7.4.22

Η Ρωσο-ουκρανική κρίση: Επιτακτική ανάγκη μιας ψύχραιμης κι αμερόληπτης εκτίμησης

 







Φίλιππου Νικολόπουλου 

Δρα Κοινωνιολογίας, Νομικού - πρ. Επίκ. Καθηγ. Φιλοσοφικής Σχολής Παν/μίου Κρήτης, 

πρ. Α/τή Καθηγητή Παν/μίου Ινδιανάπολης,

Γραμ. των Σχολών και της Κοσμητείας του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός»


Είν’  αλήθεια πως πάνω από ένα μήνα τώρα στην Ουκρανία εκτυλίσσεται μία τραγωδία. Ο ανθρώπινος πόνος και δυστυχία μας συνταράσσει ανεξάρτητα απ’  οποιαδήποτε λογική εκτίμηση αιτιών, παραμέτρων και διαπλοκής σκοπιμοτήτων. Επιτάσσει έναν αυτοτελή βαθύ σεβασμό.

Και βέβαια η εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων σε μια ανεξάρτητη και κυρίαρχη χώρα αποτελεί παραβίαση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και ως εκ τούτου είναι καταδικαστέα (όπως φυσικά και η εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων το 1974 στην Κύπρο ή η επίθεση των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, που μάλιστα βασίστηκε και σε ψευδή περί δήθεν κατοχής όπλων μαζικής καταστροφής από την κυβέρνηση του Σαντάμ Χουσεΐν, ή οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί της Γιουγκοσλαβίας το 1999 κ.ά.).

Ωστόσο πέραν από την σχεδόν παραπάνω αυτονόητη καταδίκη είναι σκόπιμο κανείς να σκεφθεί με ψύχραιμο τρόπο πώς φθάσαμε σ’  αυτή την τραγωδία κι αν υπήρχε τρόπος αυτή η τελευταία ν’  αποφευχθεί. Μ’  άλλα λόγια να αντιμετωπίσουμε τα τραγικά συμβάντα, πέρα από την κανονιστική (από πλευράς Δικαίου) διάστασή τους, και στις πραγματικές ιστορικοπολιτικές της διαστάσεις, που σαφώς περικλείουν ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων και σκοπιμοτήτων και σύγκρουση γεωπολιτικών σχέσεων. Πρέπει να προχωρήσουμε την ανάλυση πέρα απ’ τις «προσχηματικές δηλώσεις» περί ενός αγώνα της «δημοκρατίας» κατά της «απολυταρχίας» κλπ.

Και ήδη στο σημείο αυτό θα θυμήσω ό,τι είπε ο Αμερικανός στρατιωτικός σύμβουλος ο Mc Gregor σχετικά με την παρούσα κρίση:  «Ο Πούτιν έκανε ακριβώς ό,τι κάναμε εμείς το 1962 όταν απαιτήσαμε οι Σοβιετικοί πύραυλοι ν’ απομακρυνθούν από την Κούβα, διότι υπήρχε σοβαρότατο ζήτημα εθνικής ασφαλείας για τις ΗΠΑ. Ο Πούτιν είχε προειδοποιήσει τη Δύση αρκετά χρόνια πριν, αλλά εμείς υποτιμήσαμε τις προειδοποιήσεις του». Και προχώρησε παραπέρα λέγοντας ότι και «η Ουκρανία δεν είναι ένα πρότυπο φιλελεύθερης δημοκρατίας, ενώ παρουσιάζει δείκτη διαφθοράς μεγαλύτερο από εκείνον της Ρωσίας». Ο συγκεκριμένος Αμερικανός μίλησε με αντικειμενικότητα, ειλικρίνεια και ρεαλισμό.

Το ζήτημα τελικά είναι ευρύτερο και έχει περιπλοκή. Πρόκειται για αντίθεση Ρωσίας και Δύσης και ειδικότερα ΗΠΑ, όπου η πρώτη θέτει ζήτημα ασφάλειάς της, καθώς ήδη από το 2000 και μετά το ΝΑΤΟ επεκτείνεται διαρκώς προς τ’ ανατολικά, ενώ η ηγεσία των ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1990 είχαν υποσχεθεί το αντίθετο! Κατά κάποιο τρόπο η Ρωσία «αισθάνεται ότι περικυκλώνεται» από νατοϊκές βάσεις και πυραύλους. Ειδικά την Ουκρανία την θεωρούσε ότι ανήκει στη δική της ζώνη επιρροής (λόγω και παραδοσιακών ιστορικοπολιτισμικών δεσμών, αφού ο πρώτος ρωσικός πολιτισμός των Ρως αναπτύχθηκε γύρω από το Κίεβο), αν και βέβαια η σχέση της Ουκρανικής εθνικής οντότητας με τη ρωσική έχει περάσει από αρκετές διακυμάνσεις από τον 19ο αιώνα και μετά. Κατά κάποιο τρόπο η Ρωσία δικαιολόγησε, σύμφωνα με το δικό της σκεπτικό, την εισβολή της στο όνομα της προληπτικής αυτοάμυνας, πράγμα που στις διεθνείς σχέσεις λαμβάνεται υπόψη, αλλά φυσικά έχει επισημανθεί ότι ενίοτε η επίκλησή του είναι καταχρηστική (βλ. και περίπτωση Ισραήλ κατά παλαιστινιακών και άλλων αραβικών οργανώσεων που το μάχονται). 

Αλλά και το 2014, όταν ανετράπη ο τότε φιλορώσος πρόεδρος της Ουκρανίας, είναι γνωστό ότι υπήρξε ανάμειξη των Αμερικανών με σκοπό την εγκαθίδρυση φιλοδυτικής κυβέρνησης. Ήδη αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν παραδεχθεί τι μεγάλο ποσό χρημάτων διέθεσαν οι ΗΠΑ για την ανατροπή του 2014 (εκμεταλλευόμενες φυσικά και την αντιπάθεια μέρος του δυτικού Ουκρανικού λαού – λόγω κακών ιστορικών εμπειριών – προς τη Ρωσία). Και η νέα κυβέρνηση μετά το 2014 περιελάμβανε στους κόλπους της και στοιχεία νεοναζιστικά (δυστυχώς για πρώτη φορά μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο τέτοια στοιχεία περιελήφθησαν σε ευρωπαϊκή κυβέρνηση και είναι πραγματικά «περίεργο» πως οι δυτικές δυνάμεις που κόπτονται «για δημοκρατία κι ελευθερία» ανέχθηκαν μία τέτοια κατάσταση).

Ύστερα υπάρχει και το ζήτημα των ρωσόφωνων στις ανατολικές και νότιες περιοχές της χώρας. Οι Ρώσοι κατάγγειλαν γενοκτονία σε βάρος τους και είναι γνωστό ότι πιέζοντο υπερβολικά από τον Ουκρανικό στρατό και από τάγματα νεοναζιστικά και ακραία εθνικιστικά. Η συμφωνία Μινσκ 2 εξασφάλιζε δικαιώματα σε αυτούς, πράγμα που οι Ουκρανοί καταστρατηγούσαν. Φαίνεται λοιπόν ότι όλο το «δίκιο» δεν βρίσκεται μόνον στη μία πλευρά, ενώ όλο το «άδικο» έχει «συσσωρευτεί» στην άλλη πλευρά, ανεξάρτητα από την καταδίκη της ρωσικής εισβολής. Το πράγμα παρουσιάζει περιπλοκή. Και η Ρωσία πριν από την εισβολή είχε πραγματοποιήσει διαβήματα στη Δύση, στα οποία ζητούσε εγγυήσεις ασφαλείας σχετικά με αυτήν στη σχέση της με την Ουκρανία (μη είσοδος τελευταίας στο ΝΑΤΟ, μη εγκατάσταση πυρηνικών όπλων στο έδαφός της). Απάντηση όμως δεν έπαιρναν. Και το «ποτήρι ξεχείλισε» όταν ο κ. Ζελένσκυ πριν από την εισβολή εξέφρασε την επιθυμία του η χώρα του να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και ν’ αποκτήσει πυρηνικά όπλα, ενώ όταν ήταν υποψήφιος για την προεδρία της χώρας του δεν είχε παρουσιάσει τέτοιες θέσεις!

Ας είμαστε προσεκτικοί, λοιπόν, κι ας προσπαθήσουμε να είμαστε αμερόληπτοι στην εύρεση των πραγματικών αιτίων αυτής της τραγικής κατάληξης, πράγμα που μάλλον δεν συμβαίνει στα δυτικά μέσα επικοινωνίας. Ο ανταγωνισμός των ΗΠΑ και της Ρωσίας για ζώνες επιρροής, είναι δεδομένος, αλλά δεν νομίζουμε ότι η τελευταία κάποια ημέρα αποφάσισε να «κατακτήσει» την Ουκρανία και όχι να αμυνθεί, με το δικό της σκεπτικό πάντα που φυσικά δεν νομιμοποιεί την εισβολή, στη γεωπολιτική και στρατιωτική περικύκλωση που υφίσταται από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.

Η αντικειμενική ψύχραιμη ανάλυση των δεδομένων και συμβάντων βοηθά εξαιρετικά και στη χάραξη ορθής πολιτικής και στάσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στο όλο τραγικό πρόβλημα, αν πραγματικά πιστεύει ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να παραμένουν εσαεί το «μεγάλο αφεντικό του κόσμου».