31.3.22

«Γιατί πρώτα Έλληνες και μετά Ευρωπαίοι στο μυαλό και την καρδιά μας»-Κ.Καλογερίδου

 


Σε δυο μήνες από τώρα συμπληρώνονται 43 χρόνια από την ιστορική ημέρα που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, προσποιούμενος ότι σκουπίζει το φρύδι του, σκούπισε ένα δάκρυ ”συγκινημένος απ’ τη στιγμή θριάμβου του ευρωπαϊκού του οράματος”, όπως έγραψε τότε ο βρετανικός Guardian με αφορμή την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ (28 Μαΐου 1979).

Γράφει η

Κρινιώ Καλογερίδου
(Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)
   Η πατρίδα μας είχε κάνει ασφαλώς το πιο αποφασιστικό βήμα στη σύγχρονη ιστορία της. Ένα βήμα που θα καθόριζε την μετέπειτα οικονομική, κοινωνική και πολιτική της πορεία, χωρίς ωστόσο να τη διασφαλίσει αμυντικά έναντι της Τουρκίας  (όπως ήλπιζε ο πρώην πρωθυπουργός), με δεδομένο ότι η τελευταία είχε εγγράψει ήδη στο ποινολόγιο της ιστορίας της την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο το 1974.

Έκτοτε δεν ήταν λίγες οι φορές που οι Έλληνες — ακόμα και οι φιλοευρωπαϊστές (στον αντίποδα των… ”καθυστερημένων” οπαδών των σχημάτων του αριστεροδεξιού ευρωσκεπτικισμού και αντιευρωπαϊσμού που εμφανίστηκαν τις επόμενες δεκαετίες με σημαία τον κίνδυνο της εθνικής μας αυτοκατάργησης) — προβληματίστηκαν  βλέποντας τον διχασμό ή τριχασμό της ελληνικής κοινωνίας.

   Τον διχασμό και τριχασμό της βούλησης του ελληνικού λαού που μόνο ”καθυστερημένος” δεν ήταν και πολύ περισσότερο οπισθοδρομικός, με την έννοια της άρνησής του να εξελιχθεί ως να ήταν νοσταλγός του οθωμανικού παρελθόντος.

  Ήταν ένας λαός μάλλον απογοητευμένος, γιατί έβλεπε ότι η ευρωπαϊκή του ιδιότητα δεν κάλυπτε το πολυδιάστατο, την πολυμορφία και πολυποικιλία των Ελλήνων οι οποίοι, απ’ τη δεκαετία ακόμα του ’70, παράδερναν μεταξύ των φιλοσοβιετικών της Αριστεράς, των τριτοκοσμικών της Κεντροαριστεράς και των εμπαθών Ευρωπαίων του ΝΑΤΟϊκού… ”συνδικάτου” (κατά την αριστερή ορολογία), οι οποίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους πρώτα Ευρωπαίους και μετά Έλληνες.

   Κι αυτό το ίδιον των τελευταίων έγινε εξόφθαλμα προκλητικό μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991, που έγινε αφορμή για πολιτικές ανακατατάξεις στην Ελλάδα. Ήταν η εποχή που δρέπαμε τους καρπούς της ενταξιακής ευδαιμονίας μας μετά από επίπονη προσπάθεια χρόνων.

    Ευδαιμονίας που κορυφώθηκε με την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ (Μάρτιος 2000), η οποία — φευ! — πριμοδότησε τη φενάκη της λάμψης του ευρωπαϊσμού για τους πολλούς και τη δύναμη, το χρήμα και την εξουσία για τους λίγους.

   Γιατί αυτό έγινε, αφής στιγμής ο ευρωπαϊσμός μεταλλάχθηκε στην Ελλάδα σε μπλοκ εξουσίας που, με βάση το χρήμα των ευρωπαϊκών κονδυλίων, έστηνε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς για μπίζνες και πολιτικές καριέρες.

   Κι αυτό το εκμεταλλεύτηκαν πλήρως οι πολιτικοί τυχοδιώκτες της αθηναϊκής ελίτ της χώρας μας η οποία γεννοβολούσε πολιτικό προσωπικό χωρίς όραμα, το οποίο — ενώ όμνυε στο όνομα της Ευρώπης — έβλεπε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σαν ευκαιρία προσωπικής ανάδειξης εγκαταλείποντας κάθε υπόσχεση για αυτοτελή πολιτική, παραγωγή σκέψης και πράξης προς όφελος της πατρίδας.

 Έτσι οι Έλληνες κατανάλωναν… ευρωπαϊσμό χωρίς να συμμετέχουν στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Πράγμα που τους έκανε να νιώθουν μειονεκτικά και να γίνονται έρμαια της σύγκρουσης που επέφερε ο ιστορικός μετασχηματισμός στην Ευρώπη με πρώτο πιάτο στο τραπέζι τη ”σύγκρουση για την κυριαρχία μεταξύ τάξεων, κοινωνικών ομάδων, εθνικών συνόλων και συστημάτων σκέψης”, για την οποία μιλούσε προ ”βασιλείας” του ΣΥΡΙΖΑ ο μετέπειτα ΑΝΥΠΕΞ μας Νίκος Ξυδάκης.

   Σύγκρουση που εμπόδισε τους απλούς Έλληνες στην πλειοψηφία τους να κάνουν κτήμα τους και να μοιραστούν με τους άλλους λαούς της Ευρώπης την κοινή πνευματική και ηθική ζωή, τα κοινά ιδανικά και την κοινή ευρωπαϊκή παιδεία.

   Έτσι έμειναν με την εντύπωση ότι η έννοια της Ευρώπης ήταν ιδέα υπό κατασκευή που αφορούσε τους λίγους της ηγεμονεύουσας ελίτ της και όχι τους πολλούς σκεπτόμενους πολίτες της οι οποίοι — αν εξαιρέσουμε τα 4 δέλτα τα οποία υπερασπιζόταν η Ευρώπη με θέρμη (Δημοκρατία, Δικαιώματα του ανθρώπου, Διάλογος και Διανομή αγαθών) — έβλεπαν να χάνονται τα κατακτημένα τους σε οικονομικό, κοινωνικό και εθνικό επίπεδο.

   Ήδη ο χρόνος τρέχοντας είχε φέρει δημογραφική κάμψη στα κράτη-μέλη της ΕΕ την οποία πλαισίωναν η ανεργία, η ανισότητα και η εξασθένηση της δημοκρατίας. Κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα τη διαρκή παράκαμψη της βούλησης των λαών της προς χάριν των συμφερόντων των λίγων οι οποίοι κανοναρχούσαν ανέκαθεν (με μεγαλύτερη επίταση την τελευταία εικοσαετία) τις τύχες της Ευρώπης από κοινού με την Αμερική.

   Κι αυτό χτυπούσε καμπανάκια σε μας τους Έλληνες, γιατί είχε θαμπώσει εντωμεταξύ στη συνείδησή μας η εικόνα του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της ΕΕ με αφορμή είτε την οικονομική κρίση είτε την άνιση μεταχείριση της Ελλάδας απ’ την Βορειοατλαντική Συμμαχία και την Αμερική σε σύγκριση με την Τουρκία.

   Έτσι φτάσαμε το 2018 — με βάση έρευνα της Public Issue για τη γνώμη μας έναντι του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, με αφορμή μια μίνι κρίση με την Τουρκία λόγω της απόπειρας του ερευνητικού σκάφους της ”Μπαρμπαρός” να μπει σε τμήμα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας για σεισμικές έρευνες — να εκτιμούμε κατά 82% ότι η ισχύς της χώρας μας μειώνεται ή στην καλύτερη παραμένει στάσιμη μέσα στο ΝΑΤΟ (με το 62% να έχει αρνητική άποψη γι’ αυτό) και κατά 49% ότι η χώρα μας δεν ωφελείται από τη συμμαχία μας με τις ΗΠΑ.

   Τώρα θα μου πείτε ότι μεσολάβησαν έκτοτε τέσσερα χρόνια στο διάστημα των οποίων άλλαξαν πολλά και πρώτα απ’ όλα προσδεθήκαμε πιο σφιχτά στο αμερικανικό άρμα. Κλίναμε το γόνυ στην Μέρκελ το ’19 χωνεύοντας δια παντός την λιμνιαία συμφωνία στις Πρεσπες, ενώ γίναμε στρατηγικοί σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών δίνοντάς τους τη γη και το ύδωρ μας σε βάσεις.

  Κι εγώ θα συμφωνήσω μαζί σας προσθέτοντας το πιο ανησυχητικό που πραγματικά με φοβίζει. Κι αυτό που με φοβίζει είναι ότι εμφανίζονται όλο και πιο συχνά στα ΜΜΕ και τα ΜΚΔ Έλληνες που, με πρόσχημα το Ουκρανικό και την αγανάκτησή τους για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, εκδηλώνουν ”γενιτσαρικές” τάσεις υιοθετώντας νεωτερικά στερεότυπα του τύπου ”πρώτα Ευρωπαίος και μετά Έλληνας”, κατά τα πρότυπα των Ελλήνων της Τουρκοκρατίας οι οποίοι δήλωναν ανερυθρίαστα το ”πρώτα Οθωμανός και μετά Έλληνας”…

   Το ευτύχημα είναι ότι η μεγάλη μάζα των Ελλήνων τους έχει γυρίσει την πλάτη, καθώς έχει αντιληφθεί ότι εκπροσωπούν την δουλικότητα και τον διακομματικό ραγιαδισμό που προτείνει σαν μοναδικά μέσα εθνικής επιβίωσης τον ραγιαδισμό και τον κατευνασμό  έναντι της Τουρκίας.

  Τον ραγιαδισμό και το σκύψιμο του Χατζηαβάτη που παραπέμπει στο εθνικό πλέγμα δουλικότητας το οποίο μας οδηγεί σε εκρήξεις μιμητισμού και  μόνιμες υποχωρήσεις έναντι των ξένων, σε βαθμό που να διευκολύνουμε τις παρεμβάσεις τους στην Εξωτερική  πολιτική μας.

  Το δυστύχημα είναι ότι οι εν λόγω συμπατριώτες μας, έφτασαν να θεωρούν επίτευγμα την αφομοίωσή τους απ’ τον πολιτιστικό οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης σε βάρος της ελληνικότητας και της γλώσσα μας.

  Όσοι μάλιστα απ’ αυτούς έχουν σπουδάσει σε χώρες της Εσπερίας και διαχειρίζονται ως ”άριστοι” τους αρμούς της εξουσίας στη χώρα μας από θέσεις-κλειδιά, δεν διστάζουν να προωθούν αρμοδίως τις ζημιογόνες για τα εθνικά μας συμφέροντα προτάσεις τους οι οποίες έρχονται και ξαναέρχονται στην επικαιρότητα από εκπροσώπους αναλυτές ελληνικών και ξένων think tanks (συμπεριλαμβανομένων και αυτών της Τουρκίας)…

   Το εξοργιστικό του πράγματος μάλιστα είναι ότι προφασίζονται πως ”κοιτούν μακριά” υπερφαλαγγίζοντας κεκτημένα αιώνων τα οποία η Ελλάδα υπερασπίζεται μέχρι τώρα αμυνόμενη έναντι της επεκτατικής βουλιμίας που έχει εμφιλοχωρήσει στη στρατηγική της ”Γαλάζιας Πατρίδας” της Τουρκίας.

   Τώρα θα με ρωτήσει κανείς απ’ αυτούς:

 – Φοβάστε την Ευρώπη και τα λέτε αυτά;

 – Όχι, δε φοβάμαι την Ευρώπη των οραμάτων της εποχής του  Καραμανλή, θα σας έλεγα με ειλικρίνεια, αλλά την έλλειψη οραμάτων των σύγχρονων ηγετών της Ευρώπης και των Ελλήνων που θέτουν ως προτεραιότητα τις ανάγκες της έναντι των δικών μας.

   Δεν φοβάμαι την Ευρώπη που αποζητούσαμε χρόνια, μιας και αυτή γεννήθηκε από μας (το λέει και το όνομά της, άλλωστε). Όμως, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να προηγείται στο μυαλό και την καρδιά μας η Ελλάδα. ‘Επειτα, θα πρέπει να ομολογήσω ότι η σημερινή Ευρώπη κάνει ό,τι μπορεί για να μας αποξενώσει με το να απομακρύνεται αργά αλλά σταθερά από τις αρχές της ίδρυσής της.

   Σε βαθμό μάλιστα που φοβίζει με τις φιλογερμανικές τάσεις της και την ”ευαλώτητά” της στην αμερικανική πολιτική. Επιπλέον, ό,τι την καθιστούσε μέχρι χθες θελκτική (η άρνησή της να αλλοτριώσει τις συνειδήσεις των Ευρωπαίων πολιτών, γιατί δεν τους θέλει μίμους και καθρέφτες της, αλλά ανεξάρτητες προσωπικότητες που κρατούν την μοναδικότητά τους), δείχνει να τίθεται υπό αίρεση σήμερα, με αποτέλεσμα να ποδηγετούνται τα περισσότερα μέλη της ΕΕ από την γερμανική επιρροή.

   Κι αυτό είναι κάτι πολύ επικίνδυνο, ειδικά αν φέρει κανείς στο μυαλό του ότι — την ώρα που χιλιάδες Γερμανοί διαδήλωναν συμβολικά στην Πύλη του Βραδεμβούργου κατά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία — ο Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτς (σε ομιλία του στην γερμανική Βουλή), ξεχνώντας την απόφαση της Συνθηκολόγησης του 1945 η οποία επέβαλε στη Γερμανία να μην εξοπλίζεται, δεσμεύτηκε για αμυντικό προϋπολογισμό 100 δισ. ευρώ (πάνω από το 2% του ΑΕΠ της χώρας του) με τη δικαιολογία ότι ανταποκρίνεται σε πάγιο αίτημα του ΝΑΤΟ…

Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)

https://www.militaire.gr/