19.7.21

Ναι ή Οχι στη Χάγη- Το ψευτοδίλημμα που ξανασερβίρισε ο Τσίπρας.

 



Πριν λίγες ημέρες, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έκανε δημόσια παρέμβαση, ζητώντας η Ελλάδα να εργασθεί για ένα “νέο Ελσίνκι”, για την παραπομπή τη Χάγη. Προσέδωσε, μάλιστα, επείγοντα χαρακτήρα, δηλώνοντας ότι ο χρόνος λειτουργεί σε βάρος της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα, ο Τσίπρας δεν έκανε τίποτα άλλο από το να επαναλάβει με δικά του λόγια αυτό που σύσσωμο σχεδόν το ελληνικό πολιτικό σύστημα και ευρύτερα οι εγχώριες ελίτ έχουν αναγάγει σε μονόδρομο. Το μόνο που είχε μία σημασία είναι η πρότασή του για διασύνδεση της παραπομπής με την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας.

Εάν κάποιος διαβάσει-ακούσει τις σχετικές δηλώσεις Ελλήνων πολιτικών, δημοσιογράφων και ακαδημαϊκών θα νομίσει ότι η Άγκυρα έχει προτείνει την παραπομπή και η Αθήνα συζητάει εάν θα την αποδεχθεί ή όχι!

Πρόκειται για ψευδή εικόνα, την οποία φιλοτεχνεί και συντηρεί η στρατηγική αμηχανία όχι μόνο του εγχώριου πολιτικού και μιντιακού συστήματος. Είναι ενδεικτικό, μάλιστα, ότι σπεύδουν να “αρπαχτούν” από κατά καιρούς σχετικές δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων. Αυτοί, όμως, –χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Τσαβούσογλου– είναι σαφείς για να παρερμηνευθούν.

Επαναλαμβάνουν την πάγια θέση της Άγκυρας: πρέπει πρώτα να προηγηθεί μία διμερής εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση, δηλαδή διαπραγμάτευση επί όλων των μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων της Τουρκίας. Εάν αυτή δεν αποδώσει καρπούς, ενδεχομένως και υπό προϋποθέσεις οι “διαφορές” να παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο. Φροντίζουν, μάλιστα, να στείλουν το μήνυμα πως θα παραπεμφθούν στη Χάγη τα πάντα, όχι μόνο η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ.

Στην πραγματικότητα, προσφέρουν το “τυρί” της παραπομπής στη Χάγη (ως θεωρητική προοπτική) για να ρυμουλκήσουν την Αθήνα στο τραπέζι της διμερούς διαπραγμάτευσης. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι για την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο απαιτείται συνυποσχετικό, επειδή η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει την δικαιοδοσία του, όπως έχει κάνει η Ελλάδα με εξαίρεση (για θέματα κυριαρχίας και για τον εξοπλισμό των νησιών του ανατολικού Αιγαίου).

Οι δύο τουρκικοί όροι

Όπως έχουν αποδείξει οι κατά καιρούς ελληνοτουρκικές συνομιλίες, το εμπόδιο ήταν και παραμένει οι όροι που έθετε και θέτει η Άγκυρα για να υπογράψει συνυποσχετικό:

Πρώτον, απαιτεί να παραπεμφθούν στη Χάγη όχι μόνο η νομική διαφορά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, αλλά το σύνολο των τουρκικών μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων. Χρησιμοποιεί, μάλιστα, τον όρο “παρεμπίπτοντα ζητήματα“. Με άλλα λόγια, ζητάει να θέσουμε –μεταξύ των άλλων– στην κρίση ξένων δικαστών το εάν κατοικημένα νησιά (Οινούσσες, Φούρνοι, Αγαθονήσι και πολλά άλλα) θα παραμείνουν στην ελληνική επικράτεια ή θα παραδοθούν στην Τουρκία, η οποία ισχυρίζεται ότι είναι δικά της.

Δεύτερον, απαιτεί το συνυποσχετικό να υποδεικνύει στο Διεθνές Δικαστήριο τον τρόπο που θα οριοθετήσει ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδα. Για την ακρίβεια –όπως αποδεικνύεται από τα πρακτικά των παλαιότερων διερευνητικών επαφών– οι δύο πλευρές διαπραγματεύονταν όχι τη μέθοδο, αλλά και τον χάρτη της οριοθέτησης με σκοπό να ζητήσουν από το Διεθνές Δικαστήριο να βάλει απλώς τη σφραγίδα του. Ας σημειωθεί ότι το Δικαστήριο δεν έχει πρόβλημα εάν οι δύο πλευρές συμφωνούν. Όπως επίσης προκύπτει από τα ίδια πρακτικά, η Άγκυρα ζητάει από την Αθήνα να συνυπογράψει ένα συνυποσχετικό για να παρακαμφθούν τα δικαιώματα, τα οποία παρέχει το διεθνές δίκαιο στην Ελλάδα!

Πολιτικό πρόβλημα και νομική διαφορά

Η Αθήνα αναγνωρίζει παγίως ως μοναδική ελληνοτουρκική διαφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, γιατί μόνο αυτή δεν καλύπτεται από τις διατάξεις του διεθνούς δικαίου, ή από τις υφιστάμενες συνθήκες και συμφωνίες. Αυτό δεν σημαίνει πως αρνείται την ύπαρξη των άλλων προβλημάτων στο Αιγαίο. Θεωρεί, όμως, ότι πρόκειται για πολιτικής φύσεως προβλήματα, με την έννοια ότι έχουν προκύψει από τις μονομερείς τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις. Γι’ αυτό και επί δεκαετίες η επίσημη ελληνική θέση ήταν ότι στο Διεθνές Δικαστήριο πρέπει να παραπεμφθεί μόνο το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας.

Εδώ και αρκετά χρόνια, η πάγια αυτή ελληνική θέση έχει ρηγματωθεί. Λόγω και του διάχυτου φοβικού συνδρόμου, η τουρκική πίεση έχει οδηγήσει κύκλους του εγχώριου πολιτικού συστήματος (αρχίζοντας από την κυβέρνηση Σημίτη και βρίσκοντας απήχηση σ’ όλες σχεδόν τις επόμενες κυβερνήσεις) –στο όνομα του ρεαλισμού!– σε μία αναθεώρηση προς την κατεύθυνση προσαρμογής στις θέσεις της Άγκυρας.

Όσα πολλοί Έλληνες πολιτικοί ψιθύριζαν, ή εμπράκτως δρομολογούσαν, τα είπε δημοσίως ο πρώην Πρόεδρος Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Είχε γράψει, λοιπόν, (“Καθημερινή” 28-5-2006): η θέση πως «αναγνωρίζομε ως μόνη διαφορά τον καθορισμό των ορίων της υφαλοκρηπίδος, δεν φαίνεται σοβαρή. Oι διαφορές δημιουργούνται, όταν ένα κράτος διατυπώνει αξιώσεις, δίκαιες ή άδικες, κατά του άλλου». Με τη θέση του εκείνη ισοπέδωνε την κρίσιμη διάκριση μεταξύ νομικής και πολιτικής διαφοράς.

Όλα στη Χάγη εκτός…

Αναφέρω εκείνο το άρθρο του Κωστή Στεφανόπουλου (τότε είχα απαντήσει άμεσα σημείο προς σημείο με άρθρο μου στην “Καθημερινή”), επειδή η συζήτηση εκείνη είναι σήμερα εξίσου και ίσως πιο επίκαιρη από τότε. Κι αυτό, επειδή τα όσα έγραφε τότε ο τέως Πρόεδρος είναι πανομοιότυπα με τα όσα προβάλλει –πάντα στο όνομα του “ρεαλισμού”– μία ολόκληρη σχολή σκέψης στην Ελλάδα, η οποία κυριαρχεί στο πολιτικό και μιντιακό σύστημα, καθώς και συνολικά στις άρχουσες ελίτ.

Έγραφε, λοιπόν, τότε ο πρώην Πρόεδρος: «Ποιες διαφορές θα υποβληθούν στο Δικαστήριο; Απαντώ, όλες: τα χωρικά ύδατα και η έκτασή τους, η υφαλοκρηπίδα των νήσων και ο καθορισμός της μεταξύ των δύο χωρών και η αποστρατιωτικοποίηση των νήσων… Και οι γκρίζες ζώνες; Όχι αυτές. Oι γκρίζες ζώνες ανήκουν στη φαντασία της Τουρκίας μόνον, όπως αποδεικνύεται από τη Συνθήκη της Λωζάννης, τον τρόπο της μακράς εφαρμογής της και το Ιταλο-Τουρκικό Πρωτόκολλο καθορισμού των θαλασσίων ορίων του 1932. H δε διεθνής κοινότης έχει αποδεχθεί ανέκαθεν το υπάρχον εδαφικό καθεστώς των νησίδων και βραχονησίδων».

Γιατί, όμως, ο Κωστής Στεφανόπουλος είχε αρνηθεί να παραπεμφθεί στη Χάγη και η τουρκική αξίωση για τις “γκρίζες ζώνες”, όταν –σύμφωνα με τον δικό του ισχυρισμό– κάθε τουρκική αξίωση είναι διαφορά και ως τέτοια πρέπει να κριθεί από το Διεθνές Δικαστήριο; Όπως είχε γράψει, «τα πάσης φύσεως δικαιώματα κρίνονται ανέκαθεν από τα δικαστήρια, διεθνή ή επιχώρια, η δε Ελλάς ως φιλειρηνικό κράτος προτιμά να υπερασπιστεί τα δικαιώματά της όχι με τη βία, αλλά με δικαστικά μέτρα».

Οι “γκρίζες ζώνες”

Εάν είναι έτσι, γιατί να μην παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο και οι “γκρίζες ζώνες”, αφού η Ελλάδα –όπως αναφέρει– προτιμά να υπερασπίζεται τα δικαιώματά της με δικαστικά μέτρα; Στην πραγματικότητα, ο τέως Πρόεδρος και μαζί του πολλοί εγχώριοι “ρεαλιστές”, εμμέσως πλην σαφώς αξιολογούν τις τουρκικές μονομερείς διεκδικήσεις σε “θεμιτές” και αθέμιτες. Έτσι, νομιμοποιούν πολιτικά τις “θεμιτές”, δηλαδή όλες πλην των “γκρίζων ζωνών”.

Γιατί εξαιρούν τις “γκρίζες ζώνες”; Μήπως γιατί ανήκουν στη φαντασία της Τουρκίας και υπάρχει η Συνθήκη της Λωζάννης; Αν είναι έτσι, γιατί δεν λένε τα ίδια και για τα χωρικά ύδατα; Το διεθνές δίκαιο ξεκάθαρα προβλέπει το δικαίωμα κάθε παράκτιου κράτους να τα επεκτείνει στα 12 μίλια, εξ ου και το έχουν πράξει όλα με την εξαίρεση της Ελλάδας. Ο λόγος που εξαιρούν τις “γκρίζες ζώνες” είναι ότι –έστω κι αν δεν το ομολογούν– ενώ δεν αντέχουν να παραχωρήσουν έδαφος, οι εγχώριοι “ρεαλιστές” είναι διατεθειμένοι να προβούν σε εθνικές εκπτώσεις σε άλλα ζητήματα, όπως στο εύρος των χωρικών υδάτων.

Και οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ότι το Διεθνές Δικαστήριο είναι μεν δικαιοδοτικό όργανο, αλλά έχει αποδειχθεί ότι στις αποφάσεις του εμφυλοχωρεί και το πολιτικό κριτήριο. Ειδικά εάν το συνυποσχετικό αφήνει περιθώρια, όπως επιδιώκει η Άγκυρα. Το πρόβλημα για την Ελλάδα είναι ότι στην κρίση του Δικαστηρίου θα τεθούν αποκλειστικά και μόνο ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Κανένα τουρκικό. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα κι αν η απόφαση είναι 99% υπέρ μας, η Ελλάδα θα χάσει και η Τουρκία θα κερδίσει.

Η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών

Υπάρχει ένα σημείο σ’ εκείνο το άρθρο του Κωστή Στεφανόπουλου, που έχει κρίσιμη σημασία. Αποδέχεται ρητά να παραπεμφθεί στη Χάγη και το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Είναι κοινός τόπος ότι η νομική θέση της Ελλάδας σ’ αυτό το ζήτημα είναι ασθενής κι ότι εάν υπάρξει παραπομπή πιθανότατα η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου θα είναι υπέρ της αποστρατιωτικοποίησης.

Αυτό θα έφερνε την Ελλάδα σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Εάν αποστρατιωτικοποιηθούν τα νησιά θα καταστούν όμηροι (και μαζί τους όλη η Ελλάδα) της Τουρκίας. Γι’ αυτόν τον λόγο, άλλωστε, η Ελλάδα έχει εξαιρέσει αυτό το ζήτημα από τη δικαιοδοσία που έχει αναγνωρίσει στο Διεθνές Δικαστήριο. Όπως, επίσης, έχει εξαιρέσει και τα ζητήματα κυριαρχίας για να μην παραπεμφθούν ποτέ οι “γκρίζες ζώνες”.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Άγκυρα ασκεί κάνει τα πάντα στο διπλωματικό επίπεδο για να στριμώξει την Ελλάδα στο ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης. Συνεχείς δηλώσεις κι αυτές τις ημέρες επίσημη επιστολή του μόνιμου αντιπροσώπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ πρέσβη Σινιρλίογλου με αντικείμενο την αποστρατιωτικοποίηση. Κι όμως, υπάρχουν σήμερα στην Αθήνα “ειδήμονες” που ελαφρά τη καρδία(;) προτείνουν –ή αφήνουν δια παραλείψεως να εννοηθεί– ότι πρέπει να παραπέμψουμε όλες ή σχεδόν όλες τις μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις στη Χάγη.

Και εν πάση περιπτώσεις, δεν είναι η Ελλάδα που διεκδικεί για να ζητήσει παραπομπή στη Χάγη. Το πρόβλημα το έχει όποιος διεκδικεί. Αν η Τουρκία θεωρεί ότι αδικείται από το σημερινό εδαφικό καθεστώς κι από τις προβλέψεις του διεθνούς δικαίου και πιστεύει ότι το Αιγαίο είναι μία ειδική θάλασσα, για την οποία πρέπει να μην ισχύσουν οι γενικοί κανόνες του διεθνούς δικαίου, ας αναγνωρίσει κι αυτή την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου κι ας παραπέμψει τις διεκδικήσεις της εκεί.

Μέχρι τότε είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε με τον κακό γείτονα και να τον χειριζόμαστε όσο καλύτερα μπορούμε. Εκτός κι αν αποφασίσουμε να εξαγοράσουμε με εθνικές παραχωρήσεις την ύφεση, το οποίο –όπως έχει αποδείξει η πείρα– είναι πολύ αμφίβολο. Όποιος, λοιπόν, υποστηρίζει την εξαγορά, ας το πει ξεκάθαρα. Όλα τα άλλα, είναι προφάσεις εν αμαρτίαις και τρόποι της εγχώριας πολιτικής ελίτ να απεκδυθεί των εθνικών ευθυνών της.

https://slpress.gr/