Γράφει ο Καθηγητής Γιώργος Πιπερόπουλος
Σε δυναμική εξέλιξη το Euro-2020 και με αφορμή τα πολλά τηλεοπτικά «ζουμ» στα πρόσωπα των προπονητών των 24 Εθνικών ομάδων που συμμετέχουν η σημερινή μου άποψη στα αγαπημένα Blogs & Sites αφορά τους προπονητές και τον ρόλο τους.
Θα ξεκινήσω με ένα γνωστό διεθνώς ποδοσφαιρικό ανέκδοτο.
Λίγο πριν από τον σημαντικό αγώνα της ομάδας που διεκδικεί τον τίτλο από το «φαβορί» των τριών τελευταίων ετών ο τεχνικός ηγέτης της ομάδας – έκπληξης της χρονιάς δίνει στους παίκτες του, με περισσή μυστικότητα, από ένα άσπρο χαπάκι σχετικά μεγάλου μεγέθους.
Έκπληκτος ο νεαρός αθλητικογράφος που αντιλαμβάνεται τη μυστική κίνηση πλησιάζει τον προπονητή, με τον οποίο τον συνδέει και μια αίσθηση οικειότητας, και του ζητά σχεδόν επιτακτικά να του εξηγήσει:
«Τι ακριβώς είναι αυτά τα χάπια, ΝΤΟΠΑ;»...
«Α, μπα, είναι αθώα χάπια συμπυκνωμένης ζάχαρης» του εξηγεί με εμφανέστατη ειλικρίνεια ο προπονητής.
«Και τι καλό μπορεί να κάνει σε αυτούς τους ώριμους, γυμνασμένους αθλητές ένα χαπάκι συμπυκνωμένης ζάχαρης;» ρωτά ο νεαρός δημοσιογράφος.
«Τίποτε απολύτως» του απαντά ο προπονητής και συνεχίζει «αλλά οι παίκτες μου πιστεύουν ότι τους βοηθά και έτσι παίζουν…καλύτερα!».
Ο αθλητικογράφος, με διεγερμένο στο κρεσέντο, πλέον, το αίσθημα της περιέργειας η οποία είναι και οφείλει να είναι κυρίαρχο χαρακτηριστικό σε κάθε δημοσιογράφο, δεν αντιστέκεται στον πειρασμό, πλησιάζει τον Αρχηγό της ομάδας – έκπληξης, για τον οποίο είχε κάνει και ειδικό αφιέρωμα στην εφημερίδα του, και σχεδόν επιτακτικά του απαιτεί να του εξηγήσει:
«Τι χαπάκι είναι αυτό που πήρες;».
Ο παίκτης, με πρόδηλα τα σημάδια κάποιας ανησυχίας, κοιτάει γύρω του στα κλεφτά, πλησιάζει τον δημοσιογράφο στο αυτί και του λέει ψιθυριστά:
«Είναι χαπάκι συμπυκνωμένης ζάχαρης!»...
Τινάζεται εμφανώς ξαφνιασμένος ο νεαρός δημοσιογράφος και με ορθάνοιχτα μάτια γεμάτος ειλικρινή απορία ρωτά τον παίκτη με την οικειότητα που αισθάνεται για αυτόν:
«Καλά, και σας βοηθούν εσάς τους επαγγελματίες παίκτες απλά χαπάκια συμπυκνωμένης ζάχαρης;».
«Α, μπα» απαντά με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο παίκτης, και συνεχίζει «όμως ο προπονητής μας πιστεύει ότι μας βοηθούν και επειδή εμείς τον αγαπάμε… τα παίρνουμε!».
Θεμελιακό πρόβλημα για τον κάθε προπονητή είναι η κατανόηση της ψυχοσύνθεσης του κάθε παίκτη και η δημιουργία, μέσα από συστηματική δουλειά, ενός αρμονικού συνόλου όπου οι αδυναμίες και οι ικανότητες του καθενός αλληλεπικαλύπτονται με τέτοιο τρόπο ώστε στο τέλος να παρουσιάζεται μια ισορροπημένη ομάδα με προσωπικότητα, με δυναμισμό, με τη θετική ψυχολογία που στοχεύει στη νίκη αλλά μπορεί να χειρισθεί με επάρκεια, βιώνοντας το κλασικό «παθήματα-μαθήματα» και το ενδεχόμενο της ήττας!…
Ένα από τα πλέον βασικά προβλήματα για τον κάθε προπονητή που αναλαμβάνει τον ρόλο του τεχνικού ηγέτη μιας ομάδας αποτελεί και το προγενέστερο βίωμα κάθε παίκτη του.
Αυτήν τη δυναμική προβληματισμού την αποκαλώ, χωρίς να παρεξηγηθώ από τους φίλους προπονητές του ποδοσφαίρου και κάθε άλλου ομαδικού σπορ, στους οποίους έχω κάνει πολλά εκπαιδευτικά σεμινάρια τις περασμένες δεκαετίες, «το σύνδρομο του προπονητή!…».
Είναι αναμφισβήτητη αλήθεια ότι ελάχιστοι παίκτες γεννιούνται, ζούνε και ωριμάζουν φορώντας την ίδια φανέλα σε ολάκερη την καριέρα τους. Η πλειονότητα ξεκινά με έναν Σύλλογο ή ΠΑΕ, διδάσκεται τα βασικά από κάποιον προπονητή και μέσα σε διάστημα μερικών ετών αλλάζει αρκετές φορές τη φανέλα του, αλλά κατά κύριο λόγο με συχνότητα που προσιδιάζει στην παροιμία της «αλλαγής υποκαμίσων» αλλάζει προπονητές καθώς στον ελλαδικό χώρο ο προπονητής διεκδικεί τον εναλλασσόμενο ρόλο του «στρατηλάτη, νικητή και τροπαιούχου» και μετά «του αποτυχημένου αποδιοπομπαίου… τράγου».
Να σταματήσουν, λοιπόν, οι μεταγραφές παικτών ή οι μετακινήσεις προπονητών;
Ε, ΟΧΙ, βέβαια!…
Όμως οι προπονητές είναι και αυτοί άνθρωποι, έχουν τα βιώματα και τις φιλοδοξίες, τις προσωπικές εμπειρίες και το «παρελθόν» τους.
Επιπρόσθετα ο κάθε παίκτης που μαθητεύει σε έναν δεδομένο προπονητή «μαθαίνει» συγκεκριμένα πράγματα, τα οποία ξεκινούν από τις ασκήσεις σωματικής βελτίωσης και φτάνουν στη στρατηγική και τις τεχνικές της ανάπτυξης ενός παιχνιδιού.
Και ξαφνικά συμβαίνει να «παραιτηθεί» ένας συγκεκριμένος προπονητής (επειδή οι παράγοντες που κινούν τα νήματα από το παρασκήνιο φρονούν ότι έτσι τους συμφέρει ή, άλλες φορές, ότι αυτοί ξέρουν καλύτερο ποδόσφαιρο από τον προπονητή) και να αναλάβει την ομάδα ένας άλλος προπονητής.
Έτσι οι παίκτες βρίσκονται ξαφνικά αντιμέτωποι με έναν άλλο «δάσκαλο», ο οποίος, φυσικά, έχει τη δική του προσωπικότητα, τις δικές του τεχνικές και στρατηγικές, τις δικές του πεποιθήσεις και τα δικά του «χούγια»…
Τι σημαίνει αυτό από τη δική μου οπτική γωνιά, της κοινωνικής ψυχολογίας των σπορ και της άθλησης;
Νομίζω ότι το ερώτημα μπορεί να το απαντήσει σωστά και ο πιο άσχετος φίλαθλος ή οπαδός.
Θα μου πείτε, μα οι παίκτες δεν είναι μαθητούδια και σχολιαρόπαιδα, είναι ώριμοι άνδρες, είναι επαγγελματίες είναι άτομα που μπορεί να προσαρμοσθούν εύκολα στις νέες προοπτικές, στον νέο τεχνικό τους ηγέτη.
Είναι, όμως, έτσι ακριβώς τα πράγματα;
Μήπως πρέπει να θυμηθούμε αυτό που με περισσή εμπειρική σοφία έχει συνοψίσει σε μια ιστορική φράση ο ελληνικός λαός μέσα από πολυετείς εμπειρίες όταν λέει «με όποιον δάσκαλο θα κάτσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις»;
Και, αν συμβεί, όπως πράγματι συμβαίνει στην πατρίδα μας, να αλλάξεις πολλούς δασκάλους, είναι άγνωστο ποια χούγια και ποιες συνήθειες θα πρέπει να αλλάξει ο επόμενος προπονητής που αναλαμβάνει την ομάδα στην προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα «σωστό, συλλογικά αρμονικό σύνολο».
Δεν θα σας κουράσω περισσότερο σήμερα, δεν θα αναφερθώ σε ζώντες και εκλιπόντες προπονητές ντόπιους και ξένους στα ελληνικά ποδοσφαιρικά δρώμενα αλλά δεν μπορώ να μην αναφέρω την προσφορά του Όττο Ρεχάγκελ στην ιστορική (φοβάμαι και ανεπανάληπτη) κατάκτηση του τίτλου του Euro-2004 και του Φερνάντο Σάντος που μας έφτασε στους 16 του Mundial της Βραζιλίας…
Το «σύνδρομο του προπονητή» αποτελεί ένα πρόσθετο αρνητικό βίωμα μέσα στα πολλά άλλα που χαρακτηρίζουν το Ελληνικό ποδ’οσφαιρο…