17.1.22

Δημήτρης Νατσιός: Γλωσσική ἀποκολοκύνθωση



 Στὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, στὴν Ἐθνοσυνέλευση τῆς Τροιζήνας συνέβῃ τὸ ἑξῆς περιστατικό.

 
Οἱ πληρεξούσιοι, ὅπως ἔλεγαν τότε τοὺς βουλευτὲς τοῦ νεοσύστατου ἑλληνικοῦ κράτους, συνεδρίαζαν στὰ χωράφια καὶ τὰ περιβόλια, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας.
 
Ὅλοι τους κάθονταν σταυροπόδι, κάτω στὸ χῶμα, καὶ μόνον ὁ Κολοκοτρώνης ἦταν σκαρφαλωμένος στὴ διχάλα μιᾶς λεμονιᾶς. Κάποτε, λοιπόν, ἤθελαν νὰ ψηφίσουν ἕνα νομοσχέδιο καὶ μερικοὶ πληρεξούσιοι πρότειναν νὰ κοπεῖ στὸ κείμενο τοῦ νομοσχεδίου ἡ φράση «ἐν αὐτῇ». Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνελεύσεως προσπαθοῦσε νὰ τοὺς πείσει πὼς δὲν ἦταν σωστὸ νὰ περικοποῦν οἱ δύο αὐτὲς λέξεις, ἡ φράση «ἐν αὐτῇ», γιατί θὰ ἀλλοιωνόταν ὅλο τὸ νόημα τοῦ σχετικοῦ ἄρθρου. Κάποια στιγμὴ δύο πληρεξούσιοι σηκώθηκαν ὀργισμένοι ἀπὸ τὶς «θέσεις» τους καὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν πρὸς τὸ προεδρεῖο:
 
-    Νὰ κοπεῖ τὸ «ἐν αὐτῇ». Ναί, νὰ κοπεῖ.
 
-    Τὸ «ἐν αὐτῇ» νὰ κοπεῖ ὁπωσδήποτε, ὁ ἄλλος.
 
-    Ὄχι, δὲν κόβετε τό «ἐν αὐτῇ» καὶ ἡ συνεδρίαση ἐξελισσόταν σὲ σύρραξη.
Ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ λαγοκοιμόταν, ἀφήνοντας τοὺς λογιότατους νὰ ἐρίζουν, μὲ τὴν ἀκατανόητη, γι᾿ αὐτόν, στεγνὴ καὶ τυποποιημένη γλῶσσα τους. Ἀκούγοντας ὅμως τὰ λόγια καὶ τὴν φασαρία, πήδηξε μ᾿ ἕνα σάλτο κάτω ἀπὸ τὴν λεμονιὰ καὶ πηγαίνοντας κατ᾿ εὐθεῖαν πρὸς τὸ προεδρεῖο, ἔξαλλος ἄρχισε νὰ ρωτᾷ:
 
- Τίνος τὸ αὐτὶ θὰ κόψετε, ὠρὲ πατριῶτες; 
Τόσο μεγάλο ἔγκλημα ἔκανε ὁ ἄνθρωπος; Ντροπή μας Ἕλληνες. Ἐμεῖς ἀγωνιστήκαμε τόσα χρόνια γιὰ νὰ διώξουμε τὸν τύραννο καὶ τώρα θ᾿ ἀρχίσουμε νὰ κόβουμε τὰ αὐτιὰ τοῦ κοσμάκι;
 
Μέσα σ' ἕνα πανδαιμόνιο ἀπὸ γέλια, χρειάστηκε νὰ ἐπέμβει ὁ Πρόεδρος, γιὰ νὰ ἐξηγήσει στὸν Κολοκοτρώνη ὅτι παρεξήγησε τὰ πράγματα. Στὸ τέλος, βέβαια, κατάλαβε καὶ ὁ Κολοκοτρώνης τὴν γκάφα του καὶ τοὺς εἶπε χαμογελῶντας:
 
 
-    Ἔ! Καλὰ δά, δὲν εἶναι καὶ τίποτα σπουδαῖο, ὠρὲ γραμματιζούμενοι. Πῶς θέλετε νὰ καταλάβω, ἐγὼ ὁ σκράπας, τὶς ἑλληνικοῦρες σας. Λέξεις κόψτε ὅσες θέλετε, αὐτιὰ μιὰ φορὰ νὰ μὴν πειράξετε, γιατί θὰ ᾿χουμε ἄσχημα ξεμπερδέματα. Εἶπα κι ἐγὼ παλάβωσαν οἱ καλαμαράδες... Τί κόρακα μαθές.
 
Τὸ θυμήθηκα τὸ ὡραῖο περιστατικὸ ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ ἥρωα γιὰ δύο λόγους. Πρῶτον, γιατί πάντοτε μὲ συγκινεῖ ὁ λόγος τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Εἰκοσιένα καὶ φροντίζω, τέτοια εὐθαλῆ καὶ μυρίπνοα ἄνθη τῆς ἱστορίας μας, νὰ τὰ μοιράζομαι μὲ τοὺς μαθητές μου καί, δεύτερον, γιατί καὶ σήμερα συνεχίζεται ἡ τακτική τῶν τότε πληρεξούσιων ἀπὸ τοὺς τωρινούς... πληρεξουσιαστὲς (ἂν μοῦ ἐπιτρέπεται ὁ νεολογισμός). Χρησιμοποιοῦν λέξεις ἢ φράσεις καινοφανεῖς ἀντικαθιστῶντας παλιὲς καὶ γνωστές, δυσάρεστες καὶ ἀποτρόπαιες.
 
Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ οὐσιαστικὰ καθήκοντα τῶν ἐξουσιῶν, ἰδίως στὴν σημερινὴ συγκυρία, συνίσταται στὸ νὰ βαπτίζουν, μὲ λαοφιλὲς λέξεις ἢ οὐδέτερες ἢ νὰ ἐπινοοῦν νέες, τὰ πράγματα ποὺ οἱ λαοὶ ἀπεχθάνονται μὲ τὰ παλιά τους ὀνόματα. Ἡ δύναμη τῶν λέξεων εἶναι τόσο μεγάλη, ποὺ ἀρκοῦν ὅροι καλὰ ἐπιλεγμένοι, γιὰ νὰ τοὺς κάνουν νὰ δεχτοῦν τὰ πιὸ μισητὰ καὶ καταστροφικὰ πράγματα.
 
Παράδειγμα. Ἐφευρέθηκε παλαιότερα μιὰ τρισάθλια λέξη, ἡ «κινητικότητα», γιὰ νὰ καλύψει καὶ νὰ καρυκεύσει τὴν ἀπεχθῆ λέξη ἀπόλυση. Σὲ τέτοιες λέξεις εἶχε διαπρέψει τὸ ΠΑΣΟΚ, ἐπὶ Ἀνδρέα κυρίως. Χρησιμοποιοῦσε, λόγῳ ἰδεοπενίας, λέξεις μὲ λαμπυρίζον περιτύλιγμα-ἀνανέωση, ἀνασυγκρότηση, ἀλλαγή, μεταρρύθμιση- στὶς ὁποῖες, ἐὰν ἔξυνες τὸ κέλυφος καὶ τὶς ξεφλούδιζες, εἰσέπνεες τὶς ἀναθυμιάσεις ποὺ ἔκρυβαν. (Ὁ γενέθλιος βέβαια χῶρος αὐτοῦ τοῦ γλωσσικοῦ πονηρεύματος, εἶναι τὸ ΚΚΕ, ποὺ διαμορφώθηκε ἀπὸ τὰ μέσα περίπου τῆς δεκαετίας τοῦ '30. Ἡ γνωστὴ «ξύλινη γλῶσσα»).
 
Νὰ ἀπαριθμήσω καὶ ἄλλες τέτοιες λέξεις ἢ φράσεις-πτώματα τυμπανιαίας ἀποφοράς. Συμφωνία τῶν Πρεσπῶν ἀντὶ γιὰ προδοσία, μνημόνια ἀντὶ γιὰ ξεπούλημα καὶ ἐκποίηση τῆς πατρίδας, διαρθρωτικὲς ἀλλαγές, εὐελιξία, ὁριζόντιες ἢ κάθετες περικοπές, τὸ τρένο τῆς ἀνάπτυξης, διεύρυνση τῆς φορολογικῆς βάσης, «ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ», ἐργαστήρια δεξιοτήτων, διαφορετικότητα καὶ λοιπὰ καὶ λοιπά. Καί, ὅπως προεῖπα, ἂν ἀφαιρέσεις τὸ φανταχτερὸ βερνίκι κρύβονται δράματα, ἀνθρώπινες τραγωδίες, δυστυχία, προστυχιὲς καὶ ἀγραμματοσύνη.
 
Στὸ σχολεῖο ἀκολουθεῖται ἄλλη τακτική, προαγωγὸς τῆς περιρρέουσας ἀγλωσσίας. Πέραν τοῦ ὅτι ἀπουσιάζουν λέξεις ἑδραῖες καὶ ὑψηλές-ἐλευθερία, δικαιοσύνη, ἀξιοπρέπεια, ἐντιμότητα, ἡρωισμός-κυριαρχεῖ περίπου αὐτὸ ποὺ ὁ Σεφέρης ἀποκαλοῦσε «ἀριστερὴ καθαρεύουσα». («Δοκιμές»). Μακροπερίοδες, δυσνόητες καὶ δυσανάπνευστες φράσεις, ἄγονοι καὶ ἐπαναληπτικοὶ πλατυασμοί, στερεότυπη μεγαλορρημοσύνη, ἀσκήσεις γλωσσικὲς ποὺ ὑπερβαίνουν τὸ λεξιλόγιο καὶ τὴν ἡλικία τῶν παιδιῶν, γεγονός, ποὺ αἰτιολογεῖ τὴν ὕπαρξη βοηθημάτων ἀπὸ τὴν Α' κιόλας Δημοτικοῦ.
 
Παραπέμπω σὲ δύο κείμενα δυσνόητης καὶ ἀνόητης γραφῆς, τὰ ὁποῖα περιέχονται σὲ βιβλία Γλώσσας, Δημοτικοῦ καὶ Γυμνασίου. Τὸ πρῶτο εἶναι ἀπὸ τὸ βιβλίο Γλώσσας, τετράδιο ἐργασιῶν, Β' Δημοτικοῦ, β' τεῦχος, σελ. 10.
 
«Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ ἤτανε ἕνας σκύλος ποὺ δὲν ἤξερε νὰ γαβγίζει. Δὲ γάβγιζε, δὲ νιαούριζε, δὲ μουγκάνιζε, δὲ χλιμίντριζε, δὲν ἤξερε νὰ κάνει καμιὰ φωνὴ ζώου. 
 
Ἤτανε ἕνα μοναδικὸ σκυλί, ποὺ ποιός ξέρει πῶς κατέφτασε ἀπὸ ἕναν τόπο ὅπου δὲν ὑπήρχανε σκυλιά. Τὸ ἴδιο δὲν καταλάβαινε πὼς τοῦ ἔλειπε τίποτα. Οἱ ἄλλοι τοῦ ἀνοίξανε τὰ μάτια. Τοῦ λέγανε:
 
-Μὰ ἐσὺ δὲ γαβγίζεις;
 
-Δὲν ξέρω, εἶμαι ξένος.
 
-Ἄκου ἀπάντηση! Δὲν τὸ ξέρεις πὼς τὰ σκυλιὰ γαβγίζουν;
 
Ὁ σκύλος δὲν ἤξερε τί νὰ ἀπαντήσει. Δὲν ἤξερε ὅμως νὰ γαβγίζει κι οὔτε ἤξερε πῶς νὰ μάθει».
 
(Τζιάνι Ροντάρι, «Παραμύθια γιὰ νὰ σπᾶτε κέφι», εκδ. Κέδρος);
 
Τὸ δεύτερο, ἀπὸ τὰ «Κείμενο Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας», Γ' Γυμνασίου, σελ. 71. Ἀναφέρεται στοὺς Φαναριῶτες καὶ τοὺς Ρομαντικούς.
 
«Οἱ ρομαντικοὶ προβάλλουν τὸ ἐγὼ ὡς ὑπέρτατο ἐκφραστὴ αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Κύριο χαρακτηριστικό τους ἡ διχασμένη τους συνείδηση ἀνάμεσα στὴν ὀξεῖα κοινωνικὴ κριτικὴ καὶ τὴ μελαγχολικὴ ἀποξένωση, ἀνάμεσα στὴ σύμπραξη μὲ τὰ ἐπαναστατικὰ κινήματα τῆς ἐποχῆς καὶ στὴν ἀνία, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐξιδανίκευση τοῦ πρόωρου θανάτου.
 
Στοιχεῖα καὶ θέματα ἀπὸ τὸ κλίμα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ρομαντισμοῦ ἀπαντοῦν συχνὰ στὸ ἔργο τῶν ποιητῶν τῆς πρώτης ἀθηναϊκῆς (ἢ φαναριώτικης) σχολῆς, τὰ χρονικὰ ὅρια της τὰ ὁποῖα ὁρίζονται ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ὡς τὰ 1880. Ὡστόσο, καὶ παρὰ τὶς σποραδικὲς ἐμφανίσεις βυρωνικῶν ἐξάρσεων, ὁ ἀθηναϊκὸς ρομαντισμὸς χαρακτηρίζεται ἐξαρχῆς ἀπὸ τὴν ἐπιδίωξη μορφικῆς ἐπιμέλειας καὶ θεματικῆς εὐπρέπειας τόσο, ὥστε ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις νὰ μοιάζει συγγενέστερος πρὸς τὴν ποιητικὴ τοῦ νεοκλασικισμοῦ ἤ, ὅπως ἔχει ὑποστηριχτεῖ, νὰ ἀποτελεῖ μία ἰδιάζουσα «τοπικὴ» ἐκδοχὴ ρομαντικοῦ νεοκλασικισμοῦ».
 
Ἐρώτηση: βγαίνει νόημα ἀπὸ τὰ δύο κείμενα; Μπορεῖ ἕνα 7χρονο παιδὶ νὰ «ἀποκρυπτογραφήσει» τὸν κωφὸ καὶ ἄλαλο σκύλο (ὑπάρχουν σκυλιὰ ποὺ δὲν γαβγίζουν; ἀγνοῶ), ἢ ἕνας 15χρονος τὶς θολοκουλτουριάρικες τιποτολογίες τοῦ δεύτερου κειμένου;
 
Ἀνακεφαλαιώνοντας: ἀπὸ τὴν μιὰ ἀλλοίωση ἐννοιῶν, ἀσαφεῖς νεολογισμοὶ καὶ ἀπόκρυψη λέξεων, οἱ ὁποῖες εἶναι «σημαῖες» ἀγώνων τοῦ λαοῦ-ἐλευθερία, ἐθνικὴ ἀξιοπρέπεια καὶ ἀνεξαρτησία-καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη σύγχυση καὶ ἀσάφεια. Ποῦ καταλήγουμε; Στὴν «γλωσσικὴ ἀποκολοκύνθωση» ποὺ θὰ ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος Σ. Καργάκος.

Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς