Το έπος του Ελληνικού Λαού και το Έπος του Θρακός Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου για Ελευθερία και Εθνική Ανεξαρτησία
Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Οι λέξεις «Έπος» και «Εθνική Εποποιία» εκφράζουν στον απόλυτο βαθμό τους εθνικούς και αντιστασιακούς αγώνες του ελληνικού λαού για το ύψιστο αγαθό της ελευθερίας έναντι του φασισμού και του ναζισμού κατά την φρικτή Ιταλο-Γερμανική κατοχή (1940-1944). Οι λέξεις αυτές τις οποίες η αδέκαστη ιστορία διά «πολλών τεκμηρίων» απέδωσε και καθιέρωσε μέσα στις χρυσές και αιματόβρεχτες σελίδες του «Έπους του ’40», εκφράζουν προσφυώς και δικαίως την απαράμιλλη ηρωική και εθνομαρτυρική αντίσταση του ελληνικού κλήρου και λαού που προκάλεσε τον θαυμασμό όλης της υφηλίου.
Οι λέξεις «Έπος» και «Εθνική Εποποιία» εκφράζουν στον απόλυτο βαθμό τους εθνικούς και αντιστασιακούς αγώνες του ελληνικού λαού για το ύψιστο αγαθό της ελευθερίας έναντι του φασισμού και του ναζισμού κατά την φρικτή Ιταλο-Γερμανική κατοχή (1940-1944). Οι λέξεις αυτές τις οποίες η αδέκαστη ιστορία διά «πολλών τεκμηρίων» απέδωσε και καθιέρωσε μέσα στις χρυσές και αιματόβρεχτες σελίδες του «Έπους του ’40», εκφράζουν προσφυώς και δικαίως την απαράμιλλη ηρωική και εθνομαρτυρική αντίσταση του ελληνικού κλήρου και λαού που προκάλεσε τον θαυμασμό όλης της υφηλίου.
Οι Έλληνες Ορθόδοξοι κληρικοί υπήρξαν τα «Πρόσωπα-σύμβολα» σε όλους τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες της πατρίδος και σε πλείστες όσες περιπτώσεις απετέλεσαν τα φωτεινά ιερά και αθάνατα πρότυπα ηρωισμού και ασύγκριτης αυτοθυσίας υπέρ του αγωνιζόμενου και δεινώς δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού. Ιεράρχες, Ιερείς, Ιερομόναχοι, Μοναχοί και Μοναχές πότισαν με το αίμα τους το «δένδρο της Ελευθερίας» και δι’ αυτού άρδευσαν την ευλογημένη ελληνική γη «δια του Χριστού την πίστιν την αγίαν και της πατρίδος την ελευθερίαν».
Οι απαράμιλλες ηρωικές πράξεις αυτοθυσίας του Ορθοδόξου κλήρου δεν συνέβησαν, ως συνήθως γράφεται, μόνον κατά την περίοδο του υψίστου και κορυφαίου αγώνος για την εθνική παλιγγενεσία (1821), αλλά και κατά τη διάρκεια της Ιταλο-Γερμανικής κατοχής (1940-1944) στην Ελλάδα, όταν οι παντός βαθμού Έλληνες Ορθόδοξοι κληρικοί, από τους τότε Αρχιεπισκόπους Αθηνών Χρύσανθο και Δαμασκηνό, και μέχρι τον τελευταίο γνήσιο πατριώτη Παπά και Καλόγερο, υπέμειναν ανδροπρεπώς και γενναιοφρόνως ανθιστάμενοι το «εθνικόν μαρτύριον» και έδωσαν αφόβως και αόκνως την «Ορθόδοξη μαρτυρία» υπέρ του δεινώς δοκιμαζομένου και μαρτυρικώς καταδιωκομένου ελληνικού λαού, μπολιασμένοι «ως ένα σώμα και μια ψυχή» με τον λαό, ως τέκνα, «σαρξ εκ της σαρκός, οστούν εκ των οστέων και αίμα εκ του αίματος», και αυτοί οι ίδιοι αυτού του ανυπότακτα υπερήφανου και αδούλωτου λαού.
Η αδέκαστη ιστορία λοιπόν στις ηρωικές σελίδες του Ελληνικού Γένους έχει καταγράψει αψευδώς την εθνική και αντιστασιακή δράση των Ελλήνων Ορθοδόξων κληρικών εκ των οποίων πολλοί -ακόμη και Ιεράρχες- συγκρότησαν και ενίσχυσαν τις αντιστασιακές οργανώσεις γενόμενοι μάλιστα κορυφαία ενεργά μέλη αυτών και επιδεικνύοντας πρωτοφανή και πρωτόγνωρη συμμετοχή ακόμη και στον ένοπλο αντιστασιακό αγώνα για την αποτίναξη της Ιταλο-Γερμανικής «Κατοχικής μπότας» και την απελευθέρωση της Ελλάδος.
Ο εκ Κομοτηνής καταγόμενος, υπερήφανος και υψιπέτης Θράκας, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης (1938-1941), ο από Τραπεζούντος, υπήρξε αναμφιβόλως ο «Πρώτος Αντιστασιακός», ο οποίος με τις ηρωικές και γενναιόφρονες αυτοθυσιαστικές πράξεις καθώς και τους πεπληρωμένους πνεύματος ελευθερίας και ελληνορθοδόξου αξιοπρέπειας και ακατάβλητου θάρρους λόγους του κατέστη από τον Οκτώβριο του 1940 έως και τον Ιούλιο του 1941, το ακατάβλητο «Σύμβολο του Έθνους» απέναντι στην Ιταλο-Γερμανική ιταμότητα και ωμότητα.
Στο άκουσμα του αποστομωτικού «Όχι» ολοκλήρου του Έθνους που ως ηχηρό ράπισμα επέπεσε, κατά τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, στους θρασείς επιβουλείς, προσετέθη και το αντιστασιακό υπερήφανο «Όχι» του αγέρωχου εκκλησιαστικού ανδρός, Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου, ο οποίος ολίγες ημέρες μετά την κήρυξη του Ιταλο-Ελληνικού Πολέμου και ενώ τα «Παιδιά της Ελλάδος» πολεμούσαν σκληρά τον φασίστα επιβουλέα στα χιονισμένα βουνά, απέστειλε στις 16 Νοεμβρίου 1940 ως Πρόεδρος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος επιστολή καταγγελίας της απρόκλητης ιταλικής επιθέσεως εναντίον του ελληνικού λαού «Προς τας απανταχού της Οικουμένης χριστιανικάς Εκκλησίας», στην οποία έγραφε τα εξής: «Από πολλών ημερών η μικρά Ελλάς αμύνεται προς τα πλήγματα της αδίκου επιθέσεως μιάς μεγάλης δυνάμεως, της Φασιστικής Ιταλίας, επιλαθομένης, ότι εντεύθεν εξεπορεύθησαν οι εν τω Ευαγγελίω γεννήσαντες και το πρώτον γάλα της ευσεβείας ποτίσαντες αυτήν, και κατόπιν πάλιν οι διαλύσαντες τα νέφη του μεσαιωνικού σκότους και εν τω Ελληνικώ πνεύματι και τη Ελληνική παιδεία εις λουτρόν παλιγγενεσίας και αναγεννήσεως αναβαπτίσαντες και εις το φως και την αλήθειαν επαναγαγόντες αυτήν.
Και αφού εξήντλησεν όλας τας αφορμάς, υπομιμνησκούσας τας προτάσεις του λύκου του Αισωπείου μύθου, ίνα καταβροχθίση το αρνίον, αφού εν χριστιανική μεγάλη πανηγύρει της Παναγίας, επίκρανε την χαράν της Εορτής διά του Τορπιλισμού του μετέχοντος της πανηγύρεως Ελληνικού Ευδρόμου «Έλλη», ο δε ελληνικός λαός, φεύγων τας αφορμάς των θελόντων αφορμάς κατέπινε τον εκ τούτου πόνον και την πικρίαν και εσιώπα, εν τέλει κρύψασα το δολοφόνον ξίφος υπό τον πέπλον της νυκτός, επετέθη κατά της ημετέρας Πατρίδος, ίνα καταλύση, την αντί πολλού αίματος κτηθείσαν και φυλαχθείσαν ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν αυτής, καθ’ ημέραν δε πλήττει από αέρος αμάχους πληθυσμούς ανοχυρώτων πόλεων και χωρίων και κρημνίζει ναούς του Θεού. Και κατά τούτων μεν ως και υπέρ της ελευθερίας αμύνεται ηρωικώς ο ελληνικός Στρατός και Λαός.
Αλλά την άδικον και αντίθετον ταύτην πράξιν της επιθέσεως της Φασιστικής Ιταλίας και τους εμπρησμούς θεωρεί καθήκον της η Εκκλησία της Ελλάδος να καταγγείλη εις τας απανταχού της Οικουμένης Χριστιανικάς Εκκλησίας, και πέποιθεν, ότι όλαι κατά τον νόμον της των μελών του αυτού σώματος κοινωνίας και αλληλεγγύης θα αγανακτήσετε επί τοις τολμηθείσι και θα λογισθήτε, ότι η γενομένη επίθεσις είνε ανατροπή θείων και ανθρωπίνων νόμων και τυραννίς και ύβρις κατά των ελευθέρων ανθρώπων, παρακαλεί δε να αναλάβητε ζήλον Χριστού και διαμαρτυρηθήτε και κινηθήτε και κινήσητε τους λαούς υμών αξίως του αδικήματος, ίνα μάθωσι πάντες ως κοινόν εχθρόν και νομίζωσι τον άρπαγα και να προΐστανται των αδικουμένων και να αμύνωνται υπέρ των αιωνίων και ακαταλύτων της χριστιανικής θρησκείας αληθειών, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, αληθείας και αγάπης, υπέρ ων Χριστός απέθανε και τας κατά τόπους Εκκλησίας της Οικουμένης φρουράς αυτών, ως και του όλου χριστιανικού πολιτισμού κατέστησεν.
Ευξώμεθα όση ημίν δύναμις, ίνα ο Κύριος παύση τα φρυάγματα των Εθνών και αποδώση τοις λαοίς και τη Οικουμένη την ελευθερίαν, την ειρήνην και την Βασιλείαν Αυτού».
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ταυτόχρονα οργανώνει και ενεργοποιεί έναν ολόκληρο μηχανισμό προσφοράς βοηθείας και ηθικής στηρίξεως στους Έλληνες μαχομένους στρατιώτες. Με την οργάνωση «Πρόνοια Στρατευομένων» συγκέντρωσε μέσω 2.000 εθελοντών, πολλά εκατομμύρια δραχμές για την ενίσχυση των οικογενειών των στρατευομένων. Ο ίδιος προσωπικά και ειδική ομάδα ιερέων επισκέπτονταν τακτικά τα νοσοκομεία για την τόνωση του ηθικού των τραυματιών. Για δε την τόνωση του ηθικού των στρατιωτών του μετώπου, συχνή ήταν και η αποστολή Γραμμάτων Παρηγορίας καθώς και θρησκευτικών εντύπων.
Ως μνημειώδης αθάνατος εθνικοπατριωτικός λόγος θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί το γενναίο και εθνεγερτήριο Διάγγελμα της Αγίας και Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος εκ προσώπου της Ιεράς Συνόδου απηύθυνε κατά το εσπέρας της 6ης Απριλίου 1941 προς τον Ευσεβή Ελληνικό Λαό και προς τον ηρωϊκώς μαχόμενο φιλόχριστο Στρατό, όταν η Χιτλερική Γερμανία εκήρυξε τον πόλεμο και άρχισε τις επιθέσεις της εναντίον της Ελλάδος. Στο συγκλονιστικό εκείνο ιστορικό και μεγαλειώδες Διάγγελμα, υπό τον τίτλο: «Η Ιερά Σύνοδος επί τη Νέα Καθ’ Ημών Επιθέσει», ο Αθηνών Χρύσανθος έγραφε: «Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, Από της σήμερον ημέρας και έτερος εχθρός, η Χιτλερική Γερμανία, αδίκως και ανάνδρως επιτίθεται κατά της Ιεράς ημών Χώρας. Η Α.Μ. ο Βασιλεύς και η Εθνική Κυβέρνηση καλούσιν ημάς εις νέας θυσίας προς υπεράσπισιν της πίστεως ημών και του δικαίου και της Ελευθερίας.
Εις όμοιον αγώνα αποδύεται και ο ομόδοξος ηρωικός λαός ετέρας ιεράς γης, της γείτονος Γιουγκοσλαβίας, καθ’ ης την αυτήν ημέραν και ώραν ήρξατο επιτιθέμενος ο κοινός πολέμιος. Αι δυνάμεις της ύλης και του σκότους συνώμοσαν κατά της δυνάμεως του πνεύματος και του φωτός.
Αλλ’ ο μέγας Θεός, όστις είναι Πνεύμα, Φως και Ζωή δε θα επιτρέψει την βασιλείαν του σκότους, και, όπως μέχρι τούδε ενίσχυσεν όπλα τα ιερά και δια της απαραμίλλου ανδρείας και γενναιότητος υμών κατέρριψε τον εξ Ιταλίας αντίθετον Γολιάθ, ούτω θα συντρίψη και τον εκ Γερμανίας Εκατόγχειρα Τυφυέα, και θα ανατείλη, και πάλιν εις την καθ’ ημάς Ανατολήν και καθ’ όλην την οικουμένην τον ήλιον της Δικαιοσύνης και Αληθείας.
Επί τη πίστει ταύτη η Εκκλησία της Ελλάδος ευλογεί τους νέους ιερούς αγώνας και εύχεται, ίνα ο ισχυρός του Κυρίου βραχίων κατευθύνη τους πιστούς συμμάχους Στρατούς εις νέα τρόπαια νίκης και θριάμβους προς διάσωσιν του κινδυνεύοντος Χριστιανικού Πολιτισμού, εν ω και μόνω είνε δυνατόν να ζώσι καλώς οι ευγενείς λαοί∙ «Αλλ’ ή καλώς ζην ή τεθνηκέναι τον ευγενή χρη». Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού είη μετά πάντων ημών».
Όταν τον Απρίλιο του 1941 κατέρρευσε το μέτωπο και επακολούθησε η φρικτή και απάνθρωπη ξενική γερμανική κατοχή, εφάνη η μεγαλοσύνη του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου όχι τόσο με όσα έγραψε αλλά κυρίως με όσα γενναιοφρόνως, ανδροπρεπώς και εθνοπρεπώς έπραξε. Οι ιστορικές μεγάλες ώρες του έθνους εσφραγίσθηκαν από την δράση του Αθηνών Χρυσάνθου, ο οποίος ανεδείχθη σε αληθή και ακατάβλητο Εθνάρχη, δεδομένου ότι οι ταγοί της πολιτείας (Βασιλεύς Γεώργιος ο Β΄ και Ελληνική Κυβέρνηση) είχαν ήδη εγκαταλείψει την χώρα και βρίσκονταν στη Μέση Ανατολή. Ο δε αοίδιμος λόγιος Αρχιμ. Άνθιμος Παπαδόπουλος, ο οποίος υπήρξε Διευθυντής του «Ιστορικού Λεξικού» της Ακαδημίας των Αθηνών και Πρόεδρος της Επιστημονικής Περιοδικής Σειράς: «Αρχείον του Πόντου», αναφερόμενος στη στάση του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου όταν ο Βασιλεύς και η Ελληνική Κυβέρνηση εγκατέλειπαν την Ελλάδα, γράφει χαρακτηριστικά: «…Ηκολούθησεν η αποφράς ημέρα της γερμανικής κατοχής. Ο αγαθός ποιμενάρχης επροτίμησε να παραμείνη εις την υποδουλωθείσαν πατρίδα συμπάσχων παρήγορος του χριστεπωνύμου πληρώματος, ενώ ηδύνατο να παρακολουθήση εις την εξορίαν την ελληνικήν Κυβέρνησιν καθώς του επροτάθη υπό του Βασιλέως. Εις την πρότασιν ταύτην του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ απήντησεν ως εξής: «Η θέσις μου ως εθνάρχου είναι να παραμείνω εδώ διά να προστατεύσω τον ελληνικόν λαόν».
Όταν οι Γερμανοί εισήρχοντο ως κατακτητές στην πόλη των Αθηνών και οι συνθηκολογήσαντες ημέτεροι επρόκειτο να παραδώσουν την πρωτεύουσα του κράτους, εκείνος είπε το πρώτο προσωπικό του «Όχι» αρνούμενος να συμμετάσχει στην υποδοχή των Γερμανών και στην συμβολική παράδοση της πόλεως των Αθηνών. Ο ίδιος στο προσωπικό του ημερολόγιο γράφει χαρακτηριστικά: «24 Απριλίου 1941. Έρχονται εις επίσκεψίν μου ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας κ. Πεζόπουλος και ο Δήμαρχος κ. Πλυτάς κατ’ εντολήν του Υφυπουργού Ασφαλείας κ. Μανιαδάκη διά να μοι είπουν ότι μετά των ανωτέρω δύο και του φρουράρχου Αθηνών Στρατηγού Καβράκου θα παραδώσωμεν την πόλιν εις τους Γερμανούς. Απήντησαν ότι εις το έργον τούτο ουδεμίαν θέσιν έχει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Νομίζω μάλιστα ότι και σεις οι άλλοι είσθε πολλοί και ότι θα έφθανεν εις κατώτερος αξιωματικός δια να είπη εις τους Γερμανούς ότι η πόλις δεν αμύνεται και ότι είναι ελεύθεροι να εισέλθουν. Επέμεινον και επανέλαβον ότι έργο του Αρχιεπισκόπου είναι όχι να υποδουλώνη, αλλά να ελευθερώνη… Δεν βλέπω λοιπόν τον λόγον δια τον οποίον πρέπει ο Αρχιεπίσκοπος να παραδώση τώρα την πόλιν εις τους Γερμανούς… 25 Απριλίου. Έρχεται ο κ. Πλυτάς δια να μοι είπη ότι διεβίβασαν όλα εις τον κ. Μανιαδάκην, αλλ’ ότι ο κ. Μανιαδάκης επιμένει να είμαι και εγώ μεταξύ των μελλόντων να παραδώσουν την πόλη και ότι εάν έχουν σκοπόν να προσβάλουν οι Γερμανοί τον Αρχιεπίσκοπον δύνανται να κάμουν αυτό και εδώ εις την Αρχιεπισκοπήν. Απήντησα ότι υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ του να υπάγη ο Αρχιεπίσκοπος εις προϋπάντησιν των Γερμανών και να προσβληθή και του να έλθουν οι Γερμανοί εδώ εις την Αρχιεπισκοπήν και να τον προσβάλουν ή και να τον φονεύσουν…».
Στις 27 Απριλίου ο Αρχιεπίσκοπος καλείται να χοροστατήσει στην τέλεση δοξολογίας επί τη παραδόσει της πόλεως των Αθηνών αλλά και πάλι ευθαρσώς αρνείται να υπακούσει και να εκτελέσει την διαταγή των κατακτητών. Κατόπιν της αξιοπρεπούς αυτής στάσεως του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, ο Γερμανός Στρατηγός Stumme αιτείται να τον συναντήσει στην Ιερά Αρχιεπισκοπή, όπου η στιχομυθία μεταξύ των δύο ανδρών αποκαλύπτει το αδούλωτο και άκαμπτο ελεύθερο ελληνικό φρόνημα του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος γράφει στο προσωπικό ημερολόγιό του, τα εξής: «…Περί την Τετάρτην μ.μ. έρχεται ο Στρατηγός του Δευτέρου Σώματος Στρατού Stumme συνοδευόμενος από τον Klemm, Στρατιωτικόν Ακόλουθον της Γερμανικής Πρεσβείας Γερμανολεβαντίνον εκ Σμύρνης, όστις επί τέσσαρα έτη κατεσκόπευε την Ελλάδα και τον Ελληνικόν Στρατόν, και από τον νεοδιορισθέντα Γερμανόν φρούραρχον Αθηνών. Τους υποδέχομαι εντός του Συνοδικού με αθυμίαν και κατήφειαν. Πώς να αρχίσω την συνομιλίαν; Φαίνεσθε, του λέω, κουρασμένος. Ναι, απαντά. Βρήκαμε γεφύρας και δρόμους κατεστραμμένους. Τα κατέστρεψαν οι Άγγλοι. Ποιος θα τα επανορθώση; Οι Άγγλοι οφείλουν να πληρώσουν. Θα πληρώση όποιος νικηθή, λέγω. Κατά την διαδρομήν ημών δια της Ελλάδος με ευχαρίστησιν παρετήρησα ότι πολλοί ομιλούν γερμανικά. Ναι, του είπα, υπήρχον πολλοί, οίτινες ήσαν θαυμασταί του γερμανικού πολιτισμού: αλλ’ αφ’ ότου εκήρυξεν η Γερμανια τον πόλεμον κατά της Ελλάδος θα έμειναν ολίγοι ή κανείς.
Πράγματι έχει λυπήσει πολύ τον ελληνικόν λαόν διότι η Γερμανία αναιτίως εκήρυξε τον πόλεμον κατά της Ελλάδος: διατί τον εκήρυξεν; Αυτά, απαντά, είναι ζητήματα πολιτικής. Εις τον δρόμον, λέγει, μας έρραιναν με άνθη. Αυτοί, του απαντώ, βεβαίως δεν ήσαν Έλληνες. Επείγει, του λέω, το ζήτημα του επισιτισμού του τόπου. Θα έλθη, απαντά, προσεχώς ιδιαιτέρα επιτροπή Επισιτισμού. Και τώρα, του λέγω, πού θα υπάγετε; Όπου διατάξει ο Φύρερ, απαντά, διότι ημείς δεν κάμνομεν τίποτα εκτός εκείνου το οποίον διατάσσει ο Φύρερ. Και όταν εσηκώθη ο Στρατηγός να με αποχαιρετήσει, πρόσθεσα: «Προσέξατε, Στρατηγέ μου, να μη τραυματίσητε την υπερηφάνειαν του Ελληνικού λαού». Επί τούτω ανεχώρησε και αυτός και η συνοδεία του. Ανεχώρησα εις το σπίτι μου τεθλιμμένος, έπεσα εις το κρεββάτι και έκλαυσα πικρότατα».
Όταν ο Τσολάκογλου και οι συν αυτώ συνθηκολόγησαν με τις Γερμανικές δυνάμεις κατοχής ήλθε και το ζήτημα να ορκίσει ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος την «ψευδοκυβέρνηση Τσολάκογλου», όπως ο ίδιος την χαρακτήριζε, αλλά παρά τις εντόνως επίμονες πιέσεις που του ασκήθηκαν, αρνήθηκε να ορκίσει την κατοχική κυβέρνηση. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αποδεχθείς την επίσκεψη του Πλάτωνος Χατζημιχάλη, Επιτρόπου του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως της Πλάκας, καταγράφει (29 Απριλίου 1941) στο προσωπικό του ημερολόγιο την αντίδρασή του στην προτροπή του συνομιλητή του να ορκίσει την κατοχική κυβέρνηση, αναφέροντας τα εξής: «…Και τι ηθέλατε να κάμωμεν, λέγει ο κ. Χατζημιχάλης, να αφήσωμεν να μας κυβερνήσουν οι Γκαουλάϊτερ; Τω απαντώ ναι, διότι με τους Γκαουλάϊτερ οι Γερμανοί θα κάμουν μικρότερον κακόν παρ’ όσον θα κάμουν δι’ υμών διότι θα φέρετε μόνον τας ευθύνας χωρίς να ημπορέσητε να κάμητε το ελάχιστον καλόν εις τον λαόν.
Οπωσδήποτε, απαντά, ημείς υπεγράψαμεν το συμβόλαιον και η κυβέρνησις εσχηματίσθη και αύριον ορκίζεται και παρακαλεί να έλθετε να μας ορκίσητε, αύριον το πρωί η ώρα 9. Απαντώ ότι η Ελληνική Κυβέρνηση, την οποία ώρκισα, εξακολουθεί να υφίσταται και να συνεχίζει τον πόλεμον. Άλλην κυβέρνησιν δεν δύναμαι να ορκίσω. Πλην τούτου δεν γνωρίζω εάν αύριον κατ’ εντολήν των Γερμανών δεν θα αποκηρύξητε την μετά των Άγγλων συμμαχίαν μας, όπερ εθνικώς θα είναι ολεθριώτατον. Εις τοιαύτας δε υπόπτους και αντιεθνικάς ενεργείας δεν είναι δυνατόν να δώση η Εκκλησία τον όρκον και την ευλογίαν της. Η Εκκλησία πρέπει να μείνει μακράν από τοιαύτα πράγματα. Εγώ το εννόησα, λέγει ο κ. Χατζημιχάλης, και όταν αύριον έλθουν και άλλοι εκ της Κυβερνήσεως δώστε το να το εννοήσουν, περιττόν, τω λέγω, να έλθουν άλλοι…».
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος επέδειξε την ιδία ακλόνητη και αμετάβλητη στάση και την επομένη, 30 Απριλίου 1941, όταν ο υπασπιστής του Τσολάκογλου τον εκάλεσε και πάλι να ορκίσει την κατοχική κυβέρνηση, οπότε παρομοίως απήντησε: «Εγώ δεν έρχομαι να ορκίσω».
Η αποφασιστικότητα της Εθναρχικής Ελληνορθοδόξου ψυχής του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου απεδείχθη και πάλι εν τοις πράγμασι, όταν στις 2 Ιουνίου του 1941 απέστειλε «Επιστολή Διαμαρτυρίας» προς τον Πληρεξούσιο του Ράϊχ εν Ελλάδι Άλτενμπουργκ, με την οποία διεμαρτύρετο εντόνως για την ανθελληνική συμπεριφορά των βουλγαρικών αρχών στις βουλγαροκρατούμενες περιοχές της Θράκης και Ανατολικής Μακεδονίας όπου επέβαλαν την τέλεση της θείας λειτουργίας στην Βουλγαρική γλώσσα, την μνημόνευση στις θείες λειτουργίες και σε κάθε εκκλησιαστική ιεροπραξία της αντικανονικής και σχισματικής Ιεράς Συνόδου της Βουλγαρικής Εξαρχίας καθώς και την βιαία απομάκρυνση των κανονικών Ελλήνων Μητροπολίτων από τις εκκλησιαστικές επαρχίες τους.
Στην επιστολή εκείνη ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος έγραφε: «Προς την Αυτού εξοχότητα τον πληρεξούσιον του Ράϊχ εν Ελλάδι Κύριον Κύριον Άλτενμπουργκ, επάναγκες κρίνομεν, όπως φέρωμεν εις γνώσιν της Υμετέρας Εξοχότητος, ότι, καθ’ ας συνεκεντρώσαμεν βασίμους πληροφορίας, εις τας βουλγαροκρατουμένας Ελληνικάς επαρχίας της Θράκης και Ανατολικής Μακεδονίας, αι κατά τόπους Βουλγαρικαί Αρχαί ηξίωσαν, όπως η θεία λατρεία εν άπασι τοις Ορθοδόξοις Ελληνικοίς Ναοίς τελήται εις γλώσσαν βουλγαρικήν, μνημονεύηται δε εν ταις Ιεραίς Ακολουθίαις η Ιερά Σύνοδος της Βουλγαρικής Εκκλησίας. Επί πλέον δύο εκ των Ελλήνων Ιεραρχών, οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίται Σιδηροκάστρου και Ζιχνών, υπεχρεώθησαν να απομακρυνθώσι των εμπεπιστευμένων αυτοίς ποιμνίων, καταφυγόντες ο μεν εις Σέρρας, ο δ’ εις Θεσσαλονίκην.
Τα γεγονότα ταύτα τελείως αδικαιολόγητα και αντικανονικά προάγουσιν ημάς εις διαμαρτυρίαν ενώπιον της Υμετέρας Εξοχότητος και εν ονόματι του δικαίου και της Ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, καθόσον η βουλγαρική γλώσσα είναι παντελώς άγνωστος και εις τον Ιερόν Κλήρον και το λοιπόν κατώτερον λειτουργικόν προσωπικόν των Ιερών Ναών και εις τους Χριστιανούς των επαρχιών εκείνων, οι οποίοι πάντες, Έλληνες όντες, έχουσι κατ’ ακολουθίαν την ελληνικήν γλώσσαν ως μητρικήν και αυτήν μόνον ομιλούσι και εννοούσιν.
Επί πλέον η απαίτησις, όπως μνημονεύηται εν ταις Ιεραίς Ακολουθίαις η Ιερά Σύνοδος της βουλγαρικής Εκκλησίας είναι όλως αντικανονική, αντιβαίνουσα δηλαδή προς τας σαφείς διατάξεις των Ιερών Κανόνων, των διεπόντων έκπαλαι την Ορθόδοξον χριστιανικήν Εκκλησίαν και επί τη βάσει των οποίων αι Ιεραί Μητροπόλεις της Θράκης και Ανατολικής Μακεδονίας υπάγονται διοικητικώς εις την Αυτοκέφαλον Ανατολικήν Εκκλησίαν της Ελλάδος, ης Ανωτάτη Εκκλησιαστική Διοικητική Αρχή είναι η εν Αθήναις εδρεύουσα Ιερά Σύνοδος. Επί πάσι δε τούτοις δέον να ληφθή καλώς υπ’ όψιν, ότι η βουλγαρική Εκκλησία τυγχάνει σχισματική, των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών μηδεμίαν εχουσών προς αυτήν εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν και σχέσιν, και κατ’ ακολουθίαν δεν είναι δυνατόν να εξαρτώνται Ορθόδοξοι Μητροπόλεις παρά σχισματικής Εκκλησίας.
Δεν χρήζει δε μακράς αναπτύξεως το ότι η απομάκρυνσις των Κανονικών Ιεραρχών από των Επαρχιών αυτών φέρει αταξίαν και δημιουργεί ου σμικράς πνευματικάς και διοικητικάς ανωμαλίας.
Πάντων τούτων ένεκα παρακαλούμεν θερμώς την Υμετέραν Εξοχότητα, όπως εν τη αρμοδιότητι αυτής ενεργήση τα προσήκοντα και αρθώσιν αι όλως αδικαιολόγητοι, ως είρηται, αξιώσεις των Βουλγαρικών Αρχών, περί χρησιμοποιήσεως της βουλγαρικής γλώσσης και αναγνωρίσεως της εν Σόφια Ιεράς Συνόδου, διαταχθή δ’ η επάνοδος των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Σιδηροκάστρου και Ζιχνών εις τας έδρας αυτών και διευκολυνθεί η μετάβασις του εν Αθήναις ευρισκομένου Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φιλίππων και Νεαπόλεως εις την εν Καβάλλα έδραν αυτού. Επί τούτοις διατελούμεν, Διάπυρος προς Κύριον ευχέτης».
Από δε τον Ιούλιο του 1941, όταν νέος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών εξελέγη ο Κορίνθου Δαμασκηνός Παπανδρέου (1941-1949), ο Χρύσανθος ιδιώτευε, αλλά ακόμη και εφησυχάζων και παρά τα προβλήματα της ταλανιζόμενης υγείας του, συνέχιζε την εθνική του δράση από το σπίτι του (Σουμελά 4). Σε όλο το διάστημα της Κατοχής κρατούσε τακτική επαφή με την κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής μέσω μυστικού ασυρμάτου, γνωστού ως «ο ασύρματος του Δεσπότη», με την ιδιότητα του προεδρεύοντος της «Εθνικής Επιτροπής» για την οργάνωση και προώθηση ομάδων Εθνικής Αντιστάσεως.
Η ιστορική ιχνηλασία περί της εθναρχικής και Αντιστασιακής δράσεως του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου, γόνου αξίου της μεγατίμου Θρακώας γης, αποδίδεται με τον πλέον πειστικό και ακριβή τρόπο από τον αοίδιμο λόγιο Αρχιμ. Άνθιμο Παπαδόπουλο, ο οποίος γράφει τα πάντα μέσα σε μία παράγραφο, αναφέροντας τα εξής: «Ο ελάχιστος χρόνος της παραμονής του εις τον θρόνον μετά την υποδούλωσιν της πατρίδος υπήρξεν η λαμπροτέρα φάσις της ζωής του. Αυτός και μόνον αυτός ήρκεσε να δείξη ποίον θάρρος, ποία τόλμη και ποία ζηλευτή ανδροπρέπεια υπήρχαν εις τον ειρηνικόν εκείνον άνθρωπον, τον οποίον δεν επτόησε καθόλου η επηρμένη οφρύς και η κλαγγή των όπλων των βαρβάρων επιδρομέων. Ήρκεσε ν’ ανακαλύψη και άλλην ιδιότητα, την ακαμψίαν του χαλυβδίνου χαρακτήρος, την οποίαν άλλοι ίσως θα ονόμαζαν σχολαστικότητα αναχρονιστικήν, ημείς όμως καλούμεν αρετήν αρχιερατικήν… Έχων βαθείαν συναίσθησιν των καθηκόντων του ως Έλληνος Αρχιερέως δεν εδέχθη κανένα συμβιβασμόν με την νέαν κατάστασιν. Κατάπληξιν επροξένησεν εις τους ψοφοειδείς η ανδρική και απτόητος στάσις του απέναντι των Γερμανών».
Πηγή: www.enromiosini.gr/infognomonpolitics.