16.9.18

Πώς βλέπουν οι Τούρκοι την Ελλάδα και τους Έλληνες; Τι διδάσκονται στα σχολεία τους;

Οι χώρες στα πολύπαθα Βαλκάνια έχουν βεβαρημένο παρελθόν, με κοινή πορεία επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με πολέμους, αυθαίρετο χωρισμό συνόρων και ύπαρξη μειονοτήτων. Κάθε χώρα προσπάθησε να οικοδομήσει εθνική συνείδηση με όπλο την εθνική ιστοριογραφία, μία εικόνα της οποίας αποτυπώνεται στα σχολικά εγχειρίδια. Ενδιαφέρον έχει να δούμε πώς παρουσιάζεται η Ελλάδα και οι Έλληνες στα σχολικά βιβλία της γειτονικής Τουρκίας με τα στερεότυπα και τις ιστορικές διαστρεβλώσεις.

Με την ίδρυση της «Δημοκρατίας της Τουρκίας» στις 29/10/1923 αναπτύχθηκε από Τούρκους ιστορικούς, διανοούμενους και πολιτικούς η Τουρκική Ιστορική Θέση και η Θεωρία Ηλίου-Γλώσσας. Η Τουρκική Ιστορική Θέση είναι μια ερμηνεία της ιστορίας σύμφωνα με την οποία το τουρκικό έθνος είναι πανάρχαιο και έχει συμβάλλει αποφασιστικά στον παγκόσμιο πολιτισμό. Για να ανυψωθεί ακόμη περισσότερο η εθνική συνείδηση προστέθηκε και η Θεωρία Ηλίου-Γλώσσας, σύμφωνα με την οποία η τουρκική γλώσσα είναι η πρώτη ή μία από τις πρώτες γλώσσες της ανθρωπότητας. Ο σκοπός αυτών των θεωριών ήταν να αναπτυχθεί ένας αντίλογος στη δυτική επιχειρηματολογία, να ενισχυθεί η εθνική υπερηφάνεια και να νομιμοποιηθεί η  παρουσία τους στη Μικρά Ασία.
Γι’ αυτό, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, όλοι οι λαοί της Ασίας ήταν Τούρκοι, άρα και κάθε αρχαίο είναι τουρκικό. Η Κεντρική Ασία είναι η κοιτίδα, η αρχική πατρίδα των Τούρκων και η Ανατολία (η Μ. Ασία) είναι η τελική πατρίδα. Έτσι, ενώ οι Τούρκοι συγγενεύουν με όλους τους λαούς της περιοχής (π.χ. Χετταίους, Λύδιους κ.α.), χωρίς να αναφέρονται οι Κούρδοι και οι Αρμένιοι βέβαια, οι σύγχρονοι Έλληνες δε συγγενεύουν με κανέναν. Αυτό το έκαναν για να αναιρέσουν τη διαχρονικότητα του Ελληνικού έθνους και να τονίσουν ότι οι μόνοι απόγονοι όλων των αρχαίων λαών της Ανατολής είναι οι Τούρκοι. Για παράδειγμα στο πρώτο βιβλίο (Tarih 1) αναφέρεται: «η ομοιότητα που παρατηρείται μεταξύ των αρχαίων έργων τέχνης της Κρήτης και της Τροίας από τη μία και αυτών που βρέθηκαν στις τουρκικές περιοχές ανατολικά της Κασπίας από την άλλη αποτελεί χρήσιμη απόδειξη …», «όλες οι πηγές της ελληνικής επιστήμης, τέχνης και φιλοσοφίας προέρχονται από την ανατολική Ανατολία», «οι Αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν Σκήτες τους Τούρκους … και περιέγραψαν τους Σκήτες ως το πιο πολιτισμένο έθνος», «ο λαός της Μικράς Ασίας είναι Τούρκοι των Χάτα οι οποίοι έγιναν γνωστοί με ονόματα όπως Χετταίοι κ.α. … οι αρχαιότεροι κάτοικοι είναι οι τουρκικές φυλές … αυτοί αναμίχθηκαν με τους Θράκες … οι Θράκες έχτισαν την πρώτη Τροία …».
Οι Έλληνες αντιμετωπίζονται ως εχθροί, ως απειλή για το τουρκικό έθνος, όχι τόσο στρατιωτικά όσο γιατί υποστηρίζονται από τη Δύση. Οι Δυτικοί έχουν μια λανθασμένη γνώμη γι’ αυτούς, γιατί τους θεωρεί απόγονους των Αρχαίων Ελλήνων, ενώ δεν αναγνωρίζουν το μεγαλείο και την ανωτερότητα των Τούρκων. Στον αντίποδα των απόψεων αυτών που έχουν οι Δυτικοί, οι Τούρκοι υποστηρίζουν ότι όλοι οι αρχαίοι λαοί ήταν Τούρκοι και αυτοί δημιούργησαν τους πολιτισμούς της Μεσογείου, οι οποίοι επηρέασαν και τους Έλληνες. Επίσης οι σύγχρονοι Έλληνες δεν έχουν καμία σχέση με τους Αρχαίους Έλληνες. Συγκεκριμένα στο 1ο βιβλίο (Tarih 1) τονίζεται ότι «κακώς η ανθρωπότητα … αποδίδει τον πολιτισμό στους Έλληνες, ενώ θα έπρεπε να αναγνωριστεί η συμβολή των Τούρκων» ή «η μοναδική σχέση αυτών με τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους ήταν απλώς ότι ζούσαν στην ίδια περιοχή». Ακόμη αναφέρεται ότι οι Δυτικοί έχουν αυτές τις απόψεις λόγω της σύγκρουσης του Ισλάμ με το Χριστιανισμό.
Οι Βυζαντινοί παρουσιάζονται ως «Ανατολίτες», που δε μιλούσαν ελληνικά κι ότι επέζησαν τόσους αιώνες οφείλεται στην υποστήριξη των Τούρκων. Γι’ αυτό αποφεύγεται η χρήση του όρου Yunan, το οποίο παραπέμπει στους Έλληνες. Για παράδειγμα στο Tarih 2 αναφέρεται ότι: «τη σημαντική δουλειά στο Βυζάντιο την έκαναν οι μισθοφόροι. Μεταξύ αυτών υπήρχαν Τούρκοι», «οι τουρκικές επιδρομές ξεκινούσαν από το Δούναβη», «η Ισταμπούλ δεν παρουσιάζει κάποιον ιδιάζοντα πολιτισμό», «το Βυζάντιο σαν ένας πολιτισμός ανατολίτικης καταγωγής…».
Το Οθωμανικό κράτος παρουσιάζεται ανώτερο από το Βυζαντινό, άρα η Οθωμανική περίοδος ήταν ευεργετική για όλους τους κατακτημένους λαούς (Tarih 3: «τα πλούτη που αποκτήθηκαν με τις χερσαίες και θαλάσσιες νίκες συγκεντρώνονταν στην Ισταμπούλ και έτσι η κυβέρνηση των Οθωμανών δεν έβλεπε το λόγο να φορολογήσει τους ρεαγιά»). Ο λόγος που εξεγέρθηκαν οι Έλληνες ήταν οι Δυτικοί, που τους παρότρυναν, μια και έβλεπαν τους Τούρκους ως βάρβαρους (Tarih 3: «ο Λόρδος Βύρωνας, ο οποίος δεν μπορούσε να διαμείνει στη χώρα του λόγω των πολλών σκανδάλων που είχε προκαλέσει, ήρθε στην Ελλάδα …».
Επιπλέον οι Οθωμανοί Τούρκοι γίνονταν αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης, εκτός από τους Εβραίους, τους Φαναριώτες και το Πατριαρχείο, οι οποίοι όμως ήταν ξένοι αλλά όχι Έλληνες! Για παράδειγμα στο Tarih 3 αναφέρεται: «οι Ρωμιοί Φαναριώτες προύχοντες αποτελούσαν μια πραγματική πληγή για το οθωμανικό κράτος. Αυτή η σαβούρα του Βυζαντίου … είχε θησαυρίσει παράνομα … ήταν μια συμμορία αδιευκρίνιστου περιεχομένου φυλετικά και από άποψη καταγωγής». Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε ότι η οθωμανική αυτοκρατορία αντιμετωπίζεται αρνητικά στα βιβλία, γιατί ο Κεμάλ ήθελε να οικοδομήσει ένα νέο, δυτικού τύπου, κράτος.
Γενικά πάντως οι Έλληνες στα σχολικά βιβλία χαρακτηρίζονται με εκφράσεις  έντονα φορτισμένες, π.χ. υποκρισία, ποταπά και χυδαία υλικά συμφέροντα. Αναφέρεται η Μεγάλη Ιδέα («Megalo Idea») και αναφέρουν τους πολέμους του 1897, τους Βαλκανικούς και του 1919-1922 ως επιβεβαίωση των επεκτατικών προθέσεων των Ελλήνων (Tarih 4: «προσπαθούν να διαδώσουν ότι οι Τούρκοι είναι βάρβαροι και ότι δολοφονούν τους Αρμένιους» … «Οι Ρωμιοί στον Πόντο σκοτώνουν τους Τούρκους και καίνε τα χωριά τους», «η Σμύρνη απελευθερώνεται στις 9 Σεπτεμβρίου 1922», «οι Έλληνες, καθώς υποχωρούν, καίνε χωριά και πόλεις», «οι Ρωμιοί της Ανατολίας δραπετεύουν μαζί με τον ελληνικό στρατό».)
Αυτές οι θεωρίες αμφισβητήθηκαν έντονα αργότερα και από Τούρκους ιστορικούς (π.χ. ο Μετέ Τουντσάι είπε ότι η Τουρκική Ιστορική Θέση είναι το αποκορύφωμα της εθνικιστικής αντίληψης) και σιγά-σιγά αποσιωπήθηκαν, ειδικά μετά το θάνατο του εμπνευστή τους Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (1938). Εγκαταλείφθηκαν αυτές οι ιστορικές απόψεις χωρίς να δηλωθεί επίσημα, γιατί ήταν έμπνευση του γενάρχη του τουρκικού κράτους και αρχίζουν να αφαιρούνται φράσεις συναισθηματικά φορτισμένες.  Αλλά η κεμαλική ιστορική κληρονομιά συνεχίζει να υπάρχει και στα σύγχρονα σχολικά εγχειρίδια.
Το 1977, μετά από μια περίοδο ηπιότερου εθνικιστικού λόγου, εμφανίζεται μία νέα θεωρία, η «Τουρκοϊσλαμική Σύνθεση», σύμφωνα με την οποία η τουρκική ταυτότητα στηρίζεται στην τουρκική/ασιατική καταγωγή και στο Ισλάμ. Έτσι αναβαθμίζεται τώρα η ισλαμική και οθωμανική παράδοση. Αυτό έγινε για να πριμοδοτηθεί το θρησκευτικό συναίσθημα του τουρκικού λαού κατά του κομμουνιστικού κινδύνου και του κουρδικού εθνικισμού.
Τα σχολικά βιβλία μέχρι το 1993 επαναλαμβάνουν όμως έμμεσα ότι οι Τούρκοι είναι οι ιδρυτές των μεγάλων αρχαίων πολιτισμών («οι Τούρκοι έφτασαν σ’ αυτές τις περιοχές, δίδαξαν στους λαούς του αρχαίου κόσμου πώς να καλλιεργούν, … και δημιουργήθηκαν σημαντικοί πολιτισμοί στη Μεσοποταμία, Αίγυπτο, Συρία και στην περιφέρεια του Αιγαίου»).
Από το 1994 άρχισε να γίνεται μία προσπάθεια να αφαιρεθούν  ορισμένες αρνητικές αναφορές που αφορούν τους Έλληνες. Για παράδειγμα, ενώ μέχρι τότε οι Αρχαίοι Έλληνες παρουσιάζονταν με αρνητικά χαρακτηριστικά, όπως βάρβαροι, εισβολείς, χωρίς οίκτο («το 1200 π.Χ. βάρβαρες φυλές εισχώρησαν από το Βορρά στην περιοχή που στις μέρες μας λέγεται Ελλάδα. Αυτοί λεηλάτησαν, κατέστρεψαν και σκότωσαν χωρίς οίκτο τους κατοίκους. Οι Ρωμαίοι αποκάλεσαν αυτές τις άγνωστες φυλές Γραικούς»), αυτά τώρα αφαιρέθηκαν από τα βιβλία.
Όμως η ύπαρξη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στα σημερινά τουρκικά εδάφη προκαλεί ανασφάλεια στους γείτονες, με αποτέλεσμα, παρά τις αλλαγές, να επιμένουν στην άρνηση της ελληνικότητας των Ιώνων. Οι Ίωνες παρουσιάζονται ως ένας πολιτισμός της Μ. Ασίας, που βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τον πολιτισμό της απέναντι όχθης του Αιγαίου («το όνομα Ίωνες δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με το όνομα Έλληνας-Yunan. Ο ιωνικός πολιτισμός είναι αποτέλεσμα της πρόσμιξης των πολιτισμών της Ανατολίας και των Κρητών»). Ο Πυθαγόρας και ο Ηρόδοτος παρουσιάζονται ως κάτοικοι της Μιλήτου και του «Bodrum» και ήταν άτομα που απλώς μετέφεραν τις γνώσεις των Αιγυπτίων στους Έλληνες. Βλέπουμε δηλαδή υποβιβασμό της συμβολής των Ελλήνων στον παγκόσμιο πολιτισμό και αποσιώπηση της ελληνικότητας των κατοίκων και των πόλεων της Ανατολίας, αφού χρησιμοποιούν τα τουρκικά ονόματα.
Διαβάζοντας τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι οι Έλληνες δεν έχουν καμιά σχέση με τα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας, ενώ οι Ίωνες έχουν τόπο καταγωγής τους την Ανατολία, δηλαδή την Τουρκία. Σε βιβλίο του Λυκείου σε κάποιο σημείο γράφει ότι «… όταν η επιστήμη και η ελευθερία είχαν φτάσει στα ύψη στην Ανατολία, στην Πελοπόννησο ακόμη φρουρούσαν τις γυναίκες και ούτε καν τις επέτρεπαν να κάθονται στο τραπέζι».
Το Βυζάντιο απουσιάζει. Μικρή αναφορά γίνεται μόνο σε ότι έχει να κάνει με τις στρατιωτικές συγκρούσεις με τους Οθωμανούς. Η ιστορία 1100 χρόνων του Βυζαντίου παρουσιάζεται υποδεέστερα σε σχέση με άλλους πολιτισμούς π.χ. Χετταίοι. Στα βιβλία του Δημοτικού διαβάζουμε ότι η Ανατολία ήταν κάποτε υπό την ηγεμονία «ξένων» και ότι δεν είχε η περιοχή ιδιοκτήτες μέχρι τον ερχομό των Τούρκων. Στο βιβλίο του Γυμνασίου παρουσιάζονται οι Βυζαντινοί επιτιθέμενοι και οι Τούρκοι αμυνόμενοι. Στο βιβλίο του Λυκείου, ενώ είναι δίτομο, στο Βυζάντιο αφιερώνεται μόλις το ¼ μιας σελίδας!!!
Επίσης δεν αναγνωρίζεται η ελληνικότητα του Βυζαντίου, η δε μάχη στο Μάτζικερτ παραλληλίζεται με τον πόλεμο του 1919-1922 («η μάχη του Μάτζικερτ άνοιξε τις πόρτες της Ανατολίας στους Τούρκους … Η Μεγάλη Επίθεση του Κ. Ατατούρκ εξασφάλισε το να μείνει η Ανατολία η πατρίδα των Τούρκων»).
Μεγάλη σημασία δίνουν και στη φυλετική καθαρότητα της Ανατολίας: «ο τοπικός πληθυσμός της Ανατολίας τον 11ο αιώνα ήταν πολύ λίγος. Αυτή η μεγάλη χώρα είχε ερημωθεί σημαντικά … Σε σύντομο διάστημα οι Τούρκοι αποτέλεσαν την απόλυτη πλειοψηφία της Ανατολίας … ένα μέρος του χριστιανικού πληθυσμού μετακινήθηκε προς τα Βαλκάνια».
Η επανάσταση του 1821 παρουσιάζεται ως «ελληνική ανταρσία». Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι οι Ρωμιοί ζούσαν ευτυχισμένοι, απολαμβάνοντας τα προνόμιά τους. Ήταν πλούσιοι, σχεδόν ανεξάρτητοι και ζούσαν καλύτερα και από τους Τούρκους. Αλλά οι ξένες δυνάμεις, ειδικά οι Ρώσοι, τους ξεσήκωσαν. Ο ξεσηκωμός ήταν υπεύθυνος για την αδυναμία των Οθωμανών να κάνουν μεταρρυθμίσεις. Η ανταρσία κατεστάλη, αλλά μετά την καταστροφή στο Ναβαρίνο οι ξένες δυνάμεις δημιούργησαν ένα κράτος ελληνικό, το οποίο θα παραμείνει κάτω από την προστασία της Δύσης. Έκτοτε οι Έλληνες ήταν υποστηρικτές της Μεγάλης Ιδέας και ο Πατριάρχης ήταν από τους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας (αποκαλείται Εθνική Εταιρεία), γι’ αυτό απαγχονίζεται. Βάλλεται η Γαλλική Επανάσταση σαν αιτία δημιουργίας εθνικιστικών κινημάτων που οδήγησαν στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τους ήρωες του 1821 αναφέρονται μόνο ο Α. Υψηλάντης και ο Ι. Καποδίστριας, ως όργανα του Τσάρου. Οι Έλληνες παρουσιάζονται βίαιοι και αιμοβόροι, π.χ. στην Τριπολιτσά σκότωσαν όλους τους Τούρκους, 40.000 άτομα.
Τα τουρκικά σχολικά βιβλία τους Έλληνες πλέον, μετά το 1994, μπορεί να μην τους αποκαλούν «μιγάδες», αλλά υποστηρίζεται ότι «… δεν πρέπει να συγχέουμε το λαό της σημερινής Ελλάδας με τους Γραικούς (Grec) της αρχαιότητας. Οι Αρχαίοι έμαθαν πολλά από τα φύλα της Ανατολίας και αναμίχθηκαν με αυτούς και με τους Μακεδόνες, τους Ρωμαίους, τους Σλάβους και τους Αλβανούς. … οι σημερινοί Έλληνες δεν έχουν τίποτε κοινό εκτός από τη γλώσσα και ορισμένες παραδόσεις».
Ο πόλεμος του 1919-1922 παρουσιάζεται ως «εισβολή της Σμύρνης». Οι Νεοέλληνες φέρονται ως βίαιοι εισβολείς και οι Έλληνες της Ανατολίας (Ρωμιοί-Rum) συνεργάτες του εχθρού, ένα βλαβερό στοιχείο που έλεγχε την οικονομική ζωή της χώρας. Το γεγονός ότι ο ελληνικός στρατός στράφηκε προς την Άγκυρα δείχνει την πρόθεση των Νεοελλήνων να επανιδρύσουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Γι’ αυτό και το πραξικόπημα κατά του Μακάριου το 1974.
Τέλος γίνεται αναφορά στα Δωδεκάνησα, τα οποία κακώς δόθηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις το 1947 στην Ελλάδα « … παρόλο που ήταν τόσο κοντά στα τουρκικά παράλια και μέχρι πρόσφατα ήταν μέρος τη Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Ιδιαίτερα να προσεχθεί το παρακάτω: με αφορμή τη ρήση του τελευταίου Έλληνα βασιλιά που « … τόλμησε να πει ότι κάποια μέρα θα πάρουνε την Πόλη. Πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή και προσεχτικοί μέχρι αυτός ο γείτονας να εκτιμήσει την αξία των φιλικών διαθέσεων της Τουρκίας…».
Τα βιβλία από το 2000 και μετά επίσης δε διαφέρουν σημαντικά. Οι Έλληνες παρουσιάζονται με το συνήθη τρόπο, ίσως με πιο ουδέτερη γλώσσα π.χ. «ορισμένες γειτονικές χώρες προσπαθούν να εμποδίσουν τον εκσυγχρονισμό της Τουρκίας και θέλουν να επεκτείνουν τα εδάφη τους και να αποκτήσουν κυριαρχία στη θάλασσα», ή σε άλλο σημείο αναφέρεται η ανοχή των Τούρκων π.χ. «… οι Τούρκοι  εισέβαλαν στη Μ. Ασία … δεν ήθελαν να χυθεί αίμα … αλλά ο Ρωμανός Διογένης με υπεροψία επέλεξε τον πόλεμο το 1071».
Στα σύγχρονα τουρκικά βιβλία αναδεικνύονται 2 νέα θέματα, η Θράκη και η Κύπρος. Γίνεται αναφορά ότι « … οι Τούρκοι της Θράκης αντιμετωπίζουν πολιτιστικά και κοινωνικά προβλήματα …», « … η τρομοκρατική οργάνωση ΕΟΚΑ που διέπραξε σφαγές αθώων Τούρκων…». Επίσης προωθείται γενική ξενοφοβία και ανησυχία, καθώς οι Δυτικές χώρες επιδιώκουν το διαμελισμό της χώρας.
Βλέπουμε λοιπόν ότι μπορεί να αφαιρέθηκαν εκφράσεις και αρνητικές αναφορές, αλλά η εικόνα του Έλληνα δεν άλλαξε. Και γενικά η τουρκική ιστοριογραφία παρουσιάζει τους Έλληνες τελείως διαφορετικά από οποιαδήποτε άλλη ιστοριογραφία, πράγμα που δείχνει και την αποξένωσή της. Είναι γεγονός όμως ότι για να οικοδομηθούν καλές σχέσεις γειτονίας πρέπει να γίνει πιο ουσιαστική προσπάθεια στην κατεύθυνση της αφαίρεσης από τα σχολικά βιβλία όλων εκείνων των σημείων που παρουσιάζουν τον «άλλο» με στερεότυπα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος larousse Britannica
Ηρακλής Μήλλας «Εικόνες Ελλήνων και Τούρκων», Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2003.
Σολταρίδης Συμεών «Τουρκικά σχολικά βιβλία», Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1986.

defencereview.gr/