24.12.22

«Ο Λόγος σάρξ εγένετο» (Ιω. 1,14)



Υπό Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου

Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς.


Εν Πειραιεί τη 24η Δεκεμβρίου 2022


Η εγγίζουσα μεγάλη Δεσποτική εορτή των Χριστουγέννων, η Μητρόπολη των εορτών κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, αλλά και η όλη κατανυκτική ατμό-σφαιρα των ημερών, που διανύουμε, με τα προεόρτια τροπάρια και τους ύμνους, στρέφουν και πάλι την προσοχή μας και οδηγούν την γραφίδα του λόγου προς το μέγα γεγονός, το γεγονός των γεγονότων, την σάρκωση του Θεού Λόγου.

«Η πρώτη και η μεγαλυτέρα χαρμόσυνος αγγελία, το πιό μεγάλο ευαγγέλιον, που ήτο δυνατόν να δώση ο Θεός εις τον άνθρωπον και ο ουρανός στη γη είναι, ότι ‘ο Λόγος σάρξ εγένετο’», παρατηρεί ένας από τους μεγαλύτερους θεολόγους της εποχής μας ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς. Και συνεχίζει: Ολόκληρο το ευαγγέλιο του ουρανού προς την γη συνοψίζεται στις τέσσερις αυτές λέξεις. Έξω από αυτό και χωρίς αυτό, άλλος ευαγγελισμός δεν υπάρχει για τον άνθρωπο, ούτε σ’ αυτόν ούτε στον άλλο κόσμο. Ο Θεός Λόγος έγινε άνθρωπος «ίνα θεόν τον αδάμ απεργάσηται», κατά τον Μέγαν Αθανάσιον, δηλαδή για να θεώση τον άνθρωπο, για να τον επαναφέρει προς το αρχέτυπό του, προς τον δημιουργόν του, προς τον αρχικό προ-ορισμό για τον οποίον τον έπλασε. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, καθώς εμβαθύνει στο μυστήριο της σαρκώσεως παρατηρεί: «Αυτός που παρήγαγε τα πάντα εκ μη όντων, επίγεια και επουράνια, όταν είδε τα λογικά κτίσματά του να αχρειώνονται από πόθο για τα μεγαλύτερα, τους χαρίζει τον εαυτό του, του οποίου τίποτε μεγα-λύτερο, ούτε ίσον, ούτε πλησίον δεν υπάρχει και προβάλλεται για μέθεξη από τους επιθυμούντας, έτσι ώστε να μπορούμε στο εξής να χρησιμοποιούμε ακινδύνως την επιθυμία προς την θέωση, εξ’ αιτίας της οποίας στην αρχή καταντήσαμε στον έσχα-το κίνδυνο, και, ποθώντας ο καθένας μας να γίνει θεός, να μην είμαστε μόνο ακα-τάκριτοι, αλλά και να επιτυγχάνωμε την επιθυμία. Με την κένωσή του δε και την εκούσια πτώχευσή του, υπέδειξε στους ανθρώπους, αλλά και στους αγγέλους την μόνη ασφαλή οδό που οδηγεί προς την θέωση. Εξ’ αιτίας αυτής (της σαρκώσεως) τώρα πλέον οι άγγελοι έλαβαν το απερίτρεπτον, αφού έμαθαν εμπράκτως από τον Δεσπότη Χριστό, ότι η οδός της υψώσεως και της προς αυτόν ομοιώσεως δεν είναι η έπαρσις, αλλά η ταπείνωσις. Εξ’ αιτίας αυτής και οι άνθρωποι έχουν το ευκολοδιόρθωτο, αφού πλέον αναγνωρίζουν ότι η ταπείνωσις είναι η οδός της ανα-κλήσεως.

Όπως επισημαίνει σύγχρονος αγιορείτης ασκητής: Ο Θεός εγνώριζε την πτώση του ανθρώπου προτού ακόμη τον δημιουργήσει, δεν του αφήρεσε όμως την ελευθερία για να μην μειώσει την ιδιότητά του ως λογικού όντος, κατ’ εικόνα Θεού δημιουργηθέντος. Ως άπειρη όμως αγάπη και σοφία δεν άφησε να ματαιωθεί η προ-αιώνια θέλησή του, να χαρίσει δηλαδή στον άνθρωπο τα προητοιμασμένα γιαυτόν αγαθά, και γιαυτό προώρισε εξ’ αρχής την «φιλάνθρωπον οικονομίαν» της σωτη-ρίας του. Η ελευθερία του ανθρώπου υπήρχε στο σχέδιο της δημιουργίας αυτού και επομένως η πτώσις του δεν εξένισε τον Θεόν. Πλην όμως, κατά τον μέγαν Δαμα-σκηνόν, δεν θέλησε η αμαρτία του ανθρώπου και η πονηρία του διαβόλου να υπερ-νικήσουν την αγαθότητά Του. Γιαυτό οικονόμησε μεγαλύτερη φανέρωση της αγά-πης του. Έτσι η ανθρώπινη ελευθερία δεν μπόρεσε να καταστρέψη το σχέδιο του Θεού, διότι βρέθηκε έγκλειστη, τρόπον τινά, σ’ ένα άλλο ευρύτερο πεδίο: Το σχέδιο της διά της σαρκώσεως του Λόγου σωτηρίας και θεώσεως του κόσμου. Η αγάπη του Θεού, που εκδηλώνεται διά μέσου αυτής, δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός ή μικράς τινός σημασίας, διότι ο σαρκωθείς Λόγος καθίσταται πλέον για μας το κέντρον της ζωής μας και ο σκοπός της αιωνιότητός μας. Γίνεται κατά τον Μέγαν Αθανάσιον και άγιον Μάξιμον, το κέντρον της ιστορίας, και της προϊστορίας και της μεταϊστορίας ημών.

Είναι φανερόν, ότι η διά της σαρκώσεως του Λόγου θεία οικονομία αποτελεί με-γαλύτερο και βαθύτερο μυστήριο παρά η δημιουργία του κόσμου. Το μέγα αυτό γε-γονός δεν αποτελεί μιά επίσκεψη του Θεού προς τον άνθρωπον, για να τον ε-παναφέρει μηχανικώ τω τρόπω, από όπου εξέπεσε, αλλά αποτελεί την πραγμα-τοποίηση των ανερμηνεύτων βουλών της σοφίας και της αγάπης του Θεού προς το πεπτωκός πλάσμα του: Να αναπλάση, δηλαδή και καταστήση αυτό υιόν του Πατρός και κοινωνόν της θείας ζωής, διά της συνουσιώσεως αυτού μετά του Χριστού. Ιδού τι ήταν εκείνο που κατέπληττε τον Παύλον, ώστε να λέγει «ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού» (Ρωμ.11,33). Την συγκλονιστική αυτή αλήθεια επιση-μαίνει και ο μέγας της Εκκλησίας φωστήρ άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Μεγάλα μεν τα δοθέντα, πολλώ δε μείζονα γίνεται τω διά του Χριστού δοθήναι. Ότι ουκ έπεμψε τινά των δούλων προς τους δούλους, αλλ’ αυτόν τον μονογενή. Και πάλιν ου μόνον ότι τον Υιόν έδωκε, θαυμαστόν, αλλ’ ότι και τούτω τω τρόπω, ώστε σφα-γήναι αυτόν τον αγαπώμενον. Ουδέν γαρ ούτω μέγα ως το αίμα εκχυθήναι του Θεού υπέρ ημών». Όντως και της υιοθεσίας και των άλλων δωρεών τούτο ασυγκρίτως υπερέχει: το ότι ο Θεός «του ιδίου υιού ουκ εφείσατο» (Ρωμ.8,32).

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στρέφοντας την προσοχή του προς τον τρόπον της σαρκώσεως και βλέποντας την άκρα ταπείνωση, πτωχεία και κένωση παρατηρεί γεμάτος θαυμασμό: Αυτός, που κάθεται επάνω στα χερουβίμ ευρίσκεται σήμερα ως βρέφος επάνω στη γη. Αυτός που είναι αθέατος από τα εξαπτέρυγα, που δεν μπο-ρούν να ατενίσουν όχι μόνο την φύση του, αλλ’ ούτε την αίγλη της δόξης του, γιαυτό και επισκιάζουν τα μάτια με τις πτέρυγες, βλέπεται αισθητώς και υποπίπτει στους σαρκικούς οφθαλμούς, αφού έγινε σάρκα. Αυτός που ορίζει τα πάντα και δεν ορίζεται από κανένα περιλαμβάνεται σε μία πρόχειρη και μικρή φάτνη. Αυτός που κατέχει και συσφίγγει το παν με την παλάμη του περιτυλίσσεται σε μικρά σπάρ-γανα. Αυτός που έχει τον πλούτο των ακενώτων θησαυρών, τέτοια πτωχεία υφί-σταται εκουσίως, ώστε ούτε τόπο να μην ευρίσκει στο κατάλυμα.

Ας στρέψουμε λοιπόν και εμείς τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής μας προς τον εν σπηλαίω γεννηθέντα Κύριον και ας διδαχθούμε από την άκρα ταπείνωσή του. Ας τον δοξολογήσωμε μαζί με τους αγγέλους και τους ποιμένες, «δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι εκ της παρθένου και Θεοτόκου εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας».