Δεν σας συγχωρούμε γιατί δεν αλλάξατε, είστε οι ίδιοι.
Σας τα έχουμε μαζεμένα...
Juan
Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου από τους Νεότουρκους. Συγκλονιστικές αφηγήσεις για την σφαγή των Ποντίων. Φρίκη, θάνατος, αποκτήνωση, ξεριζωμός. Ένα έγκλημα που παραμένει ατιμώρητο.
Η στρατιωτική κυριαρχία των Οθωμανών ήταν απόλυτη μετά την άλωση της Πόλης το 1453 και, οκτώ χρόνια μετά, της Τραπεζούντας. Ποτέ όμως δεν κατάφεραν να επιβληθούν πραγματικά στον ποντιακό ελληνισμό ο οποίος, παρά τους διωγμούς κατάφερε να διατηρήσει την πατριωτική του συνείδηση.
Αποκομμένοι από την «μητέρα» κράτησαν ζωντανό μέσα τους το ελληνικό πνεύμα και γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής, εγκατεστημένοι κυρίως στα αστικά κέντρα. Αυτό οι Τούρκοι δεν τους το συγχώρησαν ποτέ.Η ανάπτυξη του ποντιακού ελληνισμού ήταν ραγδαία. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα. Όταν λοιπόν το 1908 ο Σουλτάνος τέθηκε στο περιθώριο από το κίνημα των Νεότουρκων ο ποντιακός ελληνισμός μπήκε στο στόχαστρο. Άμεσα άρχισαν οι διωγμοί των χριστιανικών πληθυσμών και με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο να μαίνεται οι Τούρκοι βρήκαν όλες τις δικαιολογίες που έψαχναν για το ιστορικό τους έγκλημα.
Με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των «Αμελέ Ταμπουρού», τάγματα δηλαδή ασφαλείας που έδρασαν με απίστευτη αγριότητα. Η ελληνική κυβέρνηση δεν ασχολείται καν με το θέμα μια και τότε έχει δώσει βάρος στην Κρήτη και οι Τούρκοι δρουν ανενόχλητοι. Δημιουργούνται τα «Τάγματα Εργασίας» όπου Έλληνες του Πόντου γίνονται σκλάβοι και δουλεύουν κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.
Η κατάσταση οδηγεί τους Ελληνοπόντιους αλλά και τους Αρμένιους σε ανταρτοπόλεμο. Το 1916 πραγματοποιείται η συστηματική εκκαθάριση των Αρμενίων και σειρά παίρνουν οι Πόντιοι. Το 1919 οι κοινές προσπάθειες Ελλήνων και Αρμενίων, με την υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου, για δημιουργία ενός αυτόνομου κράτους οδηγεί τον Κεμάλ στην απόφαση για την «τελική λύση». Η άφιξη των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη επιταχύνει τα πράγματα.
Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα και ξεκινά η και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των Γερμανών και με την στήριξη των Σοβιετικών. Η αγριότητα των εκκαθαρίσεων είναι αδιανόητη. Ολόκληρα χωριά εξαφανίζονται, γυναίκες βιάζονται και κατακρεουργούνται, παιδιά και γέροι δολοφονούνται. Ο Κεμάλ δεν θέλει να υποτάξει των ελληνικό πληθυσμό, θέλει να τον εξαφανίσει. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000. Ο κόσμος που γλίτωσε αναγκάζεται είτε να έρθει στην Ελλάδα, είτε να καταφύγει στη Νότια Ρωσία.
Με τεράστια καθυστέρηση, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού. Οι τουρκικές κυβερνήσεις αρνούνται πως υπήρξε γενοκτονία και δικαιολογούν επισήμως το θάνατο των Ελλήνων ως απώλειες στα πλαίσια των ευρύτερων απωλειών του πολέμου, του λιμού ή άλλων κοινωνικών αναταραχών. Η αλήθεια όμως δεν κρύβεται από καμία πολιτική σκοπιμότητα. Ζει στις ψυχές εκείνων που έχασαν συγγενείς, ξεριζώθηκαν και άκουσαν τις ιστορίες από τα δακρυσμένα μάτια παππούδων και γιαγιάδων. Η διεθνής κοινότητα άλλαξε στάση στο θέμα της γενοκτονίας των Αρμενίων και πρέπει να συνεχιστούν οι πιέσεις ώστε να γίνει κάτι παρόμοιο και για το φρικτό έγκλημα που συντελέστηκε κατά του Ποντιακού Ελληνισμού.
Ακολουθούν συγκλονιστικές αφηγήσεις ανθρώπων που βίωσαν το ελληνικό ολοκαύτωμα.
«Άρπαζαν τα παιδιά από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους στα βράχια«
(“Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντο” -Χάρης Τσιρκινιδης)
Ο Χ. Τσιρκινίδης συμπεριέλαβε τη μαρτυρία του θείου του Ευριπίδη, στο βιβλίο: «Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα . Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις. Εκεί, στην Κερασούντα, μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ΄άγνωστα μέρη.
Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητά , χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής , μέχρι να πεθάνουν»
«Χίμηξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας»
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Σάββα Κανταρτζή)
Β. Ο Σάββας Κανταρτζής εξέδωσε σε βιβλίο τις φοβερές του εμπειρίες το 1975 στην Κατερίνη. Μια από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις του αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλαν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Το Μπεϊαλάν είναι ένα από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που καταστράφηκαν από τις τουρκικές συμμορίες:
“Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος… Άλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια και σε στάβλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δουν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.
Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκόπανους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.
Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Έτσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.
Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι’ έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’ ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την “πατριωτική” του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμιξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.
Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.
Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση…
Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.
Οι μητέρες ξετρελαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν “μάνα, μανίτσα!”. Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.
Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.
Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι’ ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν”.
«Αυτοί ένα-ένα στραγγάλισαν τα παιδιά»
(“Πόντος. Οι Ρίζες μας. Μαρτυρίες γενοκτονίας” – Αναστάσιος Λ. Σταμπουλίδης)
Μια δραματική ιστορία που γράφτηκε στο βουνό Μπογαλή και αφηγείται στο βιβλίο του ο Αναστάσιος Σταμπουλίδης:
“Ο τουρκικός στρατός μάς είχε περικυκλώσει. Όλο το βουνό και οι χαράδρες σείονταν από τις εκρήξεις και τους πυροβολισμούς. Οι Τούρκοι μπήκαν στο δάσος κι άρχισαν να το χτενίζουν. Μας είχαν ζώσει απ’ όλες τις μεριές.
Ο καπετάν Γιώργης (Κοτζάμπιγικ, Μεγαλομύστακας) αποφάσισε να κρυφτούμε όλοι μαζί –άνδρες, γυναίκες και παιδιά– μέσα σε σπήλαια του φαραγγιού. Τα παιδιά όμως θα πρόδιδαν τη θέση μας. Τα μωρά έκλαιγαν, και άλλα, μεγαλύτερα, ήταν άρρωστα και έβηχαν. Ο έσχατος κίνδυνος στάθηκε απάνω από τα κεφάλια μας.
Μίλησε πρώτος ο αρχηγός. Με φωνή τρεμάμενη ανακοίνωσε την απόφαση και προέτρεψε τις μανάδες και τους πατεράδες να κάνουν κάτι που δεν μπορούσε να φανταστεί ο ανθρώπινος νους: να σκοτώσουν τα ίδια τα παιδιά τους.
Οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε και να θρηνολογούν σφίγγοντας τα παιδιά στην αγκαλιά τους. «Χωριανοί», είπε, «ακούστε με. Κι εγώ πονάω, όπως πονάτε κι εσείς. Σε λίγο όμως κανείς μας δεν θα είναι ζωντανός. Οι Τούρκοι πλησιάζουν. Δεν πρέπει να μας βρουν. Είσαστε νέοι και θα αποκτήσετε κι άλλα παιδιά, που θα τα μεγαλώσετε σαν άξιοι γονείς. Σφίξτε την καρδιά σας και ο Θεός ας μας συγχωρέσει.
Μια βουβαμάρα απλώθηκε στο πονεμένο πλήθος. Ο καθένας έκανε κόμπο τον πόνο του και ακολούθησαν το παράδειγμα του αρχηγού. Παράδωσαν τα παιδιά στους άνδρες που τους ανατέθηκε να παίξουν τον άχαρο ρόλο του εκτελεστή-δήμιου. Αυτοί ένα-ένα στραγγάλισαν τα παιδιά.
Ο Λεόντιος, εγγονός του παπα-Γιώργη και γιος του αντάρτη Σταμπολίδη Γεώργιου, ήταν 8 χρονών. Οι συνομήλικοί του δεν ήταν στο πρόγραμμα εκτέλεσης. Είχε όμως τραυματιστεί και το τραύμα τού δημιουργούσε πόνο και υψηλό πυρετό. Παραμιλούσε και πότε-πότε έβγαζε κραυγή πόνου. Ένας αντάρτης τον άρπαξε από την αγκαλιά της μάνας του και χούφτωσε το λαιμό του να τον πνίξει.
Για μια στιγμή φάνηκε πως όλα είχαν τελειώσει. Η μάνα, Σοφία Σταμπολίδου (Κοτζά Σοφία), από ένστικτο όρμησε πάνω του. Ένας άλλος αντάρτης πήρε τον Λεόντιο στα χέρια του μισοπεθαμένο και με διάφορες κινήσεις σαν πρώτη βοήθεια τον συνέφερε. Τον έσωσε. Μετά την Ανταλλαγή ο Λεόντιος με τους γονείς του εγκαταστάθηκε στο Βατόλακκο Γρεβενών”.
«Αλλαχτάν μπουλ…»
(“Η ΤΑΜΑΜΑ – Γ. Ανδρεάδης)
.Στο βιβλίο του Γιώργου Ανδρεάδη ‘Η ΤΑΜΑΜΑ», ξετυλίγεται η αληθινή ιστορία μιας μικρής Ελληνοπούλας, κόρης του Παπά-Γιάννη από το χωριό Εσπιε του Πόντου , από όπου και το παρακάτω απόσπασμα: «Οταν ήρθε και η σειρά του, ο Παπαγιάννης σήκωσε τον άρρωστο αδερφό του από το κρεβάτι και πήγαν στο προαύλιο της εκκλησίας. Εκεί ήταν όλη η χριστιανική Εσπιε. 480 ψυχές ξεκίνησαν την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 1916, ώρα 11, για το δρόμο του Γολγοθά.
Μόλις οι τελευταίοι χριστιανοί άφηναν το χωριό παίρνοντας το δρόμο για τα βουνά, φανατισμένοι Νεότουρκοι Τσέτες μαζεύτηκαν κοντά στο τζαμί. Από απέναντι και μέσα από το παράθυρο, ο Τούρκος γείτονας Ιμπραχήμ παρακολουθούσε με αγωνία να δει τι θα κάμουν.
Σε λίγο έσπασαν την πόρτα του Παπαγιάννη, άρχισαν να πετάνε έξω τα υπάρχοντα του και ετοιμάζονταν για την μοιρασιά. Τότε η ψυχή του Ιμπραχήμ δεν άντεξε για το κακό που γινόταν στους γείτονές του και ιδιαίτερα στον φίλο του τον Παπαγιάννη. Άνοιξε την πόρτα, έτρεξε στην αυλή του Παπαγιάννη και φώναξε στους πλιατσικολόγους: Αλλαχτάν μπουλ (από το Θεό να το βρείτε.) Ηταν το μόνο που πρόλαβε να φωνάξει ο Ιμπραχήμ, αφού η κατάρα του έσβησε με ένα πυροβολισμό. Η σφαίρα βρήκε τον Ιμπραχήμ στο μέτωπο και τον έριξε κάτω νεκρό.
Τέσσερις μέρες πέρασαν σαν αιώνας, από την ημέρα που ξεκίνησαν από την Εσπιε. Μέσα σε 4 μέρες, ο Παπαγιάννης έχασε τον αδελφό του και τον αγαπημένο του γιο που με τόσες προσδοκίες έφερε στον κόσμο. Τίποτε πια δεν τον ενδιέφερε. Ούτε που θα πάνε, ούτε αν θα σωθούν, ή αν θα χαθούν. Το ξημέρωμα βρήκε και άλλους νεκρούς. Τα περισσότερα θύματα ήταν μικρά παιδιά. Συνολικά 20 άτομα πέθαναν εκείνο το βράδυ. Μετά από ταλαιπωρίες και πορείες δυόμισι μηνών τα υπολείμματα ενός ζωντανού χωριού έφτασαν στη Σεβάστεια, μόνο…38 ψυχές».
«Έριξαν ζωντανά τα παιδιά στα πηγάδια»
Μαρτυρία των Παρασκευά και Αβραάμ Νερκίζογλου
Οι Τούρκοι έμασαν τον κόσμο στη μέση του χωριού. Τους άντρες τους τουφέκισαν, ενώ τους μεγαλύτερους σε ηλικία, άνδρες και γυναίκες, τους έκλεισαν στην εκκλησία, στα σπίτια και τους αχυρώνες και τους έκαψαν. Πελώριες φλόγες υψώθηκαν και έκαψαν τους χωριανούς μου. Μέσα σ’ αυτούς ήταν και οι δικοί μου, ο πατέρας μου, η μητέρα μου, η γυναίκα μου και οι συγγενείς μου. Ούτε ένα δάκρυ δεν μπόρεσα να βγάλω. Αισθάνθηκα τον εαυτό μου ανήμπορο να κάνω κάτι. Έμασαν μετά τα παιδιά, ανάμεσά τους και δυο δικά μου, και τα έριξαν ζωντανά στα πηγάδια. Σαν γέμισαν τα πηγάδια, έριξαν πάνω πέτρες. Τις κοπέλες και τις νεαρές γυναίκες αφού τις βίασαν, τις οδήγησαν στο ποτάμι. Ήταν ένας γκρεμός και το ποτάμι κάτω σχημάτιζε λίμν稨.
«Όταν με πνίγετε να μη βγάλετε τα χαϊμαλιά»
Μαρτυρία Βαρβάρας Σαλτσίδου
«Ήμασταν περισσότερες από 100 γυναίκες και είχαμε 8-10 παιδιά, ηλικίας 2 έως 7 χρονών και αποφασίσαμε να τα πνίξουμε μην τυχόν και κλάψει κάποιο ή μιλήσει, και όταν οι Τούρκοι θα ήταν κοντά μας θα ανακάλυπταν την κρυψώνα μας και θα μας συλλάμβαναν. Τότε η καθεμία από εμάς πήρε το παιδί της άλλης και το έπνιξε, σφίγγοντας το λαιμό του και αφήνοντας το νερό του καταρράκτη να μπει μέσα στο στόμα του. Κάποιο κοριτσάκι 6-7 χρονών όταν είδε το τι γινότανε, μας παρακάλεσε να μην της βγάλουμε από το λαιμό κάτι χαϊμαλιά που είχε και μας είπε στα τούρκικα “πενί ποορκενέ τσιτσιλεριμί τσικάρτμαγιν”, δηλαδή όταν με πνίγετε να μη βγάλετε από το λαιμό μου τα χαϊμαλιά…».
«Βίασαν και αποκεφάλισαν τις κοπέλες μέσα στη Μονή»
Μαρτυρία Κώστα Κωφίδη
«Όλες τις κοπέλες και τις γυναίκες που συνέλαβαν οι Tσέτεδες , τις οδήγησαν μέσα στη Μονή, τις βίασαν και τις διακόρευσαν κτηνωδώς. Μετά από επανειλημμένους βιασμούς και ενώ τα θύματα δεν ήταν σε θέση να κινηθούν, τα αποκεφάλισαν μέσα στη Μονή Βαζελώνος. Έσφαξαν και άντρες, αφού τους ανάγκασαν να βλέπουν την κακοποίηση των γυναικών τους…
Μια εικοσάχρονη κοπέλα η Κυριακή Τσιρονίδου , βιάστηκε μπροστά στους δικούς της από εννέα βδελυρούς Τούρκους Τσέτεδες, από τους οποίους ο τελευταίος την αποτέλειωσε με το ξίφος του…».
«Αφήσαμε πίσω προγόνους, τάφους, σπίτια»
Μαρτυρία Σάββα Κοντογιαννίδη
«Ημουν οχτώ χρονών.Μια μέρα, στο χωριό, οι τούρκοι συγχωριανοί και γείτονες, μας ειδοποίησαν ότι έπρεπε να φύγουμε. Θα έρχονταν οι Τσέτες… Φωνές, κλάματα, μοιρολόγια. Βγήκαμε στους δρόμους. Από τη βιασύνη δεν προλάβαμε να πάρουμε τίποτε μαζί παρά μόνο τις εικόνες… και την ψυχή μας. Δεν καταλάβαινα και πολλά. Δεν καταλάβαινα γιατί η μάνα μου κοιτούσε το διώροφο αρχοντικό σπίτι μας και έκλαιγε κρατώντας μας σφιχτά στην αγκαλιά της.Οι μεγαλύτεροι κρατούσαν στα χέρια τους λίγα ρούχα και ψωμί. Αλλοι έτρεξαν στην όμορφη εκκλησιά μας, τον Αϊ-Γιώργη, πήραν εικόνες, το Ευαγγέλιο και τον σταυρό. Μάνες χάνανε τα παιδιά τους, αδέλφια χωρίστηκαν. Φωνές, κλάματα, κατάρες από τη μια και από απέναντι διαταγές και πυροβολισμοί. Ολοι προσευχόμασταν στον Θεό που δεν μπορούσε να μας βοηθήσει. Απομακρυνόμασταν από τα χωριά μας, περπατούσαμε ημέρες, εβδομάδες και όταν συναντούσαμε χωριά ακούγαμε τους Τούρκους να τραγουδούν το “Γιασά Κεμάλ, γιασά” (“Ζήτω Κεμάλ, ζήτω”)κρυβόμασταν. Οι μανάδες κλείνανε τα στόματα των παιδιών τους για να μην ακούσουν τα κλάματα οι Τσέτες. Αρκετοί ηλικιωμένοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν, έπεφταν και δεν σηκώνονταν ποτέ. Πέθαιναν κι έμεναν εκεί άταφοι. Ζούσαμε στο χωριό αρμονικά με τους Τούρκους. Είχαν πάει εκεί οι προγονοί μου αρκετά χρόνια πριν, κυνηγημένοι από τους Τούρκους στην Τραπεζούντα. Τον πατέρα μου τον σκότωσαν. Στα παιδικά μου χρόνια άκουγα μόνο μοιρολόγια από τις γυναίκες που θρηνούσαν τους άνδρες τους. Μετά τον πατέρα μου σκότωσαν τη γυναίκα του θείου μου Αναστάση, την Ελένη, επειδή αρνιόταν να αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της. Από την Τραπεζούντα με πλοίο ήλθαν στην Ελλάδα. Λεγόταν “Κιτσεμάλ”. Οταν είδαμε το πλοίο συνειδητοποιήσαμε ότι θα φεύγαμε από την πατρίδα μας. Αφήσαμε πίσω προγόνους, τάφους, σπίτια, μαγαζιά, τον φούρνο μας που ήταν ο καλύτερος της περιοχής μας, τα ζώα μας, τα χωράφια μας που ήταν σπαρμένα και ποτίστηκαν με τον ιδρώτα και το αίμα μας. Μας αποβίβασε στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουμε ένα άλλο σαράβαλο πλοίο που νομίζαμε ότι θα βουλιάξει και θα πνιγούμε. Μερικοί πέθαιναν, οι παπάδες τούς έψελναν και οι άνδρες τούς πετούσαν στη θάλασσα. Κρατούσα σφιχτά το χέρι της μάνας μου, μη χαθούμε έως ότου πατήσουμε ελληνικό χώμα. Πεινασμένοι, άρρωστοι, ταλαιπωρημένοι, κατεβήκαμε στην Πρέβεζα. Γυρίσαμε στον Πειραιά και από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Πήγαμε στην Τούμπα, μετά στην Αριδαία και τέλος με ποδαρόδρομο φτάσαμε κι εγκατασταθήκαμε στον Πολύμυλο Κοζάνης, μόνο τρεις από την επταμελή οικογένεια» .
«Την Τρίτην δεν θα είμεθα εν ζωή»
Επιστολή μελλοθάνατου Αλέξανδρου Ακριτίδη, εμπόρου Τραπεζούντας
Γλυκυτάτη μου Κλειώ
Σήμερον ετελέσθη εν τη φυλακή λειτουργία και εκοινωνήσαμε όλοι, περί τους 100 από διάφορα μέρη. Έχει αποφασισθεί ο δια της κρεμάλας θάνατος. Αύριον θα πηγαίνουν οι 60, μεταξύ αυτών οι 5 Τραπεζούντιοι και θα γίνει ο δι’ αγχόνης θάνατος.
Την Τρίτην δεν θα είμεθα εν ζωή, ο Θεός να μας αξιώσει τους ουρανούς και σε σας να δώσει ευλογίαν και υπομονήν και άλλο κακόν να μη δοκιμάσητε.
Όταν θα μάθετε το λυπηρόν γεγονός να μη χαλάσετε τον κόσμον, να έχετε υπομονή. Τα παιδιά ας παίξουν και ας χορέψουν. Ας σε βλέπω να κανονίσης όλα όπως ξέρεις εσύ.
Ο αγαπητός μου Θεόδωρος ας αναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τα παιδιά τον Γέργον να τελειώσει το σχολείον και να γίνει καλός πολίτης. Τον Γιάννην ας τον έχει μαζί του στη δουλειά. Από τα μικρά, τον Παναγιώτη να στείλεις στο σχολείο, την Βαλεντίνην να την μάθης ραπτικήν. Την Φωφών να μη χωρίζεσαι ενόσω ζεις.
Εις τον Στάθιον τας ευχάς μου και την υποχρέωσιν όπως χωρίς αμοιβήν διεκπεραιώσει όλας τα οικογενειακάς μου υποθέσεις που θα του αναθέσητε.
Ο παπα Συμεών ας με μνημονεύσει ενόσω ζη. Να δώσης 5 λίρες στην Φιλόπτωχον, 5 λίρες στην Μέριμναν, 5 λίρες στου Λυκαστή το σχολείον. Και ας με συγχωρέσουν όλοι οι αδελφοί μου, οι νυφάδες και όλοι οι συγγενείς και φίλοι.
Αντίο βαίνω προς τον πατέρα και συγχωρήσατέ μου
ο υμέτερος
Αλ. Γ. Ακριτίδης
«Οι τσέτες είπαν στον παπά Ελλάδιο να κάνει σεξ με τις κόρες του»
Μαρτυρία του Αριστείδη Συμεωνίδη
«Ήμουν εννιά χρονών παιδάκι το 1942 και βγήκαμε με τον παπα-Ελλάδιο να γυρίσουμε τα σπίτια την ημέρα των Φώτων. Πηγαίναμε σε όλα τα σπίτια, και όταν ο παπα-Ελλάδιος τελείωνε την προσευχή μάς δίνανε λίγα χρήματα, αυγά, φρούτα και ό,τι άλλο είχε ο καθένας. Κάποια στιγμή μπήκαμε σε ένα σπίτι όπου ζούσε ένας ηλικιωμένος με τα τρία του παιδιά. Όλοι τους ήταν ξαπλωμένοι στα κρεβάτια, και όταν τελείωσε ο ιερέας βγήκε από το σπίτι να φύγει. Εγώ έτρεξα και του είπα: “Στα, ’κ’ εδέκανε τίποτα” (Περίμενε, δεν μας έδωσαν τίποτα). Τότε ο παπα-Ελλάδιος μου είπε κάτι που το κατάλαβα μετά από αρκετά χρόνια: “Ατείντς πρέπει να δίομεν, όχι να παίρομεν” (Αυτούς πρέπει να τους δώσουμε, όχι να πάρουμε…). Ήταν φτωχοί άνθρωποι και δεν είχαν τίποτε να φάνε, γι’ αυτό και ήταν ξαπλωμένοι – από την αδυναμία. Αυτός ήταν ο παπάς μας. Όταν χαλούσε ο δρόμος, πήγαινε μόνος του και τον επισκεύαζε. Έκανε βρύσες για να πίνουν νερό άνθρωποι και ζώα… Βοηθούσε τους φτωχούς, γι’ αυτό ίσως ο Θεός τού έδωσε πολλά χρόνια. Πέθανε σε ηλικία 100 ετών. Γεννήθηκε το 1856 στη Σαμψούντα και είχε τέσσερις κόρες και έναν γιο. Τον χειροτόνησε ιερέα ο μητροπολίτης Σαμψούντας, ο θρυλικός Γερμανός Καραβαγγέλης, ο οποίος και του έδωσε αυτό το ασυνήθιστο όνομα, από την Ελλάδα.
Όταν ήταν στη Σαμψούντα βίωσε την κτηνωδία της Γενοκτονίας σε όλο της το μεγαλείο.Μια μέρα οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν κύκλωσαν το σπίτι του και τους συνέλαβαν όλους. Τους έβγαλαν στην αυλή και τους ξεγύμνωσαν. Τον παπα-Ελλάδιο, την παπαδιά, τα τέσσερα κορίτσια και τον γιο του. Τα παιδιά ήταν από 14 χρονών έως 20. Έπιασαν τον παπά από τα γένια και του είπαν να κάνει σεξ με τις κόρες του… Φυσικά αυτός αρνήθηκε και τον χτυπούσαν. Τα παιδιά έκλαιγαν και φώναζαν αλλά οι τσέτες συνέχιζαν να βασανίζουν τον ιερέα. Βλέποντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να υπακούσει στις εντολές του, πρώτα έσφαξαν τον γιο του… Ύστερα βίασαν την παπαδιά και τις κόρες του μπροστά του. Στο τέλος τους σκότωσαν όλους πλην του παπα-Ελλάδιου. Τι ήταν γι’ αυτούς μια σφαίρα; Δεν τον λυπήθηκαν… Έφυγαν γελώντας. Επίτηδες τον άφησαν και δεν τον σκότωσαν, για να βασανίζεται μια ζωή».
Η σφαγή στη σπηλιά Παχατσάκ Παναγιασί
Απόσπασμα από το βιβλίο του Πρωτοπρεσβύτερου Νικόλαου Κυνηγόπουλου «Πάφρα του Πόντου – Η χώρα των γενναίων»
«Μεταξύ 16 και 21 Απριλίου στη σπηλιά που ήταν γνωστή και ως Παχατσάχ Παναγιασί που σημαίνει «η Παναγία που κάνει τον τυφλό να βλέπει, είχαν κρυφτεί 600 γυναικόπαιδα και 60 αντάρτες. Η διαταγή του αφανισμού δόθηκε από τον Ραφέτ Πασά της Σαμψούντας στον Ταλίπ τσαούς με αμοιβή 500 λίρες και όσα θα είχαν τα κουφάρια των Ελλήνων. Τέσσερις ημέρες συνεχών επιθέσεων δεν απέδωσαν, και η είδηση δραστηριοποίησε τον ίδιο τον Μεχμέτ που κατέφθασε με ένα σύνταγμα και τρία ορεινά πυροβόλα. Η τρίωρη πρώτη επίθεση δεν είχε αποτελέσματα. Οι άστοχες σφοδρές επιθέσεις της δεύτερης μέρας οδηγούν στην απόφαση να περιμένει να εξαντληθούν τα πολεμοφόδια των αποκλεισμένων. Την τρίτη μέρα φάνηκε στην πλευρά των Ποντίων η έλλειψη πυρομαχικών. Η προσπάθεια να ζητήσει ειρήνευση και παράδοση αποτυχαίνει, και έξαλλος διατάζει ο Μεχμέτ να φράξουν την είσοδο της σπηλιάς με οβίδες και ακολούθως αρχίζει γενική επίθεση. Κοντά στη σπηλιά έγινε μεγάλη μάχη.
Ξαφνικά σταμάτησαν οι πυροβολισμοί και άρχισε ένα παράξενο θέαμα. Οι αντάρτες φιλιόντουσαν μεταξύ τους και αποχαιρετούσαν τα γυναικόπαιδα. Ακούστηκαν ξανά πυροβολισμοί. Αυτοκτονούσαν για να μην πέσουν στα χέρια τους. Ένας από τους τελευταίους έβγαλε άσπρη σημαία και φωνάζει πως τα γυναικόπαιδα παραδίνονται.
Μπαίνουν στη σπηλιά πατώντας στα αγκαλιασμένα πτώματα των ανταρτών και ακολούθησαν λεπτά κόλασης. Σκηνές βίας, ατίμωσης, οργίων και θανάτου πήραν σειρά για ώρες. Οι κραυγές πόνου, ντροπής, φρίκης αντιλαλούσαν στη σπηλιά της Παναγιάς χωρίς τελειωμό. Τα μπουλούκια των αποκτηνωμένων, αφού κόρεσαν όλα τα βρομερά και βάρβαρα ένστικτά τους, έσυραν τα γυναικόπαιδα έξω από τη σπηλιά και στη συνέχεια στην πλατεία του χωριού Τζαχιούρ. Εκεί ατίμασαν ομαδικά τις γυναίκες και τα κορίτσια και τουφέκισαν τα παιδιά. Την επομένη με διαταγή του Μεχμέτ έκοψαν τα κεφάλια τριάντα ανδρών και τα έστειλαν ως τρόπαιο νίκης στον Ραφέτ. Τα τριακόσια γυναικόπαιδα που έμειναν στο τέλος της μέρας, στάλθηκαν εξορία με προορισμό την Κασταμονή, όπου έφτασαν τελικά 83 μισοπεθαμένα κορμιά».
Αναρτήθηκε από το συνεργάτη μας, Αντώνη Αντωνά