Jean Delmas
Γραμμή Maginot – Γραμμή Μεταξά: Κοινός αγώνας – Κοινή μοίρα
Διαρκούντος του Μεσοπολέμου, η Γαλλία και η Ελλάδα προχώρησαν στην κατασκευή μιας σειράς μεγαλεπήβολων οχυρωματικών έργων στα σύνορα εκείνα, που έκριναν ότι ήταν περισσότερο ευάλωττα για εκδήλωση εισβολής σε βάρος της εθνικής επικράτειας. Πρόκειται αντίστοιχα α) για τη γραμμή Maginot ανάμεσα στις Αρδέννες και τον Ρήνο και β) για τη γραμμή Μεταξά κατά μήκος της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τα έργα δεν επεκτάθηκαν προς Δυσμάς, δηλαδή μέχρι τα σύνορα μεταξύ Γαλλίας και Βελγίου στην πρώτη περίπτωση, μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας στη δεύτερη. Τόσο το Βέλγιο όσο και η Γιουγκοσλαβία δεν αντιμετωπίζονταν ως εν δυνάμει αντίπαλοι των δυο χωρών.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τα έργα δεν επεκτάθηκαν προς Δυσμάς, δηλαδή μέχρι τα σύνορα μεταξύ Γαλλίας και Βελγίου στην πρώτη περίπτωση, μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας στη δεύτερη. Τόσο το Βέλγιο όσο και η Γιουγκοσλαβία δεν αντιμετωπίζονταν ως εν δυνάμει αντίπαλοι των δυο χωρών.
Ωστόσο, τον Μάϊο-Ιούνιο του 1940 και τον Απρίλιο του 1941, τα δυο αυτά συστήματα οχυρώσεων κατελήφθησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα όχι εξαιτίας κατά μέτωπο επιθέσεων εις βάρος τους, αλλά επειδή παρακάμφθηκαν από Δυσμάς από τα γερμανικά στρατεύματα, τα οποία κινήθηκαν μέσω του βελγικού και του γιουγκοσλαβικού εδάφους αντίστοιχα. Αιχμή του δόρατος του εισβολέα σε αμφότερες τις περιπτώσεις ήταν οι τεθωρακισμένες μεραρχίες (Panzerdivisionen), οι οποίες προέβαλαν αιφνιδιαστικά από εδάφη που θεωρούνταν δύσβατα και αποτρεπτικά για μηχανοκίνητες μονάδες: τις βελγικές και γαλλικές Αρδέννες αφενός, τις ορεινές περιοχές μεταξύ Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας αφετέρου. Η αντίσταση της φρουράς των οχυρών απέδειξε την τεχνική ποιότητα των έργων αλλά και την μαχητική αξία των αμυνομένων. Δεν παύουν, όμως, να είναι μάχες για την τιμή των όπλων, από τη στιγμή που τα πάντα κρίθηκαν σε άλλους τομείς του μετώπου.
Προς τί η κατασκευή τόσο δαπανηρών έργων;
Ως προς τη Γαλλία, τα έργα αυτά αποτελούν άμεσο επακόλουθο της περιόδου του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ναι μεν η χώρα εξήλθε νικήτρια, υπέστη, ωστόσο, ανυπολόγιστη φθορά, σε μεγάλο ποσοστό εξαιτίας των ολικώς κατεστραμμένων βορείων και βορειοδυτικών γεωγραφικών διαμερισμάτων, τα οποία είτε τέλεσαν υπό γερμανική κατοχή, είτε λειτούργησαν ως πρώτη γραμμή του μετώπου, με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Το γεγονός αυτό συνέβαλε στη δημιουργία μιας αίσθησης, η οποία λειτούργησε ως κοινός παρονομαστής σε ολόκληρο το κοινοβουλευτικό στερέωμα της χώρας: να αποκλειστεί οποιαδήποτε προοπτική μελλοντικής εισβολής μέσω της μετάλλαξης της εθνικης επικράτειας σε απόρθητο έδαφος. Άλλωστε, η επιλογή αυτή συνάδει με το εν γένει πνεύμα της αποστρατικοποίησης, το οποίο διαμορφώθηκε περί το 1925. Οχυρωμένη και ασφαλής, η Γαλλία θα υιοθετούσε μια αμυντική πολιτική. Θα ήταν, ωστόσο, σε θέση, εφόσον παρίστατο ανάγκη, να προστατέψει αποτελεσματικά τη διενέργεια μιας γενικής επιστράτευσης κατά τα κρίσιμα πρώτα εικοσιτετράωρα μιας ενδεχόμενης ένοπλης αντιπαράθεσης με τη Γερμανία. Υπουργός Στρατιωτικών το 1930, όταν ψηφίστηκαν από τη βουλή τα κονδύλια, τα οποία ήταν απαραίτητα για την κατασκευή των σχετικών οχυρωματικών έργων σε βάθος πενταετίας, ήταν ο André Maginot. Χάρη σε αυτή τη χρονική συγκυρία, ο τελευταίος υπήρξε, ουσιαστικά, ο ανάδοχος της ομώνυμης γραμμής.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, πρωταρχική έγνοια του Γενικού Επιτελείου αποτελούσε η βουλγαρική απειλή και η διαχρονική πρόθεση της κυβέρνησης της Σόφιας περί πρόσβασης στο Αιγαίο. Άλλωστε, η απόσταση ανάμεσα στην ελληοβουλγαρική μεθόριο και τη θάλασσα είναι μικρή. Υπό αυτές τις συνθήκες, η απόφαση περί κατασκευής μιας οχυρωματικής γραμμής κατά μήκος των συνόρων (επρόκειτο για τη μελλοντική Γραμμή Μεταξά), προκειμένου να προστετευθεί η ανατολική Μακεδονία, ήταν αναπόφευκτη. Υπήρξε μεταγενέστερη της αντίστοιχης γαλλικής.
Οχυρωματικά έργα και διεθνείς σχέσεις.
Εξυπακούεται πως η κατασκευή δυο τόσο μεγαλεπήβολων οχυρωματικών έργων υπήρξε άμεσα συνυφασμένη με τον συσχετισμό των ισορροπιών της εποχής στο χώρο των διεθνών σχέσεων, ειδικότερα δε με τα υφιστάμενα, τότε, συστήματα συμμαχιών.
Καταληκτικό σημείο της Γραμμής Maginot προς βορρά, ήταν τα σύνορα της Γαλλίας με το Βέλγιο. Δεν υπήρχε λόγος, που να υπαγορεύει μια προέκταση των έργων έως τις ακτές της Μάγχης, από τη στιγμή που οι δυο χώρες συνδέονταν μεταξύ τους μέσω μιας συνθήκης συμμαχίας, την οποία είχαν υπογράψει το 1921. Πρώτη γραμμή, σε περίπτωση εχθροπραξιών με τη Γερμανία, θα ήταν τη βελγογερμανική μεθόριος, μέχρι το ύψος της οποίας θα προωθούνταν τα γαλλικά στρατεύματα. Με άλλα λόγια, η διαφαινόμενη στον ορίζοντα νέα μάχη της Γαλλίας θα διεξαγόταν επί του βελγικού εδάφους, από κοινού με τους βόρειους γείτονες και συμμάχους. Το σκηνικό μεταβλήθηκε άρδην το 1936, όταν για λόγους εσωτερικής πολιτικής (χειρονομία καλής θελήσεως έναντι της φλαμανδόφωνης κοινότητας), ο βασιλέας Λεοπόλδος Γ΄ εξήγγειλε την ουδετερότητα της χώρας. Αναπόφευκτη συνέπεια υπήρξε η ταυτόχρονη διακοπή των επαφών σε επίπεδο Γενικών Επιτελείων, που οι δυο πλευρές καλλιεργούσαν συστηματικά μέχρι τότε. Εξωθούμενοι σε επανασχεδιασμό των στρατηγικών τους προτεραιοτήτων, οι Γάλλοι άρχισαν να αναζητούν το νέο υποψήφιο σημείο, προορισμένο να υποστεί το εχθρικό πλήγμα: τη γαλλοβελγική μεθόριο, η οποία θα έπρεπε να διασφαλιστεί ταχύτατα με τη διενέργεια μικρής κλίμακας οχυρωματικών έργων, ή την αρχική επιλογή των βελγογερμανικών συνόρων. Στην τελευταία περίπτωση όμως, τα γαλλικά στρατεύματα θα ήταν αναγκασμένα να προωθηθούν έως την πρώτη γραμμή διερχόμενα μέσω του εδάφους ενός κράτους, το οποίο μόλις είχε ασπαστεί την ουδετερότητα. Μια επιχείρηση αυτού του είδους ήταν άμεσα εξαρτώμενη από τη συγκατάθεση της κυβέρνησης των Βρυξελλών. Άνευ αυτής, η Γαλλία θα ήταν υπόλογη έναντι του Διεθνούς Δικαίου. Η αβεβαιότητα παρέμεινε έως το 1939.
Η Γραμμή Maginot και η συγκριτικά αφύλακτη γαλλοβελγική μεθόριος. Οι θέσεις της γαλλικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας ήταν διχασμένες. Η τήρηση στάσης αναμονής κατά μήκος των βορείων συνόρων με το Βέλγιο, όπου είχε ήδη ξεκινήσει η διαδικασία κατασκευής οχυρωματικών έργων, με αποφυγή, πάση θυσία, μιας κατά μέτωπο σύγκρουσης με τα γερμανικά στρατεύματα, σε περίπτωση που τα τελευταία εισέβαλαν εντός του βελγικού εθνικού εδάφους, ήταν μια πρώτη προσφερόμενη επιλογή. Ταχύτατη προώθηση δια μέσου του Βελγίου για παροχή στρατιωτικής συνδρομής (επάνοδος δηλ. στο αρχικό σχέδιο) ήταν η δεύτερη. Αρχικά, φάνηκε να υπερισχύει η πρώτη εκδοχή. Γρήγορα, ωστόσο, η προτίμηση άλλαξε για λόγους ενδοσυμμαχικών συσχετισμών αλλά και διεθνούς κύρους. Συγκεκριμένα, δεν ήταν μόνο η Γαλλία εκείνη που δεν επιθυμούσε μια κατάληψη του Βελγίου από τα γερμανικά στρατεύματα. Ήταν και η Μεγάλη Βρετανία, για την οποία το βελγικό εθνικό έδαφος λειτουργούσε ως προκεχωρημένο φυλάκιο για την ίδια την ασφάλεια των Βρετανικών Νήσων. Μια ενδεχόμενη πτώση των λιμενικών εγκαταστάσεων της Αμβέρσας στα χέρια των Γερμανών, ήταν σε θέση να προκαλέσει στο Λονδίνο οξύτατους περισπασμούς. Από την άλλη πλευρά, μια εγκατάλειψη του Βελγίου στη μοίρα του, θα ισοδυναμούσε με ένα δεύτερο σύμφωνο του Μονάχου, όταν Βρετανοί και Γάλλοι άφησαν την Τσεχοσλοβακία αβοήθητη στο έλεος των Γερμανών. Ο αντίκτυπος σε επίπεδο διεθνούς κοινότητας θα ήταν μεγάλος και η ηθική (και όχι μόνο) ζημιά ανυπολόγιστη. Εξ ορισμού, επομένως, η προτίμηση στράφηκε προς την παραδοσιακή επιλογή, δηλαδή την είσοδο του γαλλικού στρατού εντός του βελγικού εθνικού εδάφους. Μόνο που τα πράγματα είχαν στο μεταξύ αλλάξει. Το Βέλγιο δεν ήταν πλέον ένα σύμμαχο κράτος. Είχε επιλέξει τη τήρηση ουδέτερης στάσης. Συνεπώς, για τη διάβαση των συνόρων από τον γαλλικό στρατό, απαραίτητη προῡπόθεση ήταν η υποβολή σχετικού αιτήματος προς την κυβέρνηση των Βρυξελλών. Διαδικασία, η οποία, με τη σειρά της, συνεπαγόταν απώλεια πολύτιμου χρόνου. Ακόμα και αν οι αρχές του Βελγίου συναινούσαν σε κάτι τέτοιο, τα βελγικά στρατεύματα ήταν εκείνα που θα υφίσταντο εξ ολοκλήρου το αρχικό βάρος της γερμανικής επίθεσης έως ότου οι Γάλλοι καταφέρουν να προστρέξουν σε βοήθεια στην πρώτη γραμμή. Το όλο σχέδιο στηριζόταν επάνω σε αβέβαιο υπόβαθρο, εφόσον η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκε, πλέον, στους Βέλγους. Πάντως, όταν στις 10 Μαΐου 1940 εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση σε βάρος του Βελγίου, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου, τα γαλλικά στρατεύματα ήταν χωρισμένα στα δυο: τη φρουρά των οχυρών, κατα μήκος της Γραμμής Maginot και της φυσικής διαχωριστικής γραμμής του Ρήνου, και μια ομάδα στρατιών, συγκεντρωμένη στα βόρεια γεωγραφικά διαμερίσματα της Γαλλίας, εν αναμονή της πολυπόθητης πρόσκλησης των Βρυξελλών περί εισόδου και χρήσης του βελγικού εθνικού εδάφους. |
Το οχυρό Hackenberg με τα 19 πυροβολεία, και τα 10 χλμ. υπογείων στοών, υπήρξε από τα σημαντικότερα της Γραμμής Μaginot. Κάλυπτε μια συνολική έκταση 160 εκταρίων |
Όπως συνέβαινε με τη Γαλλία, έτσι και στην περίπτωση της Ελλάδας, το μέλλον της Γραμμής Μεταξά βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση από τις επιλογές ενός γείτονα, της Γιουγκοσλαβίας. Το όλο πρόβλημα τέθηκε ακόμη πιο επιτακτικά το φθινόπωρο του 1940, όταν δημιουργήθηκε στην Αλβανία ένα ελληνοῑταλικό επιχειρησιακό θέατρο, όπου το ελληνικό επιτελείο αναγκάστηκε να αποσπάσει μέρος από τη φρουρά των οχυρών, αποδύναμώνοντας αισθητά την αμυντική ισχύ της τελευταίας. Όσο ποτέ άλλοτε, η Γραμμή Μεταξά φάνταζε ως προμαχώνας ενάντια σε μια ενδεχόμενη βουλγαρική εισβολή. Η απειλή πολλαπλασιάστηκε θεαματικά στις αρχές του 1941, με την είσοδο και στάθμευση εντός της Βουλγαρίας του γερμανικού στρατού. Αξιολογώντας την κατάσταση με γνώμονα τα νέα δεδομένα, ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος θεωρούσε πως οι επιλογές του Βελιγραδίου στρέφονταν γύρω από τους ακόλουθους τρεις άξονες:
- Παρέμβαση της Γιουγκοσλαβίας στον πόλεμο, στο πλευρό Βρετανών και Ελλήνων. Στην περίπτωση αυτή, μια ταχεία συγκέντρωση των γιουγκοσλαβικών στρατευμάτων εκμηδένιζε σχεδόν τον κίνδυνο παράκαμψης από Δυσμάς της Γραμμής Μεταξά και καθιστούσε δυσχερή μια κάθοδο του εχθρού μέσω της κοιλάδας του Στρυμώνα. Φυσικό επακόλουθο θα ήταν η μετατόπιση προς Ανατολάς του κέντρου βάρους της γερμανικής επίθεσης. Απαραίτητη ήταν η προώθηση των βρετανικών ενισχύσεων κατά μήκος των οχυρών του όρους Μπέλες έως τις εκβολές του ποταμού Νέστου. Επρόκειτο για μια ενέργεια, η οποία επέτρεπε την αποτελεσματική άμυνα της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης, μοναδικού πνεύμονα της Γιουγκοσλαβίας σε επίπεδο απρόσκοπτου ανεφοδιασμού. Σε περίπτωση τήρησης στάσης ουδετερότητας από πλευράς Τουρκίας (επρόκειτο για την εκδοχή, που συγκέντρωνε τις περισσότερες πιθανότητες), οι ελληνικές δυνάμεις της Δυτικής Θράκης θα μπορούσαν να μεταφερθούν στη Μακεδονία.
- Τήρηση ουδετερότητας με απαγόρευση διέλευσης των γερμανικών στρατευμάτων δια μέσου του γιουγκοσλαβικού εθνικού εδάφους. Σε μια τέτοια περίπτωση, έπρεπε να εξεταστεί το ενδεχόμενο μιας ασφαλούς τακτικής υποχώρησης των ελληνοβρετανικών δυνάμεων κατά μήκος του άξονα Βερμίου-Ολύμπου. Ήδη αντιμετωπίζεται η προοπτική μιας εγκατάλειψης της Γραμμής Μεταξά, ανήμπορης να ανταπεξέλθει στο βάρος μιας συντονισμένης γερμανοβουλγαρικής επίθεσης. Επιπρόσθετα δεν αποκλειόταν ο κίνδυνος μιας παράκαμψης από Δυσμάς μέσω μιας περιορισμένων διαστάσεων εισβολής του αντιπάλου εντός του εδάφους της Γιουγκοσλαβίας.
- Τήρηση ουδετερότητας με παροχή άδειας διέλευσης των γερμανικών στρατευμάτων. Επρόκειτο, αναμφίβολα, για το χειρότερο και από κάθε άποψη απευκταίο σενάριο. Σε μια περίπτωση του είδους αυτού, η αμυντική γραμμή Βερμίου-Ολύμπου δεν παρείχε καμία απολύτως προστασία, από τη στιγμή που τα νώτα των συγκεντρωμένων εκεί στρατευμάτων, όπως και εκείνα των δυνάμεων, που μάχονταν κατά των Ιταλών στο αλβανικό θέατρο επιχειρήσεων, θα ήταν εκτεθειμένα σε μια γερμανική προέλαση δια μέσου του άξονα Μοναστηρίου-Φλώρινας.
Οι παραπάνω επιλογές αναδεικνύουν ανάγλυφα τις λιγοστές προοπτικές, που προσφέρονταν για τη Γραμμή Μεταξά. Η τελευταία μπορούσε να αποβεί επαρκής μόνο στην περίπτωση της πρώτης επιλογής, με την επιπρόσθετη προῡπόθεση μιας ταχείας επιστράτευσης του γιουγκοσλαβικού στρατού και αποστολής ικανών ενισχύσεων στα σύνορα με την Ελλάδα. Άραγε, ήταν εφικτό κάτι τέτοιο, κάτω από οριακές, μάλιστα, περιστάσεις; Η Αθήνα δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις. Πόσο μάλλον, που οι Γερμανοί είχαν αποδείξει από την αρχή, ήδη, του πολέμου, πως είχαν υιοθετήσει ασυνήθιστους ρυθμούς ανάπτυξης των δυνάμεών τους, εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατον να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά.
Τα οχυρά της Γραμμής Μεταξά.
Στη Γαλλία, αρχής γενομένης από τις 10 Μαΐου 1940, ημέρα εκδήλωσης της γερμανικής επίθεσης, φάνηκε ξεκάθαρα πως η Γραμμή Maginot δεν διαδραμάτιζε κανέναν απολύτως ρόλο στoν όλο σχεδιασμό της Wehrmacht. Οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν σε βάρος της Ολλανδίας και του Βελγίου από την Ομάδα Στρατιών Β΄, στη δεξιά πτέρυγα των γερμανικών γραμμών. Επρόκειτο για μια ιδιοφυή κίνηση αντιπερισπασμού, η οποία παρέσυρε αυθημερόν την αφρόκρεμα του γαλλικού στρατού εντός του βελγικού εθνικού εδάφους. Τρεις μέρες αργότερα, στις 13 Μαΐου, εκδηλώθηκε αιφνιδιαστικά μια νέα επίθεση. Ως κέντρο βάρους (Schwerpunkt) είχε επιλεγεί ο ασθενέστερος τομέας της αμυντικής διάταξης των Γάλλων, μεταξύ των πόλεων Dinant και Sedan, ανάμεσα στις βόρειες παρυφές της οχυρωματικής γραμμής και τις δυνάμεις, που ήδη μάχονταν εντός του Βελγίου. Τα γερμανικά τεθωρακισμένα ξεπρόβαλαν από ένα σημείο που ουδείς ανέμενε, την έξοδο προς Δυσμάς του πυκνού δάσους των Αρδεννών, το οποίο εθεωρείτο απροσπέλαστο. Τη διάσπαση του μετώπου στο ύψος του ποταμού Μεύση διαδέχθηκε μια φρενήρης προέλαση της Ομάδας Στρατιών Α΄ του στρατάρχη Gerd von Rundstedt μέσα από της πεδιάδες της βορείου Γαλλίας. Μια, μόλις, εβδομάδα αργότερα (20 Μαΐου) οι γερμανικές προφυλακές έφτασαν στις ακτές της Μάγχης. Η λαβίδα είχε κλείσει, εγκλωβίζοντας το σύνολο του βελγικού στρατού, εκείνο του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος (British Expeditionary Force – BEF) και το μεγαλύτερο μέρος του γαλλικού στρατού εντός του Βελγίου. Φυσικό επακόλουθο υπήρξε η συνθηκολόγηση των Βέλγων, η εκκένωση βρετανικών και γαλλικών στρατευμάτων από τον θύλακα της Δουνκέρκης κάτω από δραματικές συνθήκες και η αιχμαλωσία εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών. Το υλικό της BEF (της καλύτερα εξοπλισμένης μηχανοκίνητης στρατιάς στον κόσμο), έπεσε σχεδόν ανέπαφο στα χέρια των Γερμανών.
|
Η πρώτη φάση της Μάχης της Γαλλίας και η κυκλωτική κίνηση των γερμανικών στρατευμάτων έως την ολοκλήρωση της εκκένωσης της Δουνκέρκης (20 Μαΐου – 4 Ιουνίου 1940). |
H διέλευση του δάσους των Αρδεννών από τα γερμανικά τεθωρακισμένα. |
Σε ολόκληρη την πρώτη αυτή φάση της Μάχης της Γαλλίας, δεν εκδηλώθηκε η παραμικρή επιθετική ενέργεια σε βάρος της Γραμμής Maginot. Η Ομάδα Στρατιών Γ΄ του στρατάρχη Wilhelm Ritter von Leeb (η λιγότερο ισχυρή από τις τρεις), παρέμεινε με τα όπλα παρά πόδας απέναντι ακριβώς από τα γαλλικά οχυρά. Στο απέναντι στρατόπεδο, εν όψει της διαφαινόμενης πανωλεθρίας, σημαντικό μέρος από τη φρουρά των οχυρών αποσπάστηκε από εκεί και μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο Βέλγιο, όπου το μόνο, το οποίο κατάφερε, ήταν να αιχμαλωτιστεί!
Αμέσως έπειτα από την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης, ο Γάλλος αρχιστράτηγος Maxime Weygand, δεν διέθετε παρά ελάχιστο χρόνο προκειμένου να προχωρήσει στην οργάνωση μιας νέας συνεχόμενης αμυντικής γραμμής, από τη Μάγχη έως τη Γραμμή Maginot, κατά μήκος του ρου του ποταμού Somme. Αυτή ακριβώς η νέα αμυντική γραμμή υπέστη από τις 5 Ιουνίου και κατόπιν το δεύτερο κύμα της γερμανικής επίθεσης. Πέντε ημέρες αργότερα, το μέτωπο διασπάστηκε και τα τεθωρακισμένα του στρατηγού Heinz Guderian ξεχύθηκαν ανενόχλητα στις πεδιάδες της κεντρικής Γαλλίας, επιχειρώντας κυκλωτική κίνηση με κατεύθυνση Ν-ΝΑ, σε βάρος της γραμμής των οχυρών και των δυνάμεων του γαλλικού στρατού, που ήταν επιφορτισμένες με την άμυνα της Αλσατίας και της οροσειράς των Βοσγίων. Στις 17 Ιουνίου, οι γερμανικές προφυλακές έφτασαν στη μεθόριο της Γαλλίας με την Ελβετία, έχοντας αποκόψει πλήρως τη Γραμμή Maginot από την ενδοχώρα. Ταυτόχρονα με την παραπάνω εξέλιξη, η Ομάδα Στρατιών Γ΄ εξήλθε από την αδράνεια και επιτέθηκε κατά μέτωπο εναντίον των οχυρών. Τα τελευταία βρέθηκαν, επομένως, εγκλωβισμένα μεταξύ δυο πυρών. Ωστόσο, οι μεγαλύτερες δυσκολίες για τους υπερασπιστές της Γραμμής Maginot προκλήθηκαν από την προσπέλαση από Δυσμάς και όχι τόσο από την κατά μέτωπο επίθεση, την οποία υπέστησαν από τα ανατολικά. Φοβούμενος την πλήρη περικύκλωση, ο Weygand διέταξε γενική υποχώρηση. Μέρος της φρουράς των οχυρών παρήκουσε τις άνωθεν διαταγές και συνέχισε να μάχεται με ανδρεία και πέραν της υπογραφής της ανακωχής στις 22 Ιουνίου. Χρειάστηκε ολόκληρο το κύρος του νέου ηγέτη της Γαλλίας, στρατάρχη Pétain, προκειμένου οι μονάδες αυτές να πειστούν να καταθέσουν τελικά τα όπλα την 1η Ιουλίου 1940.
Les secrets de la Ligne Maginot
Από τους πρώτους μήνες του 1941, η 12η Γερμανική Στρατιά του στρατάρχη Wilhelm List είχε συγκεντρωθεί στη Βουλγαρία με την προοπτική να εισβάλλει στην Ελλάδα. Στις 27 Μαρτίου εκδηλώθηκε πραξικόπημα στο Βελιγράδι. Η κυβέρνηση, που μόλις είχε υπογράψει σύμφωνο φιλίας με τους Ναζί, ανατράπηκε. Αντικαταστάθηκε από μια άλλη, η οποία τάχθηκε δίχως χρονοτριβή στο πλευρό των Βρετανών και των Ελλήνων. H αντίδραση του Hitler ήταν ακαριαία: ταυτόχρονη εισβολή της Wehrmacht στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα. Κατόπιν τούτου, το τεθωρακισμένο Σώμα του στρατηγού von Kleist διατάχθηκε να εγκαταλείψει τα περίχωρα της Σόφιας, όπου στάθμευε, και να εισβάλλει εντός του γιουγκοσλαβικού εδάφους προς τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις: την κοιλάδα του ποταμού Μοράβα, το Βελιγράδι και τη Νις.