῦλες μιὰ ποὺ καίουν τὴν καρδιά σου.

Νὰ δεῖς πῶς δὲν καίει γιὰ μᾶς σπαθί, μήτε καμίνι,

κάθε Κυπρία πῶς διὰ μιᾶς γιὰ τὸν Χριστό της σβήνει! […].

Ο Κηπιάδης αναφέρεται και στις δύο θυγατέρες του προγραφέντος προύχοντα Λευκωσίας Χατζησυμεών Γλυκύ, που είχε κατορθώσει να μείνει κρυμμένος για μερικές μέρες σε κρύπτη του σπιτιού του, αλλά τον ανακάλυψαν οι Τούρκοι την 14η Ιουλίου του 1821 και τον απαγχόνισανΟι όμορφες κόρες του, Αννέτα και Μαργαρόνα, τράβηξαν την προσοχή του Κουτσούκ, ο οποίος τις απήγαγε.

 «Ὁ ἀπαγχονισθεὶς Χατζῆ Συμεὼν Γλυκὺς ἔσχε δύο θυγατέρας, τὴν μὲν καλουμένην Ἀννέταν, τὴν δὲ Μαργαρόναν, αἵτινες εὐειδεῖς οὖσαι, ἐπέσυραν τὴν προσοχὴν τοῦ Κουτσοὺκ-Μεχεμέτη, καὶ τὴν μὲν πρώτην ἔλαβε δι’ ἑαυτόν, τὴν δὲ ἔδωκε τῷ Βεκκιληχάρτζῃ του. Καθ’ ὃν δὲ χρόνον κατελίμπανε τὴν Κύπρον, κληθεὶς ὑπὸ τοῦ Σουλτάνου Μαχμούτη εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἡ Ἀννέτα εὐτόλμως ἀπέρριψε τὰς προτροπὰς καὶ ὑποσχέσεις του, ὅπως τὸν ἀκολουθήσῃ. Οὗτος δέ, ἐμμανὴς γενόμενος ὑπ’ ὀργῆς, ἠπείλησε νὰ τὴν φονεύσῃ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπειλήν του ταύτην ἡρωϊκῶς περιεφρόνησεν, ὥστε, ἐν τῇ λύσσῃ τοῦ θυμοῦ του ὁ Κουτσοὺκ-Μεχεμέτης, τρὶς κατ’ αὐτῆς ἀνεπιτυχῶς ἐπυροβόλησε, καὶ οὕτω τῇ ἀπέδωκε τὴν ἐλευθερίαν. Διέμεινε δὲ ἐν Κύπρῳ βιώσασα μέχρι τελευτῆς ἐναρέτως καὶ πιστῶς εἰς τὸ πάτριον θρήσκευμα».

Αξίζει να προσεχθεί η ηρωική συμπεριφορά της Αννέτας, η οποία, όταν ο διαβόητος Κουτσούκ έφευγε από την Κύπρο, στα τέλη του 1822, αυτή προτίμησε να διακινδυνεύσει την ίδια τη ζωή της, αρνούμενη να τον ακολουθήσει στην Κωνσταντινούπολη, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι, αν εγκατέλειπε το νησί, θα έχανε κάθε ελπίδα διαφυγής από τα χέρια του. Εκείνος, μανιασμένος από θυμό, απείλησε να την σκοτώσει, αλλά η Αννέτα με γενναιότητα περιφρόνησε τις απειλές του. Η στάση της νεαρής αυτής Κυπρίας συνιστούσε έμπρακτη και κραυγαλέα απόρριψη του κυρίαρχου δυνάστη, τον οποίο δεν φοβόταν, αλλά αποδείκνυε και την ετοιμότητά της για θάνατο. Τρεις φορές την πυροβόλησε και δεν την πέτυχε και έτσι στο τέλος τής έδωσε την ελευθερία. Σημειώνεται ότι η κόρη έζησε έκτοτε «ἐναρέτως καὶ πιστῶς εἰς τὸ πάτριον θρήσκευμα».

Η Λοιζιάς έγραψε και το ποίημα «Ἐκτουρκισμοῦ μάταιαι ἀπόπειραι», που φαίνεται ότι και αυτό έχει ως βάση έμπνευσης ιστορική παράδοση για τη Δέσπω, ηρωίδα και ομολογήτρια της χριστιανικής πίστεως κατά το 1821. Η κόρη αυτή, η οποία διακρινόταν για την ωραιότητά της (χαρακτηρίζεται ως «ὀμορφονιά, τῆς γειτονιᾶς καμάρι»), απήχθη από κάποιον Τούρκο πασά. Το κλάμα και «τὸ βογγητὸ τοῦ φοβεροῦ δαρμοῦ της» αντηχούσε «σ’ ὅλην τὴν πόλιν» (πρόκειται για τη Λεμεσό) και έφθανε «στὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ της». Για σαράντα ολόκληρες μέρες την υπέβαλλαν σε μαρτύρια, για να «τουρκίσει». Τα βασανιστήρια εναλλάσσονταν με δελεάσματα. Πότε της φορούσαν περιδέραια με χρυσά νομίσματα και άλλοτε τη βασάνιζαν, δένοντάς της τα πόδια με χοντρά σχοινιά (πέδικλα), καταδικάζοντάς την στο μαρτύριο της πείνας, καίγοντας το σώμα της με φωτιά και τοποθετώντας στο στήθος της πυρωμένα σουβλιά. Ο στίχος «τώρα τὴν σούβλαν γγίζουσι / στὰ στήθη της τ’ ἀφράτα», θυμίζει πρωτοχριστιανικά μαρτύρια γυναικών. Στο τέλος κουράζονταν και οι ίδιοι οι δήμιοι («πόστηναν οἱ δήμιοι»), αλλά η στάση της κοπέλας παρέμενε σθεναρή και ανυποχώρητη, καθώς απέκρουε με πρωτοφανές θάρρος και συνειδητή πίστη στον Θεό τον πειρασμό μιας άνετης αλλά ανελεύθερης ζωής και τις απειλές και τους εξευτελισμούς των δημίων της. Ενώ «ἀνέπνεε τὸν θάνατον», σχημάτιζε με τα δάκτυλα το σχήμα του σταυρού και τον φιλούσε, παίρνοντας δύναμη, για να αντέξει.[9] «Δὲν πέθανε, δὲν τούρκισεν…», γράφει η Λοϊζιάς, δηλαδή δεν πρόδωσε την πίστη των πατέρων της, κάτι που θα σήμαινε και απεμπόληση της εθνικής της ταυτότητας. Στο τέλος του ποιήματος υπονοείται ότι η ωραία κόρη παραφρόνησε από τα βασανιστήρια, αλλά το φρικτό μαρτύριό της, το οποίο ακολούθησε την άρνησή της να εξισλαμισθεί, την κατατάσσει, σύμφωνα με την ποιήτρια, ανάμεσα στους αγίους («τῆς ἔπρεπε ἁγίας συναξάρι»). Και σε άλλα κείμενά της η Λοϊζιάς αναφέρεται στη νεαρή αυτή γυναίκα (όταν απαριθμεί Κυπρίες ηρωίδες), με τη φράση «Ἡ Δέσπω τῆς Λεμεσοῦ», πράγμα που φανερώνει ότι πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο και ένα από τα πολλά θύματα «της καταδρομής» του 1821. Εντοπίσαμε, όμως, και την ακόλουθη σημαντική πληροφορία της Λοϊζιάδος, που προτάσσεται αναδημοσίευσης του ποιήματος για τη Δέσπω στην εφημερίδα Εστιάδες, που εξέδιδε η Περσεφόνη Παπαδοπούλου, και είναι διαφωτιστική ως προς την ιστορικότητα του προσώπου αυτού, αλλά και ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο η ποιήτρια χειριζόταν τις προφορικές μαρτυρίες που συνέλεγε: «Μιᾶς ἄλλης ἀντρειωμένης κόρης 16 ἐτῶν, ἀντί τῆς ἱστορίας της, δημοσιεύομεν ποίημα, διότι ἀγαποῦν τὴν ποίησιν εἰς τὴν Κύπρον πολύ καὶ θὰ ἐντυπωθῆ εἰς τὴν μνήμην καλλίτερα ἡ ἱστορία της εἰς ποίησιν».

[…] Κλαίει ἡ Δέσπω τοῦ νησιοῦ               

  τοῦ καταδουλωμένου.  […]

Σαράντα μέρες πέδικλα

σαράντα μέρες πείνα,

σαράντα μέρες μὲ φωτιὰ

τῆς ἔκαιαν τὰ κρίνα.

Σαράντα μέρες τῆς φοροῦν

σεντόνι καὶ μαρκούπια,

γαλαταργιὲς ὅλο χρυσὰ

βενέτικα καὶ δούπια. […]

Τώρα τῆς χύνουν κόσκινα,

μαλάγματα γεμάτα,

τώρα τὴν σούβλαν γγίζουσι

στὰ στήθη της τ’ ἀφράτα. […]

ἀνέπνεε τὸν θάνατον,

μουρμούριζε στὰ χείλη,

τὰ δάκτυλά της σὰν σταυρὸν

τά ’καμνε καὶ τὰ φίλει. […].


Τέλος Α΄ μέρους. Συνέχεια στο Β΄ μέρος.

Επιμέλεια από Αντώνη Αντωνά.





·