20.11.16

Σε ξένους τόπους


Γράφει ο συνεργάτης της Efenpress 

Γιώργος Μακρίδης, Λογοτέχνης-Θεατρικός Συγγραφέας


Μόλις είχε βραδιάσει κι ο Στηβ (Στάθης) Λέλεβας, παίρνοντας το τρένο, της περιοχής του,  έφτασε στον κεντρικό σταθμό του Σύδνεϋ. Απ’ εκεί θα πήγαινε με τα πόδια στο Kings Cross (Κίνγκς Κρος). Σ’ αυτήν την ύποπτη συνοικία του Συδνεϋ, όπου ήταν τα μπουρδέλα, τα στριπτιζάδικα, οι μπακαράδες και βάλε,  δούλευε τα τελευταία είκοσι χρόνια και μάλιστα βραδινή βάρδια, σ’ ένα φασφουντάδικο (φαγητά σε πακέτα). 
Ο Στάθης ήταν πενηντάρης, ψηλός, βαριοκόκαλος και μαυρόπετσος, με πλούσια κατσαρά και κατάμαυρα μαλλιά, κάτι το σπάνιο για την ηλικία του. Είχε κάπως άγρια φάτσα και σπάνια γελούσε, ή θύμωνε. Ακόμα κι όταν γελούσε χορταστικά, το καταλάβαινες μόνον απ’ τα μάτια του, που στραφτούλιζαν. Ίσα κι ίσα που άνοιγε το στόμα του, δείχνοντας τα κάτασπρα γερά δόντια του. Μα κι ο θυμός του ήταν παράξενος. Ποτέ δεν αρπαζόταν. Ακόμα κι όταν του έκανε φασαρία, στο μαγαζί, κάνας τσαμπουκάς, έδινε τόπο στην οργή.
Στην έξοδο του σταθμού, που είχε πολύ συνωστισμό, είδε ένα νέο ψηλό και γεροδεμένο, που χάνοντας την ισορροπία του έπεσε πάνω στο πρόχειρο στασίδι του γέρο – εφημεριδοπώλη σωριάζοντάς τα όλα στο δάπεδο: εφημερίδες, περιοδικά και κέρματα. Το γεροντάκι, μουρμουρίζοντας, προσπαθούσε κάτι να μαζώξει, ενώ ο νεαρός τα είχε εντελώς χαμένα. Ο Στάθης έκανε να βοηθήσει, αλλά το μετάνιωσε. Ήξερε πως οι αυστραλοί δε θέλουν να μπαίνεις στα δικά τους. Ακόμα κι όταν τους βοηθάς θυμώνουν, αν δε ζητήσουν οι ίδιοι τη βοήθεια σου. Δεν έκανε, όμως, δυο βήματα κι άκουσε το νέο να λέει στη γλώσσα μας:
- Βρε το χάχα τη έκανα! Και τώρα;
Τότε γύρισε ο Στάθης και ρίχνοντας μια ματιά, πικρογέλασε. Ο γεροντάκος όλο και κάτι μάζωνε, απ’ το δάπεδο, ενώ ο νέος στεκόταν μπροστά του φοβισμένος. Κάθε τόσο έκανε και μια υποκλεισούλα, λέγοντας: Σόρι, σερ. Εκξιούσμι Σερ. (Λυπάμαι κύριε. Συγγνώμη κύριε). Ε, τότε μπήκε στη μέση ο Στάθης, λέγοντας στο νέο:
- Πώς κάνεις έτσι, ρε παιδάκι μου! Δε σκότωσες και κανέναν. Έλα, μάζωξε τα κέρματα απ’ το δάπεδο.
Αφού και οι τρεις κάπως ταχτοποίησαν το στασίδι, είπε ο Στάθης του γέρου, στ’ αγγλικά:
- Λοιπόν, μπάρμπα είσαι εντάξει;
- Χε, χε, χε... Εγώ μια χαρά είμαι... Ετούτος θα τα κακαρώσει. Μια που είστε πατριωτάκια, δεν τον κερνάς μια μπίρα, μπας και συνέλθει;
- Λοιπόν, παιδί, φύγαμε, είπε ο Στάθης στον δικό μας.
- Σας ευχαριστώ πολύ κύριε. 
- Με λένε Στηβ, δηλαδή, Στάθη, Λέλεβα.
- Κι εμένα Σωτήρη Μπέλη. Χαίρομαι για τη γνωριμία.
- Κι εγώ χαίρομαι. Δεν πάμε Σωτήρη, σ’ ένα μπαρ να τα πούμε και λιγάκι;
Έτσι κι έγινε κι αφού πήρε ο καθένας τους από μια μπίρα άρχισαν την κουβέντα.
- Μα δεν το έκανες κι επίτηδες, ρε Σωτήρη. Έτσι να χαρείς τι ήταν αυτά τα τρεμουλιάσματα;
- Χμ, κι αυτά μες στο πρόγραμμα είναι. Σας παρακαλώ, όμως, να τ’ αφήσουμε στην πάντα.
- Όπως θέλεις. Χε, χε, χε... Κι αυτές οι απανωτές υποκλίσεις;
- Τα είχα χαμένα. Ο γέρος μ’ έβριζε και μάλιστα πολύ άσκημα.
- Χε, χε, χε... Όχι, αυτό το «φακ μι ντετ», δηλαδή, «γάμησέ με πεθαμένο» του γέρου μην το μεταφράζεις κατά λέξη. Το λένε οι αυστραλοί για την κακιά ώρα. Όπως, λέμε εμείς, «που να πάρει ο διάολος», ή «ποπό τι έπαθα», ή «γαμώτο του».
- Χμ, μ’ αφού δεν ξέρω αγγλικά, πώς θα τον καταλάβαινα;
- Ναυτικός είσαι;
- Όχι, κύριε.
- Ε, τότε θα είσαι φρεσκοφερμένος μετανάστης. Δε μου πάει να σε πω τουρίστα. Με τις μεγάλες αποστάσεις λίγοι έλληνες έρχονται για τουρισμό στην Αυστραλία.
- Χε, χε, χε... Αν σας έλεγα πως είμαι αυστραλός, δηλαδή αυστραλογεννημένος έλληνας, τι θα λέγατε; Οι γονείς μου ήταν παλιοί μετανάστες κι όταν πήγαν για τα καλά στην Ελλάδα ήμουν μόλις τριών χρονών.
- Έτσι εξηγείται το πράγμα. Στο κάτω – κάτω μόνο τα χαρτιά σε δένουν μ’ αυτόν τον τόπο.
- Πάντως, σας ευχαριστώ που με βγάλατε από μια πολλή δύσκολη θέση.
- Δε θα έμπαινα στη μέση. Οι αυστραλοί θυμώνουν, όταν ανακατώνεσαι στα δικά τους.
- Μα δεν είναι κακό να σου δώσει κανείς ένα χεράκι.
- Χμ, αυτό το χεράκι δε θέλουν, αν δε σου το ζητήσουν. Αυτοί πιστεύουν και νομίζω πως είναι σωστοί, πως ακόμα κι ένα παιδάκι – ανάπηρος, γέρος – έχει κάποιες δικές του δυνάμεις, ή ικανότητες, και πως δεν είναι σωστό να μπαίνουμε στη ζωή του. Βέβαια, όταν σε χρειάζονται δεν ντρέπονται να ζητήσουν τη βοήθεια σου. Λοιπόν, αλήθεια, πώς κι έτσι αποφάσισες να επιστρέψεις στην Αυστραλία;
- Αυτή είναι πολλή ζόρικη ερώτηση.., είπε, ο Σωτήρης, διστάζοντας να προχωρήσει.
Λοιπόν, η μάνα του Σωτήρη, η Κατερίνα, ήταν προπολεμικιά μετανάστρια και για χρόνια δούλευε στην καφετερία ενός θείου της, στο Σύδνεϋ. Επειδή, όμως, της άρεσαν πολύ τα γράμματα – στην Ελλάδα είχε πάει δυο χρόνια στο γυμνάσιο – αν και τα είχε πατημένα τα είκοσι, μαζί με τη δουλειά της φοιτούσε και σ’ ένα νυχτερινό κολέγιο, κάτι σαν ανώτερη τεχνική σχολή, παίρνοντας πτυχίο ραπτικής μαζικής παραγωγής. Παρατώντας, λοιπόν, τις κουζίνες στην αρχή δούλευε μόνη της, ράβοντας ρούχα για μεγάλα πολυκαταστήματα. Στη συνέχεια, μετά από σκληρή δουλειά, μπόρεσε, στα τριάντα της, να ιδρύσει μια σοβαρή και γνωστή στην αγορά βιοτεχνία ρουχισμού, απασχολώντας πάνω από σαράντα άτομα: σχεδιαστές, μοδίστρες, πλασιέ και βάλε.
Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 βρέθηκε με μια μεγάλη περιουσία, αλλά... και γεροντοκόρη... Είχε πατήσει τα σαράντα πέντε κι ακόμα ήταν παρθένα.  Τότε γνώρισε το Δημήτρη Τέχο, τον πατέρα του Σωτήρη (Θα δούμε παρακάτω γιατί ο Σωτήρης είπε στον Στάθη πως λεγόταν Μπέλης). Ο Δημήτρης Τέχος ήταν ναυτικός και ήξερε πως επιστρέφοντας στην Ελλάδα – το καράβι στο οποίον δούλευε απ’ το Σύδνεϋ θα πήγαινε στον Πειραιά– τον περίμενε η στρατιωτική θητεία. Για να γλιτώσει, λοιπόν, το στρατό έμεινε παράνομα στο Σύδνεϋ. Έπρεπε, όμως, και να νομιμοποιηθεί. Έτσι, άρχισε να ψάχνει για νύφη, με τη βοήθεια ενός ξαδέλφου του. Αυτός του μίλησε για την Κατερίνα. Ευκαιρία να την πλησιάσει ήταν τα δωμάτια – διαμερισματάκια, που είχε, η Κατερίνα, και που κάνοντας οικονομία τα νοίκιαζε η ίδια, αποκλείοντας τους μεσίτες.
Μια μέρα, λοιπόν, πήγε και την βρήκε ο Δημήτρης τάχατες για να νοικιάσει δωμάτιο. Τότε, της πήρε και την παρθενιά... Κι όταν βρισκόταν μέσα της κι αυτή σπαρταρούσε από ηδονή, αυτός σκεφτόταν: Γριούλα είσαι, αλλά το έχεις το παραδάκι...
Σε δυο βδομάδες κιόλας παντρεύτηκαν, κι ας ήταν η Κατερίνα είκοσι πέντε χρόνια μεγαλύτερη απ’ το Δημήτρη. Αυτή η διαφορά τους έφαγε. Χωρίς να το καταλάβουν έγινε σκλάβος ο ένας στον άλλον. Ο Δημήτρης τραβούσε απ’ τη μύτη την στερημένη ερωτικά Κατερίνα, αλλά κι αυτή τον είχε δεμένο, με τα λεφτά της. Αυτός πια αποχαλινώθηκε.., κυκλοφορώντας πέρα δώθε με λιμουζίνες. Οι ερωτοδουλειές του δεν είχαν συμμαζεμό.
Ξέροντας την αδυναμία, που του είχε η γυναίκα του, της το πέταξε κατάμουτρα, αφού πρώτα δέθηκε, παίρνοντας την άδεια μονίμου παραμονής, στην Αυστραλία.
- Δεν ταιριάζουμε. Ή πρέπει να χωρίσουμε, ή να πηγαίνω κι εγώ ο καψερός, αργά και που, με καμιά πιτσιρίκα. Διαφορετικά θα έρθω και θα πάθω. Άλλες είναι οι ερωτικές ανάγκες οι δικές μου... κι άλλες οι δικές σου, της είπε, με τον πιο κυνικό τρόπο.
- Μήπως σου είπα να μην πηγαίνεις; του είπε η Κατερίνα, που ήταν πια καθυποταγμένη  πέρα για πέρα. 
Η κουβέντα, όμως, στο μπαρ, του Στηβ με το Σωτήρη, συνεχιζόταν.
- Λοιπόν, ντρέπομαι, που το λεω, αλλά έφυγα απ’ την Ελλάδα, χρησιμοποιώντας τ’ αυστραλέζικο διαβατήριο, για να γλιτώσω το στρατό. Μάλιστα, δεν είμαι ανυπόταχτος, αλλά λιποτάχτης, είπε ο Σωτήρης.
-- Δηλαδή;
- Να.., παρουσιάστηκα, στη μονάδα μου, αλλά επειδή τα βρήκα σκούρα, λιποτάχτησα.
- Έχεις κανένα δικό σου εδώ;
- Έχω τον αδελφό της μάνας μου, μα ούτε που τον βλέπω. Είναι θυμωμένος γιατί ο παππούς μου έδωσε κάτι χωράφια στη μάνα μου. Δεν έχει, όμως, δίκαιο. Όπως, έλεγε ο παππούς αυτά τα είχε αγοράσει με τα λεφτά που του έστελνε η μάνα μου.
- Καλά κι εσύ τι φταις; Ακόμα κι αν υπάρχει κάτι στη μέση δεν μπορεί να είχει κληρονομικό χαραχτήρα.  
- Αυτό λεω κι εγώ. Αλήθεια, πηγαίνετε στην Ελληνική Λέσχη;
- Αργά και που.
- Ε, τότε θα τον ξέρετε τον θείο μου. Είναι πολύ κοντός, σχεδόν νάνος.
- Χε, χε, χε.... Στα σίγουρα ο Ζουμπάς είναι ο θείος σου. Αυτό δεν είναι το παρατσούκλι του; 
- Χε, χε, χε... Αυτό είναι.
- Έχει πλάκα ο τύπος. Λοιπόν, Σωτήρη, πρέπει να πηγαίνω. Εγώ δουλεύω, βραδινή βάρδια, στο Κινγκς Κρος Τέικ Αγουέι. Αν χρειαστείς οτιδήποτε έλα να με βρεις. Πάντως, έτσι για να κάνεις καλή αρχή, ν’ αφήσεις στην πάντα τα «σας» και τα «σεις». Βλέπεις εμείς επηρεασμένοι απ’ τ’ αγγλικό ρήμα, «είμαι», τα έχουμε ξεχάσει όλα αυτά. «Γιου» λες, βρε αδελφέ,  σ’ ένα δεσπότη, «γιου» και σ’ έναν πιτσιρικά και ξεμπερδεύεις. Δηλαδή, να μην ξεχωρίζεις σαν τη μύγα μες στο γάλα. Τους φρεσκοφερμένους τους εκμεταλλεύονται τα σαΐνια μας, οι παλιοί μετανάστες. Οι νιόπλουτοι, δηλαδή, έλληνες μαγαζάτορες, κι ας μην ξεπερνούν τα δικά τους αγγλικά το ένα «γιές» και το ένα «νόου». Αναφέρομαι, βέβαια, στον κανόνα. Να μην κάψουμε και τα χλωρά, μαζί με τα ξερά...
- Ναι, Στάθη, αυτό μου το έχουν πει κι άλλοι. 

****

Το μαγαζί στο οποίο δούλευε ο Στάθης ήταν το καλύτερο της περιοχής. Ιδιοκτήτης του ήταν ο Κώστας Τσακίρης που ήταν φίλος μα και κουμπάρος του Στάθη. Απ’ το μαγαζί, όμως, πάντοτε έλειπε προσωπικό. Πρώτα γιατί δεν πλήρωνε τα κανονικά ο Κώστας. Ούτε απ’ το ενάμισι του Σαββάτου ήξερε, ούτε απ’ το διπλό της Κυριακής και τα διάφορα επιδόματα.  Έπειτα, οι εργαζόμενοι σ’ αυτές τις δουλειές,  που δεν ήξεραν το Κινγκς Κρος το φοβόντουσαν. Μόνο ο Στάθης έπαιρνε το κανονικό μεροκάματο. Γι’ αυτό ξέπεφταν  στο μαγαζί κάτι περιθωριακοί τύποι και κάνοντας το χαρτζιλίκι τους έφευγαν. Οι τσακωμοί λοιπόν, ανάμεσα στο Στάθη και τον κουμπάρο του έδιναν κι έπαιρναν.
- Τι θα γίνει κουμπάρε; Πάλι χωρίς ανθρώπους θα την βγάλω;
- Έβαλα αγγελίες σ’ όλες τις ελληνικές εφημερίδες.
- Το θέμα δεν είναι να βρούμε άνθρωπο, αλλά να μείνει. Να τον πληρώσεις, βλογημένε!
- Καλά, θα σε βοηθήσω  εγώ.
- Ξέχασέ το... Εσύ από τότε που ανακατώθηκες με τους συλλόγους και τα προεδριλίκια.., δεν κάνεις για δουλειά.
- Ουφ! Θα πάω μια βόλτα κι όταν κλείσουν οι μπιραρίες και πέσει δουλειά, θα σου δώσω ένα χέρι. Στο διάστημα αυτό αν έρθει κανείς για την αγγελία να τον πάρεις.
 Ο Κώστας πήγε για τη βόλτα του. Από τότε που έγινε πρόεδρος στο σύλλογο που εκπροσωπούσε την επαρχία του κόλλησε το σαράκι της πολιτικής, ή μάλλον της φτηνοπολιτικολογίας. Κι επειδή κι άλλοι έλληνες νιόπλουτοι, στο Κινγκς Κρος – σχεδόν όλα τα μαγαζιά, που πουλούσαν φαγητά σε πακέτα της περιοχής ήταν σ’ ελληνικά χέρια -  είχαν τα ίδια σαράκια, μαζεύονταν πότε στο ένα μαγαζί και πότε στο άλλο, προσπαθώντας να λύσουν, με κουβέντες καφενειακού επίπεδου, τα προβλήματα όχι μόνο της Αυστραλίας και της Ελλάδας, αλλά και τα παγκόσμια.
Με το φευγιό του Κώστα μπήκε ο Σωτήρης στο μαγαζί. Ο Στάθης, όμως, δεν τον είδε γιατί έβαζε τσιγάρα στα ράφια.
- Συγγνώμη κύριε.., εσείς... έχετε την αγγελία στην εφημερίδα; είπε φοβιτσιάρικα ο Σωτήρης.
Με το που γύρισε, ο Στάθης, και τον είδε, έβαλε τα γέλια.
- Χε, χε, χε... Ρε, Σωτήρη, ακόμα εκεί είσαι, στα κεριά και τα λιβάνια; Πώς τα πας ρε παιδί;
- Καλά Στηβ, χωρίς το «κύριε»...
Ο Σωτήρης είχε τα χάλια του... Ήταν κακοντυμένος, αξύριστος και γενικά έδειχνε πως ήταν ψυχικά πεσμένος. Δε δούλευε για αρκετό καιρό και του έλειπε ακόμα και το φαγί. Έμενε σ’ ένα εγκαταλειμμένο χτίριο, που πήγαινε για κατεδάφιση, μαζί με πολλούς άλλους περιθωριακούς τύπους, ναρκομανείς, κι αλκοολικούς. Δεν είχε ούτε δεκάρα στην τσέπη, γιατί δεν ήξερε τα κρατικά επιδόματα ανεργίας.
- Λοιπόν, Στηβ, βρήκατε άνθρωπο; είπε ο Σωτήρης.
- Τη δουλειά πες πως την έχεις πάρει. Εγώ κουμαντάρω το μαγαζί. Αν σε δει, όμως, σ’ αυτά τα χάλια τ’ αφεντικό, που είναι εκμεταλλευτής με πατέντα κι ας είναι κουμπάρος μου, θα σε ρίξει στο μεροκάματο. Αυτό το κάνουν οι περισσότεροι νιόπλουτοι έλληνες μαγαζάτορες.
- Τους ξέρω... μωρέ.
- Τόσο το καλύτερο. Λοιπόν, δρόμο. Κοίταξε να σουλουπωθείς κάπως, κάνε κι ένα ντουζάκι κι έλα όποτε σε βολεύει.
- Σε μια ώρα θα είμαι πίσω.  
- Με την ησυχία σου.
Ο Σωτήρης πήγε στο σπίτι ενός  φίλου του, κι αφού λούστηκε, ξυρίστηκε και κάπως σουλουπώθηκε, ξαναπήγε στο μαγαζί και τα κουβέντιασε με τ’ αφεντικό. Ο Κώστας που ήταν σαΐνι..,  αμέσως κατάλαβε τις ανάγκες του... και τον έριξε, στο μιστό, όσο τραβούσε η ψυχούλα του. Αμέσως, κιόλας, ο Στάθης κατάλαβε πως ο Σωτήρης είχε προβλήματα αυτοσυγκέντρωσης και πως παραμιλούσε κιόλας. Επίσης δεν τα πήγαινε καλά και με τη γλώσσα. Καλά – καλά δεν καταλάβαινε τους πελάτες. Απ’ τον πρώτο πελάτη που σερβίρισε δεν πήρε τα λεφτά. Τον παράτησε και πήγε στην κουζίνα. Πληρώθηκε, ο Στάθης, και ρίχνοντας μια ματιά στην κουζίνα είδε το Σωτήρη που παραμιλούσε, κουνώντας μάλιστα και τα χέρια.
- Πρόσεχε ρε  Σωτήρη... έχουμε κι αφεντικό... Ύστερα, να προσέχεις και το ταμείο. Είναι ηλεκτρονικό. Κάθε φορά που θα χτυπάς κάποιο ποσόν, να κοιτάς το νούμερο που βγαίνει. Ας πούμε πως θέλεις να χτυπήσεις ένα δολάριο. Αν κρατήσεις αρκετή ώρα το δάχτυλο πάνω στο πλήκτρο «ένα», θα γράψει το ταμείο έντεκα δολάρια, ή ακόμα κι εκατόν έντεκα... και μετά, θα βρει λειψά τα λεφτά, ο Κώστας.
Ο Σωτήρης έκανε το ένα λάθος πάνω στ’ άλλο. Επίσης, πήγαινε τρεις την ώρα στ’ αποχωρητήριο, λέγοντας στο Στάθη πως είχε συχνοουρία. Με τα πολλά βγάλανε τη βάρδια.
- Μήπως, ξέρεις κάνα κτηματομεσίτη εδώ γύρω; Θα ήθελα να βρω ένα διαμέρισμα, είπε στο Στάθη ο Σωτήρης.
 - Άκου λέει. Έχω έναν καλό φίλο. Δε θα πάω για ύπνο μέχρι να σε βολέψω.
Στο μεταξύ ήρθε κι ο Κώστας και μπαίνοντας στο μαγαζί είπε:
- Καλημέρα, μπόις. Πώς τα πήγε ο Σωτήρης, κουμπάρε.
- Για πρώτη μέρα, πολύ καλά.
- Τότε καθαρίστε και την κουζίνα και πάρτε δρόμο.
Ο μεσίτης που ήταν  καλός φίλος του Στάθη τους έδωσε τα κλειδιά τεσσάρων διαμερισμάτων. Αφού τα είδαν και κατάληξαν σ’ ένα, πήγαιναν για το γραφείο, για τα συμβόλαια.
- Λοιπόν, Σωτήρη, ετοίμασε κάπου εκατόν πενήντα δολάρια για τις προκαταβολές και τα ρέστα.
- Μα δεν έχω...
- Μην κάνεις κουτοπονηριές, ρε παιδάκι μου... Γιατί δε μου είπες πως δεν έχεις λεφτά; Ας είναι. Πάρε τα κλειδιά και πήγαινε στο διαμέρισμα και θα καθαρίσω εγώ με το μεσίτη.


****

Το δεύτερο βράδυ, ένας πελάτης πήρε δυο κότες απ’ το Σωτήρη, πληρώνοντας τέσσερα δολάρια και σαράντα σεντς (εκατοστά του δολαρίου). Με το που έβαλε, όμως, τα λεφτά στο ταμείο μπήκε στο μαγαζί ο Κώστας, με τη σακούλα, με τις κότες, στο χέρι.
- Τι πήρε, ρε ο πελάτης; είπε στο Σωτήρη.
- Δυο κότες.
- Εγώ τον έστειλα τον άνθρωπο. Νομίζεις πως κοιμάμαι; Και πόσο κάνουν δυο κότες;
- Τέσσερα σαράντα.
- Και γιατί ρε κλεφτρόνι χτύπησες στο ταμείο σαράντα τέσσερα σεντς; είπε ο Κώστας δείχνοντας το ταμείο.
- Τι συμβαίνει κουμπάρε; είπε ο Στάθης, μπαίνοντας στη μέση.
- Συμβαίνει πως ο τύπος έχει μακριά χέρια.
- Δεν είμαι κλέφτης, που να πάρει ο διάολος. Έκανα λάθος. Δεν πάτησα καλά το «μηδέν». Όπως και να το κάνουμε τα λεφτά είναι στο ταμείο.
- Βέβαια, αφού δεν πρόλαβες να τα πάρεις. Γνωστά τα κόλπα... Περίμενες να γίνει κάνα δεκαδόλαρο και να το τσιμπήσεις... 
Ο Σωτήρης άρχισε να κλαιει και βγαίνοντας απ’ το μαγαζί έκανε βόλτες στο πεζοδρόμιο.
- Κόφτο ρε... Ο Σωτήρης δεν είναι κλέφτης. Τα περισσότερα λάθη τα κάνεις εσύ, βλογημένε. Μα ακόμα κι αν ήταν μούτρο δε θα την έκανε τη λαδιά μπροστά μου, είπε ο Στάθης.
- Χε, χε, χε... Ξεχνάς πως εγώ είμαι τ’ αφεντικό... Μα κι έτσι να το πάρουμε έκανε ένα λάθος και τον διόρθωσα. 
- Όχι, δεν τον διόρθωσες. Τον έβγαλες κλέφτη!
- Έλα, ηρέμησε. Δεν ξέρεις από μπίσνες. Θα το πω πέρα δώθε πως είναι μακρυχέρης κι άιντε να βρει δουλειά. Έτσι θα τον έχω να μου δουλεύει για δεκάρες...
- Σταμάτα απαίσιε, είπε ο Στάθης, ενώ μέσα του είπε: «Και νομίζεις, ρε κουμάσι,  πως θα σ’ αφήσω!..»
- Χε, χε, χε... Γιατί δε λες πως είμαι καλός επιχειρηματίας; Έλα πήγαινε τώρα να τον φέρεις γιατί έχω αργήσει.
Ο Στάθης βγήκε απ’ το μαγαζί και πήγε κοντά στο Σωτήρη, που κάνοντας βόλτες παραμιλούσε κλαίγοντας.
- Σταμάτα ρε, δυο μέτρα άντρας! Άρχισες τα κλαψουρίσματα, αντί να του ρίξεις μια ανάποδη.
- Εσύ τουλάχιστο Στάθη, το ξέρεις πως έκανα λάθος.
- Θα τα πούμε μόλις φύγει ο κουμπάρος μου.
- Λοιπόν, παιδί, εγώ με την καλή μου την καρδιά, δέχομαι πως έκανες λάθος. Απ’ εδώ και πέρα, όμως, να προσέχεις, είπε μάλλον ειρωνικά στο Σωτήρη ο Κώστας κι έφυγε.
- Τα έκανα θάλασσα, γαμώτο του.., είπε ο Σωτήρης, στο Στάθη, μετά το φευγιό του Κώστα.
- Εδώ που τα λέμε έχει και λίγο δίκιο. Μα το μαγαζί είναι δικό του. Πάντως, μετά απ’ αυτό το επεισόδιο το κλίμα δε σε σηκώνει. Θα είσαι συνέχεια υπό το βλέμμα του Βούδα... Ύστερα, νομίζω, πως καλά θα είναι για κάποιο διάστημα να δουλέψεις σε κουζίνα. Τ’ αγγλικά σου δε φτάνουν για σερβίρισμα, είπε ο Στάθης, χωρίς ν’ αναφερθεί στις αφηρημάδες και τα παραμιλητά του Σωτήρη.
- Μα κι εγώ προτιμώ την κουζίνα.
Ο Στάθης πήρε την ελληνική εφημερίδα κι αφού έριξε μια ματιά στις αγγελίες είπε χαρούμενα:
- Την έψησες! Ένας καλός φίλος μου, ο Χριστόφορος, που έχει καφετερία, ζητάει βοηθό για την κουζίνα. Κι επειδή πρέπει να είναι ακόμα στο σπίτι του, θα του τηλεφωνήσω να περάσει απ’ εδώ πηγαίνοντας για το μαγαζί.
- Κι αυτά που σου χρωστάω;
- Τίποτε δε θ’ αλλάξει. Σάματις θα χαθούμε;
- Και το διαμέρισμα;
- Θα το θα κρατήσεις. Η καφετερία δεν είναι ούτε ένα τέταρτο με τα πόδια. Μάλιστα, κάθε πρωί θα σε παίρνει ο Χριστόφορος με τ’ αυτοκίνητό του.
- Κι αν δε τα πάω καλά και μ’ αυτόν;
- Χε, χε, χε... Ε, τότε θα σε στείλω στην Ελλάδα, στρατοδικείο και τα ρέστα. Μη χολοσκάς και κουλοχέρης αν ήσουν ο Χριστόφορος θα σε κρατούσε. Είπαμε είναι φίλος μου.
- Καλημέρα μπόις, είπε ο Χριστόφορος, μπαίνοντας στο μαγαζί.
- Καλός το παιδί, είπε ο Στάθης.
- Τι σ’ έπιασε απ’ τα χαράματα και μου τηλεφώνησες;
- Χε, χε, χε... Που να στα λεω! Ο Κώστας έβγαλε κλέφτη το Σωτήρη...
- Α, να χαθεί ο βλάκας... Νομίζει πως όλοι είναι σαν τα μούτρα του.
- Λοιπόν, νιόπλουτε.., θα πάρεις το Σωτήρη στο μαγαζί.
- Γιατί όχι;
- Δε μένει παρά να κανονίσουμε το μιστό του. Πόσα θα του δίνεις;
- Ας δει ο άνθρωπος το μαγαζί... να τον δω κι εγώ... και... βλέπουμε, είπε πονηρά ο Χριστόφορος
- Χε, χε, χε... Αυτά είναι κολπάκια της οκάς. Δεν περνάνε σε μένα. Ο ιδρώτας του εργαζόμενου δεν παζαρεύεται.
- Ουφ! Στριμμένο άντερο είσαι! Εντάξει, θα παίρνει τα κανονικά.
- Άιντε καλορίζικος, Σωτήρη, είπε ο Στάθης.


****

Ήταν Κυριακή βραδάκι κι ο Στάθης είχε ρεπό. Ξέροντας πως κι ο Σωτήρης δε δούλευε τις Κυριακές κι επειδή είχε να τον δει κάπου δυο μήνες, πήγε στο σπίτι του, κατά τις δέκα το βράδυ. Ο Σωτήρης μισάνοιξε την πόρτα και μόλις είδε το Στάθη πανικοβλήθηκε.
- Σε παρακαλώ, Στηβ, πήγαινε στην πιτσαρία του Κύπριου και σε πέντε λεπτά έρχομαι, είπε κλείνοντάς του κατάμουτρα την πόρτα.
Ο Στάθης παραξενεύτηκε. Μα να μην τον βάλει στο σπίτι του. Ύστερα, με το λίγο άνοιγμα της πόρτας, τον έπιασε μια μπόχα, μια βρώμα, λες κι άνοιξε κάνα σκουπιδοτενεκέ. Το πήγε λοιπόν αλλού. Πως, δηλαδή, ο Σωτήρης είχε κάνει το σπίτι του τεκέ και μαστούρωνε, έχοντας κι άλλους παρέα. Αντί, λοιπόν, να πάει στην πιτσαρία περίμενε στο διάδρομο. Μετά από λίγο άνοιξε την πόρτα, ξεθαρρεμένος ο Σωτήρης, και δίνοντας μια, ο Στάθης, μπήκε μέσα... και του ήρθε νταμπλάς. Το δωμάτιο ήταν γιομάτο σκουπίδια, που ξεπέρναγαν σε ύψος ακόμα και το κρεβάτι. Εκεί έβλεπες εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία, αποφάγια, βρόμικα ρούχα και βάλε.
Πέντε ώρες τους πήρε για να καθαρίσουνε το διαμέρισμα. Μέχρι που είχε σκουληκιάσει, ακόμα και το χαλί, απ’ την υγρασία. Στο τέλος είπε ο Στάθης στο Σωτήρη:
- Έλα άχρηστε. Πήγαινε να φέρεις μερικά αναψυκτικά. Πάω να σκάσω απ’ τη δίψα.
Φεύγοντας ο Σωτήρης, ο Στάθης, ταχτοποιώντας κάτι χαρτιά κι αποδείξεις, που ήταν πάνω στο τραπέζι, βρήκε και το διαβατήριο του Σωτήρη κι ανοίγοντάς το τα έχασε. Το επίθετο του Σωτήρη δεν ήταν Μπέλης, όπως του είχε πει, αλλά Τέχος.
- Βρε, τι έχω πάθει, ο ευκολόπιστος.. Με μαφιόζο έχω μπλέξει, σκέφτηκε ο Στάθης.
Με το ερχομό του Σωτήρη, του είπε:
- Πώς είπαμε πως είναι το επίθετό σου, Σωτήρη;
- Μπέλης. Γιατί;
Τότε ο Στάθης τον έπιασε απ’ τους γιακάδες. Με τ’ αριστερό χέρι τον κόλλησε στον τοίχο και σφίγγοντας τη δεξιά γροθιά του, ήταν τάχατες έτοιμος να την κατεβάσει στο κεφάλι του. Βέβαια, η σκηνή ήταν αρκετά κωμική. Ο Σωτήρης ήταν νέος, πιο ψηλός απ’ τον Στάθη και πιο μπρατσωμένος, αλλά τον είχαν πιάσει τα γνωστά τρεμουλιάσματά του.
-- Θα σου λιανίσω το κεφάλι! Μπέλης, λοιπόν. Και τότε γιατί το διαβατήριό σου λεει Τέχος; Και γιατί ανακάτωσες κι εμένα, με τα μαφιόζικά σου;
- Τώρα ήρθε η ώρα να τα μάθεις όλα. Να τα βγάλω κι εγώ από μέσα μου. Για πόσο ακόμα καιρό θα ζω μες στο ψέμα; Είπε ο Σωτήρης, κλαίγοντας μ’ αναφιλητά.
Είπε λοιπόν, στο Στάθη, όλα όσα ξέρουμε για τους γονείς του κι ακόμα περισσότερα. Πως, δηλαδή, ο πατέρας του κυκλοφορούσε, στην Ελλάδα, με λιμουζίνες και γκομενιζόταν, φέρνοντας τις φίλες του ακόμα και στο σπίτι τους, και πως όταν γνώρισε τη ζωή ο ίδιος, η μάνα του ήταν πάνω από πενήντα χρονών, ενώ ο πατέρας του δεν ήταν ούτε είκοσι πέντε, και πως κοιμόταν ο πατέρας του στην κρεβατοκάμαρα με την γκόμενά του, έχοντας τη μάνα του σαν υπηρέτρια.
- Έτσι, λοιπόν, Στάθη αρρώστησα κι εγώ. Απ’ τη μια λυπόμουν τη μάνα μου. Από μωρό έκανα ένα σωρό σχέδια. Το πώς, δηλαδή, θα ξεπάστρευα τον πατέρα μου. Άλλοτε σκεφτόμουν να τον δηλητηριάσω, κι άλλοτε να του χαλάσω τα φρένα του αυτοκινήτου του. Κι αυτό τράβηξε για χρόνια. Απ’ την άλλη, όμως, μεγαλώνοντας, τα έβαζα και με τη μάνα μου. Πως, δηλαδή, τον είχε κάνει σκλάβο της, με τα πλούτη της.
- Δε νομίζεις πως την αδικείς;
- Όχι, έχω πια σιγουρευτεί. Τον είχε γερά δεμένο κι εξακολουθεί να τον έχει. Αυτός, βέβαια, ξοδεύει πολλά διασκεδάζοντας, χωρίς όμως να έχει τίποτε δικό του. Ύστερα, έχει μεγαλύτερη ευθύνη η μάνα  μου. Είναι σπουδαγμένη. Ο πατέρας μου δεν έβγαλε ούτε το δημοτικό. Τώρα πια η μανά μου είναι γριά... κι ο πατέρας γύρω στα σαράντα πέντε. Δεν είναι σκλάβος και θύμα της; Λοιπόν, τον πατέρα μου τον χάλασε το πολύ το χρήμα. Έγινε αλαζονικός, ακατάδεκτος κι εγωιστής. Κανέναν δεν παραδέχεται, έχοντας πάνω του όλες τις ξιπασιές των πλουσίων. Επομένως κι εγώ – ο μοναχογιός του – έπρεπε να ξεχωρίζω απ’ τ’ άλλα τα παιδιά. Ήθελε να με βγάλει επιστήμονα. Δεν είχε, όμως, ιδέα απ’ αυτά τα πράγματα, νομίζοντας πως θα διέπρεπα με τις κλεισούρες και τα διαβάσματα. Δεν έζησα ούτε μια ώρα κι εγώ σαν παιδί. Μια δόση, όταν ήμουν ακόμα στο δημοτικό, επειδή με είδε να παίζω μπάλα με τους φίλους μου, με κλείδωσε στο στάβλο και μ’ έδεσε μαζί με τα ζωντανά, για δυο μερόνυχτα. Έτσι ήρθα κι έπαθα. Ούτε το γυμνάσιο δεν μπόρεσα να βγάλω. Τα παράτησα στην τέταρτη τάξη. Απ’ εκεί και πέρα με πήγαιναν απ’ τον ένα νευρολόγο στον άλλον, μέχρι που πήγα στο στρατό. Κι εδώ έχουν μεγάλες ευθύνες οι γονείς μου. Θα μπορούσα ν’ απαλλαγώ απ’ το στρατό. Αυτοί όμως, έκρυβαν τα προβλήματα που είχα με τα νεύρα μου. Αυτά, δηλαδή, που κάνουν οι περισσότεροι γονείς στην Ελλάδα. Στο τέλος μ’ έπιασε μια αγοραφοβία και ανθρωποφοβία, μπορώ να πω. Όταν βρισκόμουν ανάμεσα σε μερικά άτομα αγρίευα. Με τα χάλια που είχα πώς θα μπορούσα να μείνω σε μια μονάδα με χίλιους συνάδελφους και πώς θα κοιμόμουν σ’ ένα θάλαμο μ’ άλλους διακόσους; Με την πρώτη, λοιπόν, άδειά μου, είπα στους δικούς μου, πως εάν δε με βοηθούσαν να έρθω στην Αυστραλία, θ’ αυτοκτονούσα. Θέλεις κι άλλα, Στηβ;
- Και η σημερινή σου κατάσταση;
- Α, ναι ξέχασα... Υπάρχει και συνέχεια. Σιγά – σιγά άρχισα να φοβάμαι πολύ τον πατέρα μου. Μα και τώρα τον φοβάμαι, κι ας είμαι στην άλλη άκρη του κόσμου. Γι’ αυτό κρύβομαι πίσω από τον Μπέλη. Φοβάμαι μήπως έρθει, ο πατέρας μου, και με βρει ακόμα και στην Αυστραλία. Μα και τους άλλους ανθρώπους φοβάμαι. Τρέμω με το που ανεβάζει κανείς τη φωνή του. Θυμάσαι τα καμώματά, με τον εφημεριδοπώλή; Γι’ αυτό φοβάμαι και τις γυναίκες. Είμαι είκοσι τριών χρονών κι ακόμα δεν έχω πάει με γυναίκα.
- Και πώς την περνάς;
- Χμ.., μαλακίζομαι. Εσύ κι ο Χριστόφορος δεν απορείτε επειδή πηγαίνω συνέχεια στ’ αποχωρητήριο; Μούσι είναι η συχνοουρία. Πηγαίνω και την τραβάω. Μόλις βλέπω γυναίκα έρχομαι και παθαίνω κι αν δεν τραβήξω μία δεν ησυχάζω. Δεν μπορώ άλλο να συνεχίσω... και σε παρακαλώ να σταματήσεις τις ερωτήσεις...
Ο Στάθης τα έχασε; Τι θα μπορούσε να του πει; Μα δεν ήταν και γιατρός. Έκανε μερικές βόλτες μες στο διαμέρισμα, χωρίς να ξέρει από που ν’ αρχίσει.
- Ούτε κι εγώ ξέρω... τι να σου πω... Βέβαια, κουτσά στραβά τα κατάλαβα αυτά που μου είπες και νομίζω πως πρέπει να δεις γιατρό. Σημασία δεν έχει το τι έγινε στο παρελθόν. Αυτό πέταξε. και η ζωή συνεχίζεται. Ε, δε θα παλεύεις με φαντάσματα, προσπαθώντας να διορθώσεις κάτι που δε διορθώνεται. Λοιπόν, τι θα έλεγες, αν σε πήγαινα σ’ ένα γιατρό;
- Ναι, κι αμέσως κιόλας. Τώρα που ξεθάρρεψα κάτι πρέπει να κάνουμε.
- Δώσε μου μερικές μέρες κι όλα θα  ταχτοποιηθούν. 
- Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει τώρα. Κινδυνεύω!  Όλο έχω στο νου μου την αυτοκτονία.
- Ε, όχι ρε παιδί...
Ο Στάθης βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Σάματις ήξερε αν κινδύνευε και πόσο ο Σωτήρης; Πάντως, σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να τον αφήσει μόνο. Αυτός, με τα λεγόμενά του, χτυπώντας συναγερμό, ζητούσε βοήθεια. Ήταν, όμως, πέντε το πρωί. Βέβαια, αν ήταν ξένος, θα τον πήγαινε  στην αστυνομία. Τώρα όμως; Και πού θα έβρισκε γιατρό τέτοια ώρα;
- Λοιπόν, φύγαμε. Αν δε σε πάω σε γιατρό δε θα ησυχάσω.
- Μα που θα βρούμε γιατρό τέτοια ώρα;
- Υπάρχουν και οι πρώτες βοήθειες. Κι αυτοί γιατροί είναι.
Πήγαν, λοιπόν, στις πρώτες βοήθειες  του Κεντρικού Νοσοκομείου του Σύδνεϋ. Γιατρός υπηρεσίας ήταν μια κοπελιά ασιατικής καταγωγής. Αυτή τους είπε πως εκείνη τη μέρα - Δευτέρα  - είχαν ψυχίατρο στα εξωτερικά ιατρεία. Μόνο που έπρεπε να περιμένουν κάπου τρεις ώρες. Αφού συμφώνησαν έβαλε η γιατρός το Σωτήρη σ’ έναν κρεβάτι και του έκανε μια ηρεμιστική ένεση. Σε μερικά λεπτά τον πήρε ο ύπνος. Ο Στάθης βγήκε στην αυλή κι άρχισε να βολτάρει καπνίζοντας και μουρμουρίζοντας.
- Γαμώτο του... Έχω βαλθεί να ισιώσω όλα τα στραβά αγγούρια της κοινωνίας. Όπως πάω, στα σίγουρα θα γονατίσω κι εγώ. Αυτή είναι η τελευταία φορά, είπε μέσα του,  ξέροντας βέβαια, πως δε θα ήταν η τελευταία.
Με τα πολλά ήρθε ο γιατρός. Ήταν σαραντάρης, βλογιοκομμένος και κάπως άγαρμπος. Ήταν λιγνός, ψηλός, με χέρια που έφταναν μέχρι τα γόνατά του. Αφού άκουσε γι’ αρκετή ώρα τον Σωτήρη, με τη βοήθεια του Στάθη, αποφάνθηκε πως έπασχε από κατάθλιψη. Επίσης, είπε πως είχε και προβλήματα αυτοσυγκέντρωσης. Θα του έδινε αντικαταθλιπτικά χάπια, που μάλιστα θα του πείραζαν και τα μάτια. Κάτι, βέβαια, που θα ήταν περαστικό.
Ο Στάθης του ζήτησε μια βεβαίωση για το Υπουργείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Έτσι θα μπορούσε, ο Σωτήρης, να παίρνει το κρατικό επίδομα ασθενείας.
- Και γιατί αυτή η βεβαίωση; είπε ο γιατρός, μ’ έναν απότομο τρόπο, λες και του ζητούσαν δανεικά, αν και από μόνος του έπρεπε να τους δώσει τη βεβαίωση. 
- Μα για να συντηρηθεί, του είπε ο Στάθης.
Με βαριά καρδιά έγραψε τη βεβαίωση, ο γιατρός, και φύγανε παίρνοντας και τα χάπια απ’ το φαρμακείο του νοσοκομείου, ξέροντας πως θα έβλεπαν ξανά το γιατρό την ερχόμενη Δευτέρα.
Επειδή, ένα απ’ τα Γραφεία του Υπουργείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων ήταν δίπλα στο νοσοκομείο, πήγαν κι εκεί. Ο υπάλληλος μόνο που δεν έβαλε τα γέλια.
- Καλά, εδώ λεει πως ο νεαρός πάσχει από ψύχωση και του έδωσε βεβαίωση μόνο για δυο βδομάδες. Δηλαδή, πιστεύει πως σ’ αυτό το διάστημα θα γίνει καλά ο ασθενής του;
- Κανονικά τι βεβαιώσεις δίνουν οι γιατροί, τον ρώτησε ο Στάθης.
- Εξαρτάται απ’ την περίπτωση. Πάντως, οι ψυχίατροι όχι λιγότερο από τέσσερις μήνες. Ε, τώρα εμείς τι να του δώσουμε; Επίδομα μόνο για μερικές μέρες;
Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του Στάθη. Ήταν, όμως, πολύ κουρασμένος, σωματικά και ψυχικά και δεν ήθελε να πάει πίσω στο νοσοκομείο. Ύστερα, έπρεπε να πάει και για ύπνο. Το βράδυ είχε δεκάωρη βάρδια. Είπε, λοιπόν, στον υπάλληλο, πως την άλλη βδομάδα θα του πήγαιναν κι άλλη βεβαίωση κι αφού έστειλε τον Σωτήρη, που δεν είχε καταλάβει σχεδόν τίποτε, στο σπίτι του, πήγε στου Χριστόφορου. Το επίδομα από μόνο του δεν έφτανε, ούτε για το νοίκι του διαμερίσματος του Σωτήρη. Τα κανόνισε, λοιπόν, με το Χριστόφορο, ώστε ο Σωτήρης, να δουλεύει δυο ώρες τη μέρα, στην καφετερία, καβατζάροντας τα έξοδά του.

****

Ο Σωτήρης, κατά τα λεγόμενά του, βέβαια,  δεν τα πήγαινε άσκημα. Μάλιστα, έλεγε στο Στάθη πως ήταν εντάξει. Πως ούτε το γιατρό χρειαζόταν μα ούτε και το επίδομα ασθενείας. Δεν είχαν, όμως, έτσι τα πράγματα.  Μάλλον υποκρινόταν, γιατί φοβόταν τις ψυχασθένειες. Ο ψυχίατρος, πάλι, την άλλη Δευτέρα, αρνήθηκε να του δώσει κι άλλη βεβαίωση.
- Καλά, και πως θ’ αντιμετωπίσει όλα τα έξοδα του, γιατρέ; τον ρώτησε ο Στάθης.
- Να πάει να δουλέψει.
- Μ’ αφού τα χάπια του έχουν πειράξει τα μάτια, πώς θα δουλέψει; Και τι θα τρώει;
- Υπάρχουν πολλοί φιλανθρωπικοί οργανισμοί, στο Σύδνεϋ. Μπορεί να πηγαίνει να τρώει εκεί.
Ποιος είδε το Στάθη θυμωμένο και δε φοβήθηκε... Για πρώτη φορά αρπάχτηκε σχεδόν στα χέρια με άνθρωπο.
- Είσαι ρατσιστής! Το βέβαιο είναι πως αν το επίθετό του ήταν «Σμιθ», ή «Μπράουν», δηλαδή δικό σας, δε θα είχε πρόβλημα. Έτσι, λοιπόν... Όταν αρρωσταίνουν οι εργαζόμενοι, οι μετανάστες βέβαια, που τους θεωρείτε ανθρώπους δεύτερης κατηγορίας, πρέπει να πηγαίνουν στα φιλανθρωπικά μαγαζάκια, για ένα πιάτο φαγί...
Ξεσηκώθηκε η πτέρυγα των εξωτερικών ιατρείων. Ο πρώτος που εμφανίστηκε ήταν ένας ιδιωτικός αστυνομικός, απ’ την ασφάλεια του νοσοκομείου. Πού να πλησιάσει, όμως, το Στάθη, που ήταν σα γορίλας. Μετά ήρθε ο διευθυντής του νοσοκομείου που κατσάδιασε τον ψυχίατρο, μάλλον για να καλμάρει τον Στάθη, λέγοντάς του πως δε θα μπορούσε ένας ασθενής που έπαιρνε τόσο δυνατά χάπια να δουλέψει. Στη συνέχεια είπε στο Στάθη.
- Ελάτε στο γραφείο μου και θα σας δώσω βεβαίωση για τέσσερις μήνες και στο μέλλον θα βλέπετε εμένα κι όχι τον Δρ Τζαίϊμς Ντάκιν.
Ο Στάθης ήδη είχε μετανιώσει για τη στάση του. Θα μπορούσε να πει όλα όσα είπε και μάλιστα να κάνει περισσότερα, χωρίς όμως φωνές και ξεσπάσματα. Επειδή, μάλιστα δεν είχε ακόμα ηρεμήσει, πάλι τα θαλάσσωσε.
- Όχι, γιατρέ δε θα ξανάρθουμε σε σας. Δε σας έχουμε εμπιστοσύνη, είπε λες κι αν δεν ξαναπήγαιναν ο γιατρός θα τα έβαφε μαύρα.
Μετά από λίγο... το είχε μετανιώσει, βέβαια, αλλά ήταν αργά.
- Λοιπόν, Σωτήρη, αυτός είναι ο παράδεισος της Αυστραλίας. Μας έχει φουρκίσει ο ρατσισμός. Θα πάμε σ’ άλλον γιατρό, είπε ο Στάθης, βγαίνοντας απ’ το νοσοκομείο.
- Εγώ, Στάθη, το βλέπω αλλιώς το πράγμα. Η φτώχια μας φταιει. Τεμενάδες θα μου έκανε ο τύπος, αν είχα λεφτά και πήγαινα στο ιατρείο του.
- Λες να μην το ξέρω; Εκείνο, που μετράει όμως στη ζωή είναι να μπορείς να προχωράς με τους άλλους. Έτσι και γονατίσεις θα σε τσαλαπατήσουν! Βέβαια, χωρίς να κάνεις και μεγάλες υποχωρήσεις, βουλιάζοντας ηθικά. Άσε, λοιπόν, στην πάντα το «αν»... Μήπως, νομίζεις πως μόνο εσύ είσαι ασθενής αυτού του ρατσιστή γιατρού, ή δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι, τύπος; Ναι, οι άλλοι γιατροί είναι αγγελουδάκια έτοιμα να πετάξουν. Ύστερα, αφού ο διευθυντής ταχτοποίησε το θέμα μας τι χρειαζόντουσαν τα τσινίσματά μου; 
- Τι θες να πεις.
- Τρίχες! Θέλω να πω, πως, ας πούμε, πως διεκδικείς  κάτι απ’ το δημόσιο. Αν σου το δώσουν, αφήνεις στην πάντα τους εγωισμούς και τις τσιριμόνιες. Αυτά δε γεμίζουν στομάχια.
Πήγαν, αμέσως κιόλας σ’ έναν παθολόγο. Στην Αυστραλία δεν μπορούσες να πας σε ειδικευμένο γιατρό. Έπρεπε να σε στείλει ο παθολόγος σου. Στην περίπτωση του Δρ Ντάκιν μεσολάβησε η παθολόγος των πρώτων βοηθειών. Ο παθολόγος βρήκε μια κάποια μελαγχολία στο Σωτήρη κι όχι κατάθλιψη και του έδωσε άλλα φάρμακα. Αυτό το έκανε, μάλλον για να μη χάσει έναν πελάτη. Δεν είχε το δικαίωμα να δώσει τόσο δυνατά χάπια, για την κατάθλιψη, κι έπρεπε να στείλει το Σωτήρη σε ψυχίατρο. Και ποιο θα ήταν το κέρδος του;
Μετά από τρεις μήνες, ο παθολόγος, ήταν υποχρεωμένος να στείλει τον Σωτήρη σε ψυχίατρο, αφού τα φάρμακα που του είχε δώσει δε δούλεψαν. Ο Σωτήρης, όμως, τρομοκρατήθηκε προσποιούμενος πως ήταν καλά.
****

Ένα πρωινό, ο Σωτήρης, δεν περίμενε το Χριστόφορο έξω απ’ το σπίτι του, όπως έκανε κάθε πρωί και ο Χριστόφορος πήγε στο Στάθη και του είπε πως δεν μπορούσε να τον περιμένει περισσότερο.
- Καλά, σύρε στο καλό σου. Σε λίγο θα πάω εγώ στο σπίτι του. Μάλλον θα τον σκέπασε το πάπλωμα, είπε ο Στάθης.
Τελειώνοντας τη δουλειά του πήγε στο διαμέρισμα του Σωτήρη. Τον βρήκε αναστατωμένο. Του είπε πως δεν είχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα και πως δεν ήθελε να ξαναπάει σε ψυχίατρο. Μην ξέροντας τι να κάνει, ο Στάθης, τον πήρε με το έτσι θέλω, και πήγαν στο δικό του παθολόγο, με τον οποίον ήταν σχεδόν φίλοι. Τον είχε γιατρό για πολλά χρόνια. Πρώτα μπήκε ο Στάθης στο γραφείο, αφήνοντας το Σωτήρη στην αίθουσα αναμονής, κι αφού αναφέρθηκε σ’ όλο το ιστορικό, ο γιατρός, που ήταν  δικός μας, αλλά αυστραλογεννημένος, του είπε:
- Ας αρχίσουμε απ’ τον Δρ Τζαιϊμς Ντάκιν. Στα σίγουρα είναι ρατσιστής. Όταν ένας ασθενής ζητάει τη βοήθεια μας δε δικαιούμαστε να του την αρνηθούμε. Εμείς δεν είμαστε αστυνομικοί ή δικαστές και καθόλου δεν πρέπει να ενδιαφερόμαστε για την τσέπη του κράτους. Ύστερα, δεν είναι εύκολο να μας κοροϊδέψει κανείς παριστάνοντας τον άρρωστο. Αν πάλι κάποιος καπάτσος μας φέρει βόλτα, δε θα χαλάσει ο κόσμος. Εμείς ενδιαφερόμαστε για τους πολλούς, τους πραγματικά άρρωστους, κι όχι για τους λίγους, τους απατεώνες. Και ούτε μας ενδιαφέρει αν ο ασθενής δουλεύει για μερικές ώρες. Μα και το κράτος κλείνει τα μάτια. Πρώτα γιατί ξέρει πως υπάρχει κοινωνικό πρόβλημα, με τα επιδόματα της πείνας που δίνει Οι άρρωστοι, αν δεν έχουν κάποιο άλλο εισόδημα, δεν μπορούν να τα φέρουν βόλτα μ’ αυτά τα ψευτοεπιδόματα. Έπειτα, όλοι ξέρουμε, πως αυτές η επαφές του νευροπαθή, με τόσο κόσμο, στη δουλειά, είναι η καλύτερη θεραπεία. Όσο για τον αυτοερωτισμό του νεαρού... δεν τρέχει τίποτε. Αρκεί αυτό που κάνει να μην τον πειράζει. Να μην τα βάζει με τον εαυτό του, έχοντας τύψεις, που, πολλές φορές,  οδηγούν σ’ ανεξέλεγκτες  καταστάσεις. Αυτό θα το μάθουμε κι εγώ κι ο ψυχίατρος. Ξέρω πολλά άτομα και μάλιστα περασμένης ηλικίας, που πέρασαν έτσι όλοι τους τη ζωή. 
Στη συνέχεια μπήκε κι ο Σωτήρης στο γραφείο και του είπε ο γιατρός, καλαμπουρίζοντας.
- Χε, χε, χε... Μην τους φοβάσαι τους ψυχίατρους. Βέβαια, δεν είσαι ο μόνος. Αυτό το φόβο τον έχουν σχεδόν όλοι οι έλληνες, με τη γενική γνώμη που υπάρχει στην Ελλάδα, γύρω απ’ τις ψυχασθένειες. Μα κι αυτές μες στη ζωή είναι... Κι αυτές δικές μας είναι... Λοιπόν, δε θέλω να κάνω πειράματα δίνοντάς σου φάρμακα. Προτιμώ να σε δει αμέσως κιόλας ένας νευρολόγος.
Τον έστειλε, λοιπόν, στα εξωτερικά ιατρεία ενός μεγάλου νοσοκομείου. Εκεί τον έβλεπε μια νευρολόγος, που έκανε την πραχτική της εξάσκηση. Κι αυτή όμως διαφώνησε μ’ όλους τους άλλους γιατρούς, λέγοντας πως ο Σωτήρης έπασχε από μανιοκατάθλιψη, ή οξεία κατάθλιψη, κι άρχισε να του δίνει άλλα φάρμακα. Ο Σωτήρης τα πήγαινε καλούτσικα. Η κοπελιά, όμως, είχε ολοκληρώσει την εξάσκησή της και θα πήγαινε στην πατρίδα της, κάπου στη Νότια Αυστραλία.
- Θα τα κανονίσω να σε βλέπει ένας άλλος συνάδελφος, είπε στο Σωτήρη.
****
Κι ο νέος γιατρός, του Σωτήρη διαφώνησε μ’ όλους τους άλλους γιατρούς. Οι ψυχίατροι δύσκολα να συμφωνήσουν μεταξύ τους. Βαδίζουν στα τυφλά. Δεν έχουν και τίποτε ακτινογραφίες στα χέρια τους οι άνθρωποι. Παίρνουν σα βάση μόνο τις εμπειρίες τις δικές τους μα και των άλλων συνάδελφών τους.
- Η κατάσταση του νεαρού δεν είναι σοβαρή. Δεν τα χρειάζεται όλα αυτά τα φάρμακα που παίρνει. Θα παίρνει μόνο ένα χάπι την ημέρα που θα τον κάνει περδίκι. Θα τον βοηθήσει να ξεχνάει κάπως τα παλιά, που του πιπιλίζουν το μυαλό, είπε ο γιατρός στο Στάθη.  
Πάλι, λοιπόν, άλλαξε χάπια ο Σωτήρης. Ο Στάθης, όμως, παρατήρησε πως ο γιατρός δεν ήταν στα καλά του. Είχε μάλλον πνευματικές διαλείψεις. Μιλώντας, μαζί τους, σταματούσε την κουβέντα. Σήκωνε το κεφάλι, ρουφώντας τον αέρα, κάνοντας μάλιστα θόρυβο, όπως κάνουν τ’ άλογα, όταν χλιμιντρίζουν, ή κάτι σαν το «γλου, γλου, γλου», που κάνουν οι γαλοπούλες. Αυτό το έκανε περίπου κάθε πέντε λεπτά και μετά ξαναγύριζε στην κουβέντα, που είχε μαζί τους, χωρίς όμως να θυμάται που είχε σταματήσει.
- Λοιπόν, πού βρισκόμαστε; έλεγε κάθε φορά, αφού συνερχόταν. 
Μέχρι που μια δόση, την ώρα που «χλιμιντρίσματος» έβαλε τα γέλια ο Σωτήρης, χωρίς ο γιατρός να καταλάβει τίποτε.
- Χε, χε, χε... Μου φαίνεται, πως ο τύπος χρειάζεται νευρολόγο, είπε αργότερα, ο Σωτήρης στο Στάθη.
- Έλα! Όλα τα ξέρεις κι εσύ, του είπε ο Στάθης, που μάλλον είχε κουραστεί και πολύ μάλιστα. Για πάνω από έξι μήνες τραβιόταν με το Σωτήρη, πηγαίνοντάς τον απ’ τον έναν γιατρό στον άλλον, παραμελώντας ακόμα και τις δουλειές του σπιτιού του, μα ακόμα και τα εγγόνια του.
- Στάθη μου κάτι δεν πάει καλά μαζί σου. Το ξέρεις πως έχεις να παίξεις με τα εγγόνια μας εδώ και μήνες; Ξέχωρα που ο κήπος μας έχει πια αγριέψει, του είπε μια μέρα η γυναίκα του. 
Μετά από τριάντα χρόνια γάμου, για πρώτη φορά της μίλησε άσκημα:
- Μα γαμώ τα υπουργεία μου! Νομίζεις, πως δικαιούμαι ν’ αφήσω αυτόν τον νέο στο έλεος του Θεού και να καταπιαστώ με τον κήπο και τα εγγόνια σου; Αυτά έχουν τους γονείς τους, της είπε οργισμένα ο Στάθης.


****


Η κατάσταση του Σωτήρη πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο. Με το ζόρι δούλευε και τις λίγες ώρες στην καφετερία. Ξέχωρα, που έγινε πολύ βαρύς. Όχι, μόνο δεν καλαμπούριζε, αλλά ούτε που κουβέντιαζε με κανέναν.
- Ο Σωτήρης μου είπε πως δεν τα πάει καλά, είπε ο Χριστόφορος στο Στάθη, ένα βράδυ.
- Δηλαδή τι έχει;
- Θα σου τα πει ο ίδιος, είπε ο Χριστόφορος, βλέποντας το Σωτήρη να μπαίνει στο μαγαζί.
- Λοιπόν, Σωτήρη για λέγε, του είπε ο Στάθης.
- Δεν ξέρω... από πού ν’ αρχίσω.
- Πες τα, ρε Σωτηράκη, όπως θέλεις. Κάτι θα καταλάβουμε.
- Να.., συνέχεια έχω στο νου μου... την αυτοκτονία. Δηλαδή..., σκέπτομαι... πως η ζωή δεν αξίζει και πως.... ο θάνατος λυτρώνει τον άνθρωπο.
- Χε, χε, χε... Όχι δα... Ε, τότε γιατί τρώμε; γιατί ντυνόμαστε; γιατί παίρνουμε φάρμακα; Θα τηλεφωνήσω αμέσως στο γιατρό σου. Σάματις βρισκόμαστε σε κάνα κουτσοχώρι της Ελλάδας; Από γιατρούς πάμε να σκάσουμε, είπε ο Στάθης και πήγε στο τηλέφωνο.
Ο γιατρός του είπε να μην ανησυχεί. Να πάρει διπλή δόση υπνωτικού ο Σωτήρης και το πρωί να πάνε να τον δουν.
- Είσαι σίγουρος γιατρέ;
- Εσύ τι δουλειά κάνεις.
- Μάγειρας είμαι.
- Κοίταξε λοιπόν, τη μαγειρική σου κι άφησέ με να κάνω τη δουλειά μου!
- Συγγνώμη γιατρέ.
- Λοιπόν, είπε ο Χριστόφορος, με το που κατέβασε τ’ ακουστικό ο Στάθης.
- Τίποτε δεν είναι. Το πρωί θα πάμε να τον δούμε.
- Και γιατί του είπες πως είσαι μάγειρας;
- Σαχλαμάρες... Έκανα κάτι εξυπνάδες στον άνθρωπο και μ’ έβαλε στη θέση μου.
- Χε, χε, χε… Ε, γι’ αυτό λέμε: ο παπάς, παπάς κι ο ζευγάς, ζευγάς… Εμείς δεν είμαστε γιατροί, είπε ο Χριστόορος. 
Ο Σωτήρης πήγε στο διαμέρισμά του και τα έβαλε όλα κάτω.., αλλά με το άρρωστο μυαλό του. Με τη σκοτοδίνη που είχε τίποτε το καλό δεν έβρισκε στη ζωή. Μα και τίποτε το ευχάριστο δεν μπορούσε να θυμηθεί απ’ τη δική του ζωή, αν και, παρόλα τα προβλήματά του, είχε κι αυτός ευτυχήσει, σε πολλά στάδια της ζωής του. Δεν είχε τίποτ’ άλλο στον νου του παρά μόνο εκδίκηση. Ήθελε να εκδικηθεί όλους και περισσότερο τους δικούς του. Να εκδικηθεί τη μάνα του, που τον ταλαιπώρησε με τον παράλογο γάμο της. Να εκδικηθεί τον πατέρα του, που με τ’ άσκημα χούγια του τον έφερε σ’ αυτά τα χάλια. Επίσης, να εκδικηθεί και το γιατρό του, αφού βρήκε λίγη δύναμη μέσα του και ζήτησε τη βοήθεια του κι αυτός τον έστειλε για ύπνο. Ήθελε, επίσης να εκδικηθεί κι όλους τους άλλους γιατρούς, που άφησαν στα χέρια του τόσα χάπια, τόσα δηλητήρια. Με το που άλλαζε γιατρό και χάπια, έμεναν στα χέρια του τα χάπια του προηγούμενου γιατρού.
Χωρίς, λοιπόν, κανένα δισταγμό πήρε απ’ το ντουλάπι όλα τα φάρμακα - εκατοντάδες χάπια - κι όντας σίγουρος γι’ αυτό που έκανε, τα άδειασε όλα σ’ ένα πιάτο. Κάθισε και με τη βοήθεια του νερού τα κατάπιε όλα. Τα δηλητήρια του καταπότισαν το σώμα και με το που έπεσε στο κρεβάτι, τον πήρε ο ύπνος. Τι σόι ύπνος, όμως, ήταν κι αυτός;
Την άλλη μέρα, ο Στάθης, δεν πήγε στο σπίτι του, αλλά στο διαμέρισμα του Σωτήρη. Χτύπησε αρκετές φορές την πόρτα και μην παίρνοντας απάντηση, το έζωσαν τα ζουζούνια. Το διαμέρισμα ήταν ισόγειο και το παράθυρο της κουζίνας του έβλεπε στην αυλή της πολυκατοικίας. Ο Στάθης, που ήξερε τα κατατόπια του χτιρίου, πήγε κι απ’ εκεί και βλέποντας τ’ αδειανά μπουκαλάκια πάνω στο νεροχύτη, ειδοποίησε την αστυνομία. Οι αστυνομικοί παραβίασαν την πόρτα. Ο Σωτήρης ήταν στο κρεβάτι κι απ’ το στόμα του έβγαιναν κιτρινοπράσινοι αφροί.
Τέσσερις μέρες έμεινε σε κώμα ο Σωτήρης στην υπερεντατική. Ο Στάθης βρισκόταν μέρα νύχτα δίπλα του. Ούτε στη δουλειά του δεν πήγαινε. Οι γιατροί του είπαν πως η τέταρτη μέρα ήταν η κρίσιμη. Πολλά ήταν τα ενδεχόμενα. Θα μπορούσε, ο Σωτήρης,  να ξυπνήσει, ή να πεθάνει, ή τέλος να μείνει σε κωματώδη κατάσταση γι’ άγνωστο χρονικό διάστημα. Την τέταρτη μέρα, ο Στάθης, σκέφτηκε πως δεν ήταν συγγενής του Σωτήρη και νόμισε πως θα έπρεπε να ειδοποιήσει τον θείο του. Πώς, όμως, θα γινόταν αυτό, αφού δεν είχε το τηλέφωνό του μα ούτε και το επίθετό του ήξερε; Γι’ αυτό τηλεφώνησε στην Ελληνική Λέσχη του Σύδνεϋ. Έτσι ειδοποιήθηκε κι ο Ζουμπάς.
Ο Σωτήρης ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι ανάσκελα. Του είχαν οξυγόνο στη μύτη  κι ορό στο ένα χέρι. Επίσης του είχαν φορέσει ειδικά γάντια. Στα δάχτυλα των γαντιών υπήρχαν κάτι σπάγκοι, που κατάληγαν σ’ ένα πιο χοντρό σπάγκο. Αυτοί οι σπάγκοι, κι απ’ τα δυο χέρια του,  ήταν δεμένοι στα πλαϊνά του κρεβατιού. Έτσι δε θα μπορούσε, ο Σωτήρης, με μια σπασμωδική κίνησή ν’ αφαιρέσει το οξυγόνο ή τον ορό.

Στο τέλος της τέταρτης μέρας κάπως κουνήθηκε ο Σωτήρης. Ο Στάθης πετάχτηκε απ’ την καρέκλα του, καταχαρούμενος, και του έπιασε το χέρι. Αυτός άνοιξε λίγο τα μάτια, τον κοίταξε, κάπως του χαμογέλασε.., σφίγγοντας λίγο και το χέρι του, και γέρνοντας το κεφάλι ξεψύχησε. Ο Στάθης έδωσε το τηλέφωνο του Ζουμπά στις νοσοκόμες και χωρίς άλλη κουβέντα πήρε το δρόμο για το Κινγκς Κρος, για τη βραδινή του βάρδια, σιγανομουρμουρίζοντας: «Κατάρα στην κοινωνία που ταπώνει τα κουσούρια της... Κατάρα στην κοινωνία, που δυναμώνει σε βάρος των νέων».



Γιώργος Μακρίδης
Λογοτέχνης-Θεατρικός Συγγραφέας-Αυστραλία