5.12.21

Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη - Δεκέμβριος 1944: Το οχυρό που δεν έπεσε



Την ημέρα της 5ης Δεκεμβρίου οι άνδρες του Συντάγματος άκουγαν τους θορύβους των μαχών που είχαν ξεσπάσει στα διάφορα αστυνομικά τμήματα των Αθηνών. Στην περιοχή τους επικρατούσε ηρεμία αλλά μόλις σουρούπωσε εμφανίσθηκαν ύποπτοι τύποι οι οποίοι παρατηρούσαν τους στρατώνες. Επρόκειτο για τους ανιχνευτές μιας τεράστιας δύναμης ΕΛΑΣιτών η οποία αποτελείτο από δυο συντάγματα του ΕΛΑΣ με βαρύ οπλισμό καθώς και από εφεδρικά τμήματα που είχαν οργανωθεί στις συνοικίες Παγκρατίου, Βύρωνος, Καισαριανής, Γούβας, Καλλιθέας, Νέου Κόσμου, Πετραλώνων, Κατσιποδίου, Δουργουτίου κλπ. Την νύκτα οι δυνάμεις αυτές προωθήθηκαν σε θέσεις γύρω από το Σύνταγμα. Τα παρατηρητήρια της Χωροφυλακής άκουγαν όλο το βράδυ θορύβους από κινήσεις τροχοφόρων και βαδίσματος μεγάλων ομάδων πεζοπόρων τμημάτων.

Ήταν πια φανερό ότι πλησίαζε η ώρα της επίθεσης. Ο διοικητής συνταγματάρχης Σαμουήλ, κάλεσε τους αξιωματικούς και τους απηύθυνε, με φωνή που παλλόταν από συγκίνηση, τα πιο κάτω απλά, αλλά συγκλονιστικά για την απλότητα της έκφρασης τους λόγια:

Παιδιά μου, σήμερα ή αύριο θα αντιμετωπίσουμε πολυάριθμο, επικίνδυνο και καλά εξοπλισμένο εχθρό, φανατικό στην εγκληματική του ιδεολογία. Πρέπει να αγωνιστούμε όλοι μας με την ίδια αποφασιστικότητα και την ίδια πίστη που επέδειξε το σώμα της Χωροφυλακής από τα παλιά χρόνια μέχρι σήμερα Πιθανόν να υποχρεωθούμε να αμυνθούμε μέχρις εσχάτων, και πιθανόν να χρησιμοποιήσωμεν και την λόγχη, ακόμα και να έλθωμεν σώμα με σώμα με τους κομμουνιστές. Η θυσία για την πατρίδα πρέπει να μας εμπνέει και το υπέρτατο χρέος προς την τιμή των όπλων μας, πρέπει να μας οιστρηλατεί. Καμιά ανθρώπινη δύναμη στον κόσμο δεν είναι δυνατόν να μας λυγίσει και να μας υποτάξει, όταν έχουμε μπροστά μας το παράδειγμα των Σουλιωτών και των πολιορκημένων του Μεσολογγίου, που αναγκάστηκαν να τρέφονται και με φύλλα δένδρων ακόμα για να μην παραδοθούν. Η Ελληνική ιστορία είναι γεμάτη από δάκρυα και αίμα, ηρωισμούς και θυσίες. Γι’ αυτό συνεχίζει τον ένδοξο δρόμο της η αθάνατη αυτή φυλή που λάτρεψε την ανδρεία και θεοποίησε την παλικαριά. Δεν θα λογαριάσουμε τον αριθμό των αντιπάλων μας. Τον Οκτώβριο του 1940 το ίδιο πράξαμε. Η ανδρειωμένη ψυχή της φυλής μας δεν λογάριασε τα εκατομμύρια των λογχών του εχθρού, γιατί η παλικαριά δεν μετριέται με τον πήχη, ούτε ζυγίζεται. Δημιουργεί, εξυψώνει και επιτυγχάνει θαύματα. Ο εχθρός δεν πρέπει να καταλάβει το οχυρό μας.

«ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ»

Αυτό είναι το σύνθημα μας, αυτές οι λέξεις πρέπει να σας εμπνέουν και να σας καθοδηγούν.


«ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ»

Φώναξαν αμέσως οι Χωροφύλακες.

Στις 05:00 της 6ης Δεκεμβρίου, ο διοικητής εξωτερικής αμύνης, Ταγματάρχης Συμινελάκης επιθεώρησε όλα τα εξωτερικά φυλάκια. Λίγο αργότερα, στις 05:45, επιστρέφοντας, καθώς περνούσε την νότια πύλη ακούσθηκαν 6 πυροβολισμοί από περίστροφο από κάποιο σπίτι σε παρακείμενη οδό. Αμέσως αντήχησαν οι καμπάνες των εκκλησιών στις γύρω συνοικίες, σαλπίσματα και αλαλαγμοί καθώς οι πυροβολισμοί αυτοί ήταν το σύνθημα για την πρώτη γενική επίθεση των ΕΛΑΣιτών. Μετά την παρέλευση λίγων δευτερολέπτων ένας καταιγισμός από πυρά αυτόματων όπλων και τυφεκίων, εκρήξεων χειροβομβίδων, ομαδικών βολών όλμων και πυροβόλων κτύπησε τους στρατώνες της Χωροφυλακής. Το προπαρασκευαστικό αυτό πυρ διήρκεσε επί μιάμιση ώρα αποσκοπώντας στην δημιουργία απωλειών ανάμεσα στους υπερασπιστές του Μακρυγιάννη αλλά και στον κλονισμό τους ώστε να προβάλλουν ασθενική αντίσταση. Ιδιαίτερα καταστρεπτικά ήταν τα πυρά από τα ορειβατικά πυροβόλα των κομμουνιστών που ήταν ταγμένα στους λόφους Αρδήττου και Φιλοπάππου και που εχειρίζοντο έμπειροι Γερμανοί και Ιταλοί λιποτάκτες.

Το επιτελείο των ΕΛΑΣιτών, ευθύς εξ’ αρχής είχε αντιληφθεί ότι για να καταστεί δυνατή η επίθεση στο Σύνταγμα έπρεπε να εξαλειφθούν τα εξωτερικά φυλάκια καθώς αυτά κάλυπταν όλες τις προσβάσεις προς τους στρατώνες με αποτέλεσμα να απαγορεύουν την προσέγγιση σε αυτούς και να προκαλούν βαρείες απώλειες στους επιτιθεμένους. Στις 07:00, λόχοι του ΕΛΑΣ πλαισιούμενοι από μάζες ενόπλων πολιτών, ανδρών και γυναικών, των εφεδρικών μονάδων του ΕΛΑΣ, εξόρμησαν με αλαλαγμούς κατά των οικιών που περίστοίχιζαν τους στρατώνες και τα φυλάκια. Οι τακτικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ στράφηκαν κυρίως κατά των φυλακίων ενώ οι εφεδρικές παρενοχλούσαν το Σύνταγμα εκτοξεύοντας αυτοσχέδιες εμπρηστικές βόμβες, δέσμες δυναμιτών και χειροβομβίδες από τις ταράτσες και τα παράθυρα των κοντινών πολυκατοικιών. Αρκετές ομάδες άνοιξαν οπές στους τοίχους των οικιών προσπαθώντας να φθάσουν στα φυλάκια μέσα από τα συγκεκαλυμμένα αυτά δρομολόγια.


Σύντομα κύριο στόχο των ΕΛΑΣιτών απετέλεσε το 7ο Φυλάκιο καθώς απαγόρευε την προώθηση τους από τις οδού Βεΐκου, Φαλήρου και Δημητροπούλου, οι οποίες αποτελούσαν τις κύριες οδούς προσέγγισης των ανταρτών προς το στρατόπεδο από τον Νότο. Οι 22 άνδρες του φυλακίου είχαν κατανεμηθεί σε διάφορους ορόφους ώστε να υπερασπίσουν την τετραώροφη πολυκατοικία. Στην ταράτσα ευρίσκετο ο διοικητής του φυλακίου Μοίραρχος Παπακώστας και 9 χωροφύλακες, στον τρίτο όροφο 5 χωροφύλακες, δυο στην πλευρά της ταράτσας προς την οδό Χατζηχρήστου, δύο στην πλευρά της ταράτσας προς την οδό Μακρυγιάννη ενώ στον πρώτο όροφο δυο χωροφύλακες και ένας ένοικος της πολυκατοικίας, ο Ταγματάρχης Πεζικού Θ. Ντούνης.

Η επίθεση των ΕΛΑΣιτών με κάθε είδους πυρά ήταν σφοδρότατη. Η ταράτσα εθερίζετο από διασταυρούμενα πυρά και γρήγορα δυο χωροφύλακες τραυματίσθηκαν. Τουλάχιστον 400 ΕΛΑΣίτες είχαν αφοσιωθεί στην εκπόρθηση του φυλακίου το οποίο τους προκαλούσε βαρείες απώλειες. Γύρω στις 10.00 τα πυρομαχικά των χωροφυλάκων είχαν σχεδόν εξαντληθεί. Το αίτημα των υπερασπιστών για αποστολή πυρομαχικών και έξοδο του άρματος δεν ικανοποιήθηκε καθώς το δεύτερο είχε υποστεί βλάβη ενώ οι δρόμοι ήταν πεδία θανάτου από τις χιλιάδες βολίδες και τα θραύσματα των εκρήξεων από όλμους που τους όργωναν.

Μετά από λίγο ο Μοίραρχος Παπακώστας και ο Ταγματάρχης Ντούνης τραυματίσθηκαν ενώ ο χωροφύλακας Γρυπαίος καταπλακώθηκε από ερείπια, κατόπιν μιας εύστοχης βολής όλμου. Με την ταράτσα σε κατάσταση κατάρρευσης οι χωροφύλακες υπό τον Παπακώστα και οι χωροφύλακες του τρίτου ορόφου αποσύρθηκαν στον δεύτερο όροφο. Μια πρόταση για απελπισμένη έξοδο προς τους στρατώνες απερρίφθη ως αυτοκτονία ενώ μια προσπάθεια να κληθούν ενισχύσεις μέσω της αποστολής του χωροφύλακα Βισβίκη απέτυχε.

Στις 12:00 μια ομάδα ΕΛΑΣιτών κατόρθωσε να ανατινάξει την κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας με δυναμίτη ενώ μια άλλη με τον ίδιο τρόπο εισήλθε στο υπόγειο. Αμέσως μεγάλος αριθμός ΕΛΑΣιτών άρχισε να κατακλύζει την πολυκατοικία και να ανεβαίνει τις σκάλες προς τον δεύτερο όροφο. Στην σκάλα του δευτέρου ορόφου εδόθη μάχη σώμα με σώμα μεταξύ των χωροφυλάκων και των ΕΛΑΣιτών αρκετοί από τους οποίους έπεσαν μαχαιρωμένοι καθώς μόνο οι ξιφολόγχες είχαν απομείνει στους περισσότερους υπερασπιστές ως χρήσιμο όπλο. Τελικά ΕΛΑΣίτες, οι οποίοι ανέβηκαν από την σιδερένια σκάλα υπηρεσίας στον δεύτερο όροφο, επιτέθηκαν εκ των όπισθεν στους υπερασπιστές, οι οποίοι κατάκοποι, τραυματισμένοι και ουσιαστικά άοπλοι συνελήφθησαν ζωντανοί, εκτός τριών που κατόρθωσαν και διέφυγαν.

Οι αιχμάλωτοι ξεγυμνώθηκαν και περιφέρθηκαν στις παρακείμενες οδούς υφιστάμενοι κτυπήματα από κοντάκια όπλων και ρόπαλα, χαστουκιά, κλωτσιές και μαχαιριές από έναν αφηνιασμένο όχλο. Ολόκληρη την νύκτα της 6ης προς 7ης Δεκεμβρίου βασανίσθηκαν και τελικά οδηγήθηκαν σε μακρινές χαράδρες όπου τους έβγαλαν τα μάτια, τους έκοψαν τα αυτιά, τις μύτες και τις γλώσσες. Σε αυτή την κατάσταση τους εκτέλεσαν.

Μετά το 7ο σειρά είχαν το 5ο και το 6ο Φυλάκια τα οποία κάλυπταν επίσης τις νότιες προσβάσεις των στρατώνων. ΕΛΑΣίτες και όχλος κατόρθωσαν το μεσημέρι να εισέλθουν σε οικίες στην απέναντι πλευρά της οδού Χατζηχρήστου, έναντι των φυλακίων και άρχισαν να εκτοξεύουν χειροβομβίδες στις ταράτσες τους καθώς αυτές στις οποίες ευρίσκοντο ήταν υψηλότερες. Ταυτόχρονα ένας καταιγισμός πυρών σάρωσε τα παράθυρα των κτιρίων από πολύ μικρή απόσταση. Σύντομα σκοτώθηκαν ο Ανθυπομοίραρχος Ψαρρός, ο Ανθυπασπιστής Παπασπυρόπουλος και 5 χωροφύλακες ενώ οι υπόλοιποι τραυματίσθηκαν. Ο Μοίραρχος Κοντάκος, διοικητής του φυλακίου, μετέφερε τον ετοιμοθάνατο Ενωμοτάρχη Παπαδάκη σε έναν αντικρινό φούρνο όπου τον άφησε σε δύο Άγγλους στρατιώτες να τον φροντίσουν. Τελικά, όταν συνελήφθησαν και οι τρεις από τους ΕΛΑΣίτες, ο Παπαδάκης εκτελέσθηκε. Οι υπόλοιποι τραυματίες των δυο φυλακίων αποφάσισαν να κάνουν μια απελπισμένη έξοδο η οποία τελικά επέτυχε και οι χωροφύλακες έφθασαν ασφαλείς στον περίβολο του Συντάγματος.

Το 4ο Φυλάκιο επί της οδού Μητσαίων, έπεσε σχεδόν ταυτόχρονα με τα δύο προηγούμενα. Ένας ΕΛΑΣίτης, που παραμόνευε στην απέναντι οικία κατόρθωσε να διεισδύσει στο σπίτι και να δολοφονήσει τον σκοπό. Αμέσως μια διμοιρία ΕΛΑΣιτών εισέβαλε και αιφνιδίασε τους υπερασπιστές οι οποίοι υποχρεώθηκαν να διαφύγουν πηδώντας από την ταράτσα μέσα στον περίβολο του στρατοπέδου. Από τους 5 χωροφύλακες επιβίωσε τελικά μόνο ο Ανθυπασπιστής Χατζάκης. Έως τις 17:00 όλα τα εξωτερικά φυλάκια της νότιας και δυτικής πλευράς είχαν καταληφθεί.

Στην βόρεια πλευρά του στρατοπέδου στόχο των ΕΛΑΣιτών απετέλεσε το 3ο Φυλάκιο. Στον τομέα αυτόν οι κομμουνιστές είχαν καταφέρει να εκπορθήσουν με προδοσία μόνο το δεύτερο υποφυλάκιο το οποίο επάνδρωναν ο Ενωμοτάρχης Νάσκος και 4 χωροφύλακες. Ένας ένοικος του σπιτιού βγήκε κρυφά και οδήγησε μέσα στο κτίριο μια διμοιρία ανταρτών η οποία αιφνιδίασε τους υπερασπιστές, που τελικά έπεσαν μέχρι ενός.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΑΣΙΤΩΝ
ΕΛΑΣ
Α’ Σ. Στρατού
Επιτ. Γραφ. III
Αριθ. ΑΠ 108
Δελτίον Πληροφοριών ώρα 18.30
ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΙΣ ΣΤΙΓΜΗΣ. Συγκρότημα Μακρυγιάννη κατελήφθη σχεδόν εξ ολοκλήρου. Τμήμα 500 περίπου με Αξιωματικούς εξακολουθεί αμυνόμενον εντός περιβόλου.
Ειδική Ασφάλεια κατελήφθη ολοσχερώς. Οι περισσότεροι των αξιωματικών ημύνθησαν μέχρις εσχάτων. Διεσκορπίσθησαν. Αιχμάλωτοι ολίγοι. Τους περισσοτέρους τους παρέλαβαν αγγλικά τάνκς. Το Δ» Τμήμα περισφίγγεται.
Ήρξατο επίθεσις κατά του Αρχηγείου Χωροφυλακής (Ιουλιανού). Οι αξιωματικοί αμύνονται ενώ οι χωροφύλακες θέλουν να παραδοθούν. Δύναμη 200. Εκεί είναι ο Παπαργύρης. Κατελήφθη κατόπιν ανατινάξεως και αναφλέξεως.
Η Υποδιοίκηοη Χωροφυλακής κατελήφθη και η Διοίκηση Στερεάς. Τυπογραφείο επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, όπου εξεδίδοντα τα ψευδή δελτία ειδήσεων της αντίδρασης, ανετινάχθη. Δυνάμεις Ρίμινι-Τσολιάδες και Χωροφύλακες επιτίθενται κατά Καισαριανής. Ι Ταξιαρχία αμύνεται σθεναρώς. θα κρατήσει. Κατά πληροφορίας 6 Συν/τος (Πειραιώς) ενεφανίσθησαν πλοία εις Άγιον Γεώργιον Κερατσίνι μεταφέροντα Αραπάδες και Ιερολοχίτας με σκοπό αποβίβασης. Το Σύν/μα διετάχθη αναταχθή εις απόβασιν και εμποδίση πάση θυσία άνοδον εις Αθήνας.
ΣΔ 6-12-44

Υποβάλλεται ΚΕ ΕΛΑΣ

Ο βόρειος τομέας αμύνης του Συντάγματος, εν αντιθέσει με τον νότιο, απεδείχθη ανθεκτικός στις επιθέσεις των κομμουνιστών. Τις απογευματινές ώρες το παρατηρητήριο του διοικητηρίου εντόπισε ένα τάγμα ΕΛΑΣιτών που κατέβαινε από τον λόφο Φιλοπάππου με κατεύθυνση το θέατρο Ηρώδου του Αττικού με σκοπό να αποκόψει τα νώτα του Συντάγματος και να αποκαταστήσει επαφή με τις κομμουνιστικές δυνάμεις που είχαν καταλάβει το Β’ Αστυνομικό Τμήμα της Πλάκας. Από την ταράτσα του 3ου Φυλακίου, επί της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου, το πολυβόλο Μπρέντα, που εχειρίζετο ο άριστος σκοπευτής Ανθυπασπιστής Φ. Σακκελάρης, άρχισε να εκτοξεύει φονικά πυρά τα οποία σκόρπισαν τους αντάρτες οι οποίοι πανικόβλητοι έτρεξαν να βρουν κάλυψη. Η περιοχή όμως ήταν ανοικτή με αποτέλεσμα δεκάδες πτώματα να σκεπάσουν τον δρόμο. Το διαρκές πυρ εξάντλησε τα πυρομαχικά του πολυβόλου το οποίο έπρεπε να συνεχίσει να λειτουργεί, αν ήθελαν οι υπερασπιστές να αναχαιτίσουν την κυκλωτική κίνηση των ανταρτών. Εν μέσω βολίδων που διέσχιζαν τον αέρα, ο κουρέας του Συντάγματος, Λεωνίδας Κουσούρης, ανέβηκε την εξωτερική ανεμόσκαλα που οδηγούσε στην ταράτσα του φυλακίου μεταφέροντας τους πολύτιμους γεμιστήρες.

Λίγο πριν, το 3ο Φυλάκιο είχε σκορπίσει και πάλι τον θάνατο στους ΕΛΑΣίτες οι οποίοι, μετά την κατάληψη του 7ου Φυλακίου, επεχείρησαν να εγκαταστήσουν πολυβολείο στην ταράτσα του. Ο Μοίραρχος Μαλτέζος, αφού άφησε τους ΕΛΑΣίτες να εγκατασταθούν, διέταξε τον Σακελλάρη να τους θερίσει με το Μπρέντα. Από τους 12 αντάρτες μόνο 2 επέζησαν ενώ σε όλη την διάρκεια της επίθεσης στο Σύνταγμα δεν τόλμησαν να επαναλάβουν το εγχείρημα τους.

Την ίδια περίπου ώρα, μια τρίτη συμφορά κτυπούσε τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Πενήντα περίπου αντάρτες, μερικοί ντυμένοι με στολές δολοφονηθέντων χωροφυλάκων, ανέβηκαν στο καταληφθέν 5ο Φυλάκιο και μετέφεραν μεγάλη ποσότητα βενζίνης σε δοχεία και μπουκάλια με σκοπό να τα εκσφενδονίσουν στις ταράτσες των σπιτιών, που εφάπτοντο με τον περίβολο και να ξεκινήσουν πυρκαγιά μέσα στο στρατόπεδο ώστε να πυρποληθεί ολοσχερώς. Τον κίνδυνο μπορούσαν να αποσοβήσουν μόνον τα δύο πυροβόλα των 37 χλστ. στην γωνία του διοικητηρίου, όμως κανείς δεν τολμούσε να τα επανδρώσει καθώς η αυλή εθερίζετο από τα πυρά των κομμουνιστών. Τρεις όμως χωροφύλακες, ο Ενωμοτάρχης Χ. Ρετσίνας και οι Υπενωμοτάρχες Ι. Λαμπρόπουλος και Δ. Στρατιδάκης, αψήφησαν τον κίνδυνο και έφθασαν στο ένα πυροβόλο με το οποίο και άρχισαν να προσβάλουν το 5ο Φυλάκιο σε συνδυασμό με το πολυβόλο Μπρέντα του 3ου Φυλακίου.

Ξαφνικά μια τεράστια έκρηξη ακούσθηκε και ένα πύρινο μανιτάρι ξεπήδησε από το 5ο Φυλάκιο καθώς οι εκρήξεις των οβίδων και οι βολίδες του Μπρέντα ανάφλεξαν τις βενζίνες των ΕΛΑΣιτών. Η σκηνή που ακολούθησε ήταν φρικτή. Ουρανομήκεις φλόγες περιέζωσαν τον όμιλο των ΕΛΑΣιτών οι οποίοι απανθρακώθηκαν. Το θέαμα των καιομένων ανταρτών, που ούρλιαζαν απελπισμένοι, έριξε κατακόρυφα το ηθικό των κομμουνιστών και αντίθετα ανύψωσε αυτό των υπερασπιστών του Μακρυγιάννη.

Η επίθεση των ΕΛΑΣιτών δεν άφησε αμέτοχο και το διοικητήριο του Συντάγματος. Το εκτεθειμένο πολυβολείο της ταράτσας είχε γίνει αμέσως στόχος των κομμουνιστικών πυρών καθώς προκαλούσε σοβαρές απώλειες στους επιτιθέμενους. Κάποια στιγμή μια ριπή σκότωσε τον χειριστή του πολυβόλου Μπρέντα, Ενωμοτάρχη Αλεβίζο, με αποτέλεσμα να αναλάβει τον χειρισμό του ο Μοίραρχος Παπαδοδήμας, επί δυο ώρες, εν μέσω καταιγισμού πυρών. Τελικά και ο ίδιος τραυματίσθηκε σοβαρά στην κοιλιά, τα πόδια και τους βραχίονες από 7 συνολικά βολίδες. Καθώς τον κατέβαζαν με το φορείο ο μοίραρχος είχε το σθένος να πετάξει το λευκό σεντόνι που τον κάλυπτε φωνάζοντας: «Ξεσκέπαστε με! Δεν θέλω να νομίζουν ότι μας σκοτώνουν! … Εμείς δεν πεθαίνουμε»! Και πράγματι ο ηρωικός αξιωματικός τελικά επέζησε των σοβαρών τραυμάτων του.


Η πυρπόληση των ανταρτών στο 5ο Φυλάκιο καταρράκωσε το ηθικό των ΕΛΑΣιτών με αποτέλεσμα στις 18:00 να κοπάσει η σφοδρότητα της επίθεσης και μέχρι το βράδυ να περιορισθεί σε πυρά παρενόχλησης. Η επέλευση της νύκτας έδωσε την ευκαιρία στους χωροφύλακες να συμπληρώσουν τα οχυρωματικά τους έργα ενώ μια μικρή βοήθεια έφθασε από τους Βρετανούς υπό την μορφή 15 Άγγλων στρατιωτών, με 2 αντιαρματικά ΡΙΑΤ και σάκους με χειροβομβίδες. Η δύναμη αυτή αποχώρησε μετά την παρέλευση ενός 24ώρου
.

Ο απολογισμός των απωλειών του Συντάγματος για την 6η Δεκεμβρίου ήταν βαρύς: 5 αξιωματικοί και 49 οπλίτες νεκροί καθώς και 8 αξιωματικοί και 25 οπλίτες τραυματίες. Οι απώλειες των κομμουνιστών υπολογίσθηκαν σε περίπου 500 νεκρούς και τραυματίες. Η συνολική δύναμη του τακτικού ΕΛΑΣ στην περιοχή, υπολογιζόταν σε 6.000 περίπου άνδρες.

Μαρτυρία Βασιλείου Λ. πολυβολητή

Ο ήρωας Βασίλειος Λ πήγε 18 ετών εθελοντής στον πόλεμο του 1940.Υπηρετησε στο πυροβολικό. Μετά τον πόλεμο ονομάστηκε μόνιμος υπαξιωματικός αν και τότε σπούδαζε δικηγόρος. Όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1944 επειδή οι αξιωματικοί καταλάβαιναν ότι οι κομμουνιστές πάνε για κίνημα τον τοποθέτησαν στην εκπαίδευση των χωροφυλάκων του Μακρυγιάννη στα πυροβόλα μαζί με άλλους 10-12 πυροβολητές.

Στις 3 Δεκεμβρίου 1944 ξεκίνησαν οι επιθέσεις . Το απόγευμα κατά της 3:00 βρισκόταν μαζί με άλλους στο αμφιθέατρο της Νομικής Σχολής στην οδό Σίνα. Ο εθελοντής Λοχαγός Λυκαυγέρης που ανήκε στην Χ τον πήρε αυτόν, τον δικηγόρο Αλέκο Αλεξ… και άλλους και πήγαν στο Μακρυγιάννη όπου πήρε μέρος σε όλες τις μάχες.

Όταν είδαν τους ΕΛΑΣίτες μεταμφιεσμένους σε χωροφύλακες, έστειλαν τους χωροφύλακες Χ. Ρετσίνα, Γ.  Λαμπρόπουλο και Δ. Στρατιδάκη να μετακινήσουν το πυροβόλο Μετά έπιασε δουλειά ο Βασίλειος Λ. στο ένα πυροβόλο. Ήταν μαζί με τον Σβαρνιά και τον Κ. Τσουκαλά. Τα πυρομαχικά τα μετέφερε ο Περικλής Κόρπος.

Ο Βασίλειος Λ. στόχευσε καλα. Οι κομμουνιστές έγιναν παρανάλωμα πυρός! Εκεί που πήγαιναν να κάνουν το ίδιο στους χωροφύλακες. Στο άλλο πυροβόλο ήταν ο Αλέκος Αλεξ. και ο Λουμάκης. Και οι δύο τραυματίστηκαν στα πόδια.
Η Διοίκηση

ΠΥΡΙΟΧΟΣ ΝΕΣΤΟΡΑΣ

Τις δύο επόμενες ημέρες οι ΕΛΑΣίτες περιορίσθηκαν σε ημερήσιους βομβαρδισμούς και νυκτερινές απόπειρες ανατινάξεων του περιβόλου. Την νύκτα της 7ης Δεκεμβρίου ομάδες ΕΛΑΣιτών, καλυπτόμενες από πυκνά πυρά και το σκοτάδι, κατόρθωσαν να πλησιάσουν τον νότιο μαντρότοιχο και να τοποθετήσουν δέσμες δυναμίτιδας. Με μια σειρά τρομερών εκρήξεων ο μαντρότοιχος κατέπεσε εν μέρει και οι υπερασπιστές έσπευσαν να καλυφθούν πίσω από το σωρό με τα χώματα και τις πέτρες. Το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου ο βομβαρδισμός συνεχίσθηκε με αποτέλεσμα να καταρρεύσει η στέγη του διοικητηρίου. Εκείνη την ημέρα παρελήφθησαν τρόφιμα και πυρομαχικά αλλά ταυτόχρονα αφαιρέθηκαν 100 χωροφύλακες από την συνολική δύναμη κατόπιν εντολής του Άγγλου ταξιάρχου ώστε να ενισχυθεί η φρουρά των Παλαιών Ανακτόρων. Ο διοικητής του Συντάγματος υπάκουσε την διαταγή αν και η μεγάλη αυτή αφαίμαξη δυνάμεων και μάλιστα μια στιγμή που ετοιμαζόταν μεγάλη κομμουνιστική επίθεση, ελαχιστοποιούσε τις πιθανότητες επιβίωσης των υπερασπιστών του «φρουρίου Μακρυγιάννη».

Η βεβαιότητα ότι επίκειται τις επόμενες ημέρες μεγάλη επίθεση πήγαζε από αξιόπιστες πληροφορίες που συγκεντρώνοντο από το αυτοσχέδιο δίκτυο πληροφοριών που είχε οργανώσει ο διοικητής του Γραφείου   Πληροφοριών   του   Συντάγματος,   Μοίραρχος Αθανάσιος Δρούγκας. Τόσο ο ίδιος όσο και οι χωροφύλακες της υπηρεσίας του διείσδυαν με πολιτική περιβολή στις γραμμές των ΕΛΑΣιτών και συγκέντρωναν πληροφορίες για τις θέσεις βαρέων όπλων, τις συγκεντρώσεις, τις κινήσεις και τις προετοιμασίες των κομμουνιστών. Οι πληροφορίες αυτές ήταν τόσο ακριβείς ώστε το Αγγλικό Στρατηγείο απορούσε πως οι αποκλεισμένοι χωροφύλακες στο Μακρυγιάννη ήταν καλύτερα πληροφορημένοι από τους ίδιους τους Άγγλους.

Το μεσημέρι η διοίκηση του Συντάγματος αποφάσισε να εξαπολύσει μια προληπτική επίθεση κατά των καταληφθέντων δευτέρου υποφυλακίου, του 3ου Φυλακίου και του 4ου Φυλακίου, καθώς είχε διαπιστωθεί ότι στην διάρκεια της νύκτας είχαν συγκεντρωθεί μεγάλες ποσότητες εκρηκτικών και εύφλεκτων υλών με σκοπό να ανατιναχθεί, στα δύο αυτά σημεία, ο περίβολος ώστε να δημιουργηθούν ρήγματα για να διεισδύσουν οι ΕΛΑΣίτες. Στις 16:00 οι άνδρες του 3ου Φυλακίου εξόρμησαν προς τις οδούς Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Μητσαίων αιφνιδιάζοντας τους ΕΛΑΣίτες ενοίκους των δύο φυλακίων οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή, στην διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν αρκετοί. Στο 4ο Φυλάκιο ο αιφνιδιασμός ήταν τέτοιος ώστε συνελήφθησαν 50 ΕΛΑΣίτες και βρέθηκαν 70 τυφέκια, 10 οπλοπολυβόλα και ποσότητες εκρηκτικών. Η ανάκριση των αιχμαλώτων απεκάλυψε ότι εκείνη την νύκτα θα ανατινάζοντο το 3ο Φυλάκιο και όλα τα γειτονικά κτίρια.

Στις 9 Δεκεμβρίου, συνεχιζόμενου του βομβαρδισμού του Συντάγματος, κατέφθασαν ως ενίσχυση 500 γενειοφόροι μαυροσκούφηδες του «καπετάν» Γρίβα, οι οποίοι εθεωρούντο από τους μεν κομμουνιστές ως «επίλεκτοι», από τους δε αντιπάλους τους ως απλοί δολοφόνοι και βασανιστές. Η ανταρτική αυτή δύναμη παρέλασε έφιππη στις γειτονιές της περιοχής επιδεικνύοντας μεγάλα μαχαίρια με τα οποία θα κατάσφαζαν «τους εχθρούς του λαού». Το ηθικό των κομμουνιστικών μαζών που είχαν συρρεύσει στην περιοχή προσπαθούσε να ανυψώσει μια «καπετάνισσα» λεγόμενη «Αθηνά», γνωστή για θηριωδίες κατά των πολιτικών της αντιπάλων. Ο ψυχολογικός πόλεμος δεν έλειψε και από τις δύο πλευρές. Οι κομμουνιστές χρησιμοποιώντας αυτοσχέδιους τηλεβόες, τα γνωστά τότε «χωνιά», πότε απειλούσαν τους χωροφύλακες με σφαγή, πότε τους καλούσαν σε παράδοση και πότε διέδιδαν ψευδείς ειδήσεις ότι δήθεν το Σύνταγμα κατελήφθη. Από την πλευρά τους οι χωροφύλακες με δικά τους χωνιά διέψευδαν τους ισχυρισμούς των κομμουνιστών και δήλωναν ότι θα πεθάνουν μέχρι ενός.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας κατόρθωσαν να εισέλθουν στο Σύνταγμα 15 Βρετανοί αλεξιπτωτιστές, με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Μπέκερ, οι οποίοι ήταν ειδικοί στις ναρκοθετήσεις. Η δύναμη αυτή καλυπτόμενη από πυκνά πυρά των χωροφυλάκων κατόρθωσε να ναρκοθετήσει το ρήγμα που είχε δημιουργηθεί στον νότιο μαντρότοιχο και να τοποθετήσει συρματοπλέγματα. Έχοντας απώλεια έναν νεκρό, οι αλεξιπτωτιστές αποχώρησαν αφού ολοκλήρωσαν την αποστολή τους. Την ίδια νύκτα, ωστόσο, οι ΕΛΑΣίτες κατόρθωσαν να δημιουργήσουν νέο ρήγμα σε άλλο σημείο του νότιου μαντρότοιχου.

Το ξημέρωμα της 10ης Δεκεμβρίου οι κομμουνιστές εξαπέλυσαν τον πλέον σφοδρό βομβαρδισμό από τα υπάρχοντα αλλά και νέα πυροβολεία που είχαν δημιουργηθεί το τελευταίο τριήμερο. Στα ορειβατικά πυροβόλα και στους όλμους των λόφων Φιλοπάππου και Αρδηττού, προστέθηκαν και αυτά των Φυλακών Βουλιαγμένης οι οποίες είχαν καταληφθεί στις 4 Δεκεμβρίου. Γενικά, κάθε μέσο πυρός των κομμουνιστικών δυνάμεων, πυροβόλα, όλμοι, βαρέα και ελαφρά πολυβόλα, οπλοπολυβόλα και τυφέκια συνδύασαν τα πυρά τους δημιουργώντας μια πραγματική κόλαση για τους υπερασπιστές του Μακρυγιάννη. Στις 07:30 η σφοδρότητα του πυρός κορυφώνεται. Τα κτίρια του Συντάγματος καλύπτονται πλέον από καπνούς και φλόγες. Η ταράτσα του διοικητηρίου καταρρέει ολοσχερώς και καταπλακώνει 4 χωροφύλακες, ενώ οι ευρισκόμενοι στον δεύτερο όροφο σκοτώνονται σχεδόν όλοι από τους όλμους που εισχωρούν πλέον από την ανοικτή οροφή.

Την στιγμή εκείνη η κόπωση της μάχης τόσων, ημερών, ο φρικτός θόρυβος των εκρήξεων και το θέαμα των διαμελισμένων συντρόφων τους δημιουργεί απελπισία στους υπερασπιστές του Μακρυγιάννη οι οποίοι ζητούν από τον διοικητή τους να κάνουν έξοδο ώστε ή να πεθάνουν και να γλιτώσουν από την αγωνία αυτή ή να βρουν διέξοδο και να σωθούν όσοι μπορούν. Ευτυχώς η διοίκηση απεφάσισε να παραμείνουν στο στρατόπεδο διότι, ορθώς, είχαν περισσότερες ελπίδες επιβίωσης.

Στις 09:00 εκδηλώνεται γενική επίθεση των ΕΛΑΣιτών με κύριο σώμα εφόδου το 6ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ Κορίνθου και τους γενειοφόρους του Γρίβα επικεφαλής των αιχμών των κύριων αξόνων της επίθεσης. Από πίσω, μάζες εφέδρων του ΕΛΑΣ, που ακολουθούσαν ως εφεδρείες, για να προσφέρουν στην ψυχολογική πίεση των αμυνομένων αλαλάζουν δημιουργώντας μια τρομακτική ατμόσφαιρα. Επί δύο ολόκληρες ώρες αλλεπάλληλα κύματα ΕΛΑΣιτών επιτίθενται στον νότιο μαντρότοιχο προσπαθώντας να διεισδύσουν από τα ρήγματα που είχαν ανοιχθεί τις προηγούμενες νύκτες. Σε μια περίπτωση αντάρτες του 6ου συντάγματος φθάνουν στο ρήγμα και εκτοξεύουν στο εσωτερικό του περιβόλου χειροβομβίδες και εμπρηστικές βόμβες. Η σύγχυση που επικρατεί προς στιγμήν στους υπερασπιστές ξεπερνιέται και θεριστικά πυρά από τα πολυβόλα Μπρέντα και τα 200 τυφέκια των εναπομεινάντων χωροφυλάκων σκορπούν τον θάνατο στις γραμμές των ΕΛΑΣιτών. Οι τελευταίοι προσφέρουν θαυμάσιο στόχο καθώς συνωστίζονται στα ανοίγματα του μαντρότοιχου. Η ορμή των κομμουνιστών αναχαιτίζεται και η επίθεση ξεθυμαίνει, ενώ δεκάδες πτώματα και τραυματίες, που βογκούν και καλούν σε βοήθεια, σκεπάζουν την νότια πρόσβαση του στρατοπέδου.


Μετά από δύο ώρες ανάπαυλα, στις 13:00, επαναλαμβάνεται ο πρωινός σφοδρός βομβαρδισμός και μισή ώρα μετά εκδηλώνεται νέα γενική επίθεση των κομμουνιστών, η οποία αναχαιτίζεται όπως και η πρώτη. Αλλεπάλληλες επιθέσεις ακολουθούν και στις 15:30 οι αντάρτες κατορθώνουν να πλησιάσουν τον μαντρότοιχο και με την χρήση ναρκών να ανατινάξουν ένα πολύ μεγάλο τμήμα του. Το εσωτερικό του στρατοπέδου βρίσκεται πλέον εκτεθειμένο στα πυρά αλλά και στις προσπάθειες διείσδυσης των ΕΛΑΣιτών. Οι τελευταίοι, αφού προωθούν δυνάμεις γύρω από το μεγάλο ρήγμα, ετοιμάζονται για γενική εφόρμηση στις 16:00. Την στιγμή εκείνη που φαινότανε ότι οι χωροφύλακες ευρίσκοντο στο έλεος τους, εμφανίζονται τρία αγγλικά άρματα μάχης τα οποία με τα πυρά τους διασκορπίζουν τις εχθρικές συγκεντρώσεις. Ταυτόχρονα, 15 Άγγλοι βρίσκουν ευκαιρία να διεισδύσουν στο στρατόπεδο και να τοποθετήσουν νάρκες σε όλο το μήκος του ρήγματος ενώ αφήνουν στους αμυνόμενους 3 οπλοπολυβόλα, 3 αντιαρματικούς εκτοξευτές ΡΙΑΤ και αρκετά πυρομαχικά.

Απομακρυθέντων των αρμάτων, οι ΕΛΑΣίτες περιέσφιξαν πάλι το Σύνταγμα και άρχισαν να εξαπολύουν νέες επιθέσεις. Μέσα σε λίγη ώρα η κατάσταση έγινε και πάλι κρίσιμη. Τότε ο Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Κ. Κωστόπουλος, ο οποίος εθελοντικά συμμετείχε στην άμυνα του Συντάγματος, απεφάσισε ότι η μόνη λύση ήταν η τοποθέτηση των 2 πυροβόλων των 37 χλστ. που ευρίσκοντο στην νοτιοδυτική γωνία του Διοικητηρίου, απέναντι από το ρήγμα ώστε με άμεσες βολές να αναχαιτίζουν τις προσπάθειες διείσδυσης των ανταρτών. Το εγχείρημα ωστόσο, δεν ήταν τόσο απλό καθώς ο ακάλυπτος χώρος που ευρίσκοντο τα πυροβόλα οργωνόταν από κάθε είδους βολίδες και θραύσματα. Τέσσερις εθελοντές, ο Υπολοχαγός Σβαρνιάς, ο Ενωμοτάρχης Κωλέτσης και οι χωροφύλακες Σβέρκος και Κανελλόπουλος, αψήφησαν τον κίνδυνο και ως εκ θαύματος κατόρθωσαν να φθάσουν αλώβητοι στο ένα πυροβόλο και να το μεταφέρουν στο κατάλληλο σημείο. Οι οβίδες του πυροβόλου κατάφεραν να αναχαιτίσουν τις επιθέσεις των ΕΛΑΣιτών οι οποίοι στις 17:30 περίπου άρχισαν να χαλαρώνουν την πίεση που εξασκούσαν για να σταματήσουν εντελώς την επίθεση στις 18:00. Όλο το υπόλοιπο βράδυ πέρασε με σχετική ηρεμία εκτός κάποιων πυρών παρενόχλησης και των θορύβων από τις ύβρεις που εκτόξευαν μεταξύ τους οι «καπετάνιοι» του ΕΛΑΣ, κατηγορώντας ο ένας τον άλλον για την αποτυχία της επίθεσης.

Το πρωί της 11ης Δεκεμβρίου νέες κομμουνιστικές δυνάμεις άρχισαν να συρρέουν προς το Μακρυγιάννη από την Λεωφόρο Συγγρού, το Θησείο, την οδό Αναπαύσεως και την γέφυρα του Ιλισού. Αυτή την φορά η επίθεση είχε αποφασισθεί να γίνει νύκτα αλλά με αθόρυβη προσέγγιση και χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού ώστε να επιτευχθεί ο αιφνιδιασμός των υπερασπιστών. Το σύστημα πληροφοριών, ωστόσο, του Μοιράρχου Δρούγκα είχε και πάλι κατορθώσει να ανακαλύψει τα σχέδια των ΕΛΑΣιτών και να προειδοποιήσει τους υπερασπιστές.

Στις 20:00 εκατό γενειοφόροι του «επίλεκτου» σώματος του «καπετάν» Γρίβα πλησίασαν με κάθε προφύλαξη και σιγή τα χαλάσματα που ευρίσκονταν εμπρός από το μεγάλο ρήγμα του νότιου μαντρότοιχου. Αφού παρατήρησαν και αφουγκράσθηκαν την περιοχή επί κάμποση ώρα και δεν παρατήρησαν κάποια κίνηση ή δεν άκουσαν κάποιον θόρυβο, επείσθησαν ότι οι χωροφύλακες κατάκοποι είχαν κοιμηθεί και γενικά ότι η επαγρύπνηση τους είχε χαλαρώσει. Αντίθετα, δεκάδες μάτια και αυτιά χωροφυλάκων τους παρακολουθούσαν και τους άκουγαν να πλησιάζουν αλλά κανένας δεν άνοιξε πυρ σύμφωνα με τις εντολές που είχαν λάβει.

Φθάνοντας στο ρήγμα οι γενειοφόροι άρχισαν να διαπληκτίζονται για το ποιος θα έκανε το πρώτο βήμα να εισέλθει στο προαύλιο καθώς γνώριζαν ότι τα χαλάσματα ήταν ναρκοθετημένα. Τελικά ο επικεφαλής τους οργισμένος όρμησε πρώτος με αποτέλεσμα να πατήσει μια από τις νάρκες και να διαμελιστεί. Ο κρότος της έκρηξης της νάρκης ήταν και το προσυμφωνημένο σύνθημα που ανέμεναν οι χωροφύλακες για να ανοίξουν πυρ. Δεκάδες βολίδες έπληξαν τους έκπληκτους αντάρτες οι οποίοι υποχώρησαν ατάκτως αφήνοντας πάνω από 50 νεκρούς στο σημείο του ρήγματος. Οργισμένοι οι διοικητές των ΕΛΑΣιτών διέταξαν επανέναρξη του βομβαρδισμού και στις 22:00 εξαπέλυσαν νέα γενική επίθεση. Οι τακτικές των ανταρτών δεν παρουσίασαν κάτι καινούργιο καθώς επαναλάμβαναν τις προσπάθειες ανατίναξης με εκρηκτικές ύλες του μαντρότοιχου και της διείσδυσης από τα υπάρχοντα και νέα ρήγματα.

Στις 24:00 ένας νέος κίνδυνος ανεφάνη από την δυτική πλευρά του περιβόλου καθώς δυο «καπετάνιοι» του ΕΛΑΣ διολίσθησαν μέχρι τον μαντρότοιχο και κατόρθωσαν να ανατινάξουν ένα μεγάλο μέρος του με δυναμίτες και νάρκες. Πίσω από αυτούς ακολουθούσαν έρποντες ΕΛΑΣίτες που προσπαθούσαν να διεισδύσουν στα κτίρια του στρατοπέδου. Αμέσως ο διοικητής του Συντάγματος ζήτησε την παροχή φωτιστικών πυρών από ένα βρετανικό τμήμα που ευρίσκετο 1 χιλιόμετρο δυτικά του στρατοπέδου. Η αίτηση έγινε αμέσως αποδεκτή και σύντομα οι αντάρτες βρέθηκαν λουσμένοι στο λευκό φως των φωτιστικών βλημάτων ενός όλμου των 81 χλστ. Ως εκ τούτου και αυτό το σχέδιο των ΕΛΑΣιτών απέτυχε και οι δυνάμεις τους αποσύρθηκαν με μεγάλες απώλειες. Έως τις 02:00 ο αγώνας συνεχίσθηκε μόνο με ανταλλαγές πυρών για να διακοπεί τελείως και απότομα την ώρα εκείνη. Οι νυκτερινές αυτές επιθέσεις ήταν και οι τελευταίες σοβαρές προσπάθειες των κομμουνιστών να καταλάβουν το συγκρότημα Μακρυγιάννη, που θα τους άνοιγε την οδό προς το κέντρο των Αθηνών και την έδρα της κυβέρνησης και των επιτελείων των ελληνικών και αγγλικών δυνάμεων.

Μετά την αποτυχία του να καταλάβει το Σύνταγμα Μακρυγιάννη, το επιτελείο του ΕΛΑΣ απεφάσισε να απομονώσει πλήρως το στρατόπεδο για να κάμψει τους πολιορκημένους με την πείνα και την δίψα και να αναμένει μια άλλη ευκαιρία, εάν τελικά ευοδώνοντο τα σχέδια τους αλλού στην Αθήνα, για να εκκαθαρίσουν αυτόν τον πυρήνα αντίστασης. Ως εκ τούτου, στις 12 Δεκεμβρίου όλες σχεδόν οι γειτονικές του Συντάγματος πολυκατοικίες ανατινάχθηκαν ώστε να μην υπάρχουν συγκεκαλυμμένα δρομολόγια ενίσχυσης του ενώ στις 13 του μηνός αποκόπηκε και η τροφοδοσία νερού του στρατοπέδου. Η δράση των ΕΛΑΣιτών περιορίσθηκε σε πυρά ελευθέρων σκοπευτών και σποραδικές βολές με όλμους και πυροβολικό, ενώ οδοφράγματα και φυλάκια απέκοπταν κάθε οδό προς το Σύνταγμα.

Παρόλα αυτά, οι υπερασπιστές μετά από πολύ καιρό βρήκαν την ευκαιρία να κοιμηθούν και να ξεκουραστούν. Αρκετοί έπασχαν από ισχυρή και οδυνηρή οφθαλμία καθώς οι καπνοί, τα χώματα, η σκόνη, η πυρίτιδα, η αϋπνία και οι λάμψεις είχαν φλογίσει τους οφθαλμούς τους. Η δίψα και η πείνα επέτειναν το μαρτύριο των κατάκοπων χωροφυλάκων. Στις 14 του μηνός η δράση των κομμουνιστών στην περιοχή είχε περιορισθεί στην διεξαγωγή λεηλασιών των συνοικιών από τον όχλο, ενώ στις 15 Δεκεμβρίου 30 χωροφύλακες συνενώθηκαν με αγγλικά τμήματα που διεξήγαγαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά μήκος της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου και μέχρι το Κουκάκι. Τουλάχιστον 100 ΕΛΑΣίτες συνελήφθησαν το πρωί ενώ το απόγευμα ομάδα 15 χωροφυλάκων εκδίωξε δύναμη ΕΛΑΣιτών που κατείχε κτίρια κοντά στο 1ο Φυλάκιο στην διασταύρωση των οδών Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Μακρυγιάννη. Οι απώλειες εκείνη την ημέρα ανήλθαν σε 1 νεκρό και 5 τραυματίες. Στις 17 Δεκεμβρίου το μεσημέρι το Σύνταγμα δέχθηκε τρίωρο βομβαρδισμό ενώ ισχυρές δυνάμεις ΕΛΑΣιτών συγκεντρώθηκαν κάτω από την Ακρόπολη αλλά καμία επίθεση δεν εκδηλώθηκε. Στις 18 Δεκεμβρίου η πολιορκία είχε ουσιαστικά λυθεί και τα 2/3 του Συντάγματος σε συνεργασία με αγγλικές δυνάμεις απώθησαν τις κομμουνιστικές δυνάμεις πέραν από τον Αρδηττό και την Λεωφόρο Συγγρού ως το Φάληρο.

Την νύκτα της 18ης προς 19ης Δεκεμβρίου το Σύνταγμα συμμετείχε στην κατάληψη των συνοικιών Κουκακίου και Γαργαρέττας, με αποτέλεσμα να απειληθεί το δυτικό πλευρό των κομμουνιστικών δυνάμεων που ευρίσκοντο ανατολικά της Λεωφόρου Συγγρού. Η τακτική αυτή ακολουθήθηκε από το Σύνταγμα ως τις αρχές Ιανουαρίου 1945 οπότε και εκκαθαρίσθηκε η Αθήνα από τις κομμουνιστικές δυνάμεις.

Η κομμουνιστική εξέγερση τον Δεκέμβριο του 1944 επέτυχε την κατάληψη ολόκληρης σχεδόν της Αθήνας πλην μιας λωρίδας από το Σύνταγμα ως την Ομόνοια καθώς και απομονωμένων νησίδων αντίστασης. Οι μόνες ελληνικές δυνάμεις ήταν αυτές οι κακά και ελαφρά εξοπλισμένες δυνάμεις της Αστυνομίας Πόλεων και της χωροφυλακής καθώς και η 3η Ορεινή Ταξιαρχία. Οι Βρετανοί διέθεταν 16 λόχους από διάφορες μονάδες και λιγοστά άρματα. Αλλά και αυτές οι δυνάμεις παρέμειναν στο σύνολο σχεδόν της σύγκρουσης αδρανείς, εξασκώντας παθητική άμυνα εκτός ελαχίστων περιπτώσεων. Στις 11  Δεκεμβρίου,  που  κορυφωνόταν  η  επίθεση των ΕΛΑΣιτών στο Σύνταγμα Μακρυγιάννη, ο Υποστράτηγος Άρκραϊτ της Βρετανικής 23ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας πρότεινε την εκκένωση των Αθηνών την σύμπτυξη προς τον Πειραιά ώστε να αποσυρθούν σε βρετανικά πλοία. Ευτυχώς ο διοικητής της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας, Συνταγματάρχης Θρασύβουλος Τσακαλώτος, αντέδρασε  έντονα  με αποτέλεσμα παραμείνουν οι δυνάμεις στις θέσεις τους.

Στις κρίσιμες αυτές ώρες για την Αθήνα και την Ελλάδα γενικότερα, τα δύο «φρούρια» της Χωροφυλακής, η Σχολή Χωροφυλακής στην οδό Μεσογείων και το Σύνταγμα Μακρυγιάννη στην ομώνυμη συνοικία, απετέλεσαν τα σημεία στα οποία καταναλώθηκαν και υπέστησαν μεγάλες φθορές οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ με αποτέλεσμα και να εξασθενήσει η ισχύς τους αλλά και να κερδηθεί χρόνος ώστε να συρρεύσουν βαρείες βρετανικές δυνάμεις στην Αθήνα. Τα δύο αυτά κτιριακά συγκροτήματα εμπόδισαν τα σχέδια των κομμουνιστών για ταυτόχρονη προέλαση από βορειοανατολικά μέσω Λεωφόρου Κηφισίας και από νοτιοδυτικά, μέσω Λεωφόρου Συγγρού.

Σκοπός των κομμουνιστών ήταν η κατάληψη του κέντρου των Αθηνών ώστε, αφενός, να εξοντωθεί ή τουλάχιστον να εκδιωχτεί η νόμιμη ελληνική κυβέρνηση και αφ’ ετέρου, να εγκατασταθεί κυβέρνηση «συνασπισμού», δηλαδή κομμουνιστική, η οποία θα αναγνωριζόταν από την Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία και την Βουλγαρία αλλά και από την Σοβιετική Ένωση τους υπόλοιπους δορυφόρους της, εφόσον διεβλέπετο η σχετική ευκαιρία παρά τα συμφωνηθέντα. Επιπλέον η κατάληψη του κέντρου των Αθηνών θα σήμαινε αυτόματη αποχώρηση των Βρετανών από αυτό και απόσυρση τους στον Πειραιά.

Οι σχεδιαστές της επιχείρησης δεν υπολόγισαν τις ιδιαιτερότητες της μάχης στην πόλη, όπου η αναγκαία αριθμητική αναλογία επιτιθεμένων κατά αμυνομένων για επιτυχία πολλαπλασιάζεται και ξεπερνά την κλασσική του «3 προς 1» που θεωρείται ικανοποιητική για επιχειρήσεις στην ύπαιθρο. Στην μάχη του Μακρυγιάννη οι κομμουνιστές διέθεταν αυτήν την ποσοτική αναλογία μόνο που αυτή ήταν πλασματική καθώς οι πραγματικά αξιόμαχοι ΕΛΑΣίτες ήταν ελάχιστοι αν όχι ανύπαρκτοι. Οι χαρακτηρισμοί συνταγμάτων του ΕΛΑΣ ή μονάδων, όπως των γενειοφόρων του Γρίβα, ως «επίλεκτων», ήταν αυθαίρετοι και εσχετίζοντο με την προπαγάνδα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ παρά με την πραγματικότητα.

Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ ελάχιστα πολέμησαν τους Γερμανούς σε τακτικές μάχες και μάλιστα σε πόλεις, περιοριζόμενες σε σύντομες ενέδρες και επιδρομές. Η θηριωδία κατά των αιχμαλώτων, όπως συνήθιζαν οι ΕΛΑΣίτες, ελάχιστα σημαίνει σκληρότητα χαρακτήρα αλλά περισσότερο σκληρότητα και ποταπότητα ψυχής. Επίσης οι μονάδες αυτές, και ακόμα περισσότερο οι λεγόμενες του «εφεδρικού ΕΛΑΣ», δεν διακρίνονταν από στρατιωτική πειθαρχία, από συνοχή καθώς και από καλή στελέχωση με έμπειρους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς. Ήταν περισσότερο «παρέες» εξοπλισμένων νέων οι οποίες ήταν απείθαρχες και με χαμηλό ηθικό καθώς με την πρώτη αποτυχία ο ενθουσιασμός τους χανόταν και μετατρέπετο σε θυμό ή απελπισία. Δυστυχώς, γι’ αυτούς, ο ενθουσιασμός που δίνει η φανατική πίστη σε μια ιδεολογία εξατμίζεται με το θέαμα των πρώτων νεκρών αν δεν συνοδεύεται από στρατιωτική εκπαίδευση και πειθαρχία.

Οι κομμουνιστές στηρίχθηκαν αρκετά στα βαρέα όπλα τους αλλά λησμόνησαν ότι οι βομβαρδισμοί κάθε είδους στις πόλεις δημιουργούν περισσότερα χαλάσματα, παρά απώλειες, τα οποία κατόπιν χρησιμεύουν ως καλύτερα ακόμη εμπόδια και θέσεις μάχης. Οι όλμοι και τα ορειβατικά πυροβόλα ελάχιστα επέτυχαν τελικά. Μόνον εάν διέθεταν αντιαρματικά όπλα – φορητά ή ρυμουλκούμενα – θα πετύχαιναν, με άμεσες βολές, να εξουδετερώσουν τις θέσεις μάχης των αμυνομένων. Η επιτυχής δράση του ενός μόνον πυροβόλου των 37 χλστ. της Χωροφυλακής αποδεικνύει την χρησιμότητα τέτοιων όπλων. Η έλλειψη άλλωστε αντιαρματικών μέσων στέρησε στους κομμουνιστές την νίκη στις 10 Δεκεμβρίου όταν επενέβησαν τα τρία βρετανικά άρματα.

Ο συντονισμός επίσης των επιθέσεων δεν ήταν ο κατάλληλος όπως επίσης και η χρησιμοποίηση, εάν είχε προβλεφθεί, των εφεδρειών οι οποίες θα εκμεταλλεύοντο τα ρήγματα στην άμυνα και θα συγκέντρωναν την ισχύ της επίθεσης σε ένα συγκεκριμένο σημείο.

Αντίθετα, οι χωροφύλακες ήταν μία έμπειρη δύναμη αποτελούμενη από ώριμους άνδρες, με καλή στρατιωτική εκπαίδευση, συνοχή, πνεύμα μονάδος και καλή ηγεσία, που πολεμούσε οχυρωμένη, βάσει ενός καλού σχεδίου αμύνης. Το δε ηθικό και η πίστη τους στα δικά τους εθνικά ιδανικά ήταν εξίσου ισχυρή με εκείνη των κομμουνιστών στο δικό τους διεθνιστικό — κομμουνιστικό ιδεώδες. Η ηγεσία του Συντάγματος Χωροφυλακής Αθηνών κατόρθωσε να εμπνεύσει τους άνδρες και να λάβει τις ορθές αποφάσεις, αν και η κατάρτιση της στην μάχη των πόλεων ήταν εξίσου μηδαμινή με εκείνη της κομμουνιστικής πλευράς.

Ένας ακόμη λόγος της αποτυχίας των ΕΛΑΣιτών, σύμφωνα με εκτιμήσεις της εποχής, ήταν η κατασπατάληση δυνάμεων για την κατάληψη των διαφόρων αστυνομικών τμημάτων στις διάφορες συνοικίες καθώς και άλλων επουσιωδών στόχων με αποτέλεσμα να μην υπάρξει εστίαση της προσπάθειας στους κύριους αντικειμενικούς σκοπούς, το Σύνταγμα Μακρυγιάννη και την Σχολή Χωροφυλακής.

Τα ονόματα των νεκρών του Μακρυγιάννη.

Μοίραρχοι: Νιαρχάκος Παν. / Παπακώστας Κων. / Στεφανάκης Κων.

Υπομοίραρχοι: Αντύπας Διον. / Καπάτος Διον. / Τρυγώνης Αθ.

Ανθυπομοίραρχοι: Βλάχος Νικ. / Δελής Παν. / Καφίρης Αποστ. / Κοράλλης Γεωργ. / Σπυριδάκης Νικολ. / Ψαρρός Γεωργ.

Ανθυπασπιστές: Βισβίκης Στ. / Παπασπυρόπουλος Αλ. / Στρογγυλάκος Δημ.

Ενωμοτάρχες: Αλεβίζος Αναστ. / Ανθής Σπυρ. / Βελής Δημ. / Γκλεζάκος Κυρ. / Δικαίος Θεοδ. / Ζαμπός Αγγ. / Ζευγαράς Θωμ. / Καραβίτης Αλ. / Μπιτσιβής Αναστ. / Νάσκος Κων. / Παπαδάκης Αρ./ Παπακωνσταντίνου Σπυρ. / Παπαπολίτης Κων. / Τσακμάκης Σωκρ. / Τσάμης Ιωαν. / Φίνος Δημ./ Ψυλλάκης Ευαγ.

Υπενωμοτάρχες: Αντωνόπουλος Λεων. / Αποστολόπουλος Δημ. / Βλαχιώτης Θεοδ. / Γαλάνης Νικ./ Δημητρακόπουλος Κων. / Δημητρίου Ιωαν. / Δρίβας Δημ. / Ζωγράφος Λ. / Ηλιόπουλος Ξεν. / Καμπάνης Παν. / Κανναβός Κων. / Καπούτσος Κοσμ. / Καραχάλιος Χριστ. / Κίτσος Ανδ. / Κοντάκος Νικ./ Κουρούβανης Δημ. / Κουταλιάς Κων. / Κωστογιάννης Λ. / Λαμπρόπουλος Σπ. / Λούτας Γεωργ./ Μαναός Θ. / Μανολόπουλος Ε. / Μπλέσσας Ιωαν. / Μπουτάς Ηλ. / Μώρος Γεωργ. / Οικονόμου Αθ./ Παναγιώτου Κων. / Πασσαλής Βλ. / Πετράκης Χαρ. / Ποταμιάνος Ιωαν. / Ρέππας Λεων. / Σουξές γεωργ. Τσαντόπουλος Φωτ. / Τσούκης Τρυφ. / Φιλλιπίδης Αλ. / Χειμώνας Ηλ.

Χωροφύλακες: Ανδρούτσος Ιωαν. / Αποστολάκης Γ. / Βακαλάκης Στ. / Βαρλάμης Χρ. / Βενιεράτος Νικ. / Βλάμης Σπυρ. / Γεωργιόπουλος Δημ. / Γιαλαμάς Στ. / Γκαϊτατζής Δημ. / Δάμος Μελ. / Δέλιος Κων. / Διαμαντόπουλος Αθ. / Διολίτσης Nικ. / Δούνας Δημ. / Ευσταθίου Νικ. / Ζαχαριουδάκης Γεωργ. / Ζουγανέλης Ιωαν. / Θεοδωρόππουλος Βας. / Θεόκας Κων. / Ιωάννου Σπ. / Κάλφογλου Χαρ. / Κάντζος Νικ. / Καπνάς Σπ. / Καραγκούνης Τριαντ. / Καρούσιας Χρ. / Καυκαλάκης Ιως. / Κιμιτσής Χρ. / Κιούσης Θρασ. / Κολοκούρης Γ. / Κομπιλίδης Γ. / Κοτσαύτης Αρ. / Κότσιας Ιωαν. / Κουβέλης Χρ. / Κούρκουλας Ον. / Κουρμπάς Μάτθ. / Κουσουρής Γεωργ. / Κοτσολάκος Γ. / Κωνσταντινάκος Ευ. / Κωσταξενάκης Ευαγ. / Λιώσης Φιλ. / Μάζης Χαρ. / Μαλούκος Δημ. / Μανιάτης Θεοδ. /  Μανίνος Ηλ. / Μαρίνης Απ. / Μαφαφούρης Βας. / Μυτιλήνης Γ. / Μώρος Δημ. / Νιολάου Δημ. / Νικολόπουλος Ευαγ./ Πάλλας Κων. / Παπαδόπουλος Γεωργ. / Παπαδόπουλος Εμμαν. / Παπουτσής Αντ. / Πάτρας Ιωαν./ Πετρόπουλος Στ. / Πηλιχός Βασ. / Πολυμίλης Ιωαν. / Πουλημένος Αλεξ. / Πρέπης Γεωργ. / Προγουλάκης Στ. / Ρίγος Δημ. / Σάλτας Αν. / Σάλτος Κων. / Σαπουνάς Γεωργ. / Σιδέρης Φωτ./ Σπερδούλης Αθ. / Στεφανάκης Ιωάν. / Σπύλιος Δημ. / Τερζής Νικ. / Τραπατάς Αθ. / Τριάντης Ιωαν. / Τσάκλας Βλ. / Τσάμης Ιωαν. / Τσάτσαρης Θεοδ. / Τσώνης Σωτ. / Φιλοσοφόπουλος Παν. / Φλωράκης Εμμαν. / Φωκάς Στυλ. / Χαλκιάς Δημ. / Χατζηδιάκος Δημ. / Χατζηκαλής Στυλ. / Χεκίμογλου Γεωργ. / Ψυχουδάκης Ευτ.

Ταγματάρχης Πεζικού: Ντούνης Απόστ.

Ανθυπολοχαγός Πεζικού: Λέκκας Στυλιανός

Άγγλος Στρατιώτης: Αγνώστων Στοιχείων.




ΤΙΜΗ  ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ   ΠΟΥ  ΕΧΥΣΑΝ  ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥΣ   ΓΙΑ  ΤΗΝ  ΕΛΛΑΔΑ

Πηγή