29.1.17

Τα σκληρά μέτρα που ζητά το ΔΝΤ για να εισέλθει στο ελληνικό πρόγραμμα... και η εμπιστευτική έκθεση


Η εμπιστευτική έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, προς του Ευρωπαίους και την Αθήνα αξιολογεί το δεύτερο πρόγραμμα στην Ελλάδα, ενώ συγχρόνως περιγράφει τους όρους με τους οποίους το Ταμείο θα μπορούσε να πάρει μέρος στο πρόγραμμα χωρίς τα λάθη του παρελθόντος.
Η έκθεση, σύμφωνα με δημοσίευμα της «Καθημερινής της Κυριακής», έχει ως βασικό σκοπό να αξιολογήσει το δεύτερο μνημόνιο ωστόσο παράλληλα περιγράφονται και οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες το ΔΝΤ θα μπορούσε να συμμετάσχει και στο νέο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα.
 
Συγκεκριμένα με το κείμενο των 38 σελίδων το οποίο έχει ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 2017 και περιήλθε εις γνώσιν και των ευρωπαϊκών θεσμών στις Βρυξέλλες μπαίνει μια ευρύτερη ατζέντα μεταρρυθμίσεων από την πλευρά του Ταμείου.
 
Το Ταμείο σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Καθημερινή, ζητάει πολύ περισσότερες μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα, στις αγορές, στα εργασιακά κλπ οι οποίες φέρνουν σε ακόμα πιο δύσκολη θέση την Αθήνα.
 
Η συγκεκριμένη έκθεση, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς θέτει μια ευρύτερη ατζέντα μεταρρυθμίσεων, ενώ θα παρουσιαστεί μαζί με την έκθεση που θα περιέχει την ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (το άρθρο 4 για την Ελλάδα) στο ΔΣ του Ταμείου, που θα συνέλθει στις 6 Φεβρουαρίου.
 
Οι δύο εκθέσεις θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό τη στάση που θα κρατήσει το ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και τη συμφωνία για το νέο πρόγραμμα. 
 
Η ατζέντα που θα τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους και την ελληνική πλευρά θα αναφέρει ότι:
 
1. Οι δεσμεύσεις για την ελάφρυνση του χρέους που θα έχουν ως αποτέλεσμα τη βιωσιμότητά του, χρειάζεται να μπουν από την αρχή του προγράμματος και πρέπει να βασίζονται σε έναν ρεαλιστικό μεσοπρόθεσμο στόχο για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος.
2. Για την οικονομική ανάκαμψη προτεραιότητα πρέπει να έχουν οι μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα, καθώς η καθυστέρηση της αντιμετώπισης των “κόκκινων δανείων”, της δημιουργίας του θεσμικού πλαισίου για τις πτωχεύσεις και τον ορισμό των διοικήσεων των τραπεζών έχει επίπτωση στην ανάκαμψη.
3. Όταν η πολιτική βάση για τις μεταρρυθμίσεις είναι εύθραυστη και δεν υπάρχει ισχυρή κυριότητα του προγράμματος, οι προσδοκίες αλλά και η σχεδίαση του προγράμματος πρέπει να είναι πιο συντηρητικές από την αρχή. Το προσωπικό του ΔΝΤ πρέπει να αντιτάσσεται από τους Ευρωπαίους εταίρους για πιο θετικές προβλέψεις.
4. Για να προχωρήσει η ελληνική οικονομία χρειάζεται διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ισχυρή εφαρμογή της φορολογικής βάσης, ισχυρή εφαρμογή της φορολογικής συμμόρφωσης και ανάπτυξη στοχευμένων δικτύων κοινωνικής ασφάλειας. Αυτά είναι τα σημεία που θα κάνουν τις μεταρρυθμίσεις “να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια και να είναι περισσότερο κοινωνικά δίκαιες”.
5. Η Ελλάδα πρέπει να επανεκκινήσει τις στάσιμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών, στα εργασιακά, και στα κλειστά επαγγέλματα ώστε να παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης. “Κλειδί είναι η διασφάλιση ισχυρής ιδιοκτησίας του προγράμματος”, αναφέρεται χαρακτηριστικά.
6. Βάρος πρέπει να δοθεί στην κοινωνική δικαιοσύνη του προγράμματος. Η έκθεση υποστηρίζει πως το πρόγραμμα δεν ήταν κοινωνικά δίκαιο, παρά τις προσπάθειες του προσωπικού να το κάνει, εγείροντας ανησυχίες για την πολιτική βιωσιμότητα των μέτρων που πάρθηκαν.
7. Θα ήταν σωστό να υπήρχε συγκεκριμένη διαδικασία συνεργασίας του Ταμείου με νομισματικές ενώσεις (όπως το ευρώ) όταν χρειάζεται πρόγραμμα προσαρμογής. Αυτό είναι ένα σημείο που έχει επισημανθεί και σε προηγούμενες εκθέσεις του ΔΝΤ, και τονίζεται η ανάγκη να υπάρχει μια εκ των προτέρων συμφωνία για ανταλλαγή πληροφοριών, για τις τεχνικές αναλύσεις (πολλές φορές οι θεσμοί καταλήγουν με διαφορετικά αποτελέσματα), σχεδιασμό και επικοινωνία του προγράμματος, μεταξύ άλλων. Στην έκθεση αναφέρεται ότι οι εκπρόσωποι από τους τρεις θεσμούς (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ) θεωρούν ότι “υπάρχει χώρος βελτίωσης της συνεργασίας τους”.
Η έκθεση κυρίως επικεντρώνεται στην αξιολόγηση του δεύτερο προγράμματος, ασκώντας βασικά κριτική κυρίως στην ελληνική πλευρά και κάνοντας πολύ μικρή αυτοκριτική για τα λάθη του ίδιου του Ταμείου. Συγχρόνως εξηγεί πως ενώ συντελέστηκε πρόοδος ως προς την υλοποίηση των στόχων του προγράμματος από την περίοδο 2012-2014, τελικά το πρόγραμμα “ναυάγησε” εξαιτίας των “αρνητικών πολιτικών εξελίξεων” στη χώρα, τα “οργανωμένα συμφέροντα” και την “εύθραυστη κυριότητα” του προγράμματος, που είχαν οι ελληνικές κυβερνήσεις εκείνο το διάστημα, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Ως προς τα λάθη του προγράμματος “σημαντική δημοσιονομική και εξωτερική προσαρμογή επιτελέστηκε, κάποιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έγιναν (μερικές στο ασφαλιστικό, στα εργασιακά και στα τραπεζικά) και βασικά αφού η Ελλάδα παρέμεινε στο ευρώ περιορίστηκαν οι συστημικοί κίνδυνοι”, όπως αναφέρει η έκθεση.
Όμως παρά την αρχική υποστήριξη του προγράμματος από τα μεγαλύτερα κόμματα στη χώρα, η πολιτική αστάθεια υπονόμευσε το πρόγραμμα και το “έθεσε εκτός τροχιάς αντανακλώντας την εύθραυστη κυριότητα και την ισχυρή αντίσταση από τα “οργανωμένα συμφέροντα”. Στα μέσα του 2014 υπήρχαν σημάδια ανάκαμψης και η ελληνική κυβέρνηση μπόρεσε να επιστρέψει στις αγορές. Όμως, όπως λέει η έκθεση, η πιο βαθιά από ότι αναμενόταν ύφεση και η κατά 30% μείωση των εισοδημάτων “έκαναν την άνοδο της λαϊκής δυσαρέσκειας ασταμάτητη”. Συγχρόνως, αναφέρει ότι το πρόγραμμα τον Ιούνιο του 2014 ήταν πλέον “εκτός τροχιάς”. Το καλοκαίρι του 2015, αναφέρει η έκθεση, η Ελλάδα έγινε η πρώτη ανεπτυγμένη χώρα που προσωρινά δεν ανταποκρίθηκε στις οικονομικές υποχρεώσεις προς το Ταμείο, η μεγαλύτερη στην ιστορία του.
Παρά το PSI και το OSI (η συμμετοχή των ιδιωτών στο “κούρεμα του χρέους”), το χρέος χαρακτηρίστηκε μη βιώσιμο το 2015 όταν πλέον το πρόγραμμα ήταν απολύτως εκτός τροχιάς.
Η ανάπτυξη, η ανταγωνιστικότητα, και η βιωσιμότητα του χρέους δεν έχει επανέλθει. Για να το πετύχει η Ελλάδα χρειάζεται να συνεχίσει τις μη ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις και οι Ευρωπαίοι εταίροι να της προσφέρουν περισσότερη ελάφρυνση του χρέους.
Οποιοδήποτε πρόγραμμα, όσο καλά σχεδιασμένο και να ήταν, δεν θα πετύχαινε κάτω από αυτές τις “δύσκολες καταστάσεις”. Το πρόγραμμα θα είχε μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας αν ήταν λιγότερο φιλόδοξο, με λιγότερα θετικές προβλέψεις για την οικονομία, απαιτώντας περισσότερη χρηματοδότηση και μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους.
Οι προβλέψεις για τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών έπρεπε να ήταν πιο συντηρητικές, έτσι ώστε να έχει μειωθεί η ανάγκη για ανακεφαλαιοποιήσεις. Συγχρόνως, τα μέτρα για τα “κόκκινα δάνεια” άργησαν να εφαρμοστούν. Όσον αφορά τις διοικήσεις των τραπεζών, η έκθεση αναφέρει ότι παρότι τηρήθηκαν τα κριτήρια για τον διορισμό τους, “στενοί δεσμοί μεταξύ υψηλά ιστάμενων στις τράπεζες, τα πολιτικά κόμματα και τις μεγάλες επιχειρήσεις δεν κόπηκαν για πολιτικούς λόγους”, πιθανώς επηρεάζοντας αρνητικά τις τράπεζες στην προσπάθειά τους να αντλήσουν ρευστότητα αυξάνοντας τα προβλήματα της ποιότητας του ενεργητικού τους.
Η έκθεση τέλος, είναι πολύ κριτική όσον αφορά τους στόχους που είχαν τεθεί στην Ελλάδα για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος. Αναφέρει χαρακτηριστικά πως από ένα δείγμα 55 χωρών τα τελευταία 200 χρόνια, υπάρχουν μόνο 15 παραδείγματα που είχαν ύφεση πάνω από πέντε χρόνια και καμία από αυτές τις χώρες δεν διατήρησε πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 2% του ΑΕΠ κατόπιν. “Είναι αμφίβολο κατά πόσο η Ελλάδα μπορεί να κάνει ιστορικό ρεκόρ καταφέρνοντας να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% -4,5% του ΑΕΠ”, αναφέρει η έκθεση.