Όπως ο γράφων έχει υποστηρίξει σε άλλα άρθρα του, αυτή είναι μια απολύτως λανθασμένη αντίληψη, η οποία σε μεγάλο βαθμό εδράζεται στην αφελή πίστη ότι η διαχείριση της πυρηνικής ισχύος έγινε με ψυχρά ορθολογικά κριτήρια στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Δυστυχώς όμως αυτό δεν είναι αληθές.
Στην πραγματικότητα στον πυρηνικό ανταγωνισμό στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου κυριαρχούσαν στοιχεία ακραίας παράνοιας. Και δεν αναφέρομαι μόνον όσον αφορά τις αποφάσεις για το αν και πότε θα χρησιμοποιούνταν τα πυρηνικά όπλα, αλλά και για το πώς θα χρησιμοποιούνταν σε περίπτωση που ξέσπαγε πυρηνικός πόλεμος. Ιδιαίτερη θέση στις “δομικές ανωμαλίες” της εποχής του Ψυχρού Πολέμου ήταν η πρόβλεψη για τη εξαπόλυση ενός τεράστιου αριθμού πυρηνικών όπλων, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από καμία στρατηγική λογική.
Χτυπώντας ξανά την Χιροσίμα…
Συγκεκριμένα, με την ανάπτυξη των θερμοπυρηνικών όπλων, δηλαδή των όπλων σύντηξης (fusion) (των περιβόητων βομβών υδρογόνου), οι οποίες ήταν εκατοντάδες ή και χιλιάδες φορές ισχυρότερες από τις “απλές” ατομικές βόμβες σχάσης (fission), σαν αυτές που έπεσαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, η Ανθρωπότητα βρέθηκε με ένα όπλο τεράστιας καταστρεπτικής ισχύος στα χέρια της. Όπως συνήθιζε να λέει ο πατέρας της ατομικής βόμβας Robert Oppenheimer, το πρόβλημα με τη βόμβα υδρογόνου ήταν ότι οι στόχοι της ήταν πολύ μικροί για αυτήν.
Θα περίμενε λοιπόν κανείς, ότι εφόσον αναπτύχθηκαν τα θερμοπυρηνικά όπλα, η χρήση τους θα γινόταν με πολύ μεγάλη φειδώ, όχι μόνο για ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά και για τις συνέπειες που θα προέκυπταν για όλο τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, όμως, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή, ο πυρηνικός σχεδιασμός των Ηνωμένων Πολιτειών προέβλεπε τη χρήση πολύ ισχυρότερων πυρηνικών όπλων από ότι απαιτείτο για την καταστροφή των στόχων τους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως για την προσβολή μιας σοβιετικής πόλης με το μέγεθος της Χιροσίμα, η οποία τον Αύγουστο του 1945 είχε καταστραφεί από την πρώτη ατομική βόμβα ισχύος 12,5 κιλοτόνων, το “ενιαίο, ολοκληρωμένο, επιχειρησιακό σχέδιο” (single, integrated, operation plan / SIOP) των Ηνωμένων Πολιτειών του 1962, δηλαδή το σχέδιο που θα ακολουθούσαν οι αμερικανικές δυνάμεις σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου, προέβλεπε τη χρήση μιας θερμοπυρηνικής βόμβας ισχύος 4,5 μεγατόνων και τριών ακόμη θερμοπυρηνικών βομβών ισχύος 1,1 μεγατόνων η κάθε μία, για λόγους ασφαλείας. Δηλαδή, η πόλη με το μέγεθος της Χιροσίμα θα προσβαλλόταν με πυρηνικά όπλα, 624 φορές ισχυρότερα από τη βόμβα που κατέστρεψε τη Χιροσίμα…
Σβήνοντας την Αλβανία από τον χάρτη
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ο πυρηνικός σχεδιασμός των ΗΠΑ προέβλεπε την πλήρη εξάλειψη της Αλβανίας, μόνο και μόνο γιατί στα εδάφη της είχε παραμείνει ένα παλιό σοβιετικό ραντάρ αεράμυνας και παρόλο που η χώρα αυτή είχε απομακρυνθεί από τη Σοβιετική Ένωση, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα είχαν αυτά τα μαζικά πυρηνικά πλήγματα στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Γιουγκοσλαβία, καθώς και για τις ίδιες τις αμερικανικές δυνάμεις που θα βρίσκονταν στην περιοχή.
Αναφέρεται ότι την ώρα που ο Αρχηγός της Στρατηγικής Διοίκησης (SAC) των ΗΠΑ, Πτέραρχος Power, ενημέρωνε τον υπουργό Άμυνας επί προεδρίας Κέννεντι, Robert McNamara, για την πυρηνική εξάλειψη της Αλβανίας που προέβλεπε το SIOP, του είπε με χαμόγελο «λοιπόν, κύριε Υπουργέ, ελπίζω να μην έχετε φίλους ή σχέσεις στην Αλβανία, γιατί θα πρέπει να την εξαφανίσουμε», προκαλώντας ένα βλέμμα αποστροφής του τελευταίου.
Ακόμη χειρότερα, το “ενιαίο, ολοκληρωμένο, επιχειρησιακό σχέδιο” (SIOP) που βρήκε η προεδρία Κέννεντι ήταν απίστευτα άκαμπτο και, μεταξύ των άλλων, προέβλεπε τη προσβολή με τεράστιο όγκο πυρηνικών όπλων της Κίνας, ακόμη και αν η τελευταία δεν θα είχε καμία εμπλοκή στον πόλεμο. Συγκεκριμένα, το SIOP 1962, που ολοκληρώθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1960, προέβλεπε τη μαζική προσβολή με πυρηνικά όπλα και της Κίνας σε περίπτωση πολέμου με τη Σοβιετική Ένωση, θεωρώντας την ως ενιαίο κομμάτι του “σινοσοβιετικού μπλοκ”.
Όμως, ήταν κάτι που δεν αντανακλούσε τη γεωπολιτική πραγματικότητα της εποχής, μιας και η Κίνα είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται από τη Σοβιετική Ένωση. Στην πραγματικότητα, η Σοβιετική Ένωση σε μερικά χρόνια μετατράπηκε σε μισητό εχθρό της Κίνας και λίγο μετά η Κίνα εξελίχθηκε σε άτυπο πλην όμως στενό σύμμαχο των ΗΠΑ. Συνολικά προβλεπόταν η προσβολή της Σοβιετικής Ένωσης, της Ανατολικής Ευρώπης και της Κίνας με 3.423 πυρηνικά όπλα, συνολικής ισχύος 7.847 μεγατόνων.
Βομβαρδίζοντας την Κίνα
Όταν συζητείτο η έγκριση του SIOP από τους Αρχηγούς των κλάδων των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, ο Αρχηγός του Σώματος των Πεζοναυτών, Στρατηγός David Shoup, ρώτησε τον επικεφαλής της SAC, Πτέραρχο Power, τι θα γινόταν αν οι Κινέζοι δεν συμμετείχαν στον πόλεμο και αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν, σε αυτήν την περίπτωση, να τροποποιήσουν το σχέδιο, ώστε να μην προβλέπει την προσβολή της Κίνας με πυρηνικά όπλα. Αυτός, απάντησε διστακτικά «ε ναι, θα μπορούσαμε να το κάνουμε, αλλά ελπίζω να μην σκεφτεί κανείς να το κάνει γιατί θα χάλαγε το σχέδιο».
Και ενώ οι υπόλοιποι Αρχηγοί των Κλάδων ενέκριναν το παράλογο SIOP – 62, συμπεριλαμβανομένου και του εμβληματικού Αρχηγού του Ναυτικού Arleigh Burke, μόνον ο Αρχηγός των Πεζοναυτών σηκώθηκε ενώπιον του Υπουργού Άμυνας και του είπε «Sir, κάθε σχέδιο που προβλέπει την εξόντωση εκατομμυρίων Κινέζων, την στιγμή που αυτός δεν είναι δικός τους πόλεμος δεν είναι καλό σχέδιο. Αυτός δεν είναι ο αμερικανικός τρόπος πολέμου».
Στην πραγματικότητα, τα πράγματα ενδέχεται να ήταν ακόμη χειρότερα και οι πυρηνικές δυνάμεις των ΗΠΑ να λειτουργούσαν με βάση το δικό τους σχεδιασμό, αδιαφορώντας για τις διαταγές που θα λάμβαναν από την ανώτατη ηγεσία. Συγκεκριμένα, εκείνη την εποχή η περιβόητη δεξαμενή σκέψης RAND είχε δανείσει τον, μετέπειτα διάσημο, ερευνητή Daniel Ellsberg στο Γραφείο Ναυτικών Ερευνών (ONR), υπό τον ναύαρχο Harry Felt της Διοίκησης του Ειρηνικού (PacCom), για να κάνει μια μελέτη σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των επικοινωνιών και των συστημάτων διοίκησης και ελέγχου σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου.
Εκεί λοιπόν ο Ellsberg έκανε την ανατριχιαστική ανακάλυψη ότι ήταν ότι εάν η ανώτατη στρατιωτική διοίκηση των ΗΠΑ, δηλαδή το Μεικτό Επιτελείο Ενόπλων Δυνάμεων (JCS), έδινε εντολή στην PacCom να προσβάλει στρατιωτικούς στόχους στη Ρωσία, η τελευταία θα κατέληγε σχεδόν σίγουρα να χτυπήσει πόλεις στην Κίνα γιατί αυτό προέβλεπαν τα σχέδια της. Θα χτυπούσε λοιπόν τους προκαθορισμένους της στόχους στην Κίνα, αδιαφορώντας για τις διαταγές που θα λάμβανε και ανεξαρτήτως αν η Κίνα συμμετείχε στον πόλεμο. Και αυτό, όχι λόγω συνειδητής απειθαρχίας αλλά, απλά και μόνο, γιατί έτσι προέβλεπαν τα άκρως άκαμπτα επιχειρησιακά σχέδια με βάση τα οποία λειτουργούσε τόσο η PacCom, όσο και το σύνολο των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου.
Πλήγματα κατά της ΕΣΣΔ
Ο Κέννεντι με τον Μακ Ναμάρα και τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας McGeorge Bandy έκαναν τεράστιες προσπάθειες για να αλλάξουν το SIOP και να το κάνουν πιο λογικό, πιο ευέλικτο και πιο ελέγξιμο από την ανώτατη ηγεσία. Την προσπάθεια αυτή συνέχισαν και οι άλλοι πρόεδροι. Ωστόσο, αυτό το παρανοϊκό overkilling, αλλά και η πρόβλεψη εξάλειψης με πυρηνικά πλήγματα χωρών που δεν ήταν πλέον αντίπαλοι των Ηνωμένων Πολιτειών, υφίστατο ακόμη και στα τέλη του Ψυχρού Πολέμου.
Συγκεκριμένα, ακόμη και όταν φαινόταν ξεκάθαρα πως ο Ψυχρός Πόλεμος οδηγούνταν στο τέλος του, το 1989, πάνω από 10.000 στρατηγικά πυρηνικά όπλα στόχευαν την αποσυντιθέμενη Σοβιετική Ένωση. Οι λεπτομέρειες παραμένουν άκρως απόρρητες ακόμη και σήμερα, αλλά εκτιμάται ότι το 1989 εκατοντάδες πυρηνικά στόχευαν την περιοχή της Μόσχας!
Μια από τις προβαλλόμενες αιτίες για αυτό το παρανοϊκό overkilling ήταν ότι Σοβιετικοί είχαν αναπτύξει ένα αντιβαλλιστικό σύστημα πυραύλων γύρω από τη Μόσχα που έπρεπε να κατανικηθεί, χτυπώντας κάθε εκτοξευτή αντιβαλλιστικού πυραύλου με πυρηνικά όπλα. Επίσης, οι βαθιά θαμμένες στο έδαφος εγκαταστάσεις διοίκησης και ελέγχου και τα καταφύγια της σοβιετικής ηγεσίας έπρεπε να προσβληθούν με πλήθος πυρηνικών όπλων για να είναι σίγουρη η καταστροφή τους.
Στη δε αποτρεπτική στρατηγική των ΗΠΑ επιδιωκόταν να υπάρχει η βεβαιότητα της εξόντωσης της σοβιετικής ηγεσίας σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου, ώστε η τελευταία να δυσκολευτεί πολύ να πάρει την απόφαση να χρησιμοποιήσει πυρηνικά. Και πάλι όμως, η προσβολή της Μόσχας με εκατοντάδες πυρηνικά όπλα δεν ήταν απλώς υπερβολική,αλλά αποτελούσε μια αυτοκτονική επιλογή.
Πυρηνικός χειμώνας στην Μόσχα
Αξίζει να επισημανθεί ότι εκείνον τον καιρό κυριαρχούσαν οι απόψεις περί “πυρηνικού χειμώνα”. Πιστεύονταν, δηλαδή, ότι πυρηνικός πόλεμος μεγάλης ή και μεσαίας κλίμακας θα εκτόξευε τεράστιες ποσότητες ραδιενεργής τέφρας στην ατμόσφαιρα, η οποία θα εμπόδιζε τις ακτίνες του ήλιου να φθάσουν στην επιφάνεια της Γης και στην καλύτερη περίπτωση θα μπαίναμε σε μια νέα εποχή των παγετώνων, ενώ στη χειρότερη θα προκαλείτο μια αλυσιδωτή αντίδραση με συνέπειες που μπορεί να οδηγούσαν ακόμη και στην εξάλειψη της ζωής από τη Γη.
Τις απόψεις αυτές συμμερίζονταν οι ηγεσίες και των δύο υπερδυνάμεων. Και το είδος των πληγμάτων που θα έκαναν τη μεγαλύτερη ζημιά, ήταν ακριβώς αυτά που θα δέχονταν η Μόσχα. Δηλαδή, εκρήξεις στο έδαφος, με σκοπό την προσβολή υπόγειων εγκαταστάσεων, οι οποίες θα εξαπέλυαν τεράστια ποσότητα τέφρας στην ατμόσφαιρα. Ουσιαστικά, δηλαδή η στρατηγική των ΗΠΑ προέβλεπε ένα είδος πυρηνικής αυτοκτονίας. Αυτός ο παραλογισμός, τάραξε τον τότε υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ, τον μετέπειτα διάσημο από την εισβολή στο Ιράκ το 2003, Dick Cheney, τον οποίο μόνο για περιστερά δεν μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς.
Ο Dick Cheney ορκίστηκε ως ο δέκατος έβδομος Υπουργός Άμυνας στις 21 Μαρτίου 1989 και μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου είχε μελετήσει εξονυχιστικά το ισχύον τότε SIOP, κάτι που δεν συνήθιζαν να κάνουν οι προκάτοχοί του. Και ανακάλυψε περίεργα πράγματα. Έτσι, ρώτησε την στρατιωτική ηγεσία γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχιζαν να στοχεύουν έθνη που δεν ασπάζονταν πλέον τον Κομμουνισμό ούτε συνδέονταν με την καταρρέουσσα Σοβιετική αυτοκρατορία. Και κυρίως, ρώτησε γιατί έπρεπε να χτυπηθούν ξανά και ξανά οι ίδιοι στόχοι με πυρηνικά όπλα μεγάλης ισχύος.
Οι απαντήσεις που πήρε δεν ήταν καθόλου πειστικές και ο Cheney αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να γίνουν ριζικές τομές στον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ διαχειρίζονται τα πυρηνικά τους όπλα. Συνακόλουθα λοιπόν ο Ψυχρός Πόλεμος σε καμία περίπτωση δεν ήταν μια εποχή όπου ψυχροί ρεαλιστές σχεδίαζαν την πυρηνική στρατηγική. Αντιθέτως, αυτό που κυριαρχούσε ήταν μια άρνηση της πραγματικότητας. Το να θέλουμε λοιπόν να επανέλθουμε σε εκείνη την εποχή της συλλογικής παράνοιας είναι δυο φορές παρανοϊκό.
Επιμέλεια αναρτήσεως: Στρατηγός εα κ. Αθανάσιος Καραντζίκος