14.2.21

Εις μαρτυρικός Πατριάρχης αρέμβαστος και εγγυητής της Επαναστάσεως του 1821



Του συνεργάτου μας, κ.  Δημητρίου Π. Λυκούδη

           Θεολόγου, Φιλολόγου, Ιστορικού

        Κυριακή των Βαΐων του 1821. Ο Υψηλάντης προτρέπει τον άγιο Γρηγόριο τον Ε’ (1749-1821) Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, να εγκαταλείψει την Πόλη για να σωθεί από τη μανία των Τούρκων. Εκείνος, παρά τις εξορίες και κακουχίες που είχε υποστεί, αρνείται και λέγει: «Σήμερα, Κυριακή βαϊοφόρος, θα φάμε ψάρια και αύριο θα φάνε τα ψάρια εμάς!». Την επόμενη Κυριακή του Πάσχα, οι Τούρκοι τον εκρέμασαν στη μεσαία Πύλη του Πατριαρχείου και τον άφησαν εκεί προς παραδειγματισμό των υπολοίπων ελλήνων, για τρεις ημέρες. Έπειτα, έσυραν το ιερό του λείψανο και το πέταξαν στη θάλασσα. Το λείψανο περισυνέλεξε ελληνικό πλοίο (με ρωσική σημαία) κοντά στην περιοχή του Γαλατά. Από εκεί το μετέφεραν στην Οδησσό, όπου και παρέμεινε έως στα 1871. Ήταν Απρίλιος του ίδιου έτους, όταν το ιερό λείψανο κατέφθασε στον Πειραιά. Ένα χρόνο, σχεδόν, αργότερα, 25 Μαρτίου 1872, με δαπάνη του μεγάλου ευεργέτου Γεωργίου Αβέρωφ, στήθηκε ο αδριάντας του μαρτυρικού Πατριάρχη στη δεξιά γωνία της προσόψεως του Πανεπιστημίου Αθηνών.

        Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ Οικονόμων (1780-1857), εξεφώνησε στην Οδησσό τον Επιτάφιο Λόγο, στην κήδευση του μαρτυρικού Πατριάρχου (19 Ιουλίου 1821): «Έμελλες λοιπόν Παναγιώτατε και Οικουμενικέ Πατριάρχα Γρηγόριε, αφ᾿ όν μ᾿ έδωκας πολλών λόγων υποθέσεις και αφορμάς, έμελλες τελευταίον να κινήσης την ασθενή μου γλώσσαν και εις τον επιτάφιον λόγον σου. Άλλοτε ενδεδυμένος επί του Πατριαρχικού σου Θρόνου όλην την λαμπρότητα της αξίας σου, μ᾿ εγκαρδίωνες να ευαγγελίζωμαι της θεἰας δικαιοσύνης τους λόγους εις την Μεγάλην σου Εκκλησίαν, αλλά τώρα, ξένος εις ξένην γην προκείμενος νεκρός, γίνεσαι συ αυτός υπόθεσις λυπηράς ακροάσεως εις τους συνελθόντας…» (Επιτάφιος λόγος εις τον αείμνηστον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον, εκφωνηθείς εν Οδησσώ, εν Αθήναις 1871, σσ.28).

        Κατά τη διάρκεια των εξοριών του εγκαταβίωνε ταπεινά στον Αγιώνυμο Άθωνα, σε ένα απέριττο κελί, απέναντι από την Ιερά Μονή των Ιβήρων. Συνήθιζε να υπογράφει ως «Γρηγόριος Μοναχός, πρώην Κωνσταντινουπόλεως, αναξιώτατος» και κάθε φορά που πιεζόταν στην Πόλη, με θέματα διπλωματίας και πατριαρχικής διοικήσεως, έβγαζε από την τσέπη του και έδειχνε με νόημα προς πάντας, το κλειδί από την αγιορείτικη μοναχική του κέλλα!

        Ο καθηγητής της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Χρήστος Ανδρούτσος, από στήθους ετόνιζε και παρατηρούσε για το υψηλό πνευματικό και εθνικό φρόνημα του Γρηγορίου: «Ο Γρηγόριος ηγωνίζετο να μαλάξη την καρδίαν των αρχόντων και να σώση από της σφαγής τους αόπλους πληθυσμούς. Δεν εξετίθετο εις την τουρκικήν κατασκοπείαν και κακοπιστίαν, αλλά διατηρών το εύψυχον υπετάσσετο εξωτερικώς, αναγκασθείς μάλιστα εν συγκρούσει καθηκόντων να εκδώση και επιτίμιον κατά των επαναστατών. Η απαγχόνισις του Εθνάρχου εξύψωσε την αγανάκτησιν και το μίσος των Ελλήνων προς τους τυράννους, ενέπνευσε δύναμιν ακατάβλητον εις τους αγωνιστάς […] Προς ύμνον των θαυμασίων σου δεν αρκούσι ποιήματα και άσματα, απαιτούνται ιδιόμελα και ωδαί πνευματικαί. Αναπαύου, καλλίνικε της ελευθερίας ιεροφάντα. Η Ελλάς σου η νεκρά χάρις εις την πνοήν σου είναι ήδη ανάστασις και ζωή» (Χρήστος Ανδρούτσος, Λόγος πανηγυρικός εις τον Πατριάρχην Γρηγόριον τον Ε’, εν Αθήναις 1921, σσ.21).

        Η δε μανία των μωαμεθανών και εβραίων ήταν αυτής της ισχύος και αδιαντροπιάς, ώστε άπαντες και ομοθυμαδόν καταφέρονταν και εχλεύαζαν το ιερό λείψανο του Πατριάρχου. Δεν έπαυσαν να τον πτύνουν, να τον ρυπαίνουν, να τον διαπομπεύουν ακόμη και νεκρό, όταν και όσο χρονικό διάστημα το ιερό αυτού λείψανο παρέμενε κρεμάμενο επί της αγχόνης, έμπροσθεν της μεσαίας Πύλης του Πατριαρχείου.

       Ως γνωστόν, ο δραστήριος Πατριάρχης προεγνώριζε το μαρτυρικό τέλος του. Πολλές δε προφορικές μαρτυρίες της εποχής, ακόμη περισσότερες γραπτές αργότερα, μάς πληροφορούν περί αυτού. Παρά ταύτα, όμως, «αρέμβαστος εις την προσευχήν», ακλόνητος εις το φρόνημα και τη θυσιαστική μαρτυρία υπέρ Πατρίδος και Πίστεως, δεν καταδεχόταν με προφάσεις και τάσεις φυγής ν᾿ αποποιηθεί από της θυσίας και του γλυκυτάτου εναγκαλισμού του μαρτυρικού στεφάνου, μάλλον δε, και αδημονώντας, τρόπον τινά, έσπευδε να συναντήσει τον Νυμφίο της καρδίας του. Έτσι λειτουργούν και πολιτεύονται οι αληθινά μεγάλοι Ποιμένες του Χριστού, οι αγνοί και αδάμαντες του ορθοπράκτου πνεύματος: «Όταν εφυλακώθησαν άλλοι πέντε αρχιερείς, όταν ήλθεν η αγγελία της επαναστάσεως της Πελοποννήσου, της πατρίδος του, όταν η υπό ιερέων Πατριαρχικών φυλαττομένη οικογένεια του Δημητρίου Μουρούζη εμέθυσε τους φύλακας και έφυγε (20 Απριλίου) και ο Διερμηνεύς Κωνσταντίνος απεκεφαλίσθη, τότε είδεν ο Γρηγόριος ότι και αυτόν προσμένει τέλος μαρτυρικόν. Με σταθερότητα μεγάλην και γαλήνιον ψυχήν παρεδόθη εις την βουλήν της Θείας Πρόνοιας» (Κ. Μ. Κούμα, Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων, τ. ΙΒ’, εν Βιέννη, 1882, σσ. 515-516).

        Εσύ, λοιπόν, φίλε αναγνώστα, εσύ που σήμερα θα προσέλθεις φιλέρημος και ευσεβής προσκυνητής εις τον πανσεπτον μητροπολιτικόν ναόν των Αθηνών για να προσκυνήσεις τα χαριτόβρυτα λείψανα του μαρτυρικού Πατριάρχου, εσύ που θα διέλθης έξωθεν του ιστορικού Πανεπιστημίου των Αθηνών, επί της ομωνύμου οδού, και θα συναπαντηθείς μετά του καλλιτεχνικού αδριάντος του, μη λησμονήσεις την υψοποιό θυσία του, μην αμελήσεις να εκζητήσεις τις θεοπειθείς πρεσβείες του υπέρ του Έθνους ημών και υπέρ αυτής της σύμπασας κτίσης.

       Κυρίως δε, μη λησμονήσεις την επικαιρότητα των λόγων του πάλαι ποτέ καθηγητού της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, Νικηφόρου Καλογερά, ο οποίος την 26η Απριλίου 1871, μία ημέρα μετά την ακριβή συμπλήρωση 50 ετών από του μαρτυρίου του αγίου και της επετείου της Εθνικής εξεγέρσεως, εξεφώνησε λόγον επίκαιρον και εσημείωνε τα ακόλουθα: «…υποδεχόμεθα ήδη το ιερώτατον των υπέρ της ελευθερίας ημών ολοκαυτωμάτων και τον πρώτον και προσφιλέστατον των μαρτύρων, τον τότε αρχηγόν του Έθνους και της Εκκλησίας ημών, τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Γρηγόριον. Ως ευ παρέστης ημίν, Παναγιώτατε Οικουμενικέ Πατριάρχα. Έχομεν εν τω μέσω ημών τον Πατριάρχην, φέροντα ως παράσημον λαμπρόν τον αμαράντινον του μαρτυρίου στέφανον, ον ποικιλανθώς πλέξασα και ρείθρα εκβαλούσα δακρύων χερσίν αγνοτάταις επέθηκεν επί της σεβασμίαν αυτού κεφαλής η πότνια και τλήμων Ελλάς ως ανεξίτηλον σημείον ευγνωμοσύνης…» (Νικηφόρου Καλογερά, Λόγος κατ᾿ εντολήν της Εκκλησίας εκφωνηθείς κατά την εξ Οδησσού εις Αθήνας μετακομιδήν των ιερών λειψάνων του αοιδίμου Πατριάρχου ΚΠόλεως Γρηγορίου του Ε’, Αθήνησιν 1871, σσ. 16).