13.3.18

Η “Ζώνη του Πολέμου” αγγίζει την Ελλάδα κι εμείς παρακολουθούμε αμήχανα

Γράφει ο Σταύρος Λυγερός

Στην Ελλάδα υπήρξε μία υστέρηση κατανόησης ότι έχουμε εισέλθει σε νέα φάση, ότι η κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας είναι στρατηγικού κι όχι τακτικού χαρακτήρα, ότι -δια της Τουρκίας- η «ζώνη του πολέμου» μας αγγίζει. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο στο κυβερνητικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο των υπηρεσιακών παραγόντων όλων των αρμοδίων κρατικών μηχανισμών, οι οποίοι θα έπρεπε να έχουν εδώ και καιρό σημάνει συναγερμό.

Είναι ανθρώπινη η τάση να διαβάζουμε το σήμερα με τα εργαλεία του χθες, αλλά τα σημάδια ήταν αρκετά και κυρίως ηχηρά για να τα παραβλέψει κανείς. Κατά συνέπεια, είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού μία διανοητική αδράνεια όσον αφορά την προσαρμογή και στο πολιτικό και στο επιχειρησιακό επίπεδο.
Είναι αληθές ότι ο Κοτζιάς μιλούσε για «νευρική Τουρκία», αλλά αυτός είναι ένας περιγραφικός όρος κι όχι μία ανάγνωση του νέου τρόπου που εδώ και καιρό ενεργεί ο Ερντογάν. Εξ ου και οι αλλεπάλληλοι αιφνιδιασμοί. Τώρα –σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες– η Αθήνα έχει ζητήσει από τις ΗΠΑ να παρέμβουν πυροσβεστικά.
Για την ακρίβεια, συζητείται το ενδεχόμενο να πραγματοποιηθεί το αμέσως επόμενο διάστημα μία τριμερής συνάντηση Κοτζιά-Τίλλερσον-Τσαβούσογλου στην Ουάσιγκτον με σκοπό να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο συμπεριφοράς των δύο πλευρών, προκειμένου να πέσει η θερμοκρασία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και να αποτραπούν επεισόδια, όπως εκείνο στα Ίμια, αλλά και το αντίστοιχο στον Έβρο.
Αμερικανική μεσολάβηση
Η αμερικανική διπλωματία ανταποκρίθηκε. Η συνάντηση δεν έχει ακόμα οριστικοποιηθεί. Αν πραγματοποιηθεί, στο τραπέζι θα τεθεί και η τύχη των δύο Ελλήνων στρατιωτικών. Ο Τσαβούσογλου, πιστός στην οθωμανική παράδοση, θεωρείται δεδομένο πως θα επιδιώξει να αποσπάσει τα μέγιστα πολιτικά ανταλλάγματα από την ιδιότυπη ομηρία.
Η πρωτοβουλία της Αθήνας να καταφύγει στη μεσολάβηση του αμερικανικού παράγοντα είναι ενδεικτική και της αμηχανίας και του αδιεξόδου, στο οποίο έχει περιέλθει. Ουσιαστικά, δυσκολεύεται να βρει πρακτικές απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα που γεννά η κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας. Μέχρι τώρα οι Έλληνες ιθύνοντες προσέγγιζαν τα γεγονότα με όρους παρελθόντος.
Έτσι, θεωρούσαν ότι στα Ίμια οι Τούρκοι θα έλεγαν στα ελληνικά σκάφη ότι βρίσκονται σε τουρκικά χωρικά ύδατα, οι Έλληνες θα έλεγαν στα τουρκικά σκάφη ότι βρίσκονται σε ελληνικά και κάπου εκεί θα έληγε η παράσταση. Άντε να συνέβαινε και κάποιο τζαρτζάρισμα με επικίνδυνους ελιγμούς. Το ενδεχόμενο εμβολισμού ήταν εκτός ορίζοντα, παρότι είχε προηγηθεί το επεισόδιο με την κανονιοφόρο “Νικηφόρος”.
Απειρία και αμηχανία
Κάτι ανάλογο συνέβη και στον Έβρο. Στην υπόθεση της σύλληψης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών υπάρχουν ακόμα πολλά σκοτεινά σημεία. Είναι σημαντικό, ωστόσο, ότι η εξελισσόμενη τουρκική άσκηση στην άλλη πλευρά των συνόρων δεν κρίθηκε ικανός λόγος για να δοθούν εντολές στις περιπόλους να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικές με το γνωστό αποτέλεσμα.
Όταν έγινε γνωστή η σύλληψη, η ελληνική πλευρά την αντιμετώπισε κι αυτή με όρους παρελθόντος. Θεωρούσε πως το πρόβλημα θα λυνόταν σε επίπεδο τοπικών στρατιωτικών διοικητών, όπως συνήθως γινόταν τα προηγούμενα χρόνια. Γι’ αυτό και απέκρυψε το περιστατικό, προκειμένου να διευκολύνει την επιστροφή των δύο. Ως ένα βαθμό η πρώτη αυτή αντίδραση ήταν δικαιολογημένη.
Το αδικαιολόγητο και αποκαλυπτικό της διανοητικής-πολιτικής αδράνειας είναι ότι η διάψευση της ελπίδας για άμεση επίλυση δεν λειτούργησε αφυπνιστικά. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, απηχώντας το κλίμα που επικρατούσε στο Μαξίμου, συνέχισε να διαβεβαιώνει πως πρόκειται για υπόθεση ρουτίνας που θα λήξει σύντομα.
Κι αυτό, παρότι η Άγκυρα είχε ήδη δείξει την πρόθεσή της να εκμεταλλευθεί όσο το δυνατόν περισσότερο το περιστατικό. 
defence-point