3.10.22

Γιατί η σημερινή Ελλάδα ;

 

Γιατί η σημερινή Ελλάδα, μητέρα πατρίδα των Ελλήνων Κυπρίων, οφείλει  να μην εγκαταλείψει αυτό το πολύπαθο Ελληνικό νησί, που ανά τους αιώνες αγωνίζεται μόνο και έρημο, για να διατηρήσει την Ορθόδοξη πίστη του και τις αρχέγονες ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ  του ρίζες;

Α΄Μέρος.                                                                                                                                     Συμπυκνωμένο συμβολικό αφιέρωμα – πόνημα  για την ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ της Κύπρου, αλλά και την εγκατάλειψη της.                                                                                                                                          Πρόλογος. Αυτονόητο είναι ότι εμείς οι σύγχρονοι «ιστορικοί» συγγραφείς, δεν γράφουμε ιστορία, αλλά ερανιζόμαστε την ήδη καταγραμμένη, από τους ένδοξους προγόνους μας ιστορικούς και φιλοσόφους και προσθέτουμε τις δικές μας πληροφορίες και σχόλια. Και αυτό επιβάλλεται προς αφύπνιση μνήμης και γνώσης  …

του Αντώνη Αντωνά              

                                                                                      Αφορμή για την καταγραφή του κειμένου αυτού, μου έδωσαν οι πρόσφατες πληροφορίες, ότι η μητέρα πατρίδα αποστέλλει βαρύτατο οπλισμό στην … αδελφή Ουκρανία, αλλά όχι στην ημικατεχόμενη Ελληνική Κύπρο,

παραβλέποντας το γεγονός ότι ο Ερντογάν αυξάνει τον κατοχικό στρατό,  από 45000 σε άνω των 65000 εισβολέων και τον ενισχύει με εκατοντάδες τανκ κ.ά.. Θα παραβλέψω, διότι είναι τοις πάσι γνωστό ότι το 74 η Κύπρος θεωρήθηκε ότι ήταν ξένη χώρα ( Οι Τούρκοι την Κύπρο χτυπούν. Εμείς είμαστε Ελλάς. Χουντικός Στρατηγός Μπονάνος και η Κύπρος Κείται Μακράν. Κ. Καραμανλής.)    Μήπως και σήμερα η Ελληνική Κύπρος, θεωρείται ξένη χώρα, που κείται μακράν ή μήπως είναι νόθα θυγατέρα και η Ουκρανία, που ποτέ δεν υπερασπίστηκε τα Ελληνικά δίκαια, είναι αδελφή και κείται κοντά ;;;                                                                                                         Στο δια ταύτα καταγράφω λοιπόν, πιο κάτω και αντιγράφω διαμορφωμένα ιστορικά συμβολικά αποσπάσματα κοινής ιστορικής χρήσης,  εν συντομία, διότι τόμοι χρειάζονται για να καταγραφούν  και τα αναμεταδίδω διαμορφωμένα  με πρόσθετα σχόλια όπως εγώ τα αντιλαμβάνομαι …                                                                              Ας δούμε λοιπόν την συμπεριφορά και συμπαράσταση των αρχαίων Ελλήνων ένδοξων προγόνων μας, προς την αδελφή Κύπρο, την μικρή Ελλάδα της Μεσογείου ….                                                                                                                                                Και για να επιβεβαιώσουμε αρχικά…                                                                                                 «Το Ελληνικόν, εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον, και θεών ιδρύματά τε κοινά και θυσίαι ήθεά τε ομότροπα».                                                         «Απασών γλωσσών το ελληνικόν υπέρκειται γένος». Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις,

Εθνική κληρονομιά  και φορέας πολιτισμού η ιστορία της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής εθνικής συνείδησης στην Κύπρο και είναι 3500 χρόνων. Αποσπάσματα.
ΑΠΟ το 1400 π.Χ. περίπου και μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Ελληνική, ήταν κερματισμένη σε τοπικές διαλέκτους
Η γλώσσα αποτελεί φορέα πολιτισμού και, ως επί το πλείστον, εθνικής συνείδησης. Η ιστορία της ελληνικής γλώσσας, του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής εθνικής συνείδησης στην Κύπρο είναι 3500 χρόνων, και η αρχή της ανάγεται στην εποχή της παντοκρατορίας των Μυκηναίων, στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. Έκτοτε, η ιστορία της γλώσσας της Κύπρου είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ιστορία της ελληνικής γλώσσας.                                                   Οι Μυκηναίοι πρωτοέφτασαν στην Κύπρο ως έμποροι γύρω στο 1700 π.Χ. Από το 1400 π.Χ. άρχισαν να εγκαθίστανται σε λιμάνια και από εκεί διεξήγαν το εμπόριό τους με τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Τους επόμενους δύο αιώνες σταδιακά αποίκισαν το νησί και διέδωσαν παντού τη γλώσσα τους -η οποία επικράτησε επί των ντόπιων γλωσσών- και τον πολιτισμό τους: έθιμα, θεσμούς, θρησκεία, τέχνη.                                                                                                     Οι κάτοικοι της Κύπρου παρ΄ όλον αρχέγονης Ελληνικής καταγωγής, οι οποίοι επηρεάστηκαν από βάρβαρους κατακτητές, επι τέλους εξελληνίστηκαν πλήρως και η μοίρα τους ταυτίστηκε πλέον με αυτή των υπολοίπων Ελλήνων. Αντιπροσωπευτική της εποχής είναι η πόλη της Έγκωμης - Αλάσιας, η οποία από τον 13ον αι. απέκτησε κυκλώπεια τείχη, μυκηναϊκή πολεοδομία, ανάκτορο τύπου μεγάρου, λάτρεψε τον αρκαδικό Απόλλωνα Κεραιάτη και τους άλλους Ολύμπιους Θεούς.

                                                                                  Στην Κύπρο ακόμα, σύμφωνα με την παράδοση, εγκαταστάθηκαν μετά τον Τρωικό πόλεμο πολλοί ήρωες, οι οποίοι ίδρυσαν τα κυπριακά βασίλεια. Ο Τεύκρος, διωγμένος από τον πατέρα του, βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα, ίδρυσε τη Σαλαμίνα, ο Ακάμας τους Σόλους, ο Δημοφών την Αίπεια, ο Κηφέας την Κερύνεια, ο Αγαπήνωρ την Παλαίπαφο. Την εποχή αυτή δεν υπήρχε ενιαία γλώσσα στον ελλαδικό χώρο. Από το 1400 π.Χ. περίπου και μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Ελληνική ήταν κερματισμένη σε τοπικές διαλέκτους: αττικοϊωνική, αιολική, αρκαδοκυπριακή, δωρική, μακεδονική κτλ. Στην Κύπρο μεταφέρθηκε και διαδόθηκε η αρκαδική διάλεκτος -αυτή, δηλαδή, που μιλιόταν στην Πελοπόννησο πριν από την κάθοδο των Δωριέων- μια διάλεκτος αρκετά συντηρητική, με πολλά γνωρίσματα ομηρικά (τόσο στο λεξιλόγιο όσο και στη φωνολογία της). Παρά τις διαφορές τους, είχε ασφαλώς πολλά κοινά με τις άλλες διαλέκτους, ενώ, από την άλλη, παρουσίαζε και κατά τόπους διαφοροποιήσεις / ιδιώματα, με σημαντικότερο αυτό της Πάφου.
Παράλληλα με τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο, αναπτύχθηκε και σύστημα γραφής, η λεγόμενη κυπροσυλλαβική γραφή ή κυπριακό συλλαβάριο. Είναι μια ελληνική συλλαβική γραφή, η οποία βρέθηκε σε πινακίδες σε διάφορα μέρη της Κύπρου.                                                          Συγκεκριμένα, αρχαία  πινακίδα καταγράφει μια συμφωνία την οποία συνήψαν με τον γιατρό Ονάσιλο οι Αρχές της πόλης του Ιδαλίου, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας τους από τους Φοίνικες και τους Πέρσες. Μπροστά στον κίνδυνο οι Αρχές της πόλης εξασφάλισαν από τον γιατρό τη δωρεάν φροντίδα των τραυματιών, με αντάλλαγμα χρηματικό ποσό ή παροχή χτημάτων. Η πληροφορία είναι πολύτιμη, καθώς είναι η πρώτη φορά στον αρχαίο κόσμο που φαίνεται να υπάρχει κρατική μέριμνα για την υγεία.                                                      Η σημασία της αποκρυπτογράφησης της πινακίδας, όμως, αποδείχτηκε ιδιαίτερα μεγάλη και από γλωσσικής άποψης. Με βάση τις φωνητικές αξίες των συλλαβογραφημάτων της γραφής αυτής, οι επιστήμονες Chadwick και Ventris κατάφεραν στη δεκαετία του 1950 να αποκρυπτογραφήσουν τη Γραμμική Β των Μυκηναίων, να αποδείξουν ότι η γλώσσα την οποία αποδίδουν είναι ελληνική, και να δώσουν πολύτιμα δεδομένα και νέα επιστημονική ώθηση στη μελέτη του μυκηναϊκού πολιτισμού στην Κύπρο.                       Επιπρόσθετα προς την κυπροσυλλαβική γραφή, λόγω των στενών σχέσεων με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο και της συνεχούς εγκατάστασης Ελλήνων στην Κύπρο, κατά τη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου εμφανίστηκε ολοκληρωμένο στις επιγραφές του νησιού και το ελληνικό αλφάβητο. Το αλφάβητο ήτανε φωνητικό, η προέλευσή του ήταν κατά βάση η γραφή των Φοινίκων και στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο είχε ήδη διαδεχθεί τη Ελληνική γραφή των Μυκηναίων από τον 10ον αι. π.Χ.                                                                                                        Από τη στιγμή, που η Κύπρος εξελληνίστηκε πλήρως, ο ελληνικός χαρακτήρας του νησιού, παρά τις ποικίλες άλλες επιδράσεις και τους κατακτητές, ήταν εμφανής σε κάθε πτυχή της ζωής του: στην τέχνη, στην πνευματική παραγωγή, στα έθιμα, στη θρησκεία. Ίσχυσαν δηλαδή και για την Κύπρο οι πανελλήνιοι δεσμοί, όπως αναφέρονται από τον ιστορικό Ηρόδοτο - το όμαιμον, το ομόθρησκον, το ομόγλωσσον και το ομότροπον. Τον 5ον αι. π.Χ. έχουμε στην Κύπρο δείγματα εθνικής συνείδησης των Ελλήνων.                                Με αρχηγό τον βασιλιά της Σαλαμίνας Ονήσιλο, οι Κύπριοι επαναστάτησαν εναντίον των Περσών κατακτητών του νησιού, ενισχυμένοι από ιωνικά καράβια, που ήρθαν ως ανταπόδοση, αφού και οι Κύπριοι λίγα χρόνια πριν είχαν βοηθήσει στην Ιωνική επανάσταση.

                                                                             

ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ – MAGNA GRECIA.

Οι Αθηναίοι υπό τις διαταγές του Παυσανία και του Κίμωνα εξεστράτευσαν για απελευθέρωση της Κύπρου. Μάλιστα, ένα από τα πιο συγκινητικά εκθέματα του Κυπριακού Μουσείου είναι και μια επιτύμβια στήλη που απεικονίζει έναν πολεμιστή, τον Διονύσιο από την Καρδία της Θράκης, που ήρθε από τη βορειότερη εσχατιά του Ελληνισμού με τον στρατό του Κίμωνα στην Κύπρο κι έδωσε τη ζωή του στον κοινό εθνικό αγώνα.                                                                     Όλα αυτά είναι αποδείξεις των ισχυρών εθνικών δεσμών και της κοινής εθνικής συνείδησης που αναπτύχθηκε. Κι όταν τα επόμενα χρόνια η περσική βαρβαρότητα προσπαθούσε να αποκόψει την Κύπρο από τον υπόλοιπο Ελληνισμό, το παράστημα του Σαλαμίνιου βασιλιά Ευαγόρα τούς έφραξε τα σχέδια.                                                                                                                             Όχι μόνο αντιτάχθηκε με κάθε τρόπο στον εκβαρβαρισμό της πατρίδας του, αλλά αντίθετα κατάφερε να ενισχύσει τους δεσμούς της Σαλαμίνας με τη μητροπολιτική Ελλάδα: φιλοξενούσε στη Σαλαμίνα Αθηναίους ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών (όπως τον Ισοκράτη), ανέβαζε ελληνικές θεατρικές παραστάσεις, ενίσχυε τις εμπορικές σχέσεις με τα ελληνικά λιμάνια, ευνοούσε τους γάμους Σαλαμινίων με Αθηναίες. Έτσι, παρά τις δυσκολίες στον πολιτικό και στρατιωτικό τομέα, η Κύπρος κρατήθηκε -χάρις στη γλώσσα της και στη συνείδησή της- ελληνική, μέχρις ότου ο Μέγας Αλέξανδρος πέτυχε τελικά την απελευθέρωσή της από τους Πέρσες.
Στα Ελληνιστικά χρόνια, λόγω των κοσμοϊστορικών αλλαγών που συνέβησαν την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου, η γλώσσα της Κύπρου ακολούθησε την πορεία που πήρε η ελληνική γλώσσα στον υπόλοιπο κόσμο. Ο Ελληνισμός επεκτάθηκε μέχρι τα σύνορα της Ινδίας κι η ελληνική γλώσσα άρχισε να μιλιέται και να διαδίδεται μέχρι εκεί. Γι’ αυτό, από το τέλος του 4ου π.Χ. αι., οι διάλεκτοι άρχισαν να χάνονται, και να διαμορφώνεται σταδιακά μια νέα μορφή γλώσσας, ενιαία για όλον τον ελληνικό κόσμο και απλούστερη, ώστε να μπορεί να ομιληθεί απ’ όλους, εντός κι εκτός Ελλάδας.                                                            Η μορφή αυτή της γλώσσας ονομάζεται Ελληνιστική Κοινή, ή απλώς Κοινή. Στην Κύπρο πρωτοεμφανίστηκε και επικράτησε, όπως ακριβώς και στα υπόλοιπα μέρη, στο τέλος του 4ου π.Χ. αι., την εποχή που το νησί ενσωματώθηκε στο κράτος των Πτολεμαίων. Όλα τα επίσημα κείμενα γράφονταν πλέον στην Κοινή και στο ελληνικό αλφάβητο, το οποίο από τον 3ον π.Χ. αι. επιβλήθηκε ολοκληρωτικά. Η διάλεκτος εξακολουθούσε να μιλιέται για κάποιο διάστημα, κυρίως από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, βρισκόταν όμως σε φάση υποχώρησης και αφανισμού, όπως συνέβη με όλες τις διαλέκτους.                                                                                  Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επιγραφές από τα χρόνια των Πτολεμαίων, που βρέθηκαν στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο και αναφέρονται σε Έλληνες Κυπρίους χορηγούς αγώνων, Κυπρίους αθλητές που έλαβαν μέρος ή πρώτευσαν σε πανελληνίους αγώνες στην Αθήνα, τη Δήλο, την Ολυμπία ή τους Δελφούς, και που αποδεικνύουν τη στενή σχέση και την περαιτέρω σύσφιγξη των δεσμών της Κύπρου με τη μητροπολιτική Ελλάδα την εποχή των Πτολεμαίων.
Οι πάμπολλοι αρχαιολογικοί χώροι της Κύπρου -η Έγκωμη, η Σαλαμίνα του Τεύκρου με το θέατρο και το γυμνάσιό της, το Κούριο προς τιμήν του Απόλλωνα, η Παλαίπαφος όπου γεννήθηκε η Αφροδίτη, οι Σόλοι και η Αίπεια, η Ελληνιστική Πάφος με τους πολυτελείς τάφους και τις κατοικίες, και τόσοι άλλοι- έστω κι αν κάποιοι από αυτούς εξακολουθούν να είναι στα χέρια των βαρβάρων Τούρκων παράνομα από το 1974, αποτελούν, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, αδιάψευστους μάρτυρες της ελληνικής ταυτότητας της Κύπρου.
Ρωμαϊκά χρόνια στο νησί
ΤΑ Ρωμαϊκά χρόνια στην Κύπρο, όπως και σε όλες τις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, συνέχιζε να επικρατεί η ελληνική γλώσσα -η Ελληνιστική Κοινή- ακόμα και ανάμεσα σε πληθυσμιακές ομάδες ξένων, όπως ήταν οι Ιουδαίοι του νησιού. Την Ελληνική χρησιμοποίησε ευρέως και η ρωμαϊκή διοίκηση, όπως αποδεικνύεται από τις επιγραφές. Η Λατινική στο νησί περιοριζόταν σε επίσημα έγγραφα που αφορούσαν σε Ρωμαίους αξιωματούχους και στρατιώτες.
Μέσα από την ελληνική γλώσσα επικράτησε στην Κύπρο και ο Χριστιανισμός, ο οποίος διαδόθηκε στο νησί από τον 1ο κιόλας αιώνα. Ο Απόστολος Παύλος και ο Απόστολος Βαρνάβας δίδαξαν στα Ελληνικά τον λόγο του Θεού και εδραίωσαν τη νέα θρησκεία, όπως συμπεραίνεται από την οργάνωση, τις επισκοπές και τους επισκόπους που αναδείχθηκαν τους πρώτους αιώνες, καθώς και από τις επιγραφές στα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες των ναών.           Η ίδια κατάσταση επικρατεί και μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη το 330 μ.Χ. και την ένταξη του ελληνικού κόσμου στο ανατολικό κράτος. Με το τέλος του Αρχαίου κόσμου, και μετά από δύο και πλέον χιλιάδες χρόνια διάδοσης και αδιάλειπτης ιστορικής παρουσίας της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού στο έδαφός της, η Κύπρος, ως αναπόσπαστο πλέον κομμάτι του Ελληνισμού, εισέρχεται στη Βυζαντινή περίοδο.                                                                                                                            Εν συνεχεία, οι πρώτες επαφές Αθήνας και Κύπρου ήσαν εμπορικές και από το τέλος του 8ου π.Χ. αιώνα βρίσκονταν σε αρκετά ψηλό επίπεδο.

 Το ενδιαφέρον, ωστόσο, της Αθήνας για την Κύπρο στο πολιτικό επίπεδο άρχισε κυρίως μετά τους Μηδικούς πολέμους και ύστερα από την αποτυχία της πανελλήνιας εκστρατείας του 478 π.Χ. (Παυσανίας, Αριστείδης) να απελευθερώσει την Κύπρο από την περσική κατοχή. Τον ίδιο στόχο, άλλωστε, είχε θέσει και η Αθήνα με την ίδρυση της Συμμαχίας της Δήλου το 478 π.Χ.                                                                                           Επομένως η πολιτική της Αθήνας στην Κύπρο μπορεί να τοποθετηθεί στα πλαίσια του αγώνα αυτού, όταν μάλιστα οι Πέρσες, ύστερα από ένα σύντομο διάστημα αδράνειας, αποτέλεσμα των Μηδικών πολέμων, άρχισαν και πάλι, ανάμεσα στο 469/466, να απειλούν την Ελλάδα. Το κατά πόσο η Κύπρος αποτέλεσε μέλος της Δηλιακής Συμμαχίας είναι πρόβλημα που ακόμη συζητιέται. Πρόσφατα μάλιστα ο Άγγλος ιστορικός R. Meiggs υποστήριξε την άποψη ότι και η Κύπρος υπήρξε μέλος της Συμμαχίας αυτής, σ' αντίθεση με τους εκδότες των καταλόγων φορολογίας των πόλεων που ανήκαν στη Συμμαχία, οι οποίοι απορρίπτουν κατηγορηματικά μια τέτοια πιθανότητα (The Athenian Tribute Lists, vol. Ill, pp. 207-209).                                                                                   Η εκστρατεία των Αθηναίων εναντίον των Περσών εγκαινιάζεται με τη ναυμαχία του Ευρυμέδοντα ποταμού (469 π.Χ.), όταν ο Κίμωνας νίκησε τον περσικό στόλο και κατέστρεψε, στις ακτές της Κιλικίας, 80 εχθρικά πλοία, που είχαν φτάσει από την Κύπρο για να συνενωθούν με τις περσικές δυνάμεις. Η νίκη στον Ευρυμέδοντα είχε σοβαρές συνέπειες για την περσική αυτοκρατορία: οι Πέρσες έχασαν οριστικά την επιρροή τους στο Αιγαίο πέλαγος, ενώ οι Αθηναίοι αύξησαν το πολιτικό τους γόητρο ανάμεσα στους συμμάχους τους.                                                              Λογική συνέπεια της ναυμαχίας του Ευρυμέδοντα μπορεί να θεωρηθεί η προσπάθεια των Αθηναίων να ελευθερώσουν την Κύπρο που αποτελούσε τη σπουδαιότερη περσική βάση. Πραγματικά, το 461 π.Χ. έστειλαν στην Κύπρο 200 πλοία, με αρχηγό τον Χαριτιμήδη.  Αν και δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες για την εκστρατεία αυτή, θα πρέπει να έγιναν σοβαρές συγκρούσεις όπως μαρτυρεί μια επιγραφή- κατάλογος των πεσόντων στην Κύπρο (και αλλού) Αθηναίων που ανήκαν στην Ερεχθηίδα φυλή (IGP, 929). Δεν γνωρίζουμε για πόσο χρονικό διάστημα κράτησαν οι επιχειρήσεις στην Κύπρο. Φαίνεται όμως ότι αν και προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στους κατακτητές της Κύπρου, δεν μπόρεσαν οι Αθηναίοι να πετύχουν τον αντικειμενικό τους στόχο, γι’ αυτό και απέπλευσαν για την Αίγυπτο προκειμένου να βοηθήσουν τον Ίναρω που είχε επαναστατήσει εναντίον των Περσών, που επίσης κρατούσαν τότε την Αίγυπτο. 

Μια δεύτερη προσπάθεια των Αθηναίων είχε αναληφθεί από το στρατηγό Κίμωνα, γιο του Μιλτιάδη, νικητή της μάχης του Μαραθώνα. Την άνοιξη του 449 π.Χ. στόλος 200 πλοίων ξεκίνησε για την Κύπρο κάτω από την προσωπική αρχηγία του ίδιου του Κίμωνα και με υπαρχηγό τον Αναξικράτη. Από τα πλοία αυτά 60 αποσπάστηκαν από το κύριο σώμα του στόλου με προορισμό την Αίγυπτο, προκειμένου να υποστηρίξουν την ανταρσία του Αμυρταίου στο Δέλτα. Δεν γνωρίζουμε τίποτε θετικό για το τι απέγιναν. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι συνέτειναν στην αποδυνάμωση των πλοίων που έμειναν στην ίδια την Κύπρο, με αποτέλεσμα ν' αποτύχει και η δεύτερη αθηναϊκή προσπάθεια απελευθέρωσης του νησιού.

 

Ο αδριάντας του Κίμωνα στο Κίτιον-Λάρνακα.

Όταν ο Κίμωνας έφτασε στην Κύπρο, το κύριο σώμα του περσικού στρατού στάθμευε στην Κιλικία με αρχηγό τον Μεγάβυζο, ενώ στη Σαλαμίνα υπήρχε ισχυρή περσική φρουρά. Ανάλογες φρουρές θα πρέπει να υπήρχαν και σε άλλες κυπριακές πόλεις. Οι φρουρές αυτές θα είχαν εγκατασταθεί από τους Πέρσες μετά την αποτυχία της κυπριακής επανάστασης του Ονήσιλου, όταν αντικατέστησαν τους φιλέλληνες ηγεμόνες με περσόφιλους. Αν κρίνουμε από τις επιχειρήσεις του Κίμωνα, οι πιο σημαντικές περσικές φρουρές θα έπρεπε να βρίσκονταν, εκτός από τη Σαλαμίνα, στο Μάριον και στο Κίτιον.

 Οι επιχειρήσεις του Κίμωνα άρχισαν από το Μάριον που ήταν η πρώτη πόλη που συναντούσε, αφού βρισκόταν σε κοντινότερη απόσταση από την Ελλάδα παρά οι άλλες κυπριακές πόλεις. Το Μάριον έπεσε εύκολα και, όπως μαρτυρούν οι νομισματικές πηγές, ο Κίμων αντικατέστησε τον εγκάθετο από τους Πέρσες βασιλιά Σασμά, που ήταν Φοίνικας, με τον Στασίοικο. Στη συνέχεια ο Κίμων κατευθύνθηκε προς το Κίτιον, άλλο ισχυρό περσικό προπύργιο, και το πολιόρκησε. Στη διάρκεια όμως της πολιορκίας, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (Ι, 112,4), οι Αθηναίοι υπέφεραν από την πείνα επειδή τους έλειψαν οι αναγκαίες προμήθειες. Άλλες πάλι πηγές αναφέρουν ότι έπεσε λοιμός ανάμεσά τους. Πάντως κι ο ίδιος ο Κίμων πέθανε αιφνίδια, πράγμα που φανερώνει πως η εκδοχή του λοιμού ή των κακουχιών ή τραύματος είναι η πιθανότερες..

 Η απώλεια του Κίμωνα, όπως ήταν φυσικό, ανάγκασε τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν την πολιορκία. Προτού, ωστόσο, επιστρέψουν στην Αθήνα, δοκίμασαν μια τελευταία επίθεση εναντίον της Σαλαμίνος, ενώ παράλληλα ο στόλος τους νίκησε στ' ανοιχτά της ίδιας πόλης τον περσικό. Στη ναυμαχία αυτή χάθηκε και ο Αναξικράτης που αντικαθιστούσε τον Κίμωνα (Θουκυδίδης, Ι, 112,4). Οι αθηναϊκές δυνάμεις μετά την απώλεια των δυο αρχηγών τους παρ ‘ολον ότι κατατρόπωσαν τις εχθρικές δυνάμεις, συνειδητοποιώντας το μάταιο συνέχισης της προσπάθειάς τους, μετά και τις δικές τους τεράστιες απώλειές τους (Ισοκράτης, Περί Ειρήνης, 86), επέστρεψαν στην Αθήνα. Τα θύματα της άτυχης αυτής εκστρατείας τάφηκαν μαζί με τους πιο διάσημους Αθηναίους (Παυσανίας, 1,29,13). Με τον τρόπο αυτό τέλειωσε χωρίς επιτυχία και η δεύτερη αθηναϊκή προσπάθεια για απελευθέρωση της Κύπρου.

Η νέα κατάσταση πραγμάτων δεν επηρέασε, όπως ίσως θ' αναμενόταν, τις εμπορικές και συμμαχικές σχέσεις Αθήνας και Κύπρου. Όπως φαίνεται από τα ευρήματα ανασκαφών, και αντίθετα προς τις κατηγορηματικές αναφορές του Ισοκράτη (Ευαγόρας, 19-20, 47), σ' όλη τη διάρκεια του 5ουαιώνα π.Χ., συνεχίζεται ασταμάτητα η εισαγωγή αττικών ερυθρόμορφων αγγείων στην Κύπρο. 

 Νέο κεφάλαιο στις σχέσεις Αθήνας και Κύπρου εγκαινιάζεται με την άνοδο του Ευαγόρα (411-374 π.Χ.) στο θρόνο της Σαλαμίνας. Άλλωστε ανάμεσα στους οπαδούς που τον βοήθησαν να πάρει τον θρόνο ήσαν και Αθηναίοι εθελοντές (Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσαι, 445-448).

Ο Ευαγόρας Α΄ ήταν ο πρόμαχος του Ελληνισμού στην Κύπρο και την Ανατολή γενικότερα. Στράφηκε προς την Αθήνα σε μια εποχή κατά την οποία η πόλη αυτή περνούσε σοβαρή πολιτική και οικονομική κρίση που ήταν αποτέλεσμα της καταστροφής της εκστρατείας της στη Σικελία. Όπως είναι γνωστό η ήττα αυτή συνέτεινε στη στάση των 400 ολιγαρχικών το 411 π.Χ., με κύριο στόχο την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας. Ήταν λοιπόν επόμενο πως η Αθήνα θα τηρούσε θετική στάση απέναντι στη χειρονομία του Ευαγόρα, αφού περισσότερο από κάθε άλλη φορά είχε ανάγκη από βοήθεια, ιδιαίτερα σε τρόφιμα. Πραγματικά, ο Ευαγόρας πρόσφερε ένα φορτίο σιταριού, όπως αναφέρει ο ρήτορας Ανδοκίδης («Περί τς αυτο καθόδου», 21). Τούτο, εξάλλου, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο αθηναϊκός λαός (Εκκλησία του Δήμου) τίμησε τον Ευαγόρα με ειδικό ψήφισμα που δυστυχώς μας σώθηκε πολύ κατεστραμμένο (IG Ι2, 113). Την ύπαρξη του ψηφίσματος αυτού επιβεβαιώνουν οι ρήτορες Ισοκράτης (Ευαγόρας, 54) και Δημοσθένης (XII, 10). Πέρα από τις συνηθισμένες τιμές, αναφέρεται σε αυτό και η λέξη συμβολάς, πράγμα που μας οδηγεί στην υπόθεση για πιθανή σύναψη συνθήκης μεταξύ Αθήνας και Ευαγόρα. Αν μάλιστα παραβάλουμε το κείμενο τούτο με μια μαρτυρία του Ξενοφώντα (λληνικά, IV, 8,24), που αναφέρει ότι το 390 π.Χ. οι Αθηναίοι έστειλαν στον Ευαγόρα 10 πλοία με αρχηγό τον Φιλοκράτη για να τον βοηθήσουν στον πόλεμο που διεξήγε εναντίον των Περσών, τότε η υπόθεση  αγγίζει την πραγματικότητα. 

 

Οι σχέσεις της Αθήνας με τον Ευαγόρα συσφίχθηκαν ακόμη περισσότερο όταν, με δική του μεσολάβηση, ο στρατηγός Κόνων (που μετά την ήττα στους Αιγός Ποταμούς κατέφυγε στη Σαλαμίνα της Κύπρου) ανέλαβε την αρχηγία του περσικού στόλου (Διόδ., XIV, 39,1). Το 394 π.Χ. ο Κόνων επέστρεψε θριαμβευτής στην Αθήνα αφού συνέτριψε το σπαρτιατικό στόλο, και με τα χρήματα που έφερε μαζί του χτίστηκαν ξανά τα μακρά τείχη (Ξενοφών, λληνικά, IV, 8-9, Διόδ. XIV, 85,2-4), επιτρέποντας έτσι στην Αθήνα να ξαναβρεί την ανεξαρτησία της. Ήταν επόμενο ότι οι δυο πρωταγωνιστές της νέας αυτής κατάστασης πραγμάτων θα απολάμβαναν τις μέγιστες τιμές από τους Αθηναίους. Πραγματικά, για πρώτη φορά από την εποχή των Τυραννοκτόνων, στήθηκαν στην Αγορά τα αγάλματα του Κόνωνα και του Ευαγόρα (Ισοκράτης, Ευαγόρας, 57, Παυσανίας, 1,3,2). Για δεύτερη φορά, επίσης, ο Ευαγόρας τιμήθηκε από τους Αθηναίους (393/392 π.Χ.) με νέο τιμητικό ψήφισμα (IG 112, 20).

 Οι υπηρεσίες που πρόσφερε ο Ευαγόρας δεν άργησαν να βρουν ανταπόδοση. Όταν ξεκίνησε τον πόλεμο εναντίον των Περσών, και παρ' όλες τις οικονομικές δυσκολίες και καλές σχέσεις που τώρα διατηρούσαν με τους Πέρσες, οι Αθηναίοι του έστειλαν 10 τριήρεις που τις επάνδρωσε ένας πλούσιος Αθηναίος, ο Αριστοφάνης Νικοφήμου, μαζί με άλλους φίλους του (Λυσίας, XIX, 21-22, 43). Με αρχηγό τον ναύαρχο Φιλοκράτη οι τριήρεις απέπλευσαν για την Κύπρο, τελικά όμως δεν κατάφεραν να φτάσουν στον προορισμό τους γιατί πιάστηκαν, το 390 π.Χ., κοντά στη Ρόδο από τον Σπαρτιάτη ναύαρχο Τελευταία (Ξενοφών, λληνικά, IV, 8,24). Αλλά τον ίδιο χρόνο και πάλι οι Αθηναίοι πρόσταξαν το στρατηγό Χαβρία να συνδράμει τον Ευαγόρα, διακόπτοντας μάλιστα τις νικηφόρες επιχειρήσεις τους εναντίον των Σπαρτιατών και των Αιγινητών κοντά στην Αίγινα. Ο Χαβρίας ξεκίνησε για την Κύπρο με 800 πελταστές και 10 τριήρεις, στις οποίες προστέθηκαν και από την Αθήνα άλλα καράβια και οπλίτες (Ξενοφών, λληνικά, V, 1,10).

 Πραγματικά, με την αθηναϊκή συνδρομή, ο Ευαγόρας κατάφερε να απελευθερώσει  σχεδόν ολόκληρο το νησί (Δημοσθένης, XX, 76, Διόδωρος, XIV, 110,5). 

Αντώνης Αντωνάς.

Β΄ μέρος.


Στην Κύπρο, πάλι, τα μικρά γραφειοκρατικά βασίλεια θα επιζήσουν μέχρι τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Αργότερα το νησί θα καταστεί μήλο της έριδας ανάμεσα στους διαδόχους Αντίγονο και Πτολεμαίο μέχρι που να υπαχθεί οριστικά στην εξουσία του Πτολεμαίου και να ενταχθεί στο βασίλειό του. Από τότε θ' αποτελεί οργανικό μέλος του ελληνιστικού κόσμου ακολουθώντας, όπως είναι φυσικό, και τις τύχες του.

 Πνευματικές επαφές: Οι επαφές αυτές μεταξύ Αθήνας και Κύπρου δημιουργήθηκαν, κατά κύριο λόγο, με τις εμπορικές ανταλλαγές και τις άλλες πολιτικές σχέσεις ανάμεσά τους. Άλλωστε η κλασσική Αθήνα, όπως είναι γνωστό, στάθηκε το πνευματικό κέντρο του Ελληνισμού, το «σχολείο της Ελλάδος» όπως δίκαια αποκλήθηκε.

 Σε αυτό λοιπόν το πνευματικό κέντρο συναντούμε πολλούς Κυπρίους από τα διάφορα κυπριακά βασίλεια, που είναι είτε έμποροι είτε *μεγάλοι φιλόσοφοι και ρήτορες.. Κύρια πηγή για την παρουσία τους στην Αθήνα και την Αττική είναι οι επιγραφές που σώθηκαν, αλλά και οι αρχαίοι συγγραφείς. Π.χ.

*Ζήνων ο Κιτιεύς. Ένας από τους πιο σημαντικούς αρχαίους φιλοσόφους, Κύπριος την καταγωγή, από την πόλη του Κιτίου,...                                        Αθηνόδωρος Σολεύς. Κύπριος φιλόσοφος του 3ου π.Χ. αι. Καταγόταν από τους Σόλους και υπήρξε μαθητής του Ζήνωνα.                                     Ακινάτης Θωμάς Διάσημος φιλόσοφος και θεολόγος (1224 /5-1274), Βάκχιος Τρύφωνος Κύπριος πλατωνικός φιλόσοφος της αρχαιότητας, από την Πάφο, που πιθανότατα έζησε κι έδρασε στην Ε...                                  Δημώναξ ο Κύπριος.Κύπριος κυνικός φιλόσοφος του 2ου μ.Χ. αιώνα, Εύδημος ο Κύπριος.Κύπριος φιλόσοφος του 4ου π.Χ. αιώνα. Έζησε στην Ελλάδα και ήταν σύγχρονος του Αριστοτέλη.                                                 Κλέαρχος ο Σολεύς. Σημαντικός αρχαίος Κύπριος περιπατητικός φιλόσοφος και συγγραφέας του 4ου- 3ου π.Χ. αιώνα, μαθητή...                   Κράντωρ ο Σολεύς. Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος, οπαδός των πλατωνικών και της Ακαδημίας.                                                                                                Μνασέας. Κύπριος της Αρχαιότητας από το Κίτιον, πατέρας του φιλοσόφου Ζήνωνος του Κιτιέως.                                                                  Νικάνωρ ο Κύπριος. Κύπριος φιλόσοφος της Αρχαιότητας. Έζησε στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.                                                    Περσαίος ο Κιτιεύς. Κύπριος φιλόσοφος του 3ου αιώνα π.Χ. Στον Περσαίο αναφέρονται πολλοί αρχαίοι συγγραφείς: Διογένης...                                     Φιλόλαος ο Κιτιεύς. Κύπριος φιλόσοφος του 1ου αιώνα μ.Χ. Τις πληροφορίες γι’ αυτόν παρέχει ο συγγραφέας Φιλόστρατος. κ.ά.π.

Ο μεγαλύτερος αριθμός επιγραφών, που αναφέρονται σε Κυπρίους στην Ελλάδα, προέρχεται από την Αττική, κυρίως από τον Πειραιά, πράγμα που δείχνει καθαρά πως οι πιο πολλοί ήσαν έμποροι και είχαν εγκατασταθεί εκεί εξαιτίας της παρουσίας του λιμανιού και της σπουδαιότητάς του σ' ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη. 

Η πάγια αυτή πολιτική μεταχείρισης των Κυπρίων μετοίκων όπως τους άλλους, άλλαξε κατά την περίοδο της βασιλείας του Ευαγόρα Α' όταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ρήτορα Ισοκράτη (Ευαγόρας. 50), τα μέλη της κοινότητας των Σαλαμινίων απέκτησαν το δικαίωμα της επιγαμίας, δηλαδή μπορούσαν να συνάψουν γάμο με Αθηναίες. Το ίδιο δικαίωμα είχαν και οι Αθηναίοι που ήσαν εγκατεστημένοι στη Σαλαμίνα της Κύπρου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Αθηναίου στρατηγού Κόνωνα που, φτάνοντας στην Κύπρο μετά την καταστροφή στους Αιγός Ποταμούς, είχε εγκατασταθεί στη Σαλαμίνα, νυμφεύθηκε εκεί και απέκτησε κι ένα γιο (Λυσίας, Περί τν ριστοφάνους χρημάτων, 36). Δικαίωμα εγκατάστασης στη Σαλαμίνα είχαν και οι Αθηναίοι. Μάλιστα ο βασιλιάς τους παραχωρούσε ακίνητη περιουσία για εκμετάλλευση με βάση το σύστημα των δωρεών. Τους παραχωρούσαν δηλαδή γη για καλλιέργεια ως δώρο. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Κόνωνα, ενός ανεψιού του (Λυσίας, αυτόθι, 40), κάποιου Νικόφημου (αυτόθι, 36) και του ρήτορα Ανδοκίδη (Περί τν Μυστηρίων, 4).

 

Ο Μέγας Αλέξανδρος απελευθερώνει την Κύπρο.

 

 

Παραθέτω μερικά χαρακτηριστικά της συμμετοχής των Κυπρίων στην εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου, που τον ακολούθησαν από τη Φοινίκη (τον σημερινό Λίβανο) μέχρι την Ινδία.
Ενεργός υπήρξε η συμμετοχή κυπριακού στόλου με επικεφαλής τον βασιλέα της Σαλαμίνας Πνυταγόρα στην πολιορκία της Τύρου από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο του 332 π.Χ. Ο Πνυταγόρας μαζί με άλλους Κυπρίους βασιλείς εφοδίασαν με ισχυρό στόλο από 120 πλοία τον Μ. Αλέξανδρο, προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες και βοηθώντας έτσι να καταλάβει την Τύρο στο πλαίσιο της εκστρατείας εναντίον των Περσών. Μάλιστα συμμετέσχε και ο ίδιος ο Πνυταγόρας στην κυρίευση της Τύρου και ο Αλέξανδρος τον αντάμειψε παραχωρώντας του την πόλη Ταμασσό (Κύπρου) με τα πλούσια μεταλλεία χαλκού, αποσπώντας την από το Κίτιο και τους Φοίνικες. Ο Αλέξανδρος επικύρωσε τους Κυπρίους βασιλείς ως συμμάχους του.                                     Από την περιοχή της Φοινίκης, μόνο η Τύρος δεν είχε υποκύψει, κι ο Αλέξανδρος την πολιόρκησε. Ο κυπριακός στόλος, μαζί με Κυπρίους μηχανικούς, συνέτειναν πολύ στην κατάληψη της άριστα οχυρωμένης αυτής πόλης. Μάλιστα οι βασιλιάδες Πνυταγόρας της Σαλαμίνος, Ανδροκλής της Αμαθούντος και Πασικράτης των Σόλων, πήραν μέρος προσωπικά στην πολιορκία της Τύρου και παρόλο ότι έχασαν τις πεντήρεις τους, πέτυχαν να κυριεύσουν το βορινό λιμάνι της πόλης, συμβάλλοντας στην άλωσή της. Η ευγνωμοσύνη του Αλεξάνδρου γι' αυτή τη συμμετοχή φαίνεται και από τις χειρονομίες του μετά τη νίκη: όχι μόνο άφησε τους Κυπρίους βασιλιάδες να διαχειρίζονται ελεύθερα τις υποθέσεις των βασιλείων τους, αλλά και μπορούσαν να του ζητήσουν ό,τι ήθελαν. Στον Πνυταγόρα, για παράδειγμα, που φαίνεται να ήταν ο κύριος μοχλός της πρωτοβουλίας για υποστήριξη στον Αλέξανδρο, επέτρεψε να εντάξει το χωρικό έδαφος του βασιλείου της Ταμασσού σ' εκείνο της Σαλαμίνος. Το βασίλειο της Ταμασσού ανήκε μέχρι τότε στο βασιλιά του Κιτίου Πουμιάθοντα, που το είχε αγοράσει για 50 τάλαντα από το βασιλιά του Πασίκυπρο.                                                                                    Αγώνες προς τιμή του Μ. Αλεξάνδρου: Το 331 π.Χ., επιστρέφοντας ο Αλέξανδρος από την Αίγυπτο, έμεινε για λίγο διάστημα στην Τύρο. Οι Κύπριοι βασιλιάδες, θέλοντας να του επαναβεβαιώσουν την εμπιστοσύνη και υποστήριξη τους, τον τίμησαν με την οργάνωση κυκλικών και τραγικών αγώνων, θυσιών και πομπών …                                       Στη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ινδική, ο Αλέξανδρος πήρε μαζί του, έμπειρους  Κυπρίους ναυτικούς και κωπηλάτες, αυτούς που είχαν τη μεγαλύτερη πείρα στη ναυτική τέχνη (Αρριανός, Ινδική, XVIII, 1). Αυτοί οι πεπειραμένοι ναυτικοί είχαν αρχηγούς τοπικούς πρίγκηπες όπως τον Νικοκλή, γιο του βασιλιά Πασικράτη των Σόλων, και τον Νιφάθονα, γιο του βασιλιά Πνυταγόρα της Σαλαμίνος.                                                               Επειδή ο Αλέξανδρος διατήρησε στο αχανές του κράτος το ίδιο διοικητικό σύστημα που ίσχυε μέχρι τότε στην περσική αυτοκρατορία, ανέθεσε πολύ σπουδαίες ευθύνες σε Κυπρίους. Έτσι, αναφέρεται ότι ο Στασάνωρ των Σόλων διορίστηκε το 329 π.Χ. σατράπης των Αρείων και Δράγγων.                                                                                                                                    Η νέα κατάσταση πραγμάτων που δημιουργήθηκε με την παρουσία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία, παρουσία που προαναγγέλλει τη γέννηση του ελληνιστικού κόσμου, δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει, αργά ή γρήγορα, και την Κύπρο: Το Ελληνικό - Κυπριακό νόμισμα, που ήταν πρόσθετη ένδειξη της ανεξαρτησίας των Κυπρίων βασιλιάδων, εντάσσεται προοδευτικά στο νόμισμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα νομισματοκοπεία της Σαλαμίνος και του Κιτίου άρχισαν να κόβουν Ελληνικά νομίσματα για λογαριασμό του.                                                             Όπως αναφέρεται, μεταξύ των Αλεξανδρινών πόλεων που είχε χτίσει ο Μέγας Αλέξανδρος ή που είχαν μετονομάσει οι Διάδοχοι προς τιμήν του μετά τον θάνατό του, περιλαμβανόταν και μια πόλη Αλεξάνδρεια στη δυτική ακτή της Κύπρου που, όπως πιστεύεται, χτίστηκε ή μετονομάστηκε από τον βασιλιά των Σόλων, φίλο και σύμμαχο του Αλεξάνδρου, Πασικράτη.                                                                                               Όπως αναφέρουν ο Αρριανός ( Ανάβ. 7.15.4-5) κι ο Στράβων (15.730.3.8), ο Κύπριος ιστορικός Αριστος ο Σαλαμίνιος είχε γράψει σύγγραμμα στο οποίο εξιστορούσε τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το βιβλίο αυτό δεν σώθηκε.                                                                                                       Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (Αλέξανδρος, 32.6), ο Αλέξανδρος είχε «μάχαιραν θαυμαστήν βαφ καί κουφότητι, δωρησαμένου το Κιτιέων βασιλέως ..σκημένος τά πολλά χρσθαι μαχαίρ παρά τάς μάχας...» Δηλαδή «ο Αλέξανδρος είχε μια μάχαιρα θαυμάσια στην κόψη και ελαφρή, που ήταν δώρο προς αυτόν από τον βασιλιά του Κιτίου... κι ήταν πολύ εξασκημένος στο να χρησιμοποιεί μάχαιρα κατά τις μάχες». Ο βασιλιάς του Κιτίου που έκανε στον Αλέξανδρο το δώρο αυτό ήταν ο Φοίνικας Πουμιάθων (361-312 π.Χ.), που προσπαθούσε κι αυτός να κερδίσει την εύνοια του Μακεδόνα στρατηλάτη, χωρίς όμως να το κατορθώσει.                                                                                                                           Ο Μ. Αλέξανδρος τελικά απάλλαξε την Κύπρο από την περσική κυριαρχία: Η πολιτική του Μεγάλου Αλεξάνδρου σχετικά προς την Κύπρο και τους βασιλιάδες της, ήταν σαφής: τους απάλλαξε από την περσική κυριαρχία,  αλλά και προσάρτησε την Κύπρο στο κράτος του. Στα εσωτερικά των κυπριακών βασιλείων δεν επενέβη άμεσα κι οι βασιλιάδες διατήρησαν την αυτονομία τους, επέφερε όμως μερικές ανακατατάξεις, όπως την απόδοση της Ταμασσού και των μεταλλείων της στον βασιλιά της Σαλαμίνας Πνυταγόρα. Ταυτόχρονα ο Αλέξανδρος φρόντισε να καταστήσει σαφές ότι θεωρούσε τον εαυτό του κυρίαρχο του νησιού, κι αυτό εκφράστηκε κι υπογραμμίστηκε με την κατάργηση των νομισμάτων των κυπριακών βασιλείων, και την καθιέρωση άλλων, δικών του, που κόβονταν στα νομισματοκοπεία της Σαλαμίνος, του Κιτίου και της Πάφου.                                                                                                                                   Η συνδρομή των Κύπριων βασιλιάδων στην κατάκτηση της Τύρου.         Η Τύρος, η σπουδαιότερη από τις φοινικικές πόλεις, ήταν χτισμένη σε μικρό νησί που απείχε 700 μέτρα από την ακτή, κι είχε δυο λιμάνια, το Αιγύπτιο στα νότια και το Σιδώνιο στα βόρεια. Οι Κύπριοι βασιλιάδες, με 120 πλοία και με πολύ έμπειρα πληρώματα, πρόσφεραν ουσιαστική βοήθεια στον Αλέξανδρο και συνέβαλαν αποφασιστικά στην άλωση της Τύρου, η οποία είχε αντέξει μια πολιορκία 7 μηνών. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, σε μια ξαφνική επίθεση των Τυρίων κατά του στόλου των Κυπρίων που πολιορκούσε την πόλη από τα βόρεια και βορειοανατολικά, κατόρθωσαν να καταβυθίσουν την πεντήρη του βασιλιά της Σαλαμίνος Πνυταγόρα, την πεντήρη του βασιλιά της Αμαθούντος Ανδροκλέους και την πεντήρη του βασιλιά των Σόλων Πασικράτη. Η επίθεση των Τυρίων κατά του κυπριακού στόλου έγινε κατά το μεσημέρι, όταν τα κυπριακά πληρώματα ξεκουράζονταν στην ακτή. Ο Αλέξανδρος, επιβαίνοντας φοινικικού πλοίου, επενέβη προσωπικά κι έσωσε τον κυπριακό στόλο από περισσότερες καταστροφές. Κατά την τελική επίθεση ενάντια στην πόλη, οι Κύπριοι όμως κατόρθωσαν να καταλάβουν το Σιδώνιο λιμάνι και το βόρειο τμήμα της Τύρου, ενώ οι υπολοιποι Έλληνες  κατέλαβαν το Αιγύπτιο λιμάνι. Ο Αλέξανδρος χτυπούσε επίσης την πόλη με με πολιορκητικές μηχανές που πλησίασαν στα τείχη της από τον «μώλο», λωρίδα χώματος που κατασκευάστηκε από την απέναντι της Τύρου ακτή, μέχρι το νησί όπου ήταν χτισμένη η πόλη. Στην όλη επιχείρηση ενάντια στην Τύρο, ο Αλέξανδρος βοηθήθηκε και από πολλούς Κυπρίους «μηχανοποιούς», οι οποίοι κατασκεύασαν για λογαριασμό του, και σε σύντομο χρόνο, πολλές πολιορκητικές μηχανές, που χτυπούσαν την πόλη από τον «μώλο» αλλά και από «ιππαγωγά» πλοία.                                           Σύμφωνα με τις πηγές, όταν ο Αλέξανδρος ετοίμασε το εκστρατευτικό σώμα, που θα συνέχιζε στην Ινδία, κι επειδή η χώρα αυτή είχε πολλούς πλωτούς ποταμούς αλλά κι επειδή ο Αλέξανδρος σκόπευε να φθάσει μέχρι την «ώαν θάλασσαν», περιέλαβε και σημαντικό αριθμό ναυπηγών και κωπηλατών.

Σημ. Στην Τύρο ο Αλέξανδρος έφερε επίσης δύο κυπριακά πλοία με γέφυρες και στράτευμα. Στο ένα επέβαιναν οι πεζέταιροι του Κοίνου και στο άλλο ο ίδιος με το άγημα των Κυπρίων υπασπιστών. Οι επιχειρήσεις καλύφθηκαν με «πυρά»  από τον υπολοιπο Κυπριακό στόλο. Και τα δύο πλοία τοποθέτησαν με επιτυχία τις γέφυρες και ο Αλέξανδρος και ο Κοίνος κατέλαβαν ο καθένας διαφορετικό τμήμα του τείχους,  ενώ οι Κύπριοι μπήκαν σπάζοντας τον κλοιό στα δύο λιμάνια. Οι Τύριοι έσπασαν.
Όταν ο Αλέξανδρος βρισκόταν στην Αραχωσία έστειλε αυτή τη φορά ως σατράπη τον Στασάνορα από τον βασιλικό οίκο των Σόλων της Κύπρου, με διαταγή να απομακρύνει τον Αρσάμη... Στον Στασάνορα είχε βρει τον κατάλληλο άνθρωπο και στην Αρεία επικράτησε ειρήνη.
Ο Αλέξανδρος σκόπευε να εξερευνήσει με στόλο τη Νότια θάλασσα (δηλαδή μεταξύ Αιγύπτου και Ινδίας). Για τον σκοπό αυτό πήρε μαζί του στην Ινδία κωπηλάτες και ναυπηγούς, της Κύπρου,  και είχε ήδη αποφασίσει ότι ναύαρχος θα ήταν ο φίλος του Νέαρχος με καταγωγή είτε από Κύπρο, είτε από Κρήτη. Οι Κύπριοι ναυπηγοί για πρώτη φορά κατασκεύασαν για τον Αλέξανδρο πλοία χαμηλής καρίνας ( αποβατικά) τα οποία βοήθησαν να εισχωρεί μέσω ποταμών και να κυριεύει εχθρικές πόλεις παραποταμίες.
Ο Νέαρχος έφτασε στο Ρας Μουσαντάμ (το οποίο όμως θα μπορούσε να ήταν νησί) στην προσπάθεια να μάθει περισσότερα για την Αραβία, επειδή ο Αλέξανδρος γνώριζε λίγα γι’ αυτή. Μη γνωρίζοντας το μέγεθός του επιχείρησε έναν δοκιμαστικό περίπλουν και από τις δύο πλευρές. Έστειλε ένα πλοίο νότια του κόλπου του Σουέζ με επικεφαλής τον Αναξικράτη, που έφτασε στην αρωματισμένη χώρα της Υεμένης και άκουσε για το Χαντραμάουτ και τρεις τριακοντόρους στον Περσικό Κόλπο. Μια απ’ αυτές ανακάλυψε ένα νησί, το Μπαχρέιν. Ο Ιέρωνας από τους Σόλους (Κύπρου), ο οποίος είχε εντολή να πλεύσει γύρω από το Σουέζ, ακολούθησε την αραβική ακτή μέχρι το Ρας Μουσαντάμ και ανέφερε με σύνεση ότι η Αραβία πρέπει να είναι μεγάλη όσο και η Ινδία….

Παρένθεση.  Προστίθεται, Ελληνική Βυζαντινή Κύπρος.

Με το διαχωρισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Κύπρος εντάχθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, δηλαδή σε εκείνο που θα εξελισσόταν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία.                                          Δυστυχώς την έναρξη της Βυζαντινής περιόδου της κυπριακής Ιστορίας σηματοδοτούν μεγάλες καταστροφές. Δύο νέοι τρομεροί σεισμοί έπληξαν την Κύπρο το 332 και το 342 μ.Χ., προκαλώντας και πάλι τον όλεθρο στη Σαλαμίνα αλλά και (σε λιγότερο βαθμό) καταστροφές στο Κούριον, στους Σόλους, στην Πάφο και σε άλλα μέρη του νησιού. Η Σαλαμίνα, η πλησιέστερη τώρα σημαντική Ελληνική πόλη προς τη Μικρά Ασία και τα ηπειρωτικά εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, δέχτηκε και πάλι οικονομική βοήθεια για να αντιμετωπίσει τις σεισμικές καταστροφές. Χορηγός αυτή τη φορά ήταν ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος ο οποίος χάρισε για τέσσερα χρόνια και τους φόρους στους πληγέντες κατοίκους της πόλης. Η ανοικοδόμηση έγινε στην ίδια περίπου περιοχή. Η νέα πόλη που κτίστηκε ήταν μικρότερη και, προς τιμή του αυτοκράτορα, ονομάστηκε Κωνσταντία. Η πόλη αυτή έμελλε να γνωρίσει, ωστόσο, ακμή και να λαμπρυνθεί με προσωπικότητες όπως ο επίσκοπος Επιφάνειος ο Μέγας. Ήδη ο Χριστιανισμός είχε πια θριαμβεύσει, οι πιστοί της καινούριας θρησκείας είχαν βγει από τις κατακόμβες, και ότι άρχισε πια να οικοδομείται ήταν οι χριστιανικές βασιλικές.                  Με τις εκτεταμένες καταστροφές από τους σεισμούς του 332 και του 342, συσχετίστηκαν πιθανότατα αργότερα και από την εκκλησιαστική παράδοση οι δύο επισκέψεις στην Κύπρο της αγίας Ελένης, της μητέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κατά τη διάρκεια της θρησκευτικής αποστολής της στους Αγίους Τόπους γύρω στο 326-327 μ.Χ. Η αγία Ελένη, που αναφέρεται ότι είχε βρει την Κύπρο σε δυστυχία εξαιτίας θεομηνιών (στην παράδοση γίνεται λόγος για μακρόχρονη ανομβρία που όμως δε μαρτυρείται στις πηγές), προσπάθησε να βοηθήσει το νησί στο οποίο ίδρυσε εκκλησίες και μοναστήρια και δώρισε τεμάχια από το τίμιο ξύλο του σταυρού στον οποίο είχε μαρτυρήσει ο Χριστός. Η Αγία Ελένη τιμάται ακόμη ιδιαίτερα στην Κύπρο, όπου η σχετιζόμενη με την επίσκεψή της παράδοση εξακολουθεί να είναι έντονη.                                                  Στο μεταξύ η Κυπριακή Εκκλησία άρχισε από τη μια να γνωρίζει μέρες ακμής και να λαμπρύνεται από ιεράρχες όπως ο Επιφάνιος Κωνσταντίας και ο άγιος Σπυρίδων, από την άλλη όμως γνώρισε μέρες κρίσης επειδή είχαν επεκταθεί ήδη μέχρι το νησί οι πρώτες σοβαρές αιρέσεις και αμφισβητούνταν η ανεξαρτησία της. Πράγματι ιδίως το πατριαρχείο Αντιοχείας ζητούσε να θέσει την Εκκλησία της Κύπρου υπό τη δικαιοδοσία του, με τη δικαιολογία ότι το νησί είχε δεχτεί το Χριστιανισμό μέσω Αντιοχείας. Η Κυπριακή Εκκλησία, που εκπροσωπήθηκε πλήρως εκτός από την πρώτη οικουμενική σύνοδο του 325 μ.Χ. και στις επόμενες συνόδους (της Σαρδικής το 343 μ.Χ., της Κωνσταντινούπολης το 381 μ.Χ. και της Εφέσου το 431 μ.Χ.), αγωνιζόταν να διατηρήσει το αυτοκέφαλό της, υπερασπιζόμενη την ανεξαρτησία της και προβάλλοντας ως επαρκή δικαιολογία το γεγονός ότι ήταν Εκκλησία ιδρυμένη από απόστολο, το Βαρνάβα. Παρά το ότι το αυτοκέφαλό της αναγνωρίστηκε επίσημα στην τρίτη οικουμενική σύνοδο της Εφέσου, το 431 μ.Χ., η απειλή εξακολουθούσε να υπάρχει μέχρι που ένα "θαύμα" ήρθε για να θέσει οριστικά τέρμα στις ξένες διεκδικήσεις. Το "θαύμα", που έγινε στην πιο κατάλληλη στιγμή, ήταν η ανεύρεση (ύστερα από όραμα) από τον αρχιεπίσκοπο Ανθέμιο του λειψάνου του αποστόλου Βαρνάβα, μαζί με το Κατά Μάρκον (ή Κατά Ματθαίον) άγιο Ευαγγέλιο. Ο αυτοκράτορας Ζήνων, όταν είδε τις αποδείξεις αυτές που είχαν μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη, αναγνώρισε απερίφραστα την αποστολικότητα της Κυπριακής Εκκλησίας, στη συνέχεια δε και το αυτοκέφαλό της, το 488 μ.Χ. Ταυτόχρονα παραχώρησε στον τότε αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ανθέμιο, και σε όλους τους μετέπειτα Κυπρίους Ορθόδοξους αρχιεπισκόπους, τα τρία γνωστά προνόμιά τους που διατηρούνται μέχρι σήμερα:

  • να φέρουν αυτοκρατορικό μανδύα,

  • να φέρουν αυτοκρατορικό σκήπτρο και

  • να υπογράφουν όπως και οι αυτοκράτορες, με κόκκινο μελάνι.

Τα αυτοκρατορικά αυτά προνόμια διαφύλαξαν οι Κύπριοι αρχιεπίσκοποι διαμέσου των αιώνων. Είναι μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις - αν όχι η μοναδική - όπου ένας θεσμός των Πρωτοβυζαντινών χρόνων, θεσπισμένος προσωπικά από Βυζαντινό αυτοκράτορα, εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ….

Η Βυζαντινή περίοδος της Κυπριακής Ιστορίας χαρακτηρίζεται από έντονη θρησκευτικότητα. Τούτο μαρτυρούν η ύπαρξη πολλών μοναστηριών, πάρα πολλών εκκλησιών ενός μεγάλου αριθμού τοπικών, αλλά και  αγίων που έζησαν στην Κύπρο, όπως και οι πάμπολλες Ελληνικές παραδόσεις καθώς και οι θρύλοι μέχρι σήμερα….όπως του Βυζαντινού Διγενή Ακρίτα, προστάτη της Βυζαντινής Κύπρου….

Διγενή Ακρίτα απόδιωξέ τους…Του Αντώνη Αντωνά.
Κάτω απ΄ την Πέτρα του Διγενή Ρωμιού,
τον μυθικό δυσθεόρατο βράχο,
εκεί που αναδύθηκε η Αφροδίτη Κύπριδα,
θαμμένη είν΄ των Σαρακηνών η ναυαρχίδα,
π΄ ο Διγενής εβύθισε μαζί με τους κουρσάρους.
Την Κύπρο την αγαπημένη του δεν ήθελε,
ποτέ να αγγίξουν, ούτε και να μολύνουν.
Χρυσός, σμαράγδια ρουμπίνια και ζαφείρια,
που λεηλάτησε ο πειρατής φοβερός Σαρακηνός,
βυθίστηκαν, κλαίει, οδύρεται…
Τα βογγητά του υπόκωφα ακούγονται,
τις άγριες νύχτες του χειμώνα…
Μόν΄ εσύ θρυλικέ ακρίτα Διγενή μπορείς,
για να σηκώσεις, τον βράχο τον ασήκωτο.
Μόν΄η δική σου θεϊκή δύναμη,
τα δικά σου θεόρατα χέρια…
Όχι, τον κρυμμένο θησαυρό για να βρεις,
αλλά πίσω στον Πενταδάκτυλο,
να τον τινάξεις, τους Τούρκους,
απ΄ το βουνό σου το θρυλικό,
ν΄ αποτάξεις, ν΄ αντινάξεις, ν΄ αποδιώξεις.
Της Κύπρου το θρυλικό βουνό,
απ τα δεσμά τα τουρκικά να το λυτρώσεις.
Ατόφιο νησί Χρυσό, η Κύπρος είναι.
Ρουμπίνι η Κερύνεια, ο Καραβάς,
η Λάπηθος, Ροδοχρωσίτης η Μόρφου.
Σμαράγδια, ειν΄ η Μεσαρκά, τα Καρπάσια.
Από χρυσού ψείγματα, οι αμμουδιές,
της Σαλαμίνιας Αμμοχώστου, Κωνσταντίας…

το πανέμορφο διαμάντι.
Είν΄ η δική μας η κληρονομιά,
οι πρόγονοι μας οι ένδοξοι,
τα κτίσαν, τα γεννήσαν,
σε εμάς κληροδοτήσαν…
Εσαεί εις τους αιώνες των αιώνων.


Και ο Εθνικός μας ποιητής Κώστας Μόντης, έγραψε και λάλησε.

«Στιγμές της Εισβολής»

 

Είναι δύσκολο να πιστέψω πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας, είναι δύσκολο να πιστέψω πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας. Πικρή θάλασσα της Κερύνειας που πρέπει να αποσύρουμε πια τους στίχους που σου γράψαμε. Σκέψου να μας γίνει βραχνάς η οροσειρά της Κερύνειας σκέψου να την κοιτάμε με τρόμο, σκέψου να την υποψιαζόμαστε, σκέψου να τη μισάμε! Ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους Πενταδάκτυλέ μου, ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους.

 

Πενταδάχτυλος,

Ιούλιος - Αύγουστος 1974

 

Να που χρειάστηκε τώρα

Η μούντζα της απαλάμης σου,

Να που ξηγήθηκε τώρα

Η ανεξήγητη μούντζα της υψωμένης απαλάμης σου.

 

Μούντζωσέ μας, Πενταδάχτυλε ακριβέ,

έτσι π αφήσαμε τόσο άφρονα να τουρκοπατηθείς.

 

Κώστας Μόντης

Αυτά τα ολίγα προς εξαγωγή του αυτονόητου συμπεράσματος, ότι η Κύπρος από αρχαιοτάτων χρόνων είναι αναπόσπαστο σιαμαίο κομμάτι του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ…. Και σήμερα δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί στο αδηφάγο στόμα των βαρβάρων τουρκομογγόλων, όπως και κανένα άλλο νησί μας …. Θάλασσα και αέρας, που εδώ και 3000 χρόνια ΕΛΛΗΝΙΚΑ είναι και ΕΛΛΗΝΙΚΌΤΑΤΑ θα παραμείνουν…., φτάνει η μητέρα πατρίδα μεταξύ πολέμου και ντροπής να επιλέξει το πρώτο και όχι το δεύτερο, που κάποιοι ριψάσπιδες επέλεξαν το 1974 και Εάλω η Ελληνική Κύπρος…..

Το πρώτον επέλεγα οι ένδοξοι προγόνοι μας και στις Θερμοπύλες και στον Μαραθώνα και το 1821 και στους Βαλκανικούς πολέμους και στους Παγκόσμιους πολέμους και στον Απελευθερωτικό αγώνα ΕΟΚΑ 55-59 κ.α.


Επιμέλεια από συγγραφέα Αντώνιο Αντωνά, αδελφό εθνομάρτυρα με καταγωγή από Αγία Μεσαορία γη Αγίων και ηρώων.


( Πηγές: Αποσπάσματα από Ιστορικές Εγκυκλοπαίδειες, αρχαία κείμενα, άρθρα σύγχρονων συγγραφέων, Κυπριακή Ιστορία, πληροφορίες από ιστορικά κείμενα κοινής χρήσης, άρθρα και ιστορικά βιβλία του Α. Αντωνά κ.ά., με πρόσθετες πληροφορίες και σχόλια.)