Αντιμετωπίζοντας το τελευταίο διάστημα έναν ολοένα και πιο επιθετικό Ερντογάν, έχει σημασία να γνωρίζουμε ποια είναι η σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής στην Ελλάδα. Όπως επίσης και ποιον ρόλο στο πλαίσιο αυτό επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους οι εγχώριοι ηγήτορες. Στην Ελλάδα η σχέση κοινωνίας και πολιτικής, δηλαδή το πολιτικό σύστημα, ήταν σταθερά αποκομμένο από την κοινωνική συλλογικότητα. Και ήταν επίσης εχθρικό προς οποιαδήποτε πολιτισμική αναφορά και ιστορικότητα της ελληνικής κοινωνίας.
Την κοινωνία η ελληνική άρχουσα τάξη την αντιμετώπιζε διαχρονικά ως άθροισμα ατόμων, ως μια σχέση με έκαστο μέλος της, όχι της συλλογικότητας. Και αυτό είναι ακριβώς το κεντρικό πρόβλημα. Όντας αποκομμένη η τάξη αυτή (η πνευματική ηγεσία, οι οικονομικοί παράγοντες που λυμαίνονται το κράτος και η πολιτική ηγεσία) από την κοινωνία οικοδομεί μια αντίληψη παρασίτου που απομυζά τον κορμό του δέντρου (το κράτος) και δι’ αυτού τη γη (την κοινωνία) για να τραφεί.
Αυτή η παρασιτική σχέση δεν μπορεί να παραγάγει εθνικές πολιτικές ούτε ηγέτες. Γι’ αυτό το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν ανέχεται στους κόλπους του ανθρώπους, οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι πραγματικοί ηγέτες, που θα έθεταν ως σκοπό τους να ενδυναμώσουν τη χώρα τους, να προστατεύσουν τα συμφέροντά της και να την οδηγήσουν στο μέλλον. Εξ ου και η πολιτική τάξη δεν παράγει πολιτική κοινού συμφέροντος. Συμμαχούν με "συγκατανευσιφάγους", έχοντας μοναδική φιλοδοξία την διατήρησή τους στην εξουσία.
Δεν έχω πάψει ποτέ να ισχυρίζομαι ότι το πρόβλημα με την Τουρκία και οποιοδήποτε άλλο εξωτερικό πρόβλημα είναι βαθιά εσωτερικό. Είναι πρόβλημα σχέσης της πολιτικής τάξης, συγκεκριμένα του πολιτικού συστήματος που λέγεται "κράτος", με την κοινωνία και την εθνική συλλογικότητα. Το κράτος αυτό και οι ηγήτορές του αποτελούν ξένο σώμα προς την κοινωνική συλλογικότητα.
Από τη "φινλανδοποίηση" στην "ιμιοποίηση"
Από το 1981 έχω γράψει την εκτίμηση ότι οι εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία θα την οδηγούσαν να επιδιώξει τη φινλανδοποίηση της Ελλάδας. Συνδύαζα δε τις εξελίξεις με όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα, όπου διαπίστωνα ότι είχε αρχίσει να οικοδομείται η λογική της λεηλασίας της χώρας και της πελατειακής αποδόμησης του κράτους.
Υποστήριζα ότι εάν τότε που διαθέταμε συγκριτικό πλεονέκτημα δεν δημιουργούσαμε τις προϋποθέσεις για να ανακόψουμε την επεκτατική φιλοδοξία της Τουρκίας θα ήταν αναπόφευκτο να οδηγηθούμε στη δίνη αλυσιδωτών υποχωρήσεων. Στην προσπάθεια να κατευνάσουμε την Τουρκία θα οδηγούμασταν σε "φινλανδοποίησή". Είχα εισαγάγει αυτόν τον όρο, ο οποίος είχε θεωρηθεί παράδοξος για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Όταν προέκυψε η κρίση των Ιμίων –ημέρες που είναι– αντικατέστησα τον όρο "φινλανδοποίηση" με τον όρο "ιμιοποίηση". Γιατί; Διότι ήταν πια προφανές ότι η Τουρκία δεν επιδιώκει μόνο τον έλεγχο των ελληνικών πλουτοπαραγωγικών πηγών. Επιδιώκει την "ιμιοποίηση", δηλαδή το "γκριζάρισμα" ενός μεγάλου αριθμού νησίδων με απώτερο σκοπό την τουρκοποίησή τους και βέβαια τον έλεγχο της Ελλάδας.
Εδώ και αρκετά χρόνια, εκτός στις τουρκικές απειλές και προκλήσεις, έχει προστεθεί και η παράνομη μετανάστευση κατά κανόνα μουσουλμάνων. Το φαινόμενο έχει προσλάβει διαστάσεις και απειλεί να μετατρέψει την Ελλάδα από χώρα σε χώρο και μέσω αυτής της μετατροπής εντέλει σε προσάρτημα της Τουρκίας, η οποία έχει αυτοανακηρυχθεί σε προστάτη των μουσουλμάνων.
Όπως είχε πει ο Οζάλ πριν τριάντα και χρόνια, δεν θα χρειαστεί η Τουρκία να κάνει πόλεμο με την Ελλάδα για να την υποτάξει. Θα την πλημμυρίσει με μουσουλμάνους. Το δράμα είναι ότι αυτό το σχέδιο υλοποιείται με τη σύμπραξη των ελληνικών αρχουσών δυνάμεων. Δεν υπάρχει κάτι που αποτελεί μυστήριο. Αρκεί να αναλογισθούμε γιατί ανετράπησαν οι συσχετισμοί υπέρ της Τουρκίας.
Ηγέτες και ανατροπή συσχετισμών
Αφού η ελληνική άρχουσα τάξη συνέβαλε τα μέγιστα στην ανατροπή των συσχετισμών, έχει ενθυλακωθεί στο σκεπτικό της ότι δεν υπάρχει άλλη λύση από το να εκχωρούμε στην Τουρκία ό,τι ζητάει για να μην μας "δαγκώσει". Κι αυτό είναι μία αλυσίδα που δεν έχει τελειωμό. Κάποτε πρέπει να πούμε ως εδώ και μη παρέκει. Αυτό όμως δεν αναμένω να το πουν οι κατεστημένες ελληνικές ηγεσίες.
Η αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προϋποθέτει μια πρωτοβουλία εκ μέρους της Ελλάδας με μέτρο την εκτίμηση αυτού που η Τουρκία δεν θέλει. Η Τουρκία δεν θέλει έναν γενικευμένο πόλεμο με την Ελλάδα. Παρότι είναι ισχυρότερη, δεν τον θέλει, διότι γνωρίζει ότι δεν μπορεί να παίξει τον περιφερειακό ρόλο που ονειρεύεται εάν εμπλακεί σε πόλεμο με την Ελλάδα. Εκτός των άλλων, η Ελλάδα είναι ο γεωπολιτικός κόμβος που τη συνδέει με τη Δύση.
Ας αναλογιστούμε τι σημαίνει για το Ισραήλ η ηγεμονία της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία αυτήν τη στιγμή αμφισβητεί τον δεσπόζοντα ρόλο των δυτικών δυνάμεων σε μια περιοχή, την οποία όποιος ελέγχει, ελέγχει τον κόσμο. Αυτό σημαίνει, λοιπόν, ότι η Τουρκία ξέρει πως δεν μπορεί να διεκδικήσει την ηγεμονία στην περιοχή, χωρίς να έχει θέσει την Ελλάδα υπό τον έλεγχό της.
Η Ελλάδα, για την ακρίβεια το Αιγαίο και η Κρήτη, όπως και η Κύπρος, είναι ένα γεωπολιτικό αγκάθι στη βούληση της Τουρκίας να καταστεί περιφερειακή δύναμη. Επομένως δεν έχει άλλη λύση από το να θέσει υπό τον γεωπολιτικό έλεγχό της την Ελλάδα και την Κύπρο. Εξ ου και όλα όσα επιθετικά πράττει εδώ και χρόνια, τα οποία την τελευταία περίοδο έχουν κλιμακωθεί ποιοτικά.
slpress.gr