4.12.16

Room to let (Ενοικιάζεται δωμάτιο) - Α ΜΕΡΟΣ


Γράφει ο Γιώργος Μακρίδης*  
Δραματική σάτιρα
σε έξι εικόνες

ΠΡΟΣΩΠΑ ΜΕ ΣΕΙΡΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ

1. Μανόλης: 30 χρονών
2. Πιπίνα: 40 χρονών, αδελφή του Μανόλη
3. Λάζαρος: 45 χρονών, ξάδελφος του Μανόλη και της Πιπίνας
4. Θάλεια: 25, γυναίκα του Γιάννη

5. Μιχελής: 55 χρονών, ιδιοκτήτης του σπιτιού
6. Μαρία: 50 χρονών, γυναίκα του Μιχελή
7. Γιάννης: 25 χρονών, άντρας της Θάλειας
8. Κωστής: 35 χρονών, νοικάτορας
9. Ηρακλής: 30 χρονών, νοικάτορας
10. Παπάγος: 40 χρονών, νοικάτορας
11. Ρένα: 22 χρονών, κόρη του Μιχελή
12. Ηλίας: Φίλος του Μανόλη
13. Μισις Βούτα: 60 χρονών


Εικόνα πρώτη


ΣΚΗΝΙΚΟ: Ένα σαλόνι φτωχόσπιτου της Αθήνας: μερικές καρέκλες, ένας καναπές, ένα τραπέζι σαλονιού, ένας μπουφές, μερικές φωτογραφίες, μερικοί ψευτοπίνακες κι ένα φτηνοραδιόφωνο. Υπάρχουν δυο πόρτες. Η μια είναι η ξώπορτα του σπιτιού.                                    

ΜΑΝΟΛΗΣ: (Βολταρίζει μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, μελετώντας αγγλικά. Φωναχτά). Άι αμ, γιου άρ, χι ιζ, σι ιζ, γούι άρ.... (Χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγει και πέφτει πάνω στην Πιπίνα. Στο ένα της χέρι κρατάει μια φτηνοβαλίτσα και στ’ άλλο μια τσάντα του χεριού. Χαρούμενα). Την αδελφούλα μου! (Παίρνει τη βαλίτσα και την ακουμπάει σε μια άκρη, Αγκαλιάζονται και φιλιούνται). Γιατί δε μου τηλεφώνησες; Θα ερχόμουν στο σταθμό.
ΠΙΠΙΝΑ: Μήπως δεν την ξέρω την Αθήνα, ή θα ερχόσουν με την κούρσα σου;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Κάθονται). Λοιπόν, πώς τα πάει η Μακεδονία;
ΠΙΠΙΝΑ: Αυτή είναι μια χαρά. Εμένα δε με σηκώνει το υγρό κλίμα. Μ’ έχουν ταράξει οι ρευματισμοί μου. Εσείς καλά κάνατε και ήρθατε στην Αθήνα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Έτσι λοιπόν... Aχ, καψερή..., εδώ και το νερό το πληρώνουμε. Ύστερα, γιατί δεν ερχόσασταν κι εσείς στην Αθήνα;
ΠΙΠΙΝΑ: Ε, αφού δε θέλει ο γαμπρούλη σου. Ας είναι... Είπα, να περάσω το χειμώνα κοντά σας. Δεν τ’ αντέχω τα χιόνια της Μακεδονίας.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Στον εαυτό του). Αμάν! Ακόμα ένα πιάτο!
ΠΙΠΙΝΑ: Είπες τίποτε;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Κάτι για τους πεθαμένους. Πάντως, για την ώρα μην περιμένεις πολλά. Με χίλια ζόρια θα σου φτιάξω ένα καφεδάκι. Έχω διαγωνισμούς.
ΠΙΠΙΝΑ: Μόλις ήπια με τη νοικοκυράς σας.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Θυμωμένα). Το τέρας!
ΠΙΠΙΝΑ: Γιατί καλέ;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Πικρογελάει). Βράστα... κι άστα! Με το που έγινε η σύνδεση με τον υπόνομο, μας ανέβασε το νοίκι.
ΠΙΠΙΝΑ: Και γιατί;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Αυτά, λεει, που θα πληρώναμε για ν’ αδειάζουμε το βόθρο.
ΠΙΠΙΝΑ: Κι εσείς τόσα χρόνια ούτε ένα δωματιάκι εκτός σχεδίου, δεν μπορέσατε να φτιάξετε. Εκεί γύρω στο οικόπεδό σας έγινε ολάκερος μαχαλάς.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Πικρογελώντας). Γιατί δε λες πως κατάντησε σαν το γεφύρι της Άρτας, απ’ την ανάποδη; Χε, χε, χε... Τη νύχτα το χτίζαμε και τη μέρα μας το γκρέμιζαν.
ΠΙΠΙΝΑ: Μα τέτοια ατυχία...  Όλο πάνω σας έπεφτε η μπουλτόζα!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Πού την βλέπεις την ατυχία;
ΠΙΠΙΝΑ: (Ειρωνικά). Βέβαια, κανονικά θα έπρεπε να μιλήσω για την ψευτοπερηφάνια σου. Βρε, πουλάκι μου, φτωχός και περήφανος δε γίνεται. Θα χάλαγε ο κόσμος αν πήγαινες κι εσύ στο βουλευτή;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Θυμωμένα).  Ούφ! Τώρα θα πουλάω και την ψήφο μου.
ΠΙΠΙΝΑ: Όλα στραβά τα παίρνεις. Γενικό είναι το κακό. Όλοι το κάνουν, προσπαθώντας να βολευτούν.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Και ποιος σου είπε, πως αυτοί... οι όλοι..., που λες, είναι και σωστοί;
ΠΙΠΙΝΑ: Πολύ ρομαντικός είσαι. Όλοι φτιάχνονται... κι εσύ έχεις κολλήσει στο στραβό και το σωστό.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Γούστο μου και καπέλο μου.
ΠΙΠΙΝΑ: Ας είναι κι έτσι. Που είναι οι άλλοι;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ο συνταξιούχος χωρίς σύνταξη, ο πατερούλης σου, είναι στον καφενέ. Η αδελφή σου έρχεται αργά απ’ τη δουλειά της. Η συνταξιούχα, πάλι, χωρίς σύνταξη, η μάνα, πήγε στα συμπεθέρια. Το κουνιαδάκι σου δε μας έρχεται πια. Τον διαολόστειλα και ησύχασα!
ΠΙΠΙΝΑ: (Θυμωμένα). Να τσακώνεσαι με τον καθένα, και να δούμε πού θα σου βγει!
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Θυμωμένα). Ναι.., θα μου κουβαλιέται εδώ μέσα και θα υμνολογεί τη χούντα! Σπιούνος είναι μωρέ!
ΠΙΠΙΝΑ: (Γελώντας). Σώπα καλέ... Ένα χαϊβάνι είναι.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μα όλοι οι χαφιέδες είναι χαϊβάνια. Τη ζημιά τους όμως την κάνουν.
ΠΙΠΙΝΑ: Μη λες ανοησίες.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Πώς έστησε αυτός κοτζάμ διώροφο, δίπλα στο οικόπεδό μας, κι εμείς  δεν μπορέσαμε να φτιάξουμε ούτε ένα καμαράκι;
ΠΙΠΙΝΑ: Ας πήγαινες κι εσύ στο γραφείο του βουλευτή... κι ας μην τον ψήφιζες.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Τα είπαμε αυτά... Δεν έχει σημασία αν τον ψηφίσεις ή όχι. Και μόνο η παρουσία σου μες στο πολιτικό του γραφείο τα λέει όλα.
ΠΙΠΙΝΑ: Δηλαδή, τι λέει;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Πως συμβιβάζεσαι! Αυτό δε σου φτάνει;
ΠΙΠΙΝΑ: Χμ... Εγώ ξέρω πως στο τέλος θα καταντήσεις ένας επαγγελματίας διαμαρτυρόμενος...
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ας είναι. Κάνα νέο απ’ το χωριό.
ΠΙΠΙΝΑ: (Με στόμφο). Πού να στα λεω! Ο Νικόλας της μαμής,  τα έχει μπλέξει με τη χήρα του αγροφύλακα! (Σταυροκοπιέται). Παναγίτσα μου, ακόμα δεν πέρασε χρόνος, που έχασε τον άντρα της! Τον Κώστα, πάλι, τον ηλεκτρολόγο, τον πιάσανε να βολεύεται με τον Αλέκο το ράφτη! (Σταυροκοπιέται). Χριστός και Παναγιά, παντρεμένοι άνθρωποι! Καλέ λένε πως κι ο καινούργιος δάσκαλος είναι... από τέτοιος! Και το άλλο!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Καλά.., εσείς πώς το ξέρετε πως ο δάσκαλος είναι από τέτοιος;
ΠΙΠΙΝΑ: Καλέ, αντί για σώβρακα φοράει γυναικείες κιλότες!
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Ειρωνικά). Έτσι ε; Και πως τα βλέπετε τα σώβρακα του ανθρώπου;
ΠΙΠΙΝΑ: Χε, χε, χε... Άκου τι λέει. Τα βλέπουμε όταν τα βάζει για στέγνωμα η νοικοκυρά του. Χρωματιστές κιλότες, σου λεω!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Χε, χε, χε... Ο άνθρωπος είναι νέος και φοράει τ’ αντρικά σλιπάκια. Αυτά που θα φοράει κι ο φοιτητής ο γιος σου, όταν γίνει επιστήμονας. (Σιγή). Κουτσομπόλα! Γιατί ενδιαφέρεσαι για το τι σώβρακα φοράει ο καθένας, και για το τι κάνει στην κρεβατοκάμαρά του;
ΠΙΠΙΝΑ: (Πειραγμένα). Αφού με ρώτησες, σου λεω αυτά που ξέρω.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Με κάτι τέτοια σας αποχαυνώνουν.
ΠΙΠΙΝΑ: Γιατί παρακαλώ;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Έτσι δεν μπορείτε να ξεχωρίσετε τα σημαντικά απ’ τ’ ασήμαντα της ζωής.
ΠΙΠΙΝΑ: Ποια είναι τα σημαντικά, εξυπνάκια;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Θυμωμένα). Αντί να ενδιαφέρεστε για το μονοτάξιο σχολείο, του περασμένου αιώνα, όπου ένας δάσκαλος, πασκίζει να τα φέρει βόλτα με κάπου είκοσι παιδιά διαφορετικών τάξεων, για το ποτάμι που έτσι και ξεχειλίσει θα πνίξει εσάς και τα μουσκάρια σας, για τις μάσες του προέδρου και των κομματαρχών, εσείς το ρίχνετε στο σορολόπ των κουτσομπολιών.
ΠΙΠΙΝΑ: Εσύ να ενδιαφέρεσαι γι’ όλα αυτά, λες και είναι δικά σου προβλήματα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μήπως είναι του γείτονα; Ας έρθουμε όμως και στα δικά μας. (Θυμωμένα). Πού έρχεσαι, μωρή; Σε κάνα πλουσιόσπιτο;
ΠΙΠΙΝΑ: (Τρομαγμένα). Α! Με κοψοχόλιασες.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μας λείπει πολλές φορές και το φαγί!
ΠΙΠΙΝΑ: Τι είναι αυτά πού λες;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Αυτά που άκουσες! Ένας επισκέπτης να πέσει, την ώρα του φαγητού, η μάνα θα μείνει νηστικιά.
ΠΙΠΙΝΑ: (Ένοχα). Και γιατί δε μου έγραφες; Κάτι θα μπορούσα να κάνω.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Βρε χρυσή μου.., βρε καλή μου.., έρχεσαι στο σπίτι της μάνας σου μ’ αδειανά χέρια; Δεν μπορείς, έτσι για τα μάτια, να φέρεις καμιά κότα, μερικά αυγά, έστω και μια χούφτα πλιγούρι;
ΠΙΠΙΝΑ: (Με κατεβασμένο το κεφάλι). Το ξέρεις πως είμαι τσιγκούνα... και κάτι τέτοια δεν τα σκέφτομαι. 
ΜΑΝΟΛΗ: Ε, τι στο καλό σκέφτεσαι;
ΠΙΠΙΝΑ: (Παρακαλεστικά). Ζήτα μου δανεικά και μη μου τα επιστρέψεις. Ούτε που θα σου τα ζητήσω ποτέ.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Πικρογελώντας). Χμ... Μια που έκανες κουβέντα για δανεικά, επειδή μας έχουν φουρκίσει οι δόσεις, πήγαμε με την αδελφή σου να πάρουμε ένα δάνειο. Θα βάζαμε υποθήκη το οικόπεδο.
ΠΙΠΙΝΑ: (Σταυροκοπιέται). Χριστός και παναγιά! Δηλαδή να το χάσετε κι αυτό! Σας βγήκε η ψυχή μέχρι που να το ξοφλήσετε.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Πικρογελάει). Ένας δικηγόρος μας ζήτησε εκατό πενήντα στα εκατό τόκο!
ΠΙΠΙΝΑ:  Δηλαδή, τα δέκα χιλιάρικα έγιναν εικοσιπέντε;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μη χολοσκάς και δεν έγιναν. Του πέταξα μερικές φτυσιές και πήραμε δρόμο.
ΠΙΠΙΝΑ: (Θυμωμένα). Έπρεπε να τον καταγγείλεις.., τον εγγράμματό μας!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Πού; Και πού τις είχα τις αποδείξεις μα και τις γνωριμίες;
ΠΙΠΙΝΑ: Οι τράπεζες δίνουν με δεκαπέντε στα εκατό.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Άιντε να τις πλησιάσω, με τη φακελάρα που έχω στην Ασφάλεια. Καλά - καλά δε μ’ αφήνουν να στεριώσω σε μια δουλειά. Πάντως τώρα βρήκα με τριάντα στα εκατό. (Γελάει). Ξέρεις από ποιόν;
ΠΙΠΙΝΑ: Τα νύχια μου θα μυρίσω;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Απ’ το Νικόλα, το φωτογράφο.
ΠΙΠΙΝΑ: Τον κουτσό;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ναι, σου λεω.
ΠΙΠΙΝΑ: Καλέ, αυτός δεν έχει παντελόνι να φορέσει.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι. Ο τύπος τοκίζει εκατοντάδες χιλιάδες, πέρα δώθε.
ΠΙΠΙΝΑ: Αν είναι έτσι , ας πάει στο διάολο κι ακόμα παραπέρα. Να μην τα πάρεις. Μπορείς να περιμένεις, μέχρι που να βγει ο χειμώνας; Διαφορετικά θα επιστρέψω αμέσως στο χωριό.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Θα μπορέσεις να βρεις με μικρότερο τόκο;
ΠΙΠΙΝΑ: Δε θέλω ανοστιές, Μανόλη. Νομίζεις πως θα σ’ αφήσω να πέσεις στα χέρια των τοκογλύφων; Θα ζοριστώ και θα σου τα στείλω και μάλιστα χωρίς επιστροφή.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Σηκώνεται και της φιλάει το κεφάλι). Έτσι σε θέλω!
ΠΙΠΙΝΑ: (Συγκινημένα). Για πια με πέρασες. Σε ώρα ανάγκης, σας δίνω ακόμα και το αίμα  μου. (Δισταχτικά). Θα ήθελα, όμως, να σου πω κάτι άλλο, πολύ πιο σοβαρό.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Είμαι όλος αυτιά.
ΠΙΠΙΝΑ: (Δισταχτικά). Να.., μου είπανε, πολλοί συγγενείς και φίλοι, πως παραμιλάς στους δρόμους. 
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Μ’ απορία). Παραμιλάω!
ΠΙΠΙΝΑ: Ναι... Ναι... Μήπως έχεις πειραγμένα τα νεύρα σου;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Γελάει χορταστικά).  Χε, χε, χε... Έχουν δίκιο... Μόνο που δεν έχω όρεξη για παραμιλητά. Τα μαθηματάκια μου διαβάζω!
ΠΙΠΙΝΑ: Δηλαδή;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Βγάζει απ’ την τσέπη του μερικά χαρτάκια και της τα δείχνει). Λοιπόν, κοκόνα μου, το κάθε χαρτάκι είναι κι ένα μάθημα. Γυροφέρνοντας τους δρόμους της Αθήνας, για τις δουλειές της εταιρίας, “διαβάζω” και τα μαθήματά μου. Άλλοτε παραμιλώντας - αν το θέλεις έτσι - κι άλλοτε τραγουδώντας.
ΠΙΠΙΝΑ: Μη μου λες βλακείες, Μανολάκη!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σάματις ξέρεις τα προβλήματά μου; Φεύγω τα χαράματα, απ’ το σπίτι κι επιστρέφω τα μεσάνυχτα. (Πικρογελάει). Λοιπόν, με τη γραμματική μου ταιριάζει ο σκοπός, από τούτο το τραγουδάκι. (Παίρνει πόζα ακολουθώντας το γνωστό σκοπό). “Ψωμί, τυρί, ελιές, σαρδέλες αλμυρές.., και του παπά τα γένια να γίνουν ασημένια.” (Γελάει). Όπως το λέλυκα, λέλυκες, λέλυκε... και σκατά! (Επακολουθεί σιγή). Για την ιστορία, γεωγραφία και τα ρέστα, προτιμώ τους αμανέδες. Έτσι έχω χρόνο να θυμάμαι περιστατικά, ονόματα και χρονολογίες. Χε, χε, χε... Αμάν, αμάν... Η Σητεία βρίσκεται στ’ ανατολικό τμήμα της Κρήτης.... Αμάν, αμάν... Είναι πρωτεύουσα επαρχίας κι έχει εξήντα έξι χωριά... Χε, χε, χε...
ΠΙΠΙΝΑ: Τι το ήθελες το νυχτερινό σ’ αυτήν την ηλικία;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ε, είπα κι εγώ να ξεστραβωθώ.
ΠΙΠΙΝΑ: Τι έχεις τραβήξει και μ’ αυτό... Πότε τελειώνεις;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Φέτος. (Βάζει στην τσέπη τα χαρτάκια).
ΠΙΠΙΝΑ: Ε.., μόλις τελειώσεις... δρόμο!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Και για πού, παρακαλώ;
ΠΙΠΙΝΑ: Όπου βρεις! Γερμανία, Αμερική, Αυστραλία...κι εγώ δεν ξέρω πού αλλού. Αν μείνεις εδώ, συνέχεια θα τρέχεις στους τοκογλύφους. (Χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγει ο Μανόλης και μπαίνει ο Λάζαρος, που είναι ντυμένος στην πένα, με πολλά μπιχλιμπίδια, χρυσαφικά και φανταχτερή γραβάτα).
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Δίνουν τα χέρια). Καλώς τον ξάδελφο, τον πολυεκατομμυριούχο εκ Νοτίου Αφρικής.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Γεια σας, κι άσε, Μανόλη, τα δουλέματα.
ΠΙΠΙΝΑ: Λάζαρε πώς τα περνάς στην πρωτεύουσα;
ΛΑΖΑΡΟΣ: Όταν έχεις τον παρά, όλοι σου κάνουν τεμενάδες. Πότε ήρθες απ’ το χωριό;
ΠΙΠΙΝΑ: Μόλις τώρα.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Και γιατί δε μου το έλεγες; Θα σ’ έφερνα με τη λιμουζίνα.
ΠΙΠΙΝΑ: Σάματις προλάβαμε να σε δούμε;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Βέβαια οι παραλήδες δεν είναι ευκολοπλησίαστοι.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Παράτα τις πλάκες, Μανόλη. Βέβαια, δουλεύοντας απάνθρωπα, μέσα σε δέκα χρονάκια έστησα μια εταιριάρα, μ’ ένα σωρό σουπερμάρκετ.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σουπερμάρκετ!
ΛΑΖΑΡΟΣ: Αμή!  Κι όλα αυτά με τα κολλυβογράμματα του δημοτικού.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Καθίστε ρε παιδιά. (Κάθονται). Δηλαδή, Λάζαρε, αν είχες πανεπιστημιακό πτυχίο θα είχες καταχτήσει ολάκερη την Αφρική!
ΛΑΖΑΡΟΣ: Δεν τρέχει τίποτε. Τα πτυχία δεν έχουν πέραση. Έχω στη δούλεψή μου αρκετούς πτυχιούχους, που κάνουν καλούς μιστούς, μ’ αυτά, βέβαια, που μου κλέβουν.
ΠΙΠΙΝΑ: Σε κλέβουν και τους κρατάς;
ΛΑΖΑΡΟΣ: Χε, χε, χε... Πιπίνα, κρατάω αυτούς που τσιμπάνε τα λιγότερα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Να πιούμε πρώτα ένα σκότς. Έτσι δεν το λετε Λάζαρε;
ΛΑΖΑΡΟΣ: Έτσι το λέμε, αλλά έχω κατεβάσει τον αγκλέορα. Από τραπέζωμα έρχομαι.
ΠΙΠΙΝΑ: Και πώς έτσι και δεν παντρεύτηκες;
ΛΑΖΑΡΟΣ: Σάματις το κυνήγι του παρά, μ’ άφησε να σκεφτώ τον εαυτό μου; Εξάλλου, γι’ αυτό έχω έρθει. Για ν’ αγοράσω καμιά βλάχα. (Γελάνε).
ΜΑΝΟΛΗΣ: Υπάρχουν τέτοιες αγοραπωλησίες και στο Γιοχάνεσμπουργκ;
ΛΑΖΑΡΟΣ: Γιατί εδώ πάτε πίσω;
ΠΙΠΙΝΑ: Τι εννοείς;
ΛΑΖΑΡΟΣ: Αυτό που ξέρεις. Χε, χε, χε... Μα όταν μοστράρεις τον παρά και παίρνεις μια κοπελιά, σαν τα κρύα τα νερά, που θα μπορούσε να ήταν και κόρη σου, δεν είναι το ίδιο;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Η ανάγκη είναι η χειρότερη αρρώστια, Λάζαρε.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Αμέ! Σας το είπα πως έρχομαι από τραπέζωμα. Λοιπόν, ένα γειτονάκι μου, στο Γιοχάνεσμπουργκ, έχει αδελφή εδώ στην Αθήνα και μου έκανε προξενιό με την ανιψούλα του, χωρίς να έχω ιδέα. Μου έδωσε, ο κατεργάρης, να τους φέρω, τάχατες ένα δώρο, κι αυτοί με τραπέζωσαν για τα υπόλοιπα. Εκεί ήταν ασφαλώς και το εμπόρευμα. Ένα πιτσουνάκι γύρω στα είκοσι πέντε, που είναι οικονομολόγα ή κάτι τέτοιο.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Την έψησες ομογενή μας!
ΛΑΖΑΡΟΣ: Μου ανακατώθηκε το στομάχι!
ΠΙΠΙΝΑ: Και γιατί παρακαλώ;
ΛΑΖΑΡΟΣ: Μα πώς μπορούν να δώσουν το μπουμπούκι τους σ’ ένα κρεμανταλά, που δεν ξέρουν από πού κρατάει η σκούφια του, μόνο και μόνο γιατί έχει το χρήμα;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Mα εσύ λες πως είναι μανούλι.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Φουρφουρίζει η καρδούλα μου, αλλά δε μου κάνει.
ΠΙΠΙΝΑ: Γιατί;
ΛΑΖΑΡΟΣ: Πρώτα γιατί την περνάω πολλά χρόνια.
ΠΙΠΙΝΑ: Τι λες καλέ; Δε βλέπεις τα γεροντάκια, τους ελληνοαμερικάνους, που παίρνουν κάτι μπουμπούκια;
ΛΑΖΑΡΟΣ: Aυτές στα εξωτερικά, όπου η γυναίκα είναι ανεβασμένη, δεν είναι σίγουρες.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σώπα καημένε...
ΛΑΖΑΡΟΣ: Ύστερα, εγώ είμαι τούβλο απελέκητο. Αυτοί οι γάμοι είναι παράλογοι. Πώς να σας το πω... Να, άλλα είναι τα ενδιαφέροντα ενός σουδαγμένου, κι έτσι... σκλαβώνεται ο ένας στον άλλον.
ΠΙΠΙΝΑ: Αυτά είναι ξεπερασμένα.
ΛΑΖΑΡΟΣ: (Βάζει τα δυο δάχτυλα στο κούτελο, σαν κέρατα). Μωρέ έχουν δει τα μάτια μου. Αυτά που δε μου αρέσουν στους άλλους δε θέλω να πέσουν πάνω μου.
ΜΑΝΟΛΗΣ:  Ας είναι κι έτσι... Δε μου λες, όμως, στη Νότια Αφρική, στο δρόμο τα βρίσκετε τα λεφτά;
ΛΑΖΑΡΟΣ: Εμείς οι ασπρόπετσοι έχουμε πέραση.
ΠΙΠΙΝΑ: Χε, χε, χε... Κι αυτός ασπρόπετσος είναι, αλλά δουλεύει εδώ, ίσα κι ίσα για το κομμάτι το ψωμί.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Μανόλη σοβαρολογώ. Θα έρθεις κοντά μου και με τ’ αγγλικούλια που ξέρεις, σου βάζω πενήντα υπογραφές, θα φτιαχτείς στο πίτσι φυτίλι. (Γελάει). Ελπίζω πως δε θα με κλέβεις.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Έχουμε χρόνο και θα τα κουβεντιάσουμε όλα αυτά.
ΠΙΠΙΝΑ: Θα σας πω κι εγώ τα δικά μου. Ακούστε τι έχει κάνει ο τεμπελο - Γιάννης, μέσα σε δέκα μήνες, στην Αυστραλία.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Ποιος είναι αυτός;
ΠΙΠΙΝΑ: Εσύ, Λάζαρε, τον άφησες πολύ μικρό. Είναι ο γιος του ξάδελφού  μας, του Παναή.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Α, του Παναή.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Αυτός κι αν είναι μουργέλα!
ΠΙΠΙΝΑ: Χε, χε, χε... Κι όμως ο Γιάννης πρόκοψε. (Βγάζει απ’ την τσάντα της μερικές φωτογραφίες. Οι άλλοι της περιεργάζονται). Καμαρώστε σπίτι και λιμουζίνα!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μωρέ τουπέ ο Γιάννης.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Αυτός θα κάνει πολλά. Εγώ σε δέκα μήνες δεν είχα φτιάξει ούτε ένα παντελόνι.
ΠΙΠΙΝΑ: Εσύ να τ’ ακούς Μανόλη. Η δουλειά σε τρέμει. Αφού ο Γιάννης έκανε αυτά σε δέκα μήνες, εσύ σε δυο χρόνια θα καταχτήσεις τη μισή Αυστραλία!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σιγά μωρέ.
ΠΙΠΙΝΑ: Και πόσο θα μείνεις κοντά μας, Λάζαρε;
ΛΑΖΑΡΟΣ: Το πολύ κάνα δυο βδομάδες ακόμα. Έχω αφήσει τις δουλειές μου σε ξένα χέρια. Και σ’ αυτό το διάστημα πρέπει να κουκουλωθώ.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δεν έχεις φόβο. Όλες σε γλυκοκοιτάζουν.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Κακά τα ψέματα. Για το παραδάκι μου ενδιαφέρονται όλες.
ΠΙΠΙΝΑ: Με το Μανόλη τι θα γίνει, Λάζαρε;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σιγά, ρε παιδιά... Να μην πάρω και γουρούνι στο σακί. Δε μου λες, Λάζαρε, τι εννοούσες λέγοντας πως εσείς οι ασπρόπετσοι έχετε πέραση, στη Νότια Αφρική;
ΛΑΖΑΡΟΣ: Μα είμαστε ένα εκατομμύριο λευκοί κι έχουμε στη δούλεψή μας δέκα πέντε εκατομμύρια μαύρους... κι αρκετούς άσπρους...
ΜΑΝΟΛΗΣ: Και πώς τα καταφέρνετε;
ΛΑΖΑΡΟΣ: (Γελάει). Τ’ άλογα είναι πιο ξύπνια απ’ τους μαύρους.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μήπως γιατί δεν έχουν μόρφωση και γιατί υπάρχουν οι διακρίσεις;
ΛΑΖΑΡΟΣ: Πώς μπορεί να μορφώσει κανείς ένα ζώο;
ΠΙΠΙΝΑ: Μ’ απ’ ό,τι θυμάμαι, εσύ ήσουν αντιρατσιστής.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Αποφάσισα να κάνω αυτό που κάνουν και οι άλλοι.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Κι έγινες ρατσιστής.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Τι θέλεις να κάνω; Ζω σε μια κοινωνία, όπου οι διακρίσεις αποτελούν κανονικότητα.
 ΜΑΝΟΛΗΣ: Α, έτσι πουλάκι μου...
ΛΑΖΑΡΟΣ: Μανόλη, η κάθε συνείδηση έχει την τιμή της. Χμ…, Όταν μεγάλωσαν οι δουλειές μου, έβαλα μπόλικο νερό στο κρασί μου.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μη μας το λες... Ο άνθρωπος που έχει αρχές, θυσιάζεται για δαύτες!
ΛΑΖΑΡΟΣ: Έξω απ’ το χορό εύκολα χορεύει κανείς. Μήπως έγινα μετανάστης για να φτιάξω τα στραβά κι ανάποδα της Νότιας Αφρικής;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Καλά, ξάδελφε, αφού οι ντόπιοι είναι πολλοί και καταπιεσμένοι, δε φοβάστε κανένα πατατράκ;
ΛΑΖΑΡΟΣ: (Με τουπέ). Εγώ να φοβηθώ; Το σπίτι μου είναι σκέτο οπλοστάσιο. Και μαζί μου σέρνω, πάντοτε, δυο πιστόλια... και κάνα δυο χειροβομβίδες. (Κάνει πως βάζει το χέρι στην τσέπη του). Να τραβήξω μια;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Γελάει). Και μετά λες πως δε φοβάστε...
ΛΑΖΑΡΟΣ: Τι εννοείς;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μωρέ όσα κι αν έχεις κάνει δεν τα θεωρείς δικά σου.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Μεγάλη φόρα πήρες. Μήπως εγώ δημιούργησα αυτήν την κατάσταση;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μαζί με τους άλλους κι εσύ. Αυτός είναι τυχοδιωκτισμός.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Ε.., τότε όλοι οι μετανάστες είναι τυχοδιώχτες.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Υπάρχει διαφορά. Αυτοί που πάνε στην Αυστραλία, για παράδειγμα, δεν κάνουν τυχοδιωκτισμό.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Κι αυτοί αφήνουν τον τόπο τους.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Αυτοί ξέρουν πως υπάρχουν δουλειές, στην Αυστραλία και πάνε για να κάνουν καμιά δεκάρα.
ΠΙΠΙΝΑ: Το ίδιο δεν έκανε κι ο Λάζαρος;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Το φτιάξιμο, στο τσάκα - τσάκα, σε αποικιοκρατικά, ή ρατσιστικά κράτη, είναι ύποπτο. Ενώ οι ελληνοαυστραλοί, όπως είπα, ίσως και οι ίδιοι να γίνονται “μαύροι” στην αρχή.
ΛΑΖΑΡΟΣ: (Πικρογελάει). Σ’ αυτό έχεις δίκιο. Κι εγώ  διατέλεσα μαύρος... για κάνα χρονάκο.
ΠΙΠΙΝΑ: Δηλαδή;
ΛΑΖΑΡΟΣ: Μ’ εκμεταλλεύτηκαν.
ΠΙΠΙΝΑ: Αφορισμένοι είναι οι ξένοι.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Πιπίνα, αν ήταν ξένοι δε θα με πείραζε και τόσο. Δυστυχώς, οι δικοί μας με ξεζούμισαν, οι παλιοί μετανάστες.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Η εκμετάλλευση, είναι ακριβοδίκαιη.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Τι λες μωρέ!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Αυτό που άκουσες. Χε, χε, χε... Η εκμετάλλευση, φίλε, δεν  ξέρει από χρώμα, συγγένεια κι εθνικότητα. (Σιγή). Κι εσύ τώρα Λάζαρε, βγάζεις το άχτι σου. Το πας δηλαδή με το: η σειρά σας... και οι σειρά μου.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Εσύ το χαβά σου. Πάντως, και στην Αυστραλία υπάρχουν διακρίσεις σε βάρος των ιθαγενών και των μεταναστών. Το ξέρεις πως δέχονται μόνον λευκούς μετανάστες;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μα εγώ για τους μετανάστες μίλησα κι όχι για την άρχουσα τάξη και τις κυβερνήσεις.
ΠΙΠΙΝΑ: (Στο Μανόλη). Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου... Εσύ θα ισιώσεις όλα τα στραβά αγγούρια της ζωής;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Όσα μπορέσω.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Στο κάτω - κάτω, αν δε σου αρέσει, κάθεσαι μερικά χρονάκια, φτιάχνεσαι και φεύγεις.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δεν τρέχει τίποτε. Είπαμε έχω αρχές.
ΠΙΠΙΝΑ: Να τις βράσεις και να πιεις το ζουμί τους.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Κι εγώ είχα αρχές... και φυτοζωούσα μια ζωή.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Σηκώνεται. Φωναχτά). Δε γίνομαι λιποτάχτης! Ο τόπος μας τα έχει όλα. Πρέπει ν’ αγωνιστούμε και να πάρουμε το μερτικό μας!




Τέλος πρώτης εικόνας
🔻 

Εικόνα δεύτερη


ΣΚΗΝΙΚΟ: Ένα σαλόνι πάλι φτωχόσπιτου σε μια μεγαλούπολη της Αυστραλίας. Υπάρχουν σχεδόν τα ίδια έπιπλα και μια τηλεόραση της οποίας η οθόνη δε βλέπετε, απ’ τους θεατές. Υπάρχουν δυο πόρτες. Η μια είναι η ξώπορτα. Δίπλα σ’ αυτήν την πόρτα κρέμεται, από ένα καρφί, ένα καλώδιο του ρεύματος. Τα δυο σύρματα του στη μια άκρη είναι γυμνά και φαίνεται το μέταλλο και η άλλη άκρη είναι περασμένη στην πρίζα. Το γυμνό μέρος του καλωδίου, που έχει και δυο θηλιές, είναι όσο το φάρδος της πόρτας. Στις δυο άκρες της πόρτας, πάνω στην κάσα, υπάρχουν δυο καρφιά, κάπου ενάμισι μέτρο απ’ το πάτωμα. Έτσι ώστε, αν περαστεί το σύρμα, απ’ τις θηλιές, στα καρφιά, να εμποδίζεται η είσοδος κάποιου, ή μάλλον να τον χτυπάει το ρεύμα, αν αγγίξει το σύρμα. Η δεύτερη πόρτα, που πρέπει να είναι έτσι τοποθετημένη, ώστε να μπορεί κανείς να κρυφακούει, οδηγεί στην αυλή, στην κουζίνα, στ’ άλλα δωμάτια και στο πάνω πάτωμα του σπιτιού.

ΘΑΛΕΙΑ: (Κάθεται στο σαλόνι με το Μανόλη). Λοιπόν, τ’ αποφάσισες, Μανόλη. Μα εσύ κατηγορούσες τους μετανάστες.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Πικρογελάει). Τι μπορούσα να κάνω, Θάλεια μου; Για χρόνια τραβιόμουν στην Αθήνα κι όλο χρεωμένος ήμουν.
ΘΑΛΕΙΑ: Δράμα.., η υπόθεση.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δε λες τίποτα... Γαμώτο, να σου βγαίνει η ψυχή στη δουλειά και να μην μπορείς να εξασφαλίσεις τ’ απαραίτητα.
ΘΑΛΕΙΑ: Και πώς κι έτσι σ’ άφησε η θεία, αφού δεν της αρέσουν οι ξεπατρισμοί;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Είχα προβληματάκια μαζί της. Βλέπεις τώρα και τα δυο αγόρια της γίναμε μετανάστες. Πάντως, μια μέρα πριν απ’ το φευγιό μου, μου είπε: “Εκεί θα βιοπορίζεσαι. Για τα εκεί να ενδιαφέρεσαι περισσότερο.”
ΘΑΛΕΙΑ: Ν’ αγιάσει το στοματάκι της. Μόνο αν ξεφύγουμε απ’ τα γκέτο, και σταματήσουμε να μιλάμε, μετά μανίας για τα προβλήματα που έχει η Ελλάδα, θα μπορέσουμε να σηκώσουμε κεφάλι.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Τι εννοείς;
ΘΑΛΕΙΑ: Μα όταν κανείς μένει, δουλεύει και διασκεδάζει με έλληνες, πώς θα προσαρμοστεί; Πώς θα μάθει τη γλώσσα; Κι έτσι μας εκμεταλλεύεται ο κάθε εξυπνάκιας, παλιός μετανάστης, που τ’ αγγλικά του δεν ξεπερνούν το ένα “γες”, ή το ένα “νόου”.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δηλαδή, είναι κι οι αυστραλοί εκμεταλλευτές;
ΘΑΛΕΙΑ: Δουλεύοντας με δαύτους, θα πάρεις αυτά που πρέπει. Μπορεί να είναι λίγα, αλλά το κακό είναι γενικό.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ε, τότε;
ΘΑΛΕΙΑ: Τους μετανάστες εργοδότες να φοβάσαι. Τους έχει ζουρλάνει τ’ αφορισμένο το εγώ τους. (Μιμείται τ’ αφεντικά). “Εγώ δεν πληρώνω επιδόματα! Εγώ δεν πληρώνω εφορία! Εγώ, εγώ, εγώ!”
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δηλαδή είναι κακοί οι μετανάστες;
ΘΑΛΕΙΑ: Όχι, δε φταινε αυτοί.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ε, τότε;
ΘΑΛΕΙΑ: Θα σου τα πω όπως τα βλέπω εγώ.  Να μαζί με τα καλά... φέραμε στην Αυστραλία και τα στραβά μας.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ποια;
ΘΑΛΕΙΑ: Αυτά που μας φόρτωσαν στην πατρίδα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ποιος;
ΘΑΛΕΙΑ: Η αγραμματοσύνη και η μιζέρια μας. Που τα ξέραμε τα Εργατικά Σωματεία στην Ελλάδα; Εκεί ο συνδικαλισμός είναι κυβερνητικός.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ναι.., αλλά η Αυστραλία έχει γερά Εργατικά Σωματεία.
ΘΑΛΕΙΑ: Αυτό είναι αλήθεια. Εάν, όμως, συνδικαλίζεσαι, δύσκολα βρίσκεις δουλειά σε μικρές επιχειρήσεις. Εκεί, δηλαδή, που  δεν υπάρχουν εκπρόσωποι των Συνδικάτων.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Αυτό το πρόβλημα υπάρχει παντού κι αντιμετωπίζεται σωστά, μόνον όταν είναι ενωμένη η εργατιά.
ΘΑΛΕΙΑ: Χε, χε, χε... Άιντε να τους ενώσεις... Τους έχουν μάθει να ενδιαφέρονται για το προσωρινό κι  επιφανειακό τους συμφέρον.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Πάντως, παρόλα τα προβληματάκια σας, τα πήγατε μια χαρά. Σε μερικούς μήνες πήρατε σπίτι κι αυτοκίνητο.
ΘΑΛΕΙΑ : (Γελάει). Καλέ για ποιο σπίτι μιλάς;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μα στείλατε και φωτογραφίες στο χωριό.
ΘΑΛΕΙΑ: Χε, χε, χε... Αυτές είναι οι φιγούρες του Γιάννη. Ένα δωμάτιο νοικιάζουμε και μοιραζόμαστε τ’ αποχωρητήριο μ’ άλλους οχτώ... Και τ’ αυτοκίνητο είναι σαράβαλο.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Α, έτσι ο κατεργάρης...
ΘΑΛΕΙΑ: Μα πώς θα κάνουμε προκοπή, αφού ο προκομμένος μου δεν έχει δουλέψει ούτε μια ώρα;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σοβαρολογείς;
ΘΑΛΕΙΑ: Αμέ! Λοιπόν, κακά τα ψέματα. Οι χαμηλόμιστοι δύσκολα τα φέρνουν βόλτα. Έτσι και περιοριστείς στο σαραντάωρο... και θέλεις να ζεις κάπως ανθρώπινα, τίποτε δεν μπορείς να κάνεις. (Σιγή).
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δηλαδή, την πατήσαμε. Καλά, τα έντυπα στο Προξενείο της Αυστραλίας λένε πως το βδομαδιάτικο φτάνει τα 110 δολάρια.
ΘΑΛΕΙΑ: Όχι καλέ. Αυτός είναι ο μέσος μιστός.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ποπό τι πάθαμε! Και γιατί θα πρέπει να μας ενδιαφέρει ο μέσος μισθός; Αυτό που μετράει είναι αυτά που παίρνει ο χαμιλόμισθος κι αν μπορεί να τα φέρνει βόλτα. Δηλαδή, ποιος είναι ο μισθός του εργάτη;
ΘΑΛΕΙΑ: Τριάντα εννιά ψωροδολάρια, τη βδομάδα, Μανόλη! Ας είναι. Τα πράγματά σου πού τα έχεις;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Τ’ άφησα στο ξενοδοχείο. Πάντως, έχω βρει δουλειά.
ΘΑΛΕΙΑ: Πώς κι έτσι;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Στο λιμάνι γνωρίστηκα μ’ έναν παλιό μετανάστη, που θα μ’ απασχολήσει στις επιχειρήσεις του.
ΘΑΛΕΙΑ: (Δισταχτικά). Πάντως.., να…. προσέχεις...
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δε σε καταλαβαίνω.
ΘΑΛΕΙΑ: (Δισταχτικά). Μακάρι να μη βγω σωστή. Κι εμάς, όμως, έτσι μας άρπαξαν απ’ το λιμάνι. Αυτούς τους λένε “κυνηγούς νεομεταναστών”.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σάματις θα τον παντρευτώ; Εξάλλου εγώ δεν παρέχομαι για εκμετάλλευση.
ΘΑΛΕΙΑ: Ας είναι κι έτσι. Σου άρεσε το καράβι;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Άκου λέει... Αυτά τα υπερωκεάνια είναι ολάκερες πολιτείες. (Γελάει ασταμάτητα). Εκεί να δεις καλαμπούρι... Χε, χε, χε. Τις πρώτες μέρες γιομίζαμε τις τσέπες με μπισκότα και γλυκίσματα.
ΘΑΛΕΙΑ: (Πικρογελάει). Το ίδιο κάναμε κι εμείς. Μα πού τα είχαμε αυτά στην πατρίδα;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Πικρογελάει). Είχαμε γιομίσει τις καμπίνες με φαγώσιμα.., που τα πετάξαμε βλέποντας πως περίσσευαν.
ΘΑΛΕΙΑ: Που λες, Μανόλη, λυπάμαι, μα και να θέλουμε, δεν μπορούμε να σε φιλοξενήσουμε. Πάντως, υπάρχει ένα δωμάτιο για νοίκιασμα. Βέβαια, ήταν γκαράζ. Είναι, όμως, μεγάλο και καθαρό. Μόνο που η σκεπή είναι λαμαρινένια.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μα έχω φλομώσει στη λαμαρίνα. Αυτός είναι ο παράδεισος της Αυστραλίας;
ΘΑΛΕΙΑ: Ποιος παράδεισος καλέ;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Έτσι μας λέγανε αυτοί που έρχονταν  στην Ελλάδα για διακοπές.
ΘΑΛΕΙΑ: Ίσως να ξεχνάνε τα ξεκινήματά τους, ή  να ντρέπονται να τ’ αναφέρουν.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Α, έτσι...
ΘΑΛΕΙΑ: (Πικρογελάει). Μα τι να έγραφα εγώ της μάνας μου; “Μάνα, καθαρίζω αποχωρητήρια δουλεύοντας δώδεκα ώρες τη μέρα”.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δώδεκα;
ΘΑΛΕΙΑ: Αμέ! Να, της έστειλα μια φωτογραφία που έβγαλα όξω απ’ το πολυτελέστατο ξενοδοχείο που δουλεύω και της είπα: “Μάνα, εδώ δουλεύω”.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ζόρικα τα πράγματα, δηλαδή.
ΘΑΛΕΙΑ: Μόνο ζόρικα; Ξέχωρα που μας έχει πνίξει και η ανεργία.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ανεργία!
ΘΑΛΕΙΑ: Ναι, Μανόλη. Και σε φοβερίζουν, τ’ αφεντικά, με τους άνεργους. Πηγαίνεις να ζητήσεις μια δουλειά... και μπροστά σου είναι άλλοι είκοσι.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μα άλλα μας έλεγαν στο Προξενείο της Αυστραλίας. Αν περνούσε έστω και σα σπίθα απ’ το νου μου, πως θα έμενα σε δωμάτιο, δε θα ερχόμουν.
ΘΑΛΕΙΑ: (Πικρογελάει). Περίμενες να σου πουν την αλήθεια; (Πικρογελάει). Μας είχαν πια κουζουλάνει με τους μέσους όρους...
ΜΑΝΟΛΗΣ: Τι θες να πεις;
ΘΑΛΕΙΑ: Αυτά που θα μάθεις κι εσύ. Δε μας λέγανε για το βασικό μεροκάματο. Αυτό παίρνουμε. Αυτά που είπαμε και προηγουμένως. Τα έντυπα, δηλαδή, που μας έδιναν στο προξενείο αναφέρονταν στο μέσο όρο. Δηλαδή, πάνω στις γερές αποδοχές ενός μεγαλοθεσίτη προσθέτουν και το δικό μου το μισθουλάκο, και τη σούμα τη διαιρούν στα δυο... Καταλαβαίνεις;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ας πούμε ναι.
ΘΑΛΕΙΑ: Τώρα έρχομαι στις λαμαρίνες. Οι αυστραλοί δεν  ενδιαφέρονται για τα σπίτια τους. Μπορεί μια οικογένεια να έχει τρία αυτοκίνητα κι αχούρι σπίτι. Βέβαια, οι καλοστεκούμενοι, αυστραλοί,  έχουν σπιταρόνες.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μα μπορεί μια οικογένεια να έχει τρία αυτοκίνητα και να μην είναι καλοστεκούμενη;
ΘΑΛΕΙΑ: (Γελώντας). Και ο Γιάννης, δεν έχει το σαραβαλάκι του; Εδώ τ’ αυτοκίνητα τα έχουν σαν πατίνια. Σε κάθε δυο άτομα αντιστοιχεί κι ένα αυτοκίνητο. Δηλαδή, αν αφαιρέσεις τους ανήλικους, τα γερόντια και τους άρρωστους, που δεν οδηγούν, ο καθένας έχει τ’ αυτοκίνητό του.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δηλαδή, τζίφος η πλούσια Αυστραλία.
ΘΑΛΕΙΑ: Χε, χε, χε... Πλούσια είναι μόνο στα χαρτιά. Ο άλλος πιάνεται απ’ το, χε, χε, χε... κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα... Να βράσω τα κεφάλια τους. Ο πλούτος της Αυστραλίας, που λες, Μανόλη, δεν αγγίζει τον κοσμάκη... (Σιγή). Πάντως, αν πάρεις το δωμάτιο να προσέξεις τ’ αφεντικό. Είναι καρμίρης, ο αναθεματισμένος, και τον έχουμε συνέχεια μες στα πόδια μας.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σάματις θα τον παντρευτώ; Πάντως, λαμαρίνα, ξε λαμαρίνα θα το νοικιάσω.., για την ώρα. (Μπαίνει ο Μιχελής. Φοράει μια φόρμα της δουλειάς κι χει ένα ξυπνητήρι κρεμασμένο απ’ το λαιμό του).
ΘΑΛΕΙΑ: Μιχελή, απ’ εδώ είναι ο Μανόλης. Μόλις ήρθε απ’ την Ελλάδα και είναι συγγενής μας.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Δίνει το χέρι στο Μανόλη. Μιλάει χρησιμοποιώντας αρκετά την κρητική διάλεχτο και προφορά). Καλώς μας ήρθες ωρέ Μανολιώ και καλή προκοπή.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σας ευχαριστώ, κύριε.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Γελάει). Σα μεγαλύτερος σου, ωρέ κοπέλι, θα σου δώκω μια συμβουλή. Εδώ έχουμε ξεχάσει τα “σας”, και τα “σεις”, τα κεριά και τα λιβάνια. Το ίδιο να κάνεις και του λόγου σου. Ψάχνοντας για δουλειά μην παρουσιάζεσαι σα καινουργιοφερμένος γιατί θα σε ρίχνουν στο μεροκάματο. Έτσι κάνουν με τους νιοφερμένους. Το λοιπό, θα με λες Μιχελή...κι εγώ Μανολιώ... κι όλα μέλι γάλα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Έγινε Μιχελή.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Να κοπιάσεις και στο σπιτικό μου, να σε τρατάρω μια τσικουδιά.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Κι αυτό θα γίνει.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Κουμπάρε, ο τόπος είναι βλογημένος, αλλά για τσι βλογημένους. Αν θες να πας μπροστά, αλάργα απ’ το ποτί και το κουμάρι. Οι κουμαντάτορες έχουν καταντήσει την Αυστραλία πρωτεύουσα του τζόγου. Εδώ τρέχουν, μέρα νύχτα άλογα και καρότσια και σκυλιά και τρέχα γύρευε.
ΘΑΛΕΙΑ: Μιχελή, ο Μανόλης θέλει να νοικιάσει το δωμάτιο, στην αυλή.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Μετά χαράς. Η τιμή, Μανολιώ, είναι δεκαπέντε δολάρια τη βδoμάδα. Εσύ, όμως, θα μου δώκεις δέκα. Κι αντί για τέσσερις βδομάδες ντιπόζιτο, όπως πρέπει, εσύ θα βάλεις κάτω  μόνο δυο, αφού είσαι συγγενής των κοπελιώνε. Να το δεις όμως, πρώτα, κουμπάρε. Κόπιασε. (Βγαίνει με το Μανόλη).
ΘΑΛΕΙΑ: (Δεν πηγαίνει μαζί τους και τον φασκελώνει, μονολογώντας, θυμωμένα). Πάρε δέκα, γρουζούζη. Μας έχεις ψήσει το ψάρι στα χείλη, με τ’ αχούρι σου! (Κάθεται και σε λίγο επιστρέφουν και οι άλλοι).
ΜΙΧΕΛΗΣ: Κουμπάρε, πρέπει να ξέρεις και τη ρέγουλα του σπιτιού. (Του δείχνει την εξώπορτα με το καλώδιο. Το παίρνει και το τοποθετεί στην πόρτα, περνώντας τις θηλιές στα καρφιά). Το λοιπό, όσοι έρχονται μετά τις δέκα, πρέπει να προσέχουν, περνώντας κάτω απ’ το καλώδιο, για να μην καρβουνιαστούν. Βλέπεις πως το έχω περασμένο; Μετά τις δέκα βάζω την πρίζα στη δούλεψη! (Βγάζει το καλώδιο απ’ την πρίζα και την πόρτα και το κρεμάει στη θέση του).
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Γελάει). Και γιατί όλα αυτά τα έκτακτα μέτρα;
ΜΙΧΕΛΗΣ: Σύντεκνε εδώ έχουμε πολλούς κλέφτες!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Και ποιος σου είπε πως μπορείς να τους σκοτώσεις; Τους κλέφτες τους τιμωρούν τα δικαστήρια, κι ασφαλώς, όχι με θάνατο.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Πειραγμένα). Κοπέλι, όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο μουσαφίρης. (Σιγή). Λοιπόν, έχουμε συνέχεια. Ετούτο είναι το σαλόνι για ούλους. Ρίξε μια ματιά εδώ παδά, στους κανονισμούς. (Του δείχνει ένα χαρτί που είναι κολλημένο στον τοίχο). Θα σου το διαβάσω εγώ. (Πηγαίνει κοντά στον τοίχο και διαβάζει με στόμφο). “Απαγορεύεται το φουμάρειν! Απαγορεύεται το πτύειν! Απαγορεύεται το γκαρίζειν! Απαγορεύεται το γουότσειν τηβί μετά τας δέκα μετά μεσημβρίας! Ξέρεις τι είναι γουότσειν; Λοιπόν, απαγορεύεται το γκομενίζειν εντός του ιερού τούτου χώρου! Απαγορεύεται να δέχεστε επισκέψεις εις τα δωμάτια - πονηρόν - και εις εκτάκτους περιπτώσεις να μην τους αφήνεται να στρογγυλοκάθονται πάνω στο κρεβάτι, γιατί συρρικνώνεται το στρώμα! Απαγορεύεται το κατουρείν πάνω στις ντοματιές, στην αυλή, γιατί κατσιάζουν. Και τέλος απαγορεύεται το κούκειν και γουόσειν μετά τας οχτώ μετά μεσημβρίας.” Χε, χε, χε... Είναι το μαγείρεμα και το πλύσιμο.
ΘΑΛΕΙΑ: (Ειρωνικά). Ναι.., ναι.., απαγορεύεται και το κλάνειν!
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Δεν καταλαβαίνει). Κι αυτό, κι αυτό!
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Χαμογελώντας). Μη χολοσκάς. Είμαι νομοταγής. Πάντως όλα τούτα μου θυμίζουν στρατιωτικούς κανονισμούς.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Με τουπέ). Υπηρέτησα στο ένδοξο σώμα της Βασιλικής Χωροφυλακής!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Χε, χε, χε... Και γιατί το λες ένδοξο; Εξάλλου το “βασιλικής” έχει πάει περίπατο.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Αυστηρά). Μανολιώ, μη βρίζεις τα όσια και ιερά μας!
ΜΑΝΟΛΗΣ:  Κι έτσι να το πάρουμε τον είχαμε.., αλλά τον χάσαμε...
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Εκστατικά). Ο Βασιλεύς ήταν Εθνάρχης! (Μ’ ενθουσιασμό). Όπως τόνε θωρούσαμε, καμαρωτό - καμαρωτό, πάνω στ’ άλογο, θαρρούσαμε πως βλέπαμε το έθνος μας να παγένει μπροστά, μπροστά!
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Ειρωνικά). Έλα όμως που το βούλιαξε κι αυτό...
ΜΙΧΕΛΗΣ: Ας είναι. Το λοιπό, τώρα θα σου δείξω και την κουζίνα.
ΘΑΛΕΙΑ: (Σηκώνεται. Στο Μιχελή, θυμωμένα). Καλέ, άσε τον άνθρωπο ν’ αναπνεύσει! Σπίτια είχαμε κι εμείς δε μέναμε σε στάβλους!
ΜΙΧΕΛΗΣ: Θάλεια, νοικοκυριό, μαθές, που δεν έχει ρέγουλα έρχεται και βουλιάζει. Το λοιπό, Μανολιώ, έχω δυο ηλεκτρικές κουζίνες. Ο καθένας σας έχει το δικό του μάτι. Τον καφέ, όμως θα τον ψήνεις στο μικρό μάτι. Να μην ξοδεύουμε τσάμπα το λεχτρικό.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Χε, χε, χε... Εκεί θα σκοντάψουμε; Θα προμηθευτώ ένα  ηλεκτρικό μπρίκι και θα το έχω στο δωμάτιο.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Όχι, να σε χαρώ! Εδώ το πληρώνουμε το λεχτρικό.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Γιατί στην Ελλάδα μας το δίνουν τσάμπα; Ας είναι θα πάρω ένα μάτι γκαζιού και θα έχω τη φιάλη μου.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Έτσι να σε χαρώ. Αυτές είναι παστρικές δουλειές. Το ψυγείο πάλι είναι μεγάλο. Στο δικό σου χώρο μπορείς να βάζεις μέχρι κι ένα γουρούνι! Αύριο θα σου δείξω και το πλυντήριο. (Κοιτάζει το ξυπνητήρι). Τώρα πρέπει να πηγαίνω. Έχω αφήσει πίσω τη δουλειά μου. Και πάλι καλώς όρισες, ωρέ ντελικανή. (Φεύγει).
ΜΑΝΟΛΗΣ: Να είσαι καλά, Μιχελή. (Φεύγει ο Μιχελής. Το ρίχνει στα γέλια μαζί με τη Θάλεια). Βληματάρα... ο τύπος. Με τι ασχολείται;
ΘΑΛΕΙΑ: Με τη γυναίκα και την κόρη του μένουν στον πάνω όροφο. Στο ένα δωμάτιο έχει το εργαστήρι του. Φτιάχνει μπαούλα. Πάντως, η γυναίκα του είναι πολλή καλή, μα και η κόρη του. 
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μπαούλα είπες;       
ΘΑΛΕΙΑ: Έχουνε πέραση στην Ελληνική Παροικία. Γι’ αυτούς που επιστρέφουν στην πατρίδα, ή πάνε κάνα ταξίδι. (Μπαίνει ο Γιάννης, με μια πετσέτα στον ώμο).
ΜΑΝΟΛΗΣ: Βρε το λεβεντο - Γιάννη!
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Αγκαλιάζονται). Γεια σου Μανόλη και καλωσόρισες.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Καλώς σας βρήκα.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κάτσε να τα πούμε. (Κάθονται). Τι νέα απ’ την Ψωροκώσταινα;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ζητάς νέα, μετά από τριάντα πέντε μέρες που έκανα στη θάλασσα; Πάντως, όλοι είναι καλά. Έδωσα κάτι γράμματα στη Θάλεια.
ΓΙΑΝΝΝΗΣ: Λοιπόν, πήρες κι εσύ τη μεγάλη απόφαση. Εσύ δεν έλεγες πως ο μετανάστης είναι λιποτάχτης μπροστά στο χρέος;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ναι.., ακόμα το πιστεύω. Η αφορισμένη, όμως, η ανάγκη σε γονατίζει. Ο τόπος μας τα  έχει όλα κι εμείς πρέπει να παίρνουμε τα βουνά της μετανάστευσης για να κρατηθούμε στα πόδια. (Σιγή). Πάντως από χρωματάκι πας καλά.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Είναι απ’ τα μπανάκια. Αν δεν πάω κάθε μέρα στη θάλασσα δεν ησυχάζω.
ΘΑΛΕΙΑ: (Ειρωνικά). Ε.., βέβαια, αφού δουλεύουν άλλη για σένα.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Στην Αυστραλία δουλεύουν μόνον οι Θάλειες, τα ρολόγια και τα κορόιδα.
ΘΑΛΕΙΑ: (Τσαντισμένα). Μου φαίνεται πως έχεις όρεξη να τ’ ακούσεις! Ας πάω να μαγειρέψω κάτι, γιατί μου φαίνεται πως θα φας... χρωματάκι! (Φεύγει).
ΓΙΑΝΝΗΣ: Που λες, ετοιμάζω κάτι δουλειές, που θα σπάσουν καρύδια!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Λέγε ντε!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Έχω στα σκαριά ένα Σύνδεσμο, που θα κάνει στράκες! Άκουσε την ονομασία του: “Ολυμπιακή Αυγή!”. Θα εκδώσουμε και περιοδικό τη “Μακεδονική Φλόγα”, με διαφημίσεις, συνδρομητές και τα ρέστα. Πώς τα άκουσες όλα αυτά;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δεν έχω ιδέα...
ΓΙΑΝΝΗΣ: Πάντως, ελπίζω πως θα με βοηθήσεις.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Απορώ για το θράσος σου. Το ξέρεις πως έχω κάποιες αρχές.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Χε, χε, χε.... Ο ξεπατρισμός σου δείχνει πως δεν είναι και τόσο σταθερές.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Τα χάνει). Πως το είπες; Δηλαδή; (Σιγή). Ξέρεις έπιασα το δωμάτιο στην αυλή.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Α, γι’ αυτό δε μ’ άφηνε, ο Μιχελής, να βάζω τ’ αυτοκίνητο στο γκαράζ. Πώς το είδες;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Τα χάλια του έχει, αλλά που αλλού να πάω;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Με το ταμπεραμέντο που έχεις δε σε βλέπω να στεριώνεις, σ’ αυτό τ’ αχούρι. (Εμπιστευτικά). Ο ιδιοκτήτης είναι ένας καράβλαχος.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σάματις, στο σπίτι του θα γεράσω.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Κοιτώντας πέρα δώθε). Είναι, όμως, ένα πράμα, από τη Δράμα..., η κόρη του...
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σοβαρολογείς;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κούκλα, σου λεω! (Βλέπει τη Μαρία). Βούλωστο τώρα. (Μπαίνει η Μαρία. Φαίνεται κουρασμένη. Σηκώνονται και οι δυο).
ΜΑΡΙΑ: Γεια σας.
ΓΙΑΝΝΗΣ - ΜΑΝΟΛΗΣ: Καλησπέρα.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μαρία να σου γνωρίσω το Μανόλη. Είναι ο νέος νοικάρης σας, φρεσκοφερμένος απ’ την Ελλάδα και συγγενής μας.
ΜΑΡΙΑ: (Δίνει το χέρι στο Μανόλη).  Χαίρομαι Μανόλη και σου εύχομαι κάθε προκοπή.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Κι εγώ χαίρομαι και σ’ ευχαριστώ.
ΜΑΡΙΑ: (Κάθονται όλοι). Να ξαποστάσω μια σταλίτσα, παιδιά. Δώδεκα ώρες βάρδια είναι βαρύ φορτίο για την ηλικία μου. Με το “Πατρίς” ήρθες Μανόλη.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μάλιστα.
ΜΑΡΙΑ: Το είδα. Στο λιμάνι είναι ακόμα. Μανόλη, θα σε ζάλισε ο Μιχελής, με τους κανονισμούς του. Μην του δίνεις σημασία. Χμ... Όλα τα φταιει η μιζέρια της πατρίδας. Δηλαδή, με το που αποχτήσαμε ένα σπιτάκι, αυτός νομίζει πως έχει γίνει πια κοτζάμπασης. (Πικρογελάει). Δέκα χρόνια δουλεύαμε σα σλάβοι για να το πάρουμε κι ακόμα το χρωστάμε.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μα δε μου είπε και τίποτε.
ΜΑΡΙΑ: Ας είναι. Τι νέα απ’ την πατρίδα;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Νομίζω πως εσείς εδώ ξέρετε περισσότερα.
ΜΑΡΙΑ: Αυτό είναι αλήθεια, με τα ραδιόφωνα και τις εφημερίδες. (Σιγή). Πάντως εμείς δεν τα πάμε καλά. Όλο σκεφτόμαστε την επιστροφή... κι όλο εδώ είμαστε. Κι άιντε να ξεκολλήσεις όταν μεγαλώσουν τα παιδιά. (Σηκώνεται). Συγγνώμη παιδιά, αλλά θα σας αφήσω. Έχω και τη διπλοβάρδια με τη λάτρα του σπιτιού. Πάντως, αν χρειαστείς οτιδήποτε Μανόλη, είμαι στη διάθεσή σου.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σ’ ευχαριστώ, Μαρία.
ΜΑΡΙΑ: Γεια σας και θα τα ξαναπούμε.
ΜΑΝΟΛΗΣ - ΓΙΑΝΝΗΣ: Στο καλό.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Χρυσός άνθρωπος.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Καλά.., τι ήταν αυτά που έλεγε για δωδεκάωρη βάρδια;
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Πικρογελάει). Αυτό είναι παιχνιδάκι... Υπάρχουν ένα σωρό βάρδιες. Μέχρι και εικοσάωρες, αν κρατούν τα κότσια σου.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Για σίγα.... Και στην Αθήνα αν δουλέψεις έτσι φτιάχνεσαι.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Υπάρχει διαφορά. Εκεί και να θέλεις να δουλέψεις δεν υπάρχουν δουλειές,
ΜΑΝΟΛΗΣ: Αυτό είναι σωστό.
ΚΩΣΤΗΣ: (Μπαίνει κατσουφιασμένος και κάθεται). Σπέρα...
ΓΙΑΝΝΗΣ: Καλώς τον Κωστή. Να σου γνωρίσω το Μανόλη. Το νέο συγκάτοικο.
ΚΩΣΤΗΣ: (Χωρίς να σηκωθεί, ούτε να δώσει το χέρι). Χαίρω πολύ.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Κι εγώ Κωστή.
ΚΩΣΤΗΣ: Κι εσύ, Μανόλη, δεν έχεις ρούμι;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μα μόλις ήρθε απ’ την πατρίδα.
ΚΩΣΤΗΣ: Μανόλη, αν θέλεις, ν’ αποχτήσεις ρούμι, αλάργα απ’ τον τζόγο.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μα τι είναι αυτό το ρούμι;
ΚΩΣΤΗΣ: Ρούμι, ρε παιδί.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Γελάει). Ευκολίες κατοχής. Αυτά είναι τα ελληνοαγγλικά μας. Θέλει να πει δωμάτιο κι επεκτατικά σπίτι. (Κοιτάζει το Μανόλη). Πώς τα πήγες σήμερα Κωστή;
ΚΩΣΤΗΣ: Ε.., πώς να τα πάω... Εγώ είμαι ένας άχρηστος. Είπα να παίξω το τριαράκι και μια μοίρα μου έδωσε το εξαράκι. Παίζω το εξαράκι και κερδίζει το γαμημένο το τριαράκι.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Κοιτάζοντας το Μανόλη). Και μετά τι έκανες;
ΚΩΣΤΗΣ: Μετά είπα να πάω στη λέσχη. Α.., όχι...
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ξέρω... Ξέρω... Πήγες πρώτα στην πιτσαρία του Κρητικού.
ΚΩΣΤΗΣ: Πώς το ξέρεις; Ε.., μετά πήγα στο κλαμπ. Έπαιξα ένα μπιλιαρδάκι και πήρα το μπάσι για το ρούμι. Α.., όχι...
ΓΙΑΝΝΗΣ: Βέβαια, πέρασες κι απ’ το μανάβικο του Θανάση.
ΚΩΣΤΗΣ: Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις! (Σιγή). Τι να λέμε τώρα. Εγώ είμαι ένας άχρηστος.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Κι αυτό το “μπάσι” τι είναι, ρε παιδιά;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Χε, χε, χε... Είπαμε πως ελληνικοποιούμε τις αγγλικές λέξεις. Το μπάσι είναι το λεωφορείο. Όπως λέμε το ρούφι, το φλόρι, το μοτόρι... και τρέχα γύρευε.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Μπαίνει μουτρωμένος και κάθεται). Χαιρετώ τους συγκάτοικους.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Παπάγο, να σου γνωρίσω το Μανόλη. Είναι συγγενής μας και μόλις έχει έρθει απ’ την Ελλάδα. Έχει πιάσει το δωμάτιο στην αυλή.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Χωρίς σηκώματα και χειραψίες). Καλώς ήρθες, Μανόλη, στο Ωστράλια.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ευχαριστώ.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Πάντως αν έχεις εθνικά τα φρονήματα, σαν το Γιάννη, θα προκόψεις.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Χαμογελώντας). Εγώ από τέτοια δεν ξέρω.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Δηλαδή;
MΑΝΟΛΗΣ: (Χαμογελώντας). Εγώ είμαι ολυμπιακάκιας!
ΠΑΠΑΓΟΣ: Χμ, ολυμπιακάκιας...
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ναι. Γιατί;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Ρε, παιδί, τα κόκκινα χρώματα και τα ρέστα είναι ύποπτα. Ας είναι. (Τρίβει τα χέρια του από χαρά). Πάντως εγώ δεν είμαι κορόιδο και φαταούλας σαν και τους άλλους. Μόλις σουλουπώσω το νέο σπίτι που αγόρασα και φτιάξω το φλόρι, το ρούφι και το γιάρι, θα το σκοτώσω, μαζί με τ’ άλλα, και ποιος με πιάνει! Θα πάω στην Αθήνα και θα στήσω μια αντιπροσωπία αυτοκινήτων, με την ανιψούλα  μου, λύνοντας το οικονομικό μου πρόβλημα.
ΚΩΣΤΗΣ: Χε, χε, χε... Αυτά τ’ ακούω απ’ το “Πατρίς”. Βέβαια τότε μίλαγες για το χωριό σου, για τραχτεράκι και χωράφια.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Δε λεω, καλό είναι και το χωριό. Όπως και να το κάνουμε, όμως, ο κύκλος είναι στενός και δεν μπορείς ν’ αναπτύξεις εμπορικές δραστηριότητες.
ΚΩΣΤΗΣ: (Ειρωνικά). Χε, χε, χε... Αυτές σε μάραναν.., φτωχέ κι έρημε...  Ίσως σε μερικά χρόνια, όταν το ένα πόδι σου θα είναι στον τάφο, να μιλάς για τις Βρυξέλλες, την πρωτεύουσα της Ευρώπης. (Γελάνε όλοι εκτός απ’ το Παπάγο). Έχεις τρία σπίτια και μένεις σ’ ένα δωματιάκι.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Μυαλά που σέρνει ο άνθρωπος. Τι να το κάνω κοτζάμ σπίτι μια ψυχή; Εγώ ψάχνω συγκάτοικο για το δωμάτιο. Με τέτοια μυαλά πως θα προκόψεις;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Έχει δίκιο ο Παπάγος.
ΚΩΣΤΗΣ: (Στο Γιάννη). Δουλειά σου, εσύ, Γιάννη.  (Στον Παπάγο). Ναι, κι όταν τινάξεις τα πέταλα, θα τα φαει όλα το κράτος!
ΠΑΠΑΓΟΣ: Αμ.., δε σφάξανε. Στην ανιψούλα μου θα τ’ αφήσω.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Που είναι η ανιψιά σου, Παπάγο;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Στην Αθήνα. (Με Τουπέ). Είναι δικηγορίνα και μάλιστα απ’ τις καλές, Ελβίνα Μαριανού με τ’ όνομα!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δηλαδή, Κωστή, μαζί ήρθατε με τον Παπάγο;
ΚΩΣΤΗΣ: Όχι, εγώ είμαι σκαστός, απ’ το “Πατρίς”. Δούλευα σαν καμαρότος στο ποστάλι και γνώρισα τον Παπάγο.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Τι εννοείς με το σκαστός;
ΚΩΣΤΗΣ: Χε, χε, χε... Δεν έκανα κέφι να υπηρετήσω την πατριδίτσα κι έμεινα στην Αυστραλία.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δηλαδή, είσαι ανυπόταχτος;
ΚΩΣΤΗΣ: Ούτε που ξέρω τι είμαι.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Ανεπρόκοπος να λες, Μανόλη. Χε, χε, χε... Τον καταράστηκε η πατρίδα, γιατί δεν την υπηρέτησε.
ΚΩΣΤΗΣ: Χε, χε, χε... Ναι, θα υπηρετούμε εμείς τα φτωχαδάκια την πατρίδα  και θα την ξεζουμίζουν οι παραλήδες... (Μπαίνει ο Ηρακλής).
ΗΡΑΚΛΗΣ: Χαιρετώ τους κολλητούς μου.
ΓΙΑΝΝΗΣ - ΠΑΠΑΓΟΣ - ΚΩΣΤΗΣ: Καλώς τον Ηρακλή.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ηρακλή, απ’ εδώ ο Μανόλης. Είναι συγγενής μας, φρεσκοφερμένος απ’ την Ελλάδα. Έχει νοικιάσει το δωμάτιο στην αυλή.
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Δίνει το χέρι στο Μανόλη). Χαίρομαι και σε καλωσορίζω στ’ ανάκτορο της Δούκισσας της Πλακεντίας. (Γελάνε όλοι).
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σ’ ευχαριστώ Ηρακλή.
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Αστεία). Κωστή... κι άλλος χωρίς ρούμι... (Γελάνε όλοι).
ΚΩΣΤΗΣ: Με το βαπόρι θα το έφερνε το ρούμι, ο άνθρωπος; (Κάθονται όλοι).
ΗΡΑΚΛΗΣ: Που λες, Μανόλη, όταν ήμουν πιτσιρικάς έψελνα στην εκκλησιά. Μετά τραγουδούσα στα πανηγύρια παίζοντας κλαρίνο και βιολί. Όλα τα είχα μάθει μόνος μου και είχα γίνει το “παιδί θαύμα”, όπως λέμε. Κι όλοι έλεγαν πως θα γινόμουν μεγάλος τραγουδιστής και μουσικάντης. Έλα, όμως, που οι ανάγκες της ζωής, στομώνουν τις ικανότητες και το ταλέντο του καθένα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σωστό. Δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος, που να μην έχει κάποιο ταλέντο.
ΚΩΣΤΗΣ: Ναι, ρε παιδιά, αλλά πού, παράδες για σχολεία και τα ρέστα... Κι εγώ από μωρό μπήκα στο μεροδούλι. Παράπονα... γιοκ. Στο κάτω - κάτω, έγινα μεγάλος τζογαδόρος. Κάτι είναι κι αυτό.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Πώς τα πήγες με το ταξί, Ηρακλή;
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Γελάει). Έκανα μια γυροβολιά κι έπιασα μερικά δολαριάκια... και ντουγρού στο Τί Έι Μπή. Αυτό έγινε αρκετές φορές και στο τέλος δεν είχα  παράδες να πληρώσω τον μπόση και να βάλω μπεζίνα.
ΚΩΣΤΗΣ: Άχρηστοι είμαστε... Που είναι τα ρούμια μας;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Τι είναι αυτό το “μπόση” και το “ΤΊ - Έι - Μπι”, σας παρακαλώ; (Γελάνε οι άλλοι).
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Γελώντας). Το “μπόση” είναι τα δικά μας αγγλικά. Μας βολεύει να κάνουμε τις αγγλικές λέξεις ελληνικές.  Είναι τ’ αφεντικό Μανόλη. (Σιγή. Γελάει). Και το “Τι - έι - μπι” είναι μια Τράπεζα. Η αφορισμένη, όμως, δέχεται μόνον καταθέσεις. (Γελάνε όλοι εκτός απ’ το Μανόλη. Σιγή). Μανόλη, είναι το νόμιμο Πρακτορείο Ιπποδρομιακών Στοιχημάτων. (Γελάνε).
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δηλαδή, υπάρχουν και παράνομα γραφεία;
ΗΡΑΚΛΗΣ: Όσα θέλεις... Αλ Καπόνε η υπόθεση... Θα τα μάθεις κι εσύ. Η Αυστραλία είναι η χώρα του τζόγου. Εδώ έχουμε ιπποδρομίες και σκυλοδρομίες εφτά μέρες κι εφτά νύχτες τη βδομάδα. Χε, χε, χε... Ξέχωρα τα καζίνα και οι μηχανές.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ποιες μηχανές;
ΗΡΑΚΛΗΣ: Τους κουλοχέρηδες, ή τους ληστές με το ένα χέρι, όπως λετε στην Ελλάδα. Χε, χε, χε... Το καλαμπούρι είναι πως όλα αυτά τα προβάλουν οι κυβερνήσεις, γιατί τσεπώνουν κάπου το 20%, αλλά και γιατί έτσι κοιμίζουν, τον κοσμάκη.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Πάλι άρχισες τις αριστερές σου αρλούμπες...
ΗΡΑΚΛΗΣ: Όπως τα λεω έχουν τα πράγματα. Χε, χε, χε... Ξέρετε τι έχω καταλάβει, ρε παιδιά... Εμείς οι άνθρωποι έχουμε περιορισμένες δυνάμεις και ικανότητες μα κι ενδιαφέροντα. Όταν, λοιπόν, ξοδεύουμε όλη μας την ενέργεια ασχολούμενοι με βλακείες - πόσες φορές, ας πούμε, παντρεύεται το κάθε αστέρι του Χόλιγουντ, ή που στραβοκατουράνε τ’ άλλα αστέρια του κλωτσοσκουφιού, ή με τον τζόγο και τα ρέστα, δεν έχουμε πια όρεξη να καταπιαστούμε με τα σοβαρά θέματα της ζωής.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Τι λες ρε φιλόσοφε...
ΚΩΣΤΗΣ: Την αλήθεια λεει. Δεν έχουν τη μεγαλύτερη κυκλοφορία τα περιοδικά που καταπιάνονται με κουτσομπολιά; 
ΡΕΝΑ: (Μπαίνει βιαστικά, με μια τσάντα γραφείου στο χέρι. Ευχάριστα). Καλησπέρα σας. Όλοι εδώ είσαστε, μπροστά στο κουτί.
ΟΛΟΙ ΕΧΤΟΣ ΑΠ’ ΤΟ ΜΑΝΟΛΗ: Καλώς τη Ρένα.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Σηκώνεται). Ρένα, να σου γνωρίσω το Μανόλη, το νέο συγκάτοικο.
ΡΕΝΑ: (Δίνει το χέρι στο Μανόλη, που έχει σηκωθεί). Χαίρω πολύ.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Τα έχει χαμένα). Ναι... Βεβαία... Κι εγώ το ίδιο. (Μένουν ασάλευτοι, χωρίς ν’ αφήσουν τα χέρια).
ΡΕΝΑ: (Συνέρχεται και τραβάει το χέρι). Μανόλη, ελπίζω να μη μας κρίνεις όλους, παίρνοντας σαν μέτρο τον πατέρα μου.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Κάπως χαμένα). Μα.., ξέρετε... Δε μου είπε τίποτε το  στραβό. (Μπαίνει ο Μιχελής).
ΜΙΧΕΛΗΣ: Πάλι άργησες, Ρένα.
ΡΕΝΑ: Μα δεν άργησα...
ΜΙΧΕΛΗΣ: Δηλαδή σου παίρνει μια ώρα για να έρθεις απ’ το πανεπιστήμιο;
ΡΕΝΑ: Ε, κουβέντα απ’ εδώ, κουβέντα απ’ εκεί...
ΜΙΧΕΛΗΣ: Δεν είμαστε καθόλου καλά. Έλα πάνω και θ’ ακούσεις και τσι δικές μου τσι κουβέντες.
ΡΕΝΑ: Γεια σας. Θα τα ξαναπούμε Μανόλη. (Φεύγει μαζί με το Μιχελή).
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Χαμένα). Βεβαία... Αλίμονο...
ΟΙ ΑΛΟΙ: Στο καλό. (Φεύγει η Ρένα κι ο Μανόλης κοκαλωμένος την παρακολουθεί).
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Πειραχτηκά, στο Μανόλη). Έλα κάτσε... Γούρλωσε το μάτι σου μόλις είδες φουστάνι. (Γελάνε όλοι, εκτός απ’ το Μανόλη).
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Κάθεται μαζί με το Γιάννη). Η αλήθεια είναι πως τα έχασα λιγουλάκι. Μην ξεχνάς, όμως, πως εγώ είμαι ένας κι εσείς πολλοί. Ένα σωρό φορές είπες (Μιμείται τη φωνή του Γιάννη): “Να σου γνωρίσω το νέο συγκάτοικο”! (Γελάνε). Λοιπόν, κέρβερος είναι ο τύπος... Τι κατσάδα ήταν αυτή;
ΚΩΣΤΗΣ: Το έχει ζουρλάνει, το κορίτσι. Εδώ είναι Αυστραλία και μια κοπέλα δώδεκα - δεκατριών χρονών μπορεί να έχει το φίλος της. Όχι η Ρένα που είναι φοιτήτρια πια.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Έτσι χαλνάνε τα παιδιά τους, οι αυστραλοί.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Τα φτιάχνουνε να λες. Έτσι γνωρίζει, σιγά - σιγά, το κορίτσι τον άντρα και το αντίθετο. Ύστερα, δεν κάνουν τίποτε τα παιδιά. Μα ούτε που φιλιούνται. Ενώ για μας, όταν ήμασταν νέοι, η γυναίκα ήταν μυστήριο. Χε, χε, χε... Ξέχωρα που ρίχνονταν στα ζώα οι νέοι στις επαρχίες.
ΚΩΣΤΗΣ: Χε, χε, χε... Σακατεύαμε τις κότες...
ΠΑΠΑΓΟΣ: Ουφ! Κουβέντες που ανοίξατε. Λοιπόν, παιδιά πάλι φασαρίες είχαμε σήμερα μ’ αυτά τα λουλούδια που αφήνει ο ερωτοχτυπημένος. Μα ποιος να είναι ο τύπος;
ΚΩΣΤΗΣ: Και τι φταιει το Ρενάκι;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Άιντε να το καταλάβει κι ο Μιχελής. Φουρνέλο έχει γίνει.
ΚΩΣΤΗΣ: Ας χτυπάει τον πισινό του στο τσιμέντο. Η Ρένα είναι πια μεγάλη.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Παιδιά, κοντά στ’ άλλα, να μην ξεχάσουμε και το Σύνδεσμο.
ΚΩΣΤΗΣ: Εμένα μη με υπολογίζεις. Δεν έχω δολαριάκια...
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όλους μας χρειάζεται η πατρίδα. Μπορείς, ρε Κωστή, να βοηθήσεις και χωρίς λεφτά.
ΚΩΣΤΗΣ: Ε.., τότε βάλε με κι εμένα. Σάματις είμαι πέρσης;
ΗΡΑΚΛΗΣ: Για μένα η πατρίδα θα περιμένει. Χε, χε, χε... Όταν πιάσω την καλή, θα γίνω ένας νέος ευεργέτης.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μπορείς να βοηθήσεις ηθικά.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Αν πρόκειται για ηθική βοήθεια, όση τραβάει η ψυχούλα σου.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Εγώ, Γιάννη, είμαι δίπλα σου και το ξέρεις.
ΚΩΣΤΗΣ: (Στον Παπάγο). Ε.., τότε, ρε Παπάγο, γιατί να τα φαει όλα η ανιψούλα σου; Αν ο Αβέρωφ αγόρασε κοτζάμ θωρηχτό, εσύ μπορείς να πάρεις ένα περιπολικό. (Γελάνε όλοι εκτός απ’ τον Παπάγο).
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Στον Κωστή). Με ζηλεύεις γιατί είσαι απένταρος.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Mπαίνει σα δερβέναγας. Τους δείχνει το ξυπνητήρι, που αρχίζει να χτυπάει. Το σταματάει πατώντας το κουμπάκι). Λοιπόν, μπόις οι κανονισμοί, κανονισμοί. Η ώρα είναι δέκα. Βάζω το σύρμα! (Περνάει το σύρμα στα καρφιά και την άλλη άκρη του καλωδίου στην πρίζα και βάζοντας τις δυο παλάμες μπροστά στο στόμα, σα χωνί φωνάζει). Σύρμα! Κουμπάροι, σύρμα! (Κλείνει και την τηλεόραση).
ΠΑΠΑΓΟΣ: Τώρα έχει ένα καλό μούβι, Μιχελή.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Και γειάντα, ωρέ Παπάγο, να πλερώσω εγώ το μάρμαρο; (Φεύγει).
ΚΩΣΤΗΣ: Εγώ σας το είπα τόσες φορές, να στείλουμε στο διάολο κι αυτόν και τους κανονισμούς του.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Να κάνουμε τι δηλαδή;
ΚΩΣΤΗΣ: Να πάμε στο διπλανό σπίτι, του αυστραλού. Τα δωμάτια είναι πιο μεγάλα και το νοίκι πιο φτηνό.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Δεν κάνουμε μωρέ με τους ξένους. Πώς θα τους καταλαβαίνουμε και θα μας καταλαβαίνουν, με τα ψευτοαγγλικά μας;
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Στο Μανόλη). Και με τα πράγματά σου τι θα γίνει, Μανόλη;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Θα πεταχτώ να τα πάρω μ’ ένα ταξί. (Σηκώνεται και κάνει να φύγει).
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Γελώντας, στο Μανόλη). Έι.., πού πας. Εδώ δεν είναι Αθήνα. Ψυχή δεν κυκλοφοράει τέτοια ώρα!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μα δεν είναι και τόσο αργά. Μόλις που βράδιασε.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Να στο πω κι αυτό για να το μάθεις. Στην πατρίδα η απενταρία μας έκανε ρομαντικούς. Γυροφέρναμε τους δρόμους απένταροι, χωρίς να μπορούμε να προσφέρουμε ούτε ένα λουκουμάκι στην γκομενίτσα, και κάναμε έρωτα στα πάρκα, κινδυνεύοντας απ’ τους μπανιστηρτσήδες και τους δράκους. Οι αυστραλοί δεν κυκλοφορούν στους δρόμους. Μετά τις εφτά δε βλέπεις ούτε ψυχή στους δρόμους. Αυτοί διασκεδάζουν στις λέσχες, όπου μπορείς να την περάσεις ακόμα και με  μια λεμοναδίτσα, ή και με τίποτα, και κυκλοφορούν με τ’ αυτοκίνητα. Εδώ αυτοκίνητο έχει και η κουτσή Μαρία.
ΚΩΣΤΗΣ: Χε.., χε.., χε… Δηλαδή, εμείς που δεν έχουμε ούτε πατίνι, δεν είμαστε ούτε κουτσές Μαρίες; (Γελάνε).
ΗΡΑΚΛΗΣ: Θα σε πάω εγώ. Έχω απ’ έξω το ταξί.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σ’ ευχαριστώ Ηρακλή. (Μπαίνει ο Μιχελής)
ΜΙΧΕΛΗΣ: Θα με φαληρίσετε! Ακόμα εδώ είστε παιδιά; Χε, χε, χε.... Σάματις εσείς πληρώνετε το λεχτρικό;
ΚΩΣΤΗΣ: Χέσε μας, ρε, με το αχούρι σου! (Ο Μιχελής δεν τον άκουσε).
ΜΑΝΟΛΗΣ: Λοιπόν, παιδιά, καληνύχτα αν δε σας ξαναδώ.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Καληνύχτα Μανόλη.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Στον Ηρακλή και στο Μανόλη). Το νου σας στο σύρμα! Σε σένα το λεω Ηρακλή. Μην έχουμε κανένα πατατράκ.
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Γελώντας). Μη φοβάσαι! Εγώ είμαι εδώ! (Φεύγουν, Ηρακλής κι ο Μανόλης σκύβοντας κάτω απ’ το σύρμα. Ο Μιχελής, με το Γιάννη, προς τα μέσα).
ΚΩΣΤΗΣ: (Στον Παπάγο). Έλα, τσιφούτη, ώρα για νάνι...
ΠΑΠΑΓΟΣ: Με ζηλεύεις, σπασμένε, γι’ αυτό μου μπαίνεις.
ΚΩΣΤΗΣ: Τι να ζηλέψει ρε κανείς από σένα;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Δε μου λες, γιατί ήρθες στην Αυστραλία;
ΚΩΣΤΗΣ: Για να προκόψω.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Όχι, για να κάνεις λεφτά ήρθες.
ΚΩΣΤΗΣ: Κι αυτό το λες προκοπή; Και οι οικογένεια και τα παιδιά;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Χε, χε, χε... Παιδιά και οικογένεια κάνουν όλοι, χαμένε! Λεφτά δεν μπορούν να κάνουν!
ΚΩΣΤΗΣ: Ρε μανία με τα λεφτά... Κι αυτό έχει την εξήγησή του... Χε, χε, χε... Στο χωριό δεν έπεφτε δεκάρα στα χέρια σου...
ΠΑΠΑΓΟΣ: Έλα δρόμο τώρα, για να μην τ’ ακούσεις. (Φεύγουν και οι δυο. Μπαίνουν ο Μιχελής, ο Γιάννης και η Θάλεια).
ΘΑΛΕΙΑ: Να χαρείς Γιάννη μου. Είμαι ψόφια!
ΜΙΧΕΛΗΣ: Καθίστε παιδιά, μια σταλίτσα εδώ παδά. (Κάθονται όλοι). Θα ήθελα να κάμω δυο κουβέντες μαζί σας. Ωρέ κοπέλια, κατέχετε πράμα; Είστε δυο βδομάδες πίσω με τα νοίκια!
ΘΑΛΕΙΑ: Όλα θα ταχτοποιηθούν. Τώρα κάνω και υπερωρίες.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Δε μ’ άφησες ν’ αποσώσω τσι κουβέντες μου. Γιαννιώ, είντα γίνεται με το Σύνδεσμο;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μια χαρά πάμε. Τυπώσαμε κι έντυπα. Ρίξε μια ματιά. (Βγάζει απ’ την τσέπη και του δίνει μερικά χαρτιά).
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Διαβάζει συγκινημένος). Έτσι μπράβο. Να το λες και να γιομίζει το στόμα σου. (Διαβάζει). “Ολυμπιακή Αυγή” και “Μακεδονική Φλόγα!”
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κι όπως είπαμε εσύ θα είσαι ο Επίτιμος Πρόεδρος!
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Πονηρά). Τι είναι τούτα που μου τσαμπουνάς, ωρέ κουμπάρε; Επίτιμους κάνουν αυτούς που θέλουν να ξεφορτωθούν.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δε γίνεται αλλιώς. Ας πούμε, πως σε κάνουμε πρόεδρο. Με ποια αγγλικά θα μας αντιπροσωπεύεις στα διάφορα συνέδρια;
ΜΙΧΕΛΗΣ: Θα έχω μαζί μου ένα διερμηνέα, ας πούμε το Ρενάκι μου.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δε γίνονται αυτά τα πράγματα.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Σάματις όλοι οι πρόεδροι των σωματείων μας ξέρουν Αγγλικά; Ας είναι. Τώρα Θάλεια, συνεχίζω την κουβέντα μου. Όχι μόνο σας χαρίζω τα τέσσερα καθυστερούμενα νοίκια, αλλά απ’ εδώ και πέρα δε θα πληρώνεται τίποτις.
ΘΑΛΕΙΑ: Τι είναι αυτά που λες;
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Ψευτοαδιάφορα). Σώπα καημένε... Ποιος ενδιαφέρεται για κάτι τέτοια; Να.., είχα κάτι τραβήγματα με το Σύνδεσμο.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Να μου κάνεις τη χάρη. Εσύ δίνεις τα πάντα για το Έθνος. Θέλω όμως, τη βοήθεια σου και για κάτι άλλο. Πρέπει να βρούμε αυτόν, που μαγαρίζει το σπιτικό μου, αφήνοντας τα λελούδια!
ΘΑΛΕΙΑ: Μα χαρά σου να έχεις ένα ομορφοκόριτσο.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Θυμωμένα). Θάλεια, μη λες βαριές κουβέντες.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Στη Θάλεια, ψευτοθυμωμένα). Εσύ να κάνεις τη δουλειά σου! Για μια τιμή ζούμε!
ΘΑΛΕΙΑ: (Αγαναχτισμένα). Ουφ! (Φεύγει).
ΜΙΧΕΛΗΣ: Ναι, Γιαννιώ μου, να σε χαρώ. Για μια τιμή ζούμε. (Σηκώνεται μαζί με το Γιάννη και τον αγκαλιάζει). Το λουλουδοφέρτη και το νου σου, Γιαννιώ μου!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Θα στήσω καρτέρι και θα τον γραπώσω!
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Εμπιστευτικά). Το επίτιμος πώς το βλέπεις;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μεγάλη τιμή. Πρόεδροι θα γίνουν πολλοί. Επίτιμος, όμως, θα είσαι μόνο εσύ, και μάλιστα  για όλη σου τη ζωή.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Αφού το λες εσύ. Καληνύχτα τώρα. (Φεύγει).
ΓΙΑΝΝΗΣ: Καλό ξημέρωμα. (Περιμένει λίγο και γελώντας τον φασκελώνει). Πάρε δέκα.., επίτιμο χαϊβάνι! (Φεύγει και σε λίγο μπαίνουν ο Μανόλης κι ο Ηρακλής. Ο Μανόλης πέφτει πάνω στο σύρμα. Σωριάζεται στο δάπεδο με τη βαλίτσα. Τον βοηθάει να σηκωθεί ο Ηρακλής).
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Τρομοκρατημένα). Βρε τι έπαθα! Ευτυχώς που δεν τ’ άγγιξα με τα χέρια. Θα καρβουνιαζόμουνα. (Ο  Ηρακλής γελάει χορταστικά). Τι σ’ έπιασε; Δεν είναι για γέλια είναι η υπόθεση.
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Γελώντας). Το καλώδιο είναι πεθαμένο. Εγώ το δολοφόνησα....
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μα είναι στην πρίζα.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Ναι.., θα τον άφηνα να μας καρβουνιάσει! (Πιάνει το γυμνό καλώδιο με το χέρι και ψευτοτραντάζει το κορμί του, για λίγο, σα να τον χτύπησε το ρεύμα. Συνωμοτικά). Χε, χε, χε... Έχω αποσυνδέσει, εδώ και χρόνια, το ένα συρματάκι.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Ο Ηρακλής τοποθετεί το σύρμα στη θέση του). Πήγε η καρδιά μου στη θέση της. Τι σου χρωστάω;
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Δισταχτικά). Αν είχα παράδες δε θα σε χρέωνα. Δεν έχω, όμως, ούτε μπεζίνα για να κάνω αρχή. Δώσε πέντε δολάρια.  (Ο Μανόλης βγάζει το πορτοφόλι στο οποίον έχει αρκετά χαρτονομίσματα). Ρε Μανόλη.., δώσε μου ένα δεκάρικο... κι  αύριο θα σου επιστρέψω το ταλληράκι.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ό,τι θέλει ο φίλος! (Του δίνει το χαρτονόμισμα). Και μη βιαστείς. (Μπαίνει ο Παπάγος).
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Στο Μανόλη). Αν δεις το τάληρο, να μου γράψεις! Ξέρω εγώ τι λεω... Όποιος παθαίνει μαθαίνει. (Φεύγει).
ΗΡΑΚΛΗΣ: Δεν ξέρει τι λεει. Χίλια ευχαριστώ, Μανόλη, και καλή σου νύχτα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Καλό ξημέρωμα, Ηρακλή. (Παίρνει τη βαλίτσα και φεύγει μαζί με τον Ηρακλή. Σε λίγο μπαίνει ο Ηρακλής, με μια τσάντα στο χέρι. Κοιτάζει, πέρα δώθε συνωμοτικά, ανοίγει την ξώπορτα και βγάζοντας απ’ την τσάντα,  μια ανθοδέσμη, την φιλάει και την ακουμπάει στο πλατύσκαλο και σβήνουν τα φώτα).


Τέλος δεύτερης εικόνας
🔻



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


   ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: