14.7.16

ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ:"Η ηδονή της δύναμης "

   Γιώργου Μακρίδη*   



Η ηδονή της δύναμης

Σατυρικό δράμα
σ’ έξι εικόνες
















ΠΡΟΣΩΠΑ ΜΕ ΣΕΙΡΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ

ΤΟΜ: 75 χρονών, επιχειρηματίας
ΠΕΤΡΟΣ: 30 χρονών, υπάλληλος
ΜΗΝΑΣ: 55 χρονών, υπάλληλος
ΚΙΚΗ: 55 χρονών,, καθαρίστρια.
ΧΑΡΗΣ: υπάλληλος
ΓΙΑΤΡΟΣ: 35 χρονών, γαμπρός του Τομ.
ΤΑΣΙΑ: 35 χρονών, κόρη του Τομ.
ΓΙΑΝΝΑ: υπάλληλος
ΣΟΛΩΝΑΣ: 25 χρονών, γιος του Τομ.














Εικόνα Πρώτη


ΣΚΗΝΙΚΟ: Το γραφείο ενός μεγάλου μαγαζιού ταίικ εγουαίι (φαστ φουντ) - φαγητά σε πακέτα, εστιατορίου και φούρνου, σε μια επαρχιακή πόλη της Αυστραλίας. Εκεί αλλάζουν ρούχα και  κάθονται γι’ ανάπαυση και οι υπάλληλοι. Υπάρχουν μερικά έπιπλα γραφείου, ράφια κτλ. Υπάρχει κι ένα μεγάλο κορνιζαρισμέμο χρυσό κλειδί. Σους τοίχους είναι κολλημένα μερικά πρωτοσέλιδα εφημερίδων. Υπάρχει μια πόρτα, που  οδηγεί στο μαγαζί, από το οποίον ακούγονται μερικοί θόρυβοι. Ο Τομ μιλάει στο τηλέφωνο. Φοράει παλιά και χιλιοτσαλακωμένα ρούχα. Αντί για ζώνη έχει ένα  σπάγκο και το παντελόνι είναι λίγο κοντό και φαίνονται τα παλιά άρβυλά του).


ΤΟΜ: Nαι.., ο Τομ Πάππας είμαι ........... Για λέγε ......... Α, έτσι ........ Ναι, κάνω ό,τι μπορώ σου λεω ........... Ουφ! Μ’ αφού σου το είπα πως έπιασα, μαζί με το δικηγόρο και τις τοπικές εφημερίδες. ...... Πήρε κι ο δικηγόρος μετοχές......... Τα έχω κανονίσει και με το ραδιοφωνικό σταθμό .......... Το βουλευτή; Θα μιλήσω και σ’ αυτήν τη σουπιά. Θα τον δω αύριο. Αφού κι αυτός πήρε πολλές μετοχές. Πόσο πάνε σήμερα οι μετοχές; ............ Πέντε σεντς; ............... Εγώ τις πήρα δυο σεντσάκια κι έβαλα κάτω δέκα χιλιάρικα. Πότε θα σκάσει η μπόμπα; ................. Έχουμε καιρό ....... Δηλαδή, για την ώρα, θα κάνουμε κουβέντα για κάρβουνο, κι όχι για χρυσό. ............... Θα χαλάσει ο κόσμος. Ε, μα υπάρχει διαφορά. Δεν είναι το κάρβουνο χρυσός. Κοίταξε να μη με ξεχάσεις, αδελφέ, και την πατήσω. .......... Ναι, ρε παιδί!  Να τις ξεφορτωθώ προτού να σκάσει η μπόμπα. Θα τα ξαναπούμε. (Κατεβάζει τ’ ακουστικό τρίβοντας τα χέρια του από χαρά. Μονολογεί). Αυτή θα είναι γερή μπάζα! Αχ, καψερέ Τομ... Έτσι το κάνουν το πολύ το χρήμα, στο τσάκα - τσάκα, κι όχι με ψάρια και πατάτες. (Μπαίνουν ο Πέτρος, ο Μηνάς, η Κική, ο Χάρης και η Γιάννα, που φαίνεται λίγο μεθυσμένη. Όλοι φοράνε φόρμα ή ποδιά δουλειάς και  κρατάνε μια εφημερίδα κι ένα στυλό στα χέρια. Ο Πέτρος, χωρίς στυλό, κάθεται και διαβάζει την εφημερίδα).
ΚΙΚΗ: (Ενθουσιασμένα). Όπως τα έλεγες έγιναν, Τομ!
ΤΟΜ: (Κουτοπόνηρα). Εγώ δεν έλεγα τίποτε, κουζουλή, και να μου κάνεις τη χάρη.
ΧΑΡΗΣ: Χε, χε, χε... Μα εσύ μας έβαλες στα αίματα και να είσαι καλά.
ΤΟΜ: Εγώ έλεγα αυτά που ξέρατε κι εσείς.
ΜΗΝΑΣ: Όχι δα!
ΤΟΜ: Τι έχω να κάνω, ρε Μηνά, εγώ με μετοχές και χρηματιστήρια;
ΜΗΝΑΣ: Μη κάνεις τον ψόφιο κοριό. Αφού είσαι στα μέσα και στα έξω.
ΤΟΜ: Ουφ! Ιδέα δεν είχα. Διαφορετικά θα τις πλήρωνα δυο σεντς το κομμάτι κι όχι έξι.
ΧΑΡΗΣ: Έξι τις πλήρωσες!
ΤΟΜ: Αμή! Εγώ σας άνοιξα τα μάτια, κρατώντας τα δικά μου κλειστά.. 
ΓΙΑΝΝΑ: Και γιατί τριπλασιάστηκε η τιμή της μετοχής;
ΧΑΡΗΣ: Τώρα θα μιλήσει για μετοχές και η Γιαννούλα, που ούτε στα χαρτιά δεν τα καταφέρνει. Ορίστε τι λέει η εφημερίδα. Η εταιρία έχει ανθρακωρυχεία και κάνει φουρτούνες!
ΓΙΑΝΝΑ: Και στο χαρτί, ρε ψωμάκι,  είμαι καλύτερη από σένα.
ΧΑΡΗΣ: Μα πώς το πέταξες τόσο χρήμα, αφού δεν είχες χαρτί; Μαζόχα είσαι;
ΓΙΑΝΝΑ: Τώρα είσαι μέσα. Αν θες να ξέρεις εγώ μόνο μες στον μεγάλο πόνο τη βρίσκω.
ΧΑΡΗΣ: Στον πόνο!
ΓΙΑΝΝΑ: Όταν ζουμπίζεται η ψυχή μου. Δηλαδή, όταν χάνω.
ΜΗΝΑΣ: (Θυμωμένα). Κουβέντα που πιάσατε. Λοιπόν, Τομ, χάλασε ο κόσμος στο χρηματιστήριο του Λονδίνου.
ΤΟΜ: Αυτά λένε οι εφημερίδες, και χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει.
ΓΙΑΝΝΑ: Και τι έχει να κάνει το Λονδίνο μ’ εμάς;
ΧΑΡΗΣ: Πολλά ρωτάς.
ΤΟΜ: Άιντε θα το μάθεις κι αυτό, Γιαννούλα. Λοιπόν, η Αυστραλία είναι δεμένη με την Αγγλία και οι μετοχές των εταιριών της κινιούνται και στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. Δηλαδή, η τιμή τους ανεβοκατεβαίνει και την ώρα που εμείς κοιμόμαστε.
ΧΑΡΗΣ: Και με τη διαφορά της ώρας, όταν εμείς ροχαλίζαμε,  οι Άγγλοι πλούτιζαν!
ΜΗΝΑΣ: Μας έπιασαν στον ύπνο!
ΧΑΡΗΣ: Πιάνουμε μπάζα εμείς μπροστά στους Άγγλους; Αυτοί είναι κομπιναδόροι.
ΤΟΜ: Ποτέ δεν είναι αργά.
ΚΙΚΗ: Μια χαρά πάμε!
ΤΟΜ: Το ραδιόφωνο είπε πως οι μετοχές θα φτάσουν μέχρι και τα δυο δολάρια το κομμάτι! (Όλοι κάνουν λογαριασμούς πάνω στις εφημερίδες).
ΧΑΡΗΣ: Γιούχου! Με το χιλιαρικάκι που έβαλα, θα τσιμπήσω κάπου εκατό χιλιάρικα!
ΓΙΑΝΝΑ: Θα με κουζουλάνεις! Δηλαδή, τα δικά μου τα δυο χιλιάρικα, θα γίνουν  διακόσα;
ΜΗΝΑΣ: Αμή!
ΧΑΡΗΣ: Την πιάσαμε την καλή!
ΓΙΑΝΝΑ: Τόσα χρόνια τ’ ακουμπάω στα χαρτιά.., γαμώ το του...
ΚΙΚΗ: Και τα δικά μου θα γίνουν διακόσα χιλιαρικάκια!
ΓΙΑΝΝΑ: Ας είσαι καλά, Τομ.
ΚΙΚΗ: Χώμα να πιάνεις και χρυσάφι να γίνεται!
ΤΟΜ: Σταματήστε τις βλακείες. Εγώ δεν έχω παρτίδες με τα χρηματιστήρια.
ΧΑΡΗΣ: Όλο και κάτι ξέρεις.
ΤΟΜ: Αν ήξερα απ’ αυτές τις δουλειές,  δε θα πούλαγα πατάτες.
ΜΗΝΑΣ: Μ’ αφού εσύ μας έβαλες μες στο παιχνίδι.
ΤΟΜ: Όπως μπήκατε εσείς μπήκα κι εγώ.  Πάντως, δε μας βγήκε σε κακό.
ΜΗΝΑΣ: Να είσαι καλά.
ΤΟΜ: Ναι…, αν δεν ανέβαιναν οι μετοχές, θα με καταριόσασταν...
ΚΙΚΗ: Μωρέ, εμείς την ψήσαμε!
ΓΙΑΝΝΑ: Μέχρι που να κλείσω τα μάτια μου, δε θα σε ξεχάσω, Τομ!
ΧΑΡΗΣ: Με ξελάσπωσες, βλογημένε!
ΤΟΜ: Τα ’παμε... Τα ’παμε... Εγώ δεν είχα ιδέα. Έτσι ήρθαν τα πράγματα.
ΓΙΑΝΝΑ: Είτε έτσι, είτε αλλιώς όλοι η υπαλληλία σου θα βολευτεί.
ΧΑΡΗΣ: Εκείνο που ξέρω, Τομ, είναι πως θα πρέπει να ψάχνεις για εργάτες. Ο μάγειράς σου, ο Ιταλός, έβαλε υποθήκη το σπίτι του. Πάνω από πέντε χιλιάρικα έδωσε για τις μετοχές.
ΜΗΝΑΣ: Πονηρός ο τύπος.
ΚΙΚΗ: Κι ο Λιβανέζος, ο φούρναρης μόλις που πρόλαβε.
ΧΑΡΗΣ: Αυτός την έπιασε την καλή.
ΓΙΑΝΝΑ: Ό,τι είχε τ’ ακούμπησε στις μετοχές και τις πήρε τρία σεντσάκια.
ΚΙΚΗ: Βρε τον τυχεράκια. Απ’ τη μια μέρα στην άλλη θα γίνει εκατομμυριούχος! Χε, χε, χε... Εδώ σ’ έχω πιάσει Τομ...
ΤΟΜ: Να μη σου πω τώρα.... τι έπιασες...
ΚΙΚΗ: Μα ο Λιβανέζος μου είπε πως εσύ του τηλεφώνησες.
ΤΟΜ: (Τα χάνει). Πώς; Τι; Ουφ! Με ρώτησε και του είπα τη γνώμη μου.
ΧΑΡΗΣ: Πάντως, έτσι γίνεται το χρήμα, κι όχι με το μεροδούλι.
ΤΟΜ: (Πονηρά). Δε θα είναι άσκημα να τις δώσετε τώρα, που πήγαν έξι σεντσάκια...
ΜΗΝΑΣ: Τρελός παπάς σε βάφτισε.
ΤΟΜ: (Κουτοπόνηρα). Εγώ σηκώνω τα χέρια. Πάντως, να το ξέρετε πως θα τριπλασιάσετε, τα λεφτά σας απ’ τη μια μέρα στην άλλη! Άσκημα είναι;
ΧΑΡΗΣ: Δηλαδή, αν τις δώσω τώρα, με το χιλιάρικό μου θα πάρω τρία χιλιάρικα.., και κάτι τρέχει στα γύφτικα....
ΤΟΜ: (Πονηρά). Πάντως όλοι λένε πως θα φτάσουν, ίσως και να ξεπεράσουν και το δολάριο.
ΜΗΝΑΣ: Μόνο;
ΓΙΑΝΝΑ: Μπορεί και να πάνε πιο πάνω.
ΤΟΜ: (Κουτοπόνηρα). Βέβαια, αν τις δώσουμε, και μετά φτάσουν το δολάριο, θα τραβάμε τα μαλλιά μας!
ΚΙΚΗ: Αμ, δε σφάξανε! Τι λες που θα τις δώσω!

ΜΗΝΑΣ: Δεν είμαστε καλά! (Τρίβει τα χέρια του). Μόλις πιάσουν το δολάριο θα τις σκοτώσω και ντουγρού για την Ελλάδα!
 ΤΟΜ: Κάντε ό,τι σας φωτίσει ο θεός. Τώρα, όμως, ας κοιτάξουμε τη δουλειά μας.
ΓΙΑΝΝΑ: Εσύ, Τομ, τι θα κάνεις με τις δικές σου μετοχές;
ΤΟΜ: (Κουτοπόνηρα). Να σου πω... Αν και δεν τα καλοξέρω αυτά τα πράγματα.., θα τις κρατήσω.
ΜΗΝΑΣ: Αμέ! Θα τις κρατήσει, η γριά αλεπού...
ΤΟΜ: Μα δεν είναι παίξε γέλασε η υπόθεση!  Έτσι και σπάσει ο διάολος το ποδάρι του, μπορεί να γίνει κανείς εκατομμυριούχος στο  τσάκα - τσάκα.
ΚΙΚΗ: Μωρέ δεν τις δίνω, που να χαλάσει ο Κόσμος! Τραλαλά..., τραλαλά.... (Φεύγει).
ΧΑΡΗΣ: Δεν πετάω την τύχη μου στα σκουπίδια! (Ξέφρενα). Μάνα, σου έρχομαι κονομημένος! (Φεύγει).
ΓΙΑΝΝΑ: Κουζουλάθηκα να τις δώσω! Δηλαδή, τώρα που έχω φτάσει στην πηγή, θα μείνω διψασμένη; (Φεύγει).
ΤΟΜ: Ο Χριστός και η Παναγία να βάλουν το χέρι τους. (Σταυροκοπιέται. Φεύγει).
ΜΗΝΑΣ: (Έμεινε μόνος με τον Πέτρο). Πάντως, εγώ σου το είπα Πέτρο.
ΠΕΤΡΟΣ: (Όσο κουβέντιαζαν οι άλλοι διάβαζε εφημερίδα, χωρίς καθόλου να τους προσέχει). Δηλαδή, τι μου είπες;
ΜΗΝΑΣ: Για τις μετοχές ντε.
ΠΕΤΡΟΣ: Εγώ τέτοια δεν κάνω.
ΜΗΝΑΣ: Τέτοιες ευκαιρίες δεν τις βρίσκουμε κάθε μέρα.
ΠΕΤΡΟΣ: Ναι…, μετοχές και πράσινα άλογα. Τα σίγουρα για μένα είναι αυτά που περισσεύουν απ’ το μεροκάματο. (Μπαίνει η Κική με τα εργαλεία της και καθαρίζει απ’ εδώ κι απ’ κεί).
ΜΗΝΑΣ: Γιατί, δηλαδή;
ΠΕΤΡΟΣ: Γιατί, εμείς δεν είμαστε μες στα κόλπα.
ΜΗΝΑΣ: Ας είναι. Που λες, δουλεύω είκοσι χρόνια σ’ αυτό το ρημάδι κι ακόμα δεν μπόρεσα να πάω ούτε στην πόλη, που απέχει εκατό χιλιομετράκια απ’ εδώ.
ΠΕΤΡΟΣ: Μα γιατί;
ΜΗΝΑΣ: Γιατί; Γιατί εγώ τ’ ακουμπάω στα μηχανάκια. Στους ληστές με το ένα χέρι.
ΠΕΤΡΟΣ: Στους κουλοχέρηδες;
ΜΗΝΑΣ: Ναι, σ’ αυτούς τους αφορισμένους.
ΚΙΚΗ: (Με το σφουγγαρόπανο στα χέρια. Πικρογελάει). Εγώ ξέρω πως, κάποτε τα περίσσευες τα χρόνια, Μηνά... Τώρα όλο και τα λιγοστεύεις.
ΜΗΝΑΣ: Δηλαδή;
ΚΙΚΗ: Χε, χε, χε... Να, για τα χρόνια που είσαι με τον Τομ.
ΜΗΝΑΣ: Κανένας δε θέλει να τον λένε βλάκα. Ε.., τι θέλεις, να καμαρώνω κι από πάνω, για τα χάλια μου;
ΚΙΚΗ: Είκοσι εφτά είναι τα χρόνια, Μηνά! Μαζί είχαμε έρθει.
ΜΗΝΑΣ: Αφού το λες εσύ, έτσι θα είναι. 
ΠΕΤΡΟΣ: Μια ολάκερη ζωή!
ΜΗΝΑΣ: Την πάτησα άσκημα. Καλοστημένη ήταν η παγίδα.
ΠΕΤΡΟΣ: Παγίδα;
ΜΗΝΑΣ: Χε, χε, χε... Ο τζόγος κι αν είναι παγίδα... Είναι σαν την πουτάνα, που σου χαμογελάει και γλυκομιλάει και μόλις την αφήσεις να σ’ αγκαλιάσει σου σουφρώνει το πορτοφόλι... 
ΠΕΤΡΟΣ: Αυτά είναι προσωπικά θέματα του καθένα... κι όπως ξέρεις οι συμβουλές δεν έχουν πέραση.
ΜΗΝΑΣ: Μα όλα αυτά που μου λένε τα διάφορα χαζοπούλια, τα λέω εγώ στον εαυτό μου τρεις την ώρα.
ΚΙΚΗ: Εγώ ξέρω, πως όταν το οποιοδήποτε πάθος μας τραβάει απ’ τη μύτη, γινόμαστε ντιπ άχρηστοι.
ΜΗΝΑΣ: Χε, χε, χε... Λοιπόν, παιδιά. Εδώ ταιριάζει το τραγουδάκι, το “δυο πόρτες έχει η ζωή”, με διαφορετική σημασία. Χε, χε, χε... Ε, “δυο πόρτες έχει κι ο τζόγος”.  Αφού μόνος του μπαίνει κανείς στο κουμάρι, μόνος του πρέπει και να βγει.
ΠΕΤΡΟΣ: Κάνεις λάθος.
ΜΗΝΑΣ: Δηλαδή;
ΠΕΤΡΟΣ: Στο τζόγο σε βάζει η προπαγάντα μα και οι φτώχια.
ΜΗΝΑΣ: Προπαγάντα!
ΠΕΤΡΟΣ: Αμέ! Αυτά που λένε οι κωλοφυλλάδες και τα ραδιόφωνα. Πως τάχατες ο τάδε κέρδισε τόσα και κάποιος άλλος άλλα τόσα... Δεν κάνουν, όμως, κουβέντα γι’ αυτούς που αυτοκτονούν.., για τα παιδιά που μένουν στο δρόμο, για τις οικογένειες που ξεκληρίζονται. Αν έλεγαν την αλήθεια στον κοσμάκη, κανένας δε θα πλησίαζε τα καζίνα και τους ιππόδρομους. Χε, χε, χε... Όπως έχουν αναστατώσει τώρα τον κοσμάκη, οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα με τις μετοχές
ΜΗΝΑΣ: Για σιγά. Δηλαδή μόνον οι φτωχοί παίζουν;
ΠΕΤΡΟΣ: Αυτό δεν το ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι πως στα φτωχά κράτη γίνεται κλήρωση των λαχείων κάθε μέρα!
ΜΗΝΑΣ: Όχι και κάθε μέρα…
ΠΕΤΡΟΣ: Αυτό που σου λεω! Στη Βραζιλία κάθε απόγευμα κληρώνει το “λαϊκό”, όπως το λένε, λαχείο.
ΚΙΚΗ: Ν’ αγιάσει το στόμα σου, Πέτρο. Χε, χε, χε... Αφού κι εγώ που καταριέμαι τον τζόγο, που μου έχει κλείσει το σπίτι, ακούγοντας πως κάποιος, με μερικά δολάρια, πήρε μια περιουσία, μου έρχεται να παίξω.
ΠΕΤΡΟΣ: Και τώρα, Κικίτσα, παίζεις στο χρηματιστήριο...
ΚΙΚΗ: Εγώ δεν παίζω.
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε... Οι μετοχές δεν είναι κουμάρι; Χε, χε, χε... Όταν ανεβαίνει η τιμή τους, κερδίζεις...., κι όταν κατεβαίνει χάνεις... Χε, χε, χε... Μαφιόζοι είναι σας λεω! Χε, χε, χε... Και ο αρχιμαφιόζος είναι το ίδιο το κράτος. Απ’ το χρήμα που παίζεται στον ιππόδρομο δεν παίρνει το 23%;
ΜΗΝΑΣ: Όχι δα...
ΠΕΤΡΟΣ: Αυτό που σου λεω. Όταν βάζει κανείς 100 δολάρια, ας πούμε, σ’ ένα άλογο, τα 23 πάνε στην κυβέρνηση... Χε, χε, χε.... Δηλαδή, το ίδιο το κράτος σε ληστεύει.
ΜΗΝΑΣ: Ας είναι κι έτσι. Πάντως, αυτά τα καμώματά μου, δηλαδή οι αποτυχίες μου, αντί να με πάμε στην άβυσσο της τρέλας,  μ’ έσπρωξαν στις κλεισούρες των διαβασμάτων, και μπήκα σ’ ένα κόσμο που θα τον έχανα, αν μπλεκόμουν με επιχειρήσεις, ακόμα και οικογένειες.
ΚΙΚΗ: Τα διαβάσματα δε γεμίζουν στομάχια.
ΜΗΝΑΣ: Δεν έχεις δίκιο, Κική.
ΠΕΤΡΟΣ: Ναι.., αλλά...  η ζωή έχει πολλές χαρές, και κανένας δε δικαιούται να τις στερηθεί.
ΜΗΝΑΣ: Είναι όπως το βλέπει ο καθένας.
ΚΙΚΗ: Αμή. Να κάνει κανείς οικογένεια και παιδιά. Αυτός είναι ο δρόμος του θεού.
ΜΗΝΑΣ: Εσύ που ακολούθησες το δρόμο του θεού τι κατάλαβες;
ΚΙΚΗ: Έπεσαν στο κεφάλι μου τόσες συμφορές.
ΜΗΝΑΣ: Γιατί στο δικό μου, το μαγκούφικο κεφάλι, δεν έχουν πέσει; Εγώ ξέρω πως  κι ο δρόμος του θεού  έχει  κακοτραχαλιές.
ΚΙΚΗ: Όλοι πληρώνουμε για τις αμαρτίες μας.
ΜΗΝΑΣ: Ουφ, τώρα! Δηλαδή, κι ο Κωστάκης σου, όντας ακόμα στην κοιλιά σου, είχε κιόλας αμαρτήσει... κι έπρεπε να πληρώσει;
ΚΙΚΗ: (Τα χάνει). Δηλαδή; Πώς;
ΜΗΝΑΣ: Σάματις ξέρεις τι να πεις; Κακά τα ψέματα, ρε παιδιά. Τα πάντα στη ζωή είναι μια ικανοποίηση, μια ηδονή.
ΠΕΤΡΟΣ: Δηλαδή;
ΜΗΝΑΣ: Μπαίνει και το γούστο του καθένα στη μέση. Aυτά, δηλαδή, που βλέπεις εσύ σαν χαρές, μπορεί για μένα να είναι λύπες.
ΚΙΚΗ: Δηλαδή, δε θα ήθελες πηγαίνοντας στο κονάκι σου, να σε περιμένουν οι δικοί σου οι άνθρωποι;
ΜΗΝΑΣ: Όχι! Αυτό, για μένα, θα ήταν σκέτη κατάρα.
ΠΕΤΡΟΣ: Σοβαρολογείς!
ΜΗΝΑΣ: Χε, χε, χε... Όχι, παίζουμε. Αφού όταν κλείνω την πόρτα πίσω μου, ησυχάζω, λέγοντας μέσα μου: επιτέλους μόνος!
ΚΙΚΗ: Κοσμοκαλόγεροι θα γίνουμε όλοι;
ΠΕΤΡΟΣ: Μην το λες αυτό, Μηνά.  Δε είναι δα κι άσκημες οι διάφορες συναναστροφές.
ΜΗΝΑΣ: Από ανασφάλεια τρέχουμε πέρα δώθε, θέλοντας και τις γνώμες των άλλων, πάνω σε διάφορα θέματα. Είναι, βέβαια, και η φιλαρέσκεια στη μέση.
ΚΙΚΗ: Δε σε βλέπω, όμως,  και σε καμιά διασκέδαση.
ΜΗΝΑΣ: Δε μου ταιριάζουν οι διασκεδάσεις, όπως γίνονται.
ΠΕΤΡΟΣ: Για κάντο λιανά.
ΜΗΝΑΣ: Δεν μπορείς, βρε αδελφέ, να διασκεδάζεις όταν η μιζέρια, γύρω σου, είναι ξεχειλισμένη.
ΚΙΚΗ: Ε.., όχι μιζέρια και στην Αυστραλία....
ΜΗΝΑΣ: Πείνα, για την ώρα, δεν έχουμε , αλλά μιζέρια υπάρχει μπόλικη. 
ΚΙΚΗ: Αυτά τα λένε οι τεμπέληδες και οι αποτυχημένοι.
ΜΗΝΑΣ:  Άιντε να είσαι άνεργος, με μερικά κουτσούβελα, και θα σου πω εγώ.
ΚΙΚΗ: Μα υπάρχουν ένα σωρό επιδόματα.
ΜΗΝΑΣ: Να βράσω τις συντάξεις και τα επιδόματα της πείνας κι αυτούς που τα δίνουν.
ΚΙΚΗ: Ε, όλο και κάτι παίρνουν και οι άνεργοι. Με καλό κουμάντο τα φέρνουν βόλτα.
ΜΗΝΑΣ: Πήγαινε να ζήσεις εσύ μ’ αυτά τα ψίχουλα. (Σιγή). Χε, χε, χε.... Μου φαίνεται, Κικίτσα, πως άκουσες αυτόν το σαχλαμαριάκια, ή μάλλον βαλτό, τον βουλευτή.
ΠΕΤΡΟΣ: Ποιον, μωρέ;
ΜΗΝΑΣ: Χε, χε, χε.... Λοιπόν, δώσε βάση. Ένας ομοσπονδιακός βουλευτής για να δείξει πως δεν πρέπει ν’ αυξηθεί το επίδομα ανεργίας, για δυο μήνες ζούσε μ’ αυτά τα χρήματα, πηγαίνοντας στη βουλή με το ποδήλατο.
ΠΕΤΡΟΣ: Για λέγε! Για λέγε!
ΜΗΝΑΣ: Ναι, που λες.., ο πληρωμένος ηθοποιός.... Και στο τέλος έδωσε και συνέντευξη λέγοντας: “Την πέρασα δυο μήνες με το επίδομα, χωρίς κανένα πρόβλημα”. Χε, χε, χε... Μ’ αυτό μπορεί να το κάνει και γάτα....
ΚΙΚΗ: Ποιο ρε Μηνά;
ΜΗΝΑΣ: Χε, χε, χε.... Μα εάν δε σε κυνηγάνε τα χρέη, αν δεν έχεις να φροντίσεις παιδιά και τέλος, αν δεν αγωνιάς για το τι θα κάνεις αύριο.... και βέβαια σου φτάνει το επίδομα.... Δηλαδή, ο τύπος, διάκοψε τη ζωή ενός ζάμπλουτου - μα ούτε και είμαστε σίγουροι γι’ αυτό - για δυο μήνες.... και στη συνέχεια ξανάπεσε στα πλούτη του.... 
ΠΕΤΡΟΣ: Χμ... Μωρέ, καλά τα λες..., αλλά ο κοσμάκης δε λεει να ξυπνήσει.
ΜΗΝΑΣ: Γελάω μόνος μου, ή μάλλον πικρογελάω, όταν τα σκέφτομαι όλα αυτά. Ας είναι... Πάντως, εγώ δε χάνω, τουλάχιστο, τα διαβάσματα και τον υπνάκο μου. Τ’ ακουμπάω στα μηχανάκια, κάθε βράδυ, στο τσάκα - τσάκα, και μαζώνομαι στο κονάκι μου. Πηγαίνω και στον ιππόδρομο, αλλά αργά και που.
ΠΕΤΡΟΣ: Οι άλλοι τι κάνουν;
ΜΗΝΑΣ: Όλοι, όσοι δουλεύουν μαζί μας, χαρτοπαίζουν, μαζί και η Γιαννούλα.
ΠΕΤΡΟΣ: Μα που παίζουν;
ΜΗΝΑΣ: Χε, χε, χε... Πότε στο ένα σπίτι, ή μαγαζί και πότε στ’ άλλο. Μα πως μπορεί κανείς, χωρίς να κλείσει, μάτι να βγάλει δωδεκάωρη βάρδια;
ΠΕΤΡΟΣ: Σοβαρολογείς!
ΜΗΝΑΣ: Αμ, τι νομίζεις πως σου λεω παραμύθια;
ΠΕΤΡΟΣ: Πολύ χαρτί στην Αυστραλία, ρε παιδί.
ΜΗΝΑΣ: Μα το χαρτοπαίξιμο έδινε κι έπαιρνε και στην Ελλάδα.
ΠΕΤΡΟΣ: Δηλαδή;
ΜΗΝΑΣ: Χε, χε, χε... Στα χωριά είχαν τα καφενεία, όπου έχαναν τη σοδειά και της επόμενης χρονιάς, ενώ στις πόλεις, εκτός απ’ τα καφενεία είχαν και τους δήθεν Φυσιολατρικούς Συλλόγους.
ΠΕΡΟΣ: Τους Συλλόγους!
ΜΗΝΑΣ: Αμέ! Εκεί γινόταν γερό παιχνίδι.
ΠΕΤΡΟΣ: Χαρτάκι, λοιπόν, μετά από τέτοια κούραση...
ΜΗΝΑΣ: Θα τα δεις και μόνος σου. Γι’ αυτό κοιμούνται όρθιοι, ή στ’ αποχωρητήριο, ή ακόμα και στην αποθήκη.
ΚΙΚΗ: Χε, χε, χε... Έχει πλάκα η υπόθεση. Χε, χε, χε... Πάνε στην αποθήκη και κοιμούνται πάνω στα τσουβάλια.
ΜΗΝΑΣ: Δράμα η υπόθεση. Μα γι’ αυτό αρπάζονται συνέχεια μεταξύ τους, αλλά και με τους πελάτες.
ΠΕΤΡΟΣ: Και με τους πελάτες!
ΜΗΝΑΣ: Τα νευράκια θέλουν ύπνο. Όταν είσαι έτοιμος να σωριαστείς στο δάπεδο, απ’ την αϋπνία και την κούραση, πώς θ’ ανεχτείς τις απαιτήσεις, ή τις παραξενιές ενός δύσκολου πελάτη;
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε... Με βγάλατε  από μια πολλή δύσκολη θέση. Χε, χε, χε...
ΜΗΝΑΣ: Λέγε ντε, για να γελάσουμε κι εμείς.
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε... Εψές, ακόμα λίγο και θα τα έκανα πάνω μου. Χε, χε, χε.
ΜΗΝΑΣ: Δηλαδή;
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε... Για κάπου μια ώρα δεν μπορούσα να πάω στ’ αποχωρητήριο.
ΚΙΚΗ: Και γιατί;
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε... Μα κάθε φορά που πήγαινα έβλεπα, απ’ το θαμπωτό τζάμι, άλλον μέσα. Tην τελευταία φορά που πήγα, είδα που έβγαινε ο Χάρης.
ΜΗΝΑΣ: Εκεί την αράζει σου λεω. Κοιμάται όρθιος ακουμπώντας στην πόρτα.
ΠΕΤΡΟΣ: (Γελάει ασταμάτητα). Χε, χε, χε... Ξέρεις τι νόμισα; Πως βολεύονταν εκεί μέσα!
ΜΗΝΑΣ: Τι λες μωρέ!
ΠΕΤΡΟΣ: Έχει πλάκα η υπόθεση, σου λεω.
ΜΗΝΑΣ: Δηλαδή;
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε... Αφού μόλις βγήκε ο Χάρης, δείλιασα να μπω, περιμένοντας να βγει η άλλη, ή ο άλλος! Χε, χε, χε... Κι αφού δε βρήκα κανέναν μέσα, σκέφτηκα πως την κοπάνησε νωρίτερα.
ΜΗΝΑΣ: Γιατί;
ΠΕΤΡΟΣ:  Χε, χε, χε... Μα έβλεπα, απ’ το θαμπωτό τζάμι, κάποιον όρθιο. Χε, χε, χε... Πώς γίνεται να είσαι, στ’ αποχωρητήριο, όρθιος για τόση ώρα;
ΜΗΝΑΣ: Εκεί μέσα την αράζει, ο κουτοπόνηρος. Διαφορετικά θα έπρεπε να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο, με τα ξενύχτια και τη σκληρή δουλειά.
ΠΕΤΡΟΣ: Κι ο Τομ, τι κάνει;
ΚΙΚΗ: Σάματις τους βλέπει την ώρα του ύπνου... Τους ξυπνάω εγώ.
ΜΗΝΑΣ: Μωρέ, έχει κουρκουτιάσει και το μυαλό του και δεν ξέρει τι κάνει.
ΚΙΚΗ: Τι είναι αυτά που λες για τον Τομ;
ΜΗΝΑΣ: Κουτοπόνηρη, αυτά τα ξέρεις καλύτερα από μένα. Ο Τομ δεν μπορεί πια να κουμαντάρει το μαγαζί.
ΚΙΚΗ: Σώπα τώρα.
ΜΗΝΑΣ: Αυτό που σου λεω! Αυτογαργαλιέται, νομίζοντας πως τους εκμεταλλεύεται.., αφού δεν τους δίνει τα κανονικά.
ΚΙΚΗ: Κι αυτά που παίρνουν πολλά τους είναι.
ΠΕΤΡΟΣ: Πρέπει να παίρνουν αυτά που προβλέπει ο νόμος.
ΚΙΚΗ: Μ’ αφού δεν είναι αποδοτικοί στη δουλειά τους.
ΠΕΤΡΟΣ: Τα Συνδικάτα κι ο νόμος, δηλαδή οι Συλλογικές Συμβάσεις, δεν ξέρουν από τέτοια.
ΚΙΚΗ: Δηλαδή, θα παίρνουν και οι τεμπέληδες τα ίδια με τους προκομμένους;
ΠΕΤΡΟΣ: Ακριβώς τα ίδια!
ΚΙΚΗ: Σάμπως και δε μας τα λες καλά.
ΜΗΝΑΣ: Μια χαρά τα λέει.
ΠΕΤΡΟΣ: Που λες, Κική, αν δε σου αρέσει ένας εργάτης μην τον παίρνεις στη δουλειά σου. Άμα αρχίσουμε να λέμε πως ο ένας εργαζόμενος είναι τεμπέλης κι ο άλλος δεν είναι χειροδύναμος.., βράστα κι άστα...
ΚΙΚΗ: Αυτό δεν το καταλαβαίνω. Να παίρνουν, δηλαδή, οι προκομμένοι τα ίδια με τα ρεμάλια.
ΠΕΤΡΟΣ: Παράτα με, ρε Κική! Και με ποιο μέτρο θα μετρήσεις την τεμπελιά ή τη δύναμη του κάθε εργάτη; Ο νόμος και τα  Σωματεία δεν έχουν τέτοιες ζυγαριές.
ΚΙΚΗ: Μα...
ΠΕΤΡΟΣ: Φταιει, Κική, ένας άνθρωπος αν γεννιέται κοντός, ή αδύνατος, ή αν τον θέλεις έτσι, και κουτός; Έρχεται, λοιπόν, το Σωματείο και σου λέει πως όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να παίρνουν ακριβώς τα ίδια μεροκάματα. Έτσι δεν πρέπει; Γι’ αυτό υπάρχουν και οι Συλλογικές Συμβάσεις.
ΚΙΚΗ: Τι είναι πάλι τούτο;
ΠΕΤΡΟΣ: Να.., να μην τα κουβεντιάζει ο κάθε εργαζόμενος ξεχωριστά με τ’ αφεντικά. Γι’ αυτό έχουμε και τα Εργατικά Σωματεία, που υπογράφουν τις συμβάσεις.
ΚΙΚΗ: Ουφ! Ποιά Σωματεία ενδιαφέρονται για μας;
ΠΕΤΡΟΣ: Αυτό εξαρτάται από σένα. Αν δεν ανήκεις στο Σωματείο και δε ζητήσεις τη βοήθεια του, πώς θα σε βοηθήσει;
ΚΙΚΗ: Ας είναι κι έτσι. Πάντως, εγώ δεν έχω  παράπονα απ’ τον Τομ.
ΜΗΝΑΣ: Φτωχή κι έρημη! Μ’ αφού δεν ξέρεις τα δικαιώματά σου, πώς μπορείς να έχεις παράπονα;
ΚΙΚΗ: Ναι, εσύ τα ξέρεις.
ΜΗΝΑΣ: Έλα κόφτο! Λοιπόν, το νου  σου, Πέτρο. Το μαγαζί έχει πολλές δουλειές. Να κάνεις το κορόιδο. Θα σου βγει η ψυχή με τους κουτοπόνηρους τους χαρτοπαίχτες.
ΠΕΤΡΟΣ: Εγώ δε σηκώνω τέτοια.
ΜΗΝΑΣ: Θα σου φορτώνουν, καψερέ, συνέχεια όλες τις δουλειές τους.
ΠΕΤΡΟΣ: Ναι, βρήκαν άνθρωπο. Ύστερα θα την κοπανίσω κι εγώ. Δε με σηκώνει το κλίμα...
ΚΙΚΗ: (Κουτοπόνηρα). Τι είναι αυτά που λες, καλέ; Ο Τομ είναι χρυσός άνθρωπος.
ΜΗΝΑΣ: Μ’ αφού μου είπες πως εσένα σε καλοπληρώνει, μια που σ’ έστειλε ένας καλός του φίλος.
ΠΕΤΡΟΣ: Έλα τώρα. Αν θες να ξέρεις παίρνω τα κανονικά..
ΜΗΝΑΣ: Ε, τότε; Χε, χε, χε... Αν και ο Τομ δεν ξέρει από φιλίες.
ΠΕΤΡΟΣ: Δεν είναι μόνο το χρήμα. Εγώ είμαι τρομερά λευτερόστομος. Θα του τα ψάλλω ένα χεράκι και θα πάρω δρόμο.
ΜΗΝΑΣ: Και γιατί θα το κάνεις αυτό;
ΠΕΤΡΟΣ: Γιατί; Έτσι για ένα φιλότιμο. Δε μου λετε, μόνο μια κόρη έχει ο Τομ;
ΚΙΚΗ: Μάλαμα γυναίκα.
ΜΗΝΑΣ: Έχει κι ένα γιο.
ΠΕΤΡΟΣ: Πώς κι έτσι δε μου μίλησε γι’ αυτόν;
ΜΗΝΑΣ: Αυτόν τον κρύβει.
ΠΕΤΡΟΣ: Και γιατί;
ΜΗΝΑΣ: Γιατί μόνο αυτός αξίζει, απ’ όλη την οικογένεια. Λεβεντόπαιδο, σου λεω! Οι άλλοι όπου και να τους αγγίξεις βρομούν. Tου τα βρόντηξε, που λες,  εδώ και καιρό και δουλεύει οδηγός στ’ ασθενοφόρα.
ΚΙΚΗ: Σιγά, καλέ, που είναι και λεβέντης...
ΜΗΝΑΣ: Α, να μου χαθείς, καρακάξα! Όσο κουμαντάριζε το μαγαζί, ο Σόλωνας, τον είχες στα όπα - όπα.
ΠΕΤΡΟΣ: Για λέγε! Για λέγε! Μ’ ενδιαφέρει και πολύ μάλιστα το πράγμα. Σπάνια περίπτωση ο τύπος. Γιος εκατομμυριούχου.., και να δουλεύει μεροκάματο.
ΜΗΝΑΣ: Το παιδί τα έπαιρνε τα γράμματα, αλλά ο Τομ ήθελε να τον βάλει στο ποδάρι του. Ανάλαβε, λοιπόν, το κουμάντο των επιχειρήσεων, αλλά ο πατέρας δεν τον άφηνε να κάνει τη δουλειά του και τα παράτησε.
ΠΕΤΡΟΣ: Α, έτσι.
ΜΗΝΑΣ: Βέβαια. Ύστερα τσακώθηκε και με την αδελφή του και τον άντρα της, Είναι τεμπελόσκυλα και φαταούλες.
ΚΙΚΗ: Γιατί δε λες πως ο γιος το έχει ρίξει στο πιοτό;
ΜΗΝΑΣ: Χε, χε, χε... Όσο το κράταγε, ο Σόλωνας, το μαγαζί η κυρία, απ’ εδώ τον προσκυνούσε.
ΚΙΚΗ: Τι λες μωρέ!
ΜΗΝΑΣ: Ξέρω τι λεω. Η ανάγκη σ’ έχει γονατίσει.
ΠΕΤΡΟΣ: Δηλαδή, πίνει ο γιος του;
ΜΗΝΑΣ: Τι να σου κάνει το παιδί; Για να λέμε, όμως, την αλήθεια, δεν είναι και κανένας μεθύστακας.
ΚΙΚΗ: Είναι! Και παρά είναι!
ΜΗΝΑΣ: Αχ, μωρέ Κική, με τις παραξενιές σου... Αν ήταν μεθύστακας, πως θα οδηγούσε αυτοκίνητο και μάλιστα ασθενοφόρο. Ε.., αν δεν έπινε και λιγουλάκι θα είχε τρελαθεί το παιδί.
ΠΕΤΡΟΣ: Λέγε, λέγε!
ΜΗΝΑΣ: Είναι σπάνιος τύπος ανθρώπου, σου λεω.
ΠΕΤΡΟΣ: Το γαμπρό του πολύ τον παινεύει, ο Τομ. Τι σοι γιατρός είναι;
ΚΙΚΗ: Είναι μεγάλος και τρανός επιστήμονας. Οφθαλμίατρος σου λέω!
ΜΗΝΑΣ: Χε, χε, χε... Κουραφέξαλα... Τον αγόρασε απ’ την Ελλάδα, ο Τομ.
ΚΙΚΗ: Τι λες καλέ;
ΜΗΝΑΣ: Αυτά που ακούς. Που λες, Πέτρο, αυτός αντί να κάτσει να διαβάσει για ν’ αναγνωριστεί το πτυχίο του και στην Αυστραλία, ξεκοκαλίζει το παραδάκι του Τομ.
ΚΙΚΗ: Τι είναι αυτά που λες, για το γιατρό;
ΜΗΝΑΣ: Εγώ δεν έχω τα δικά σου ζόρια, και τα λεω όπως θέλω.
ΠΕΤΡΟΣ: Μα ο Τομ είναι τσιφούτης.
ΜΗΝΑΣ: Ναι.., παρά είναι. Με το γιατρό, όμως, κάνει το κορόιδο, γιατί το έχει καμάρι που τον έχει γαμπρό. Ύστερα, κι ο γιατρός, μ’ ένα σωρό κόλπα του ρίχνει στάχτη στα μάτια.
ΠΕΤΡΟΣ: Δηλαδή;
ΜΗΝΑΣ: Βράστα κι άστα, σου λεω... Να, πηγαινοέρχεται, τάχατες, σε κάτι ιατρικά σεμινάρια εδώ και χρόνια.
ΚΙΚΗ: Μ’ αφού σπουδάζει...
ΜΗΝΑΣ: Χε, χε, χε... Ναι, σπουδάζει για δέκα χρόνια. 
ΠΕΤΡΟΣ: Που λες, ο Τομ μου μοστράρισε ένα σωρό ακίνητα.
ΚΙΚΗ: Το μισό χωριό είναι δικό του. Κωμόπολη ήθελα να πω.
ΠΕΤΡΟΣ: Σοβαρολογείς;
ΚΙΚΗ: Να τα έχει και να τα χαίρεται. Έτσι, τρωμε κι εμείς ένα κομμάτι ψωμί κοντά του.
ΜΗΝΑΣ: Χε, χε, χε... Ας μη δούλευες σα βόδι, και θα σου έλεγα εγώ τι θα έτρωγες. (Σιγή). Που λες, Πέτρο, αποκλείεται να τα είδες όλα. Μα ούτε ο ίδιος τα  ξέρει. Εδώ σου μιλάω για εκατομμύρια!
ΚΙΚΗ: Με τον ιδρώτα του τα έκανε. (Κοιτάζει το ρολόι της). Τι κάθομαι καλέ;  (Φεύγει παίρνοντας και τα εργαλεία της).
ΠΕΤΡΟΣ: Καλυτερεύει, ο Κωστάκης, της Κικής;
ΜΗΝΑΣ: Όσο μπορεί να καλυτερέψει ένα σπαστικό.
ΠΕΤΡΟΣ: Κι ο άντρας της;
ΜΗΝΑΣΣ: Ένα δικό μας χαρτόμουτρο είναι. Όταν έχει το χρήμα εξαφανίζεται.., κι όταν μένει ταπί έρχεται και της τα παίρνει.
ΠΕΤΡΟΣ: Και η Γιάννα δε μου φαίνεται καλά.
ΜΗΝΑΣ: Βίος και πολιτεία η καψερή. Η μόνη Ελληνίδα χαρτοπαίχτρα, που ξέρω.
ΠΕΤΡΟΣ: Χαρτοπαίχτρα!
ΜΗΝΑΣ: Αμέ... Κάθε βράδυ παίζει... κι όχι το κουμκανάκι, με τις γυναίκες, αλλά μανίλα, με τους άντρες.
ΠΕΤΡΟΣ: Τι λες ρε παιδί...
ΜΗΝΑΣ: Βράστα κι άστα. Τώρα τελευταία το έχει ρίξει και στο πιοτό. Και να σκεφτείς πως έχει οικογένεια και παντρεμένα παιδιά. Ποτέ, όμως, δεν αναφέρεται στους δικούς της κι ούτε ξέρουμε που βρίσκονται.
ΠΕΤΡΟΣ: Τι είναι αυτή η “μανίλα”, ρε Μηνά;
ΜΗΝΑΣ: Χε, χε, χε. Δεν είσαι σπουδαγμένος χαρτοπαιχτικά. Είναι κάτι σαν τη δική μας την πόκα.
ΠΕΤΡΟΣ: Πολύ χαρτί, ρε παιδί...
ΜΗΝΑΣ: Μα δεν μπορούν να κάνουν και τίποτ’ άλλο. Άμα δεν παίρνεις μέρος στην κοινωνική ζωή του τόπου, δεν έχεις που να ξεδώσεις.
ΠΕΤΡΟΣ: Και γιατί να μην παίρνεις μέρος;
ΜΗΝΑΣ: Με ποια γλώσσα, βλογημένε;
ΠΕΤΡΟΣ: Βέβαια, έχετε και το ρατσισμό των Αυστραλών. Έτσι δεν είναι;
ΜΗΝΑΣ: Να σου πω... Νομίζω πως κάτι άλλο συμβαίνει... Ο ρατσισμός των απλών Αυστραλών - τους πλούσιους δεν τους ξέρω - δεν προέρχεται από κακία ή υπεροψία.
ΠΕΤΡΟΣ: Σώπα καημένε...
ΜΗΝΑΣ: Άκου που σου λεω. Λοιπόν, η Αυστραλία βρίσκεται στην άκρη της γης και για δεκαετίες ήταν σχεδόν ξεκομμένη απ’ τον υπόλοιπό κόσμο. Έτσι οι Αυστραλοί δεν είχαν πολλές επαφές μ’ άλλους ανθρώπους, μ’ άλλες κουλτούρες και συνήθειες. Ας πάμε μόνο μερικές δεκαετίες πίσω. Λοιπόν, εκείνα τα χρόνια ποιος ερχόταν στην Αυστραλία και πόσοι Αυστραλοί πήγαιναν στο εξωτερικό; Μόνο οι τυχοδιώχτες, οι ζάμπλουτοι και κάτι λίγοι
 ναυτικοί. Ερχόντουσαν βέβαια και λίγοι μετανάστες, που προέρχονταν κυρίως απ’ την Αγγλία.
ΠΕΤΡΟΣ: Και λοιπόν;
ΜΗΝΑΣ: Έτσι οι Αυστραλοί ήταν δεμένοι, μα και είναι ακόμα, με τα δικά τους. Αγαπούν με πάθος οτιδήποτε είναι δικό τους: απ’ τη γλώσσα, τα σπορ, τα μέτρα και τα σταθμά μέχρι και τα φαγητά τους. Γι’ αυτό δεν πολυθέλουν κι εμάς.
ΠΕΤΡΟΣ: Μ’ αυτό συμβαίνει και με τους άλλους λαούς.
ΜΗΝΑΣ: Ναι, κι εμείς οι Έλληνες είμαστε ρατσιστές, όχι, όμως, τόσο πολύ. Ας πάρουμε την Ελλάδα. Οι Μακεδόνες, οι Ηπειρώτες και οι Θρακιώτες ακόμα και με τα πόδια μπορούσαν να πάνε στα γειτονικά βαλκανικά κράτη. Οι κάτοικοι των περισσοτέρων νησιών του Αιγαίου, με μια βαρκούλα μπορούσαν να πάνε στην Ασία ή την Αφρική. Απ’ τα Ιόνια πάλι μπορούσαν να πάνε στην Ιταλία. Ναι, αλλά μ’ αυτό το πήγαινε έλα, ο Έλληνας, όλο και κάτι έδινε απ’ το δικό του τρόπο ζωής κι όλο και κάτι έπαιρνε απ’ τρόπο ζωής των γειτόνων μας. Χε, χε, χε... Γι’ αυτό μη σου κακοφανεί, αν μιλώντας τη γλώσσα μας, ακούσεις απ’ τους Αυστραλούς να σου λένε:  “Μίλα αγγλικά!”, ή “Πήγαινε πίσω στο γαμημένο τον τόπο σου”. Ή να τους ακούσεις να μιλάνε για μίλια, ή ίντσες, που δεν υπάρχουν πια. Χε, χε, χε... Πειράζονται με τα χιλιόμετρα και τους πόντους.
ΠΕΤΡΟΣ: Έτσι λοιπόν…
ΜΗΝΑΣ: Έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα. Βέβαια, σιγά - σιγά μας συνηθίζουν.  (Μπαίνει ο Τομ).
ΤΟΜ: Αχαχούχα... Στην κουβέντα το ρίξαμε; Τι περιμένετε παιδιά έχουμε να κάνουμε τόσες δουλειές.
ΠΕΤΡΟΣ: (Κοιτάζει το ρολόι). Χίλια συγγνώμη Τομ, αλλά εγώ αρχίζω σε μισή ώρα. (Παίρνει μια εφημερίδα και την ξεφυλλίζει).
ΤΟΜ: (Στο Μηνά). Εσύ τι περιμένεις;
ΜΗΝΑΣ: Έλα, μωρέ!
ΤΟΜ: (Θυμωμένα). Δρόμο, σου λεω! Τις δουλειές τις δικές μας δε θα τις κάνει ο γείτονας!
ΜΗΝΑΣ: Ξέρεις…, η τελευταία παρτίδα του ψαριού, που πήρες δε λέει πολλά πράγματα.
ΤΟΜ: Τι ξέρεις εσύ από ψάρια;
ΜΗΝΑΣ: Τόσα χρόνια τι κάνω;
ΤΟΜ: Μένεις στάσιμος. Για να σ’ ακούσουμε, λοιπόν, προφέσα. Τι έχει το ψάρι και δε σου αρέσει;
ΜΗΝΑΣ: Πώς να στο πω... Ανάποδο πράμα τ’ αφορισμένο. Δεν είναι καθόλου βολικό στο  κόψιμο.
ΤΟΜ: Βολικά δεν είναι τα χέρια σου!
ΜΗΝΑΣ: Μα όλο σπάει, σου λεω.
ΤΟΜ: Α.., να χαθείς ανεπρόκοπε. Τώρα θα μάθεις και σε μένα, τον προφέσα, τα ψάρια.
ΜΗΝΑΣ: Μα.., όταν σπάει το ψάρι, δυσκολεύεται κανείς και με το ψήσιμο...
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Γιατί δε λες, πως απ’ το πολύ κουμάρι τρέμουν τα χέρια σου;
ΜΗΝΑΣ: Μα εγώ...
ΤΟΜ: Έλα κόφτο.
ΜΗΝΑΣ: Ξέρεις Τομ... Εψές σηκώνοντας τα τσουβάλια με τις πατάτες στραμπούλιξα πολύ άσκημα το χέρι μου. Λεω να πάω στο σπίτι. Αυτό μου είπε κι ο γιατρός, δηλαδή.
ΤΟΜ: Εσύ είσαι απρόσεχτος και φταιω εγώ; Δεν έχεις τίποτε, ρε αρχιτεμπέλαρε. Σύρε στη δουλειά σου! (Φεύγει ο Μηνάς). Τα πολλά διαβάσματα τον έχουν αποβλακώσει. Τώρα θα μου μάθει και τις αγορές... Που λες, Πέτρο, βρήκαν το τραπέζι στρωμένο και μου κουνιούνται. Όλο αρρωσταίνουν κι όλο αυξήσεις ζητάνε. Εμένα να ρωτήσεις το τι τράβηξα...
ΠΕΤΡΟΣ: Δηλαδή;
ΤΟΜ: Τα πρώτα δυο - τρία χρόνια δεν ήξερα τι πάει να πει τράπεζα.  Ο μιστός μου ήταν φαγί και στέγη.
ΠΕΤΡΟΣ: Σοβαρολογείς;
ΤΟΜ: Αμέ! Άλλα τα χρόνια εκείνα. Δεν υπήρχαν δουλειές για όσους δεν ήταν αγγλοσάξονες... Κι αν είχαμε παράπονα σε ποιον θα τα λέγαμε; Και που τις ξέραμε τις υπερωρίες και τόσα άλλα;
ΠΕΤΡΟΣ: Αυτό δε σε πείραζε;
ΤΟΜ: Να σου πω... Όσα πιο λίγα ξέρεις τόσο πιο λίγο πειράζεσαι. Στην Ελλάδα μας έλειπε και το φαγί. Εδώ ήταν, βλέπεις, κι αυτή η ελπίδα που μας κράταγε στα πόδια.
ΠΕΤΡΟΣ: Τι εννοείς;
ΤΟΜ: Να.., βλέπαμε ένα σωρό πράγματα γύρω μας, σπίτια, αυτοκίνητα, επιχειρήσεις, κι ελπίζαμε πως κάποτε, ίσως, θα μπορούσαμε να τ’ αποχτήσουμε κι εμείς. Στην Ελλάδα ούτε που ελπίζαμε, αφού δεν ξέραμε, ή δε βλέπαμε τίποτε.
ΠΕΤΡΟΣ: Μα και στην Ελλάδα έχει πλούσιους.
ΤΟΜ: Κακά τα ψέματα, στο χωριό δε φαινόταν και τόσο ο πλούτος τους. Στις ίδιες δουλειές δούλευαν και οι πλούσιοι, πηγαίνοντας στο ίδιο καφενείο και την ίδια εκκλησιά. Ύστερα, στο χωριό μας δεν είχαμε μεγαλοτσιφλικάδες.
ΠΕΤΡΟΣ: Ναι.., αλλά υπήρχαν στ’ άλλα χωριά.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Με ρωτάς αν είχα πάει στο διπλανό χωριό; Χε, χε, χε... Που λες, τριάντα σπίτια είχε το χωριουδάκι μου... Εκεί να δεις φτώχια και μιζέρια. Δουλεύαμε σα σκλάβοι και δε βλέπαμε ούτε μια δεκάρα στα χέρια μας... Ποια δεκάρα, μωρέ! Αν δεν πήγαινε καλά η σοδειά μέναμε και χρεωμένοι στους μπακάληδες, τους τοκογλύφους και τις τράπεζες. Μα ούτε σχολείο δεν είχαμε.
ΠΕΤΡΟΣ: Μα πώς γίνεται αυτό;
ΤΟΜ: Δέκα χιλιόμετρα περπατάγαμε τη μέρα, με βροχές, λιοπήρι και χιόνια για το πήγαινε - έλα του σχολειού... Το σχολείο ήταν στο κοντινό κεφαλοχώρι. Και είχαμε και τους λύκους.
ΠΕΤΡΟΣ: Λύκους!
ΤΟΜ: Αμέ. Κάθε βράδυ εννιά παιδιά, πηγαίνοντας για το χωριό, είχαμε παρεΐτσα τους λύκους. Κοπάδια ολάκερα.
ΠΕΤΡΟΣ: Και δε φοβόσασταν;
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Έχει πλάκα η υπόθεση. Ο λύκος, που λες, φοβάται τη φωτιά και τα φίδια... Κι εμείς κρατάγαμε φανάρια και σκοινιά.
ΠΕΤΡΟΣ: Έτσι, λοιπόν...
ΤΟΜ: Ναι, φίλε... Τα φανάρια ήταν η φωτιά και τα σκοινιά που τα κουνάγαμε συνέχεια πάνω στο χώμα ήταν τα φίδια... Έτσι πηγαίναμε παρέα με τους λύκους, που φοβόντουσαν να μας πλησιάσουν. Ε, λοιπόν, όταν ήρθα στην Αυστραλία και βρέθηκα μες στο χρήμα, δεν είχα τίποτ’ άλλο στο νου μου παρά μόνο τον παρά. Είχα πεισματώσει, θέλοντας να κάνω όσο το δυνατόν περισσότερους παράδες, για να γαμάω και να δέρνω!
ΠΕΤΡΟΣ: Ε, όλοι φτωχοί ήμασταν. Ξέρεις κάνα πλούσιο, εκτός απ’ τους κοσμοπολίτες και τους τυχοδιώχτες να ξεπατρίζεται;
ΤΟΜ: Η διαφορά είναι μεγάλη ανάμεσα σε σένα και σε μένα.
ΠΕΤΡΟΣ: Δηλαδή;
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Μπας και νομίζεις πως είμαι μπουμπούνας; Εσύ έχεις ανοιχτά μυαλά.
ΠΕΤΡΟΣ: Τι θες να πεις;
ΤΟΜ: Αυτό που ξέρεις. Εσύ μεγάλωσες στην Αθήνα. Εκεί είχατε ένα σωρό πράγματα, που ξυπνάνε τον άνθρωπο: εφημερίδες, βιβλία, θέατρα, σινεμά... και πολλούς ανθρώπους. Εμένα ποιος θα με ξυπνούσε; Οι προβατίνες, ή η μια χούφτα αγράμματοι άνθρωποι, με τους οποίους ερχόμουν σ’ επαφή;
ΠΕΤΡΟΣ: Έχεις δίκιο.
ΤΟΜ: Αν έχω λέει... Ας είναι... Πώς σου φάνηκε το χωριό μας;
ΠΕΤΡΟΣ: Καλό είναι. Γιατί, όμως, όλοι το λετε χωριό;
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Θα στο πω για να το μάθεις. Μόνο εμείς οι Έλληνες ακόμα και τις μικρές πόλεις της Αυστραλίας τις λέμε χωριά. Χε, χε, χε... Ίσως να δυσκολευόμαστε  με τη λέξη “κωμόπολη”. Χε, χε, χε... Εδώ είμαστε 40.000 ψυχές. Από που κι ως που, λοιπόν, είναι χωριό; (Με τουπέ). Όπως είδες, σε κάθε γωνιά έχω κι ένα ακίνητο.
ΠΕΤΡΟΣ: Τα είδα.., τα είδα...
ΤΟΜ: Θα σε πάω να δεις και τα χτήματά μου, μια μέρα.
ΠΕΤΡΟΣ: Τι χτήματα;
ΤΟΜ: Χωράφια, μωρέ.
ΠΕΤΡΟΣ: Α, ναι...
ΤΟΜ: Tο κόλπο της υπόθεσης είναι ν’ αγοράζεις  και να πουλάς όταν πρέπει! Θα σου μάθω κι ένα άλλο κόλπο. Το πώς δηλαδή, θ’ ασπρίζεις τα μαύρα.
ΠΕΤΡΟΣ: Ποια είναι τα μαύρα;
ΤΟΜ: Αυτά που δεν ξέρει η εφορία, Πετράκη!
ΠΕΤΡΟΣ: Δε μ’ ενδιαφέρει η περίπτωση.
ΤΟΜ: Μάθε τέχνη κι άστηνε.., κι όταν πεινάσεις πιάστηνε. Λοιπόν, ποτέ δε θ’ αγοράζεις καινούργιο χτίριο.
ΠΕΤΡΟΣ: Γιατί;
ΤΟΜ: Γιατί έτσι φαίνεται το χρήμα που βάζεις κάτω και σε ταράζει η εφορία.
ΠΕΤΡΟΣ: Τι εννοείς;
ΤΟΜ: Θα παίρνεις, βρε αδελφέ, ένα σαράβαλο και θα το κάνεις παλάτι. Ή θα το γκρεμίζεις και θα φτιάχνεις καινούργιο.
ΠΕΤΡΟΣ: Τι αλχημείες είναι αυτές;
ΤΟΜ: Άκου που σου λεω. Θα πληρώνεις με μετρητά τους εργολάβους. Έτσι, απ’ τη μια δεν πολυφαίνονται τα χρήματα που ξοδεύεις, κι  απ’ την άλλη, το ακίνητο παίρνει αξία! Χε, χε, χε... Κοντά μου έχεις να μάθεις πολλά. Χε, χε, χε… Τσακάλι είμαι, μωρέ.
ΠΕΤΡΟΣ: Και μ’ αυτά τα κολπάκια, πώς θα σταθεί το κράτος στα πόδια του;
ΤΟΜ: Εγώ θα το φτιάξω το κράτος;
ΠΕΤΡΟΣ: Α.., έτσι...
ΤΟΜ: Αυτή, που λες, είναι η δυναστεία μου. Αυτή είναι η δύναμή μου... Χε, χε, χε... Την ξέρεις την ηδονή της δύναμης;
ΠΕΤΡΟΣ: Ποια ηδονή;
ΤΟΜ: Της δύναμης παιδάκι μου! Πώς να σου το πω; Να, να σε υπολογίζουν και να σε φοβούνται όλοι!
ΠΕΤΡΟΣ: Μάλιστα...
ΤΟΜ: Όλοι με προσκυνάνε σου λεω!
ΠΕΤΡΟΣ: Μη μου το λες...
ΤΟΜ: Και που να μην είχα και τις ατυχίες... Να.., εκείνη η στοά, στο πενταόροφο, που είδες, έχει δεκαπέντε μαγαζιά. Δεν είναι, όμως, κανονική στοά.., αφού δε βγαίνει στον άλλο δρόμο.
ΠΕΤΡΟΣ:  Και πώς έτσι;
ΤΟΜ: Την είδες εκείνη την κοκκινοσκουφίτσα;
ΠΕΤΡΟΣ: Ποια;
ΤΟΜ: Εκείνο, τον κοκκινογένη τον Ιρλανδό.
ΠΕΤΡΟΣ: Α, λες αυτόν, που έχει τον ωραίο κήπο.
ΤΟΜ: Ναι, μωρέ. Ντιπ, αχώνευτος άνθρωπος. Που λες, για το ριμάδι του έδωσα πέντε φορές περισσότερα και δεν μπόρεσα να το πάρω. Έτσι θα είχα έξοδο και στη λεωφόρο. Μεγάλη υπόθεση.                     
ΠΕΤΡΟΣ: Ο καθένας έχει τα δικά του ενδιαφέροντα, Τομ. Εσύ ενδιαφέρεσαι για τη στοά και τα μαγαζιά σου.., κι αυτός για το σπιτάκι του, που το έχει σαν παλατάκι. Τέτοιο κήπο δεν έχω ματαδεί.
ΤΟΜ: Σαχλαμάρες. Οι κήποι δε γιομίζουν στομάχια. Που θα μου πάει όμως; Θα πεθάνει ο γέρος και θα το πάρω απ’ τα παιδιά του.
ΠΕΤΡΟΣ: Μ’ αυτός είναι εξήντα χρονών κι εσύ τα έχεις πατήσει τα εβδομήντα...
ΤΟΜ: (Συνεχίζει χωρίς να ’χει ακούσει). Και μετά, που λες, λύνοντας το οικονομικό μου πρόβλημα, θα βάλω το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο. (Μπαίνει ο Χάρης ζωσμένος με μια ποδιά).
ΧΑΡΗΣ: Αυτό είναι ψάρι, Τομ.
ΤΟΜ: Λέγε, να σε χαρώ, Χάρη μου.
ΧΑΡΗΣ: Είναι πρώτο πράμα και στο κόψιμο.
ΤΟΜ: Εσύ ξέρεις από ψάρια.
ΧΑΡΗΣ: Και στο ψήσιμο είναι μούρλια! Μα πού το βρήκες; (Ο Πέτρος κρυφογελάει).
ΤΟΜ: Αμ.., τόσα χρόνια τι κάνω; Χαρούπια τρωω; Στην αγορά πρέπει να πηγαίνει κανείς με το τέλος του οικονομικού έτους. Τότε οι  έμποροι έχουν σφιξίματα με την εφορία. Σάματις μου λείπουν τα μετρητά και τα ψυγεία; Μ’ αυτή την παρτίδα, Χάρη μου, θα τη βγάλω τη χρονιά.
ΧΑΡΗΣ: Σου λεω, πως βγάζω τουλάχιστο δέκα κομμάτια παραπάνω, στο χαρτόνι!
ΤΟΜ: Σοβαρολογείς, Χάρη μου;
ΧΑΡΗΣ: Αμέ!
ΤΟΜ: Κι ο βλάκας ο Μηνάς, έλεγε πως δεν αξίζει.
ΧΑΡΗΣ: Ναι, τώρα ξέρει κι αυτός από ψάρι. Βέβαια, από τιμές και τα ρέστα  δε σκαμπάζω.
ΤΟΜ: Μ’ αυτό μετράει!
ΧΑΡΗΣ: Αυτά τα ξέρεις εσύ. Γι’ αυτό όλοι σου βγάζουν το καπέλο.
ΤΟΜ: Ποιος μπορεί να σταθεί δίπλα μου;
ΧΑΡΗΣ: Όλοι σε τρέμουν στην αγορά!
ΤΟΜ: Ένας είναι ο Πάππας!
ΧΑΡΗΣ: Ξέρεις.., Τομ.., μ’ έχει πιάσει πάλι  το στομάχι μου.
ΤΟΜ: Δηλαδή, πώς αισθάνεσαι;
ΧΑΡΗΣ: Δεν ξέρω.., κάτι σαν σούβλισμα.
ΤΟΜ: Και τι λες να είναι;
ΧΑΡΗΣ: Θα είναι αυτό το αφορισμένο το έλκος που σου έλεγα.
ΤΟΜ: Και τι κάθεσαι; Να πας να την αράξεις για λίγο. (Ο Πέτρος κρυφογελάει).
ΧΑΡΗΣ: Να.., λεω... μήπως μείνει πίσω η δουλειά. Είναι βλέπεις και τα ψησίματα.
ΤΟΜ: Τι είναι αυτά που λες; Θα μπω εγώ στο πόδι σου. Θα τα ψήσω όλα εγώ, Χάρη μου. Σύρε στο καλό.
ΧΑΡΗΣ: Να είσαι καλά.
ΤΟΜ: Να προσέχεις τον εαυτό σου. Ένα Χάρη τον έχουμε! (Φεύγει ο Χάρης κρυφογελώντας. Κρυφογελάει κι ο Πέτρος. Στον Πέτρο). Χρυσό παιδί ο Χάρης.
ΠΕΤΡΟΣ: Ναι... Ναι...
ΤΟΜ: Που λες, θα σου μάθω πρώτα τα κόλπα της αγοράς. (Με τουπέ). Θα δεις εκεί τη μαεστρία μου. Όλους τους φέρνω βόλτα.
ΠΕΤΡΟΣ: Καλά.., βλέποντας και κάνοντας.
ΤΟΜ: Η αγορά, σου λεω, είναι η βάση. Άμα δεν ξέρεις ν’ αγοράζεις.., δεν ξέρεις και να πουλάς. Ας έρθουμε τώρα στα μαγαζιά, κι ας αρχίσουμε απ’ τους εργάτες.
ΠΕΤΡΟΣ: Τι τα θέλεις τώρα αυτά;
ΤΟΜ: Αυτά είναι που μετράνε! Εγώ απασχολώ, στα μαγαζιά και τις διάφορες δουλειές μου καμιά εξηνταριά εργάτες. Μόνον σ’ αυτό το μαγαζί, που είναι ταίικ εγουέι, καφετερία, ζαχαροπλαστείο και φούρνος, έχω τριάντα. Λοιπόν, από  δέκα δολαριάκια να τρωω απ’ τον καθένα τη βδομάδα, μου φτάνουν.
ΠΕΤΡΟΣ: Και δεν έχεις ακόμα βαρυστομαχιάσει;
ΤΟΜ: Δε σε κατάλαβα. Λοιπόν, ποτέ δε θα παζαρεύεις τον εργάτη προτού ν’ αρχίσει δουλειά.
ΠΕΤΡΟΣ: Γιατί;
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Πρώτα πρέπει να τον βγάλεις σκάρτο!
ΠΕΤΡΟΣ: Σκάρτο!
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Πρόσεξε. Την πρώτη,  κιόλας μέρα, που δε θα ξέρει τις τιμές και τα ρέστα θα κάθεσαι δίπλα του, την ώρα που θα σερβίρει τους πελάτες, και μόλις κάνει ένα λαθάκι, θα του λες (Τρίβει τα χέρια του από ηδονή): “Αχαχούχα! Έτσι θα δουλέψουμε;”
ΠΕΤΡΟΣ: Μ’ αφού ο άνθρωπος δε θα έχει ιδέα απ’ τις ευκολίες του μαγαζιού.
ΤΟΜ: Έτσι να σε χαρώ! Τότε, που θα τα έχει, που λες, κάπως χαμένα θα τον καθίζεις για καφέ και θα του λες (Ηδονιστικά): “Μέχρι που να μάθεις το μαγαζί  θα σου δίνω τόσα.., και βλέπουμε.” Χε, χε, χε... (Μονολογεί).  Πώς τα φέρνω βόλτα τα πουλάκια μου... Μαέστρος είμαι! Χε, χε, χε.
ΠΕΤΡΟΣ: Βρίσκεις και τα κάνεις. Έπρεπε αυτό να το κάνεις σε μένα.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε. Είπαμε πως εσύ δεν κινδυνεύεις.
ΠΕΤΡΟΣ: Ύστερα, όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να παίρνουν τα ίδια. Γι’ αυτό υπάρχουν οι Συλλογικές Συμβάσεις.
ΤΟΜ:  Κολοκύθια! Αν υπολογίζεις τις Συλλογικές Συμβάσεις και πράσινα  άλογα, δε θα μπορέσεις να κάνεις βήμα.
ΠΕΤΡΟΣ: Έτσι λοιπόν... Και οι νόμοι;
 ΤΟΜ: Ποιος υπολογίζει τους νόμους;
ΠΕΤΡΟΣ: Αν κάποιος σε κλέψει, ή ληστέψει θα τον καταγγείλεις στην αστυνομία;
ΤΟΜ: Εσύ τι λες; Θα τον αφήσω;
ΠΕΤΡΟΣ: Ασφαλώς θα το κάνεις, γιατί σε προστατεύει ο νόμος. Έτσι δεν είναι;
ΤΟΜ: Εμ, τι άλλο;
ΠΕΤΡΟΣ: Τότε θα πρέπει να σέβεσαι και τους νόμους που προστατεύουν τους εργαζόμενους.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Εσύ κάνεις για εργατοπατέρας. Λοιπόν, ας έρθουμε στο γάλα. Έχω, που λες, τη σκόνη. Βάζω και το ανάλογο νερό και φτιάχνω το γαλατάκι. Χε, χε, χε... Αμ, τι νομίζεις! Λουκούμι σου λεω και μου κοστίζει τρεις φορές λιγότερο.
ΠΕΤΡΟΣ: Αυτό είναι απάτη. Ξέχωρα που στους Αυστραλούς αρέσει το γάλα και το ξέρουν. Δεν τους βλέπεις πως το χτυπούν στη γλώσσα; Ένα σωρό πελάτες μου κάνουν  παράπονα.
ΤΟΜ: Ας χτυπούν τον κώλο τους στο τσιμέντο. Ούτε το χημείο δεν μπορεί να βρει τη διαφορά.
ΠΕΤΡΟΣ: Και τι γίνεται μ’ εμένα; Δε μου φτάνει, δηλαδή, η κούραση, θα πρέπει ν’ απολογούμαι, τρεις την ώρα, κι από πάνω...
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Το κέρδος, που είναι το καλύτερο παυσίπονο, θα σε ξεκουράζει. Τώρα ερχόμαστε σ’ αυτά που μας περισσεύουν το βράδυ, ψάρια, κρέατα και βάλε. Δεν είναι, βέβαια, χαλασμένα, αλλά ξερά. Εγώ τα πετάω στην κατάψυξη και κάθε δεκαπέντε τα μουλιάζω. Ρίχνω, που λες, κι ένα σωρό μπαχαρικά και τους φτιάχνω κάτι κεφτέδες. Γλείφουν τα δάχτυλά τους! Τσάμπα πράμα, όπως καταλαβαίνεις.
ΠΕΤΡΟΣ: Αυτά δεν έχουν καμιά θρεφτική αξία.
ΤΟΜ: Εγώ κοιτάζω την τσέπη μου. 
ΠΕΤΡΟΣ: Τίποτε απ’ όλα αυτά δε μ’ ενδιαφέρει. (Σηκώνεται και κάνοντας μια βόλτα, σταματάει μπροστά στα πρωτοσέλιδα των  εφημερίδων, που ’ναι κολλημένα στον τοίχο. Εκεί είναι κορνιζαρισμένο κι ένα μεγάλο, χρυσαφένιου χρώματος,  κλειδί Πηγαίνει κοντά του ο Τομ).
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Βλέπεις, πόσο με υπολογίζουν; Μέχρι και στις εφημερίδες με βάζουν!
ΠΕΤΡΟΣ: Το βλέπω... Το βλέπω...
ΤΟΜ: (Του δείχνει μια εφημερίδα). Χε, χε, χε... Να εδώ παδά λένε για κάτι ψυγειάκια.
ΠΕΤΡΟΣ: Τι έχεις να κάνεις, εσύ, με ψυγεία;
ΤΟΜ: Χε, χε, χε...  Έχει πλάκα η υπόθεση. Έδωσα, που λες, δυο  ψυγεία στο τοπικό νοσοκομείο. Χε, χε, χε... Δεν ξέρουν, όμως, πως μου τα έχουν πληρώσει και μάλιστα με το δεκαπλάσιο! Ξέχωρα που τα έχω αφαιρέσει κι απ’ την εφορία.
ΠΕΤΡΟΣ: Δηλαδή, πώς τα πλήρωσαν;
ΤΟΜ: Με διαφήμισαν, Πέτρο μου! Οι πελάτες έχουν αυγατίσει. Έρχονται για να γνωρίσουν το χουβαρντά τον Τομ Πάππας... Χε, χε, χε. Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμούνται. Τα λεφτά δεν τα βρίσκω στο δρόμο. (Του δείχνει μια άλλη εφημερίδα). Εδώ είμαι με δυο υπουργούς της Αυστραλίας και το δικό μας, που μας κουβαλήθηκε, απ’ την Ελλάδα, με τις γιορτές.
ΠΕΤΡΟΣ: (Ειρωνικά). Να μη σε βασχάνω...
ΤΟΜ: (Του δείχνει άλλο πρωτοσέλιδο). Χε, χε, χε.. Εδώ ο Γενικός Πρόξενος, μιλάει για μένα.
ΠΕΤΡΟΣ: Μη μου το λες...
ΤΟΜ: Χε, χε, χε...Τρακόσες είκοσι φορές έχουν αναφερθεί οι εφημερίδες μας, στην αφεντιά μου. Έχω φυλαγμένα τ’ αποκόμματα.
ΠΕΤΡΟΣ: Φωτιά στα μπατσάκια σου!
ΤΟΜ: Έχει βάρος το όνομά μου, σου λεω! Όλοι με προσκυνάνε! Εδώ να δεις ηδονή δύναμης!
ΠΕΤΡΟΣ: Καλά όλα αυτά, αλλά το “Τομ” και το “Πάππας”, που τα βρήκες;
ΤΟΜ: Κάθε γλώσσα έχει τα δικά της. Τ’ αφορισμένα τ’ αγγλικά δύσκολα γράφονται, μα και προφέρονται. Εδώ δεν έχει “μ” και “α” κάνουν “μα”. Γι’ αυτό συνέχεια σε ρωτάνε πως γράφεται τ’ όνομά σου. Τα ονόματα τα δικά τους δε δείχνουν τίποτε. Τι θα πει, ας πούμε, “Κέρυ Ντάταμ”; Τίποτε! Τα δικά μας, όμως, ονόματα από κάπου προέρχονται και κάτι λένε. Εγώ λέγομαι Αναστάσιος Παπακοντοκωνσταντινίδης. Το όνομά μου έχει να κάνει με την Ανάσταση και το επίθετό μου με κάποιον παππούλη μου, που ήταν παπάς, κόντος στο μπόι, Κωνσταντής και πόντιος. Πώς, όμως, θα μπορούσα να πω στους Αυστραλούς πώς γράφονται; Γι’ αυτό τα έκανα Τομ Πάππας και ησύχασα. (Μπαίνουν ο γιατρός, και  η Τασία. Είναι ντυμένοι στην πένα).
ΤΟΜ: Καλώς τα μου.
ΓΙΑΤΡΟΣ - ΤΑΣΙΑ: Καλημέρα πατέρα.
ΤΟΜ: Παιδιά, απ’ εδώ ο Πέτρος. Πέτρο να σου γνωρίσω τους δικούς μου. Η μοναχοκόρη μου, η Τασία, κι ο γαμπρός μου, ο Κώστας. Ο οφθαλμίατρος, που σου έλεγα.
ΠΕΤΡΟΣ: (Δίνει το χέρι στην Τασία). Χαίρω πολύ.
ΤΑΣΙΑ: (Του δίνει το χέρι). Λοιπόν, πώς σου φαίνεται το μαγαζί;
ΠΕΤΡΟΣ: Καλό είναι.
ΠΕΤΡΟΣ: (Δίνει το χέρι στο γιατρό). Χαίρομαι για τη γνωριμία.
ΓΙΑΤΡΟΣ: (Ακατάδεχτα και χωρίς να του δώσει το χέρι). Χμ... Μάλιστα... Μάλιστα... (Ο Πέτρος κάθεται και συνεχίζει το διάβασμα). Που λετε, πατέρα τις προάλλες, ο Γενικός Πρόξενος έλεγε τα καλύτερα λόγια για σας.
ΤΟΜ: Αμή! Αν μπορεί ας κάνει και διαφορετικά. Ένα τηλεφώνημά μου φτάνει για να πάρει φύσημα. Για λέγε, γιατρέ, για να χαρώ κι εγώ.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Να.., έλεγε πως είστε εμπορικό δαιμόνιο.
ΤΟΜ: Σοβαρολογείς;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Αμέ! Και πως διαθέτετε και καλλιέργεια.
ΤΟΜ: Καλά..., για το δαιμόνιο... ούτε κουβέντα να γίνεται. Από γράμματα, όμως, παιδάκια μου, δε σκαμπάζω.
ΤΑΣΙΑ: Άλλο είναι η καλλιέργεια κι άλλο τα γράμματα, καλέ.
ΤΟΜ: Ας είναι κι έτσι. Και τα έλεγε μπροστά σ’ άλλους;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Βέβαια! Μπροστά σε δεκάδες συμπάροικους!  Ήταν εκεί ο Μακρής, ο Πούλος, και πολλοί άλλοι.
ΤΟΜ: Αυτό μετράει! Και τι έκαναν οι άλλοι;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Ε.., δεν το ξέρετε πως σας ζηλεύουν;
ΤΟΜ: Έχει γούστο να μπορεί να σταθεί δίπλα μου, αυτός ο ξυπόλυτος ο Πούλος...
ΤΑΣΙΑ: Σε τίποτε δε μπορεί να σε φτάσει, καλέ πατέρα.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Καλός είναι, αλλά λίγος.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Πενταροδεκάρες έχει ο άνθρωπος.
ΠΕΤΡΟΣ: (Στον εαυτό του). Αμάν, γλείψιμο.
ΤΟΜ: Μια καφετερία έχει τ’ ανθρωπάκι. Χε, χε, χε... Νομίζει, ο χαζούλης,  πως οι διπλωμάτες μας τρώνε χαρούπια.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Όλα τα ξέρουν!
ΤΟΜ: Τι να λέμε τώρα... Το όνομά μου έχει βάρος! Με τρέμει όλη η παροικία!
ΤΑΣΙΑ: Βεβαίως!
ΤΟΜ: Κι αυτός ο χθεσινός, ο Μακρής, ήθελε να τα κοντράρει μαζί μου στα θυρανοίξια του Αη - Μελέτη.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Το θυμάμαι.
ΤΟΜ: Αυτός άνοιξε τον πλειστηριασμό μ’ ένα ψωροπεντακοσάρικο. Μόλις άκουσε, όμως, τα δικά μου τα τρία χιλιάρικα, δεν ήξερε που να κρυφτεί. (Γελάνε ο Τομ, ο Γιατρος και η Τασία).
ΠΕΤΡΟΣ:  Πλειστηριασμός είπες;
ΤΟΜ: Καλά δεν ξέρεις απ’ αυτά;
ΠΕΤΡΟΣ: Εγώ είμαι από χωριό.
ΤΟΜ: Να, όποιος δίνει τα περισσότερα παίρνει το χρυσό, κλειδί της εκκλησιάς. Μάλλον πλάκα χρυσού θα είναι. Να, εδώ παδά το έχω, Πετράκη. (Του δείχνει ένα κορνιζαρισμένο κλειδί).
ΠΕΤΡΟΣ: Μάλιστα...
ΤΟΜ: Λοιπόν, παιδιά, εκεί που πρέπει, αξίζει να είναι εγωιστής ο άνθρωπος. Για ένα όνομα ζούμε!
ΓΙΑΤΡΟΣ: Αμέ! Για ένα φιλότιμο ζούμε!
ΤΟΜ: (Με τουπέ). Που λες, γιατρέ, βρήκα κάτι κότες μούρλια... και μπιρ παρά!
ΓΙΑΤΡΟΣ: Μη μου το λετε!
ΤΟΜ: (Με τουπέ). Έχω γιομίσει τα ψυγεία!
ΓΙΑΤΡΟΣ: Αμ, έτσι γίνονται οι μπίσνες.
ΤΟΜ: Στη μισή τιμή σου λεω!
ΤΑΣΙΑ: Έτσι κρατιούνται οι επιχειρήσεις.
ΤΟΜ: Αμπώς! Οι μπίσνες θέλουν μυαλό, παιδιά.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Βέβαια, καπατσοσύνη.
ΤΑΣΙΑ: Από καπατσοσύνη ο μπαμπάς, άλλο πράμα.
ΠΕΤΡΟΣ: (Στον εαυτό του). Του ξεφλουδίσατε πια το δέρμα...
ΤΟΜ: Ε, κάτι μετράω κι εγώ.
ΤΑΣΙΑ: Όλοι για σένα μιλάνε, καλέ.
ΤΟΜ: Τασία, μην τις παίρνεις αυτές τις κότες στο σπίτι.
ΤΑΣΙΑ: Γιατί καλέ;
ΤΟΜ: Δεν τις βλέπω και τόσο σίγουρες, για τα παιδιά.
ΤΑΣΙΑ: Ευτυχώς που μου το είπες.
ΤΟΜ: Για πού με το καλό, παιδιά;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Γίνεται ένα πολύ σπουδαίο ιατρικό σεμινάριο και μου έστειλε πρόσκληση ο καθηγητής της έδρας.
ΤΟΜ: Ποιος;
ΤΑΣΙΑ: Ο Κριστ, καλέ.
ΤΟΜ: Πετράκη, αυτός είναι καθηγητής με πατέντα. Από μωρό τον ξέρω. Ο πατέρας του είναι φίλος μου, Παπαχρηστόπουλος, με τ’ όνομα. Να πάτε παιδιά μου.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Ξέρετε.., το σεμινάριο θα κρατήσει δυο μέρες.., και ίσως και παραπάνω.  Κι όπως καταλαβαίνετε... δε θα μπορέσουμε να φύγουμε, παρατώντας το στη μέση.
ΤΟΜ: Και δυο και τρεις μέρες. Να ξεκουραστείτε κιόλας. (Ο γιατρός πηγαίνει κάπως παράμερα).
ΤΑΣΙΑ:  Πατέρα, ξέρεις.., θα ήθελα να κάνω και μερικά ψώνια, για μας και για τα παιδιά.
ΤΟΜ: Ό,τι θέλει το κορίτσι μου! Κι όχι τσιγκουνιές. Να χρεώσεις, όμως, το μαγαζί. Τουλάχιστο να τ’ αφαιρέσουμε απ’ την εφορία.
ΠΕΤΡΟΣ: (Στον εαυτό του). Η πληρωμή για τις χοντροκολακίες...
ΤΑΣΙΑ: Ξέρω καλέ...
ΓΙΑΤΡΟΣ - ΤΑΣΙΑ: Γεια σας.
ΤΟΜ: (Τους ξεπροβοδίζει). Στο καλό κι ο θεός μαζί σας. (Φεύγουν ο γιατρός και η Τασία). Ε, είναι να μην καμαρώνεις, έχοντας γαμπρό αυτόν τον αριστοκράτη; Όλοι τον υπολογίζουν.
ΠΕΤΡΟΣ: Μη μου το λες...
ΤΟΜ: Όταν μιλάει, όλοι κρέμονται απ’ τα χείλη του! (Σταματάει και κοιτάζει γελώντας τους θεατές). Για έλα εδώ, Πέτρο.
ΠΕΤΡΟΣ: (Πηγαίνει κοντά του). Τι έγινε;
ΤΟΜ: (Του δείχνει τους θεατές). Τους βλέπεις αυτούς;
ΠΕΤΡΟΣ: (Κοιτάζει τους θεατές). Ε, τι να δω;
ΤΟΜ: Είναι υπάλληλοι του δήμου και προσπαθούν να ξεριζώσουν αυτό το ξερό δέντρο.
ΠΕΤΡΟΣ: Το βλέπω. Και τι μ’ αυτό;
ΤΟΜ: Τρία ήταν τα δέντρα, πανάθεμά τα. Μου έδωσε, όμως, ένας φίλος γεωπόνος ένα φάρμακο. Χε, χε, χε... Κάθε βράδυ τους έριχνα από μια σταλιά. Αυτό το κούτσουρο που βλέπεις έμεινε.
ΠΕΤΡΟΣ: (Θυμωμένα). Έπρεπε να τον ήξερα, αυτόν το γεωπόνο, και θα έβλεπε με πόσα αυγά γίνεται μια ομελέτα. Ναι, αλλά σε τι σε πείραζαν τα δέντρα;
ΤΟΜ: Δεν ξέρεις από μπίσνες.
ΠΕΤΡΟΣ: Να μη σώσω και μάθω.
ΤΟΜ: (Του δείχνει τους θεατές τεντώνοντας το χέρι). Βλέπεις εκείνα τα λεωφορεία;
ΠΕΤΡΟΣ: Τα βλέπω και τι μ’ αυτό;
ΤΟΜ: Αυτά είναι της γραμμής και τα τουριστικά κι εδώ στο χωριό μας σταματάνε για φαγί.
ΠΕΤΡΟΣ: Και λοιπόν;
ΤΟΜ: Πώς θα έβλεπαν, βλογημένε, οι επιβάτες το μαγαζί, αφού το έκρυβαν αυτά τα καταραμένα  τα δέντρα;
ΠΕΤΡΟΣ: Α, έτσι!
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Αμ πώς; Είπαμε πως όλα θα σου τα μάθω.
ΠΕΤΡΟΣ: (Θυμωμένα). Σου είπα πως δε θέλω να τα μάθω; (Του δείχνει κάτι). Βλέπεις, όμως, εκείνον το εργάτη που γιομίζει το τσουβάλι με χώμα;
ΤΟΜ: Σκασίλα μου.
ΠΕΤΡΟΣ: Θα το πάνε στο χημείο... και θα βρούνε, μες στο χώμα, το φάρμακο.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Άλλο χώμα θα φορτωθεί στο φορτηγό.., κι άλλο θα ξεφορτωθεί στο χημείο. Χε, χε, χε...
ΠΕΤΡΟΣ: Σοβαρολογείς!
ΤΟΜ: (Με τουπέ). Αμή! Ο ίδιος, ο κρεμανταλάς, που γιομίζει το τσουβάλι, θα κάνει την αλλαγή.
ΠΕΤΡΟΣ: Τι είναι αυτά που λες;
ΤΟΜ: Τον έχω ψιλολαδώσει, σου λεω!
ΠΕΤΡΟΣ: Αυτό είναι εξωφρενικό!
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Πετράκη, το χρήμα είναι ένα παράξενο κλειδί, που ανοίγει όλες τις κλειδαριές...
ΠΕΤΡΟΣ: Το χρήμα, λοιπόν...
ΤΟΜ: Το χρήμα, παιδί μου!  Είπαμε πως θα τα μάθεις όλα.
ΠΕΤΡΟΣ: Να μου λείπει το βύσσινο!
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Αυτά μας τα είπαν κι άλλοι...  Έτσι, όμως, και μπεις μες στα γρανάζια της ηδονής της δύναμης, έλα να τα ξαναπούμε!
ΠΕΤΡΟΣ: Μου κάνεις τη χάρη ν’ αλλάξεις κουβέντα;
ΤΟΜ:  Όλοι θα σε προσκυνάνε, σου  λεω! Όλοι θα κάνουν τούμπες μπροστά σου!
ΠΕΤΡΟΣ: Δε θέλω προσκυνήματα, διάολε με κέρατα!

 Τέλος πρώτης εικόνας


















Εικόνα δεύτερη



Μετά από μέρες στον ίδιο χώρο  ο Τομ, μιλάει στο τηλέφωνο, φορώντας τα ίδια ρούχα.



ΤΟΜ: Όλα δουλεύουν σαν ρολόι! .............. Πόσο πάνε σήμερα; ..................... Λοιπόν, κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε. Δε θέλω περισσότερα. Αφού έφτασαν στο ένα δολάριο, θα τις δώσω.  .......... Πρωτάρης είμαι; ................ Κατάλαβα! .............. Μέχρι που να πέσει η μπόμπα σ’ όλους θα λεω πως θα τις κρατήσω .............. Σ’ ευχαριστώ, αδελφέ. ................ Κάθε δέκα χρόνια να μου δίνεις μια τέτοια πληροφορία μου φτάνει. ............... Άιντε και στα άλλα με υγεία. (Μπαίνουν ο Πέτρος, ο Μηνάς, η Κική, η Γιάννα κι ο Χάρης. Όλοι κρατάνε από μια εφημερίδα κι ένα στυλό στα χέρια, και φορούν τα ρούχα της δουλειάς. Ο Πέτρος, χωρίς   στυλό,  κάθεται και διαβάζει).
ΚΙΚΗ: Ο θεός και η Παναγία να σ’ έχει καλά Τομ! Έφτασε η μετοχή στο ένα δολάριο!
ΤΟΜ: Ό,τι ξέρετε, ξέρω. Απ’ τις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα τα μαθαίνω κι εγώ.
ΧΑΡΗΣ: Εδώ λένε πως βρήκαν χρυσό!
ΤΟΜ: Χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει.
ΜΗΝΑΣ: Αυτή κι αν είναι μπάζα!
ΤΟΜ: Τι να λέμε... Το κάρβουνο έγινε χρυσός! Δε είναι και μικρή υπόθεση...
ΓΙΑΝΝΑ: Να δούμε κι εμείς μια άσπρη μέρα.
ΤΟΜ: Ύστερα, νομίζετε πως με τα δικά μας τα ψίχουλα έγινε το μπουμ; Αφήνουν οι παραλήδες τέτοιες ευκαιρίες.
ΧΑΡΗΣ: Αμέ! Έτσι γίνεται το πολύ χρήμα.
ΤΟΜ: Βέβαια. Να δουλεύει ο παράς για σένα.
ΜΗΝΑΣ: Εγώ έφτασα τα εκατό χιλιάρικα, με τα δυο που έβαλα κάτω!
ΓΙΑΝΝΑ: (Φαίνεται λίγο μεθυσμένη). Αμ, εγώ πάω πίσω; Παναγίτσα  μου, ας φτάσω τα διακόσα χιλιάρικα! (Σταυροκοπιέται).
ΚΙΚΗ: Απ’ το στόμα σου, Γιαννούλα μου, και στου θεού τ’ αυτί. Μεγάλη η χάρη του. (Σταυροκοπιέται).
ΤΟΜ: Βέβαια, απ’ ό,τι λένε οι εφημερίδες, θα ξεπεράσει τα πέντε δολάρια η κάθε μετοχή!
ΓΙΑΝΝΑ: Δηλαδή, Τομ, εσύ δε θα τις δώσεις;
ΤΟΜ: (Κουτοπόνηρα). Δε είμαι δα και κορόιδο... Έχω στα χέρια μου χρυσό, που τον πλήρωσα για κάρβουνο!
ΧΑΡΗΣ: (Τους δείχνει την εφημερίδα). Εδώ λέει πως θα φτάσει τα έξι δολάρια η μετοχή!
ΜΗΝΑΣ: (Εκστατικά. Τους δείχνει μια εφημερίδα). Έξι; Ετούτη λέει πως θα ξεπεράσει τα δέκα δολάρια!
ΤΟΜ: Αυτοί ξέρουν περισσότερα. Γι’ αυτό είναι δημοσιογράφοι. (Όλοι τους, εκτός απ’ τον Τομ και τον Πέτρο, βρίσκονται σε έκσταση κι έχοντας ένα στυλό στο χέρι  κάνουν λογαριασμούς σημειώνοντας πάνω στην εφημερίδα). 
ΚΙΚΗ: (Μ’ εκσταση). Θα φτάσω τα πεντακόσα χιλιάρικα!
ΓΙΑΝΝΑ: (Ξέφρενα). Γιούπι! Χρόνια περίμενα! Μόλις ξεπεράσω το διακοσάρι θα τις δώσω και ντουγρού για την Ελλάδα!
ΧΑΡΗΣ: Κι εγώ τι θα κάνω; (Τραγουδάει. Πάνω στο γνωστό σκοπό). “Αν ήμουν πλούσιος! Τραλαλά... Τραλαλά...”
ΜΗΝΑΣ: Α.., ρε Ελλαδίτσα.., τώρα θα σου έρθω!
ΤΟΜ: Τώρα να κοιτάξουμε τη δουλειά μας. (Φεύγει).
ΚΙΚΗ: Γιούπη! Έχω γίνει πλούσια!
ΧΑΡΗΣ: Χρημα, παιδί μου! Να γαμάς και να δέρνεις! (Φεύγει).
ΓΙΑΝΝΑ: Την έχω πιάσει την καλή! (Φεύγουν όλοι, εκτός απ’ το Μηνά και τον Πέτρο και την Κική).
ΜΗΝΑΣ: Για να λέμε την αλήθεια την πάτησες.
ΠΕΤΡΟΣ: (Ήταν αφοσιωμένος στο διάβασμα). Δε σ’ άκουσα.
ΜΗΝΑΣ: Να λεω πως την πάτησες με τις μετοχές!
ΠΕΤΡΟΣ: Γιατί το λες αυτό; Ιδέα δεν έχω.
ΜΗΝΑΣ: Μα που ζεις, βρε παιδάκι μου; Οι μετοχές φτάσανε τα δυο δολάρια!
ΚΙΚΗ: Δεν μπορούσες, καψερέ, να βάλεις κάτω ένα χιλιαρικάκι;
ΠΕΤΡΟΣ: Μα την αλήθεια, δε σας καταλαβαίνω.
ΜΗΝΑΣ: Μα έχεις την εφημερίδα στο χέρι, βλογημένε,  και δε ρίχνεις μια ματιά στο πρωτοσέλιδο; Τι στο καλό διαβάζεις;
ΠΕΤΡΟΣ: Α.., για τις μετοχές της εταιρίας ανθράκων μιλάς.
ΜΗΝΑΣ: Όχι για τους πεθαμένους. Κοιμάσαι όρθιος, ρε παιδάκι μου!
ΠΕΤΡΟΣ: Τι να σου πω... Όταν βλέπω κάτι τέτοια γυρίζω σελίδα. Τι έχουμε να κάνουμε εμείς οι μεροκαματιάρηδες με τα χρηματιστήρια και τα ρέστα;
ΚΙΚΗ: Χε, χε, χε... Πειράζει να γίνουμε κι εμείς πλούσιοι; Μια ζωή στερήσεις είμαστε.
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε... Ας σ’ αφήσουν, οι μεγαλοκαρχαρίες  να γίνεις πλούσια, γίνε...
ΚΙΚΗ: Χε, χε, χε... Τώρα που έγινα, το λες; Χε, χε, χε...
ΜΗΝΑΣ: Μωρέ μπράβο... Από νεύρα πας καλά. (Σιγή). Λοιπόν, πώς τους είδες τους χαρτοπαίχτες  και το διαμέρισμα;  Αυτό το έχει, ο Τομ, για όλους μας.
ΠΕΤΡΟΣ: Κι έγινε όπως μου τα είπες. Κανένας δεν έρχεται για ύπνο, εκτός από σένα.
ΜΗΝΑΣ: Σου το είπα πως  χαρτοπαίζουν ολονυχτίς!
ΚΙΚΗ: Χε, χε, χε... Και τη μέρα κουτουλάνε, πέρα δώθε.
ΠΕΤΡΟΣ: Βέβαια... Κι ο Χάρης   με ξύπνησε δυο φορές, και ήρθα για τα ψησίματα. Την τρίτη τον έστειλα στο διάολο... και τώρα δε μου μιλάει.
ΜΗΝΑΣ: Να σου πω... Αυτή είναι η ψυχολογία των τσογαδόρων. Επειδή οι ίδιοι αδικούν συνέχεια τον εαυτό τους, παίζοντας τον ιδρώτα τους, νομίζουν πως όλοι τους αδικούν.
ΠΕΤΡΟΣ: Ακριβώς έτσι έχουν τα πράγματα.
ΜΗΝΑΣ: Είναι ατόφια μανία καταδίωξης. Την είχα κι εγώ.., σου λεω! Είδα κι έπαθα να την πετάξω από πάνω μου.
ΠΕΤΡΟΣ: Σήμερα δεν είχε ζεστό νερό.
ΜΗΝΑΣ: Αυτό γίνεται συνέχεια. Ο θερμοσίφωνας είναι σαραβαλιασμένος, και κάθε τόσο ξεμένουμε, από ζεστό νερό.
ΠΕΤΡΟΣ: Καλά, πώς βγάζετε από πάνω σας την τσίκνα;
ΜΗΝΑΣ: Χε, χε, χε... Ψύλλους στ’ άχυρα ψάχνεις. (Μπαίνει ο Τομ).
ΤΟΜ: Στο κουβεντολόι το ρίξαμε παιδιά;
ΚΙΚΗ: (Κάνει πως καθαρίζει). Εγώ κάνω τη δουλειά μου.
ΜΗΝΑΣ: (Κοιτάζει το ρολόι του). Έχω ακόμα πέντε λεπτά.
ΤΟΜ: Από πότε άρχισες να κοιτάζεις τα ρολόγια;
ΜΗΝΑΣ: Ούχου! Όλο γκρίνια είσαι! (Φεύγει).
ΠΕΤΡΟΣ: (Δισταχτικά). Τώρα, βέβαια, ίσως να σε πειράζει που κάθομαι.., αλλά μου αρέσει να έρχομαι νωρίτερα στη δουλειά μου. Αρχίζει καλύτερα η μέρα.
ΤΟΜ: Καθόλου δε με πειράζει. Σε είδα, όμως, που πέταξες τα μεταχειρισμένα καλαμάκια των αναψυκτικών πάνω απ’ τη μηχανή του καφέ. Τα βάζω εκεί για να στεγνώσουν.
ΚΙΚΗ: Αν στεγνώσουν καλά και δεν είναι τσαλακωμένα, δε φαίνονται πως είναι μεταχειρισμένα.
ΠΕΤΡΟΣ: Πώς να στο πω Τομ... Δεν μπορώ… να το κάνω αυτό...
ΤΟΜ: Μ’ αφού είναι πεντακάθαρα!
ΠΕΤΡΟΣ: Ίσως κάποιος να έχει καμιά κακιά αρρώστια και να την πάρει κι ένα παιδάκι. Πόσο κοστίζουν;
ΤΟΜ: Μα... Εγώ...
ΠΕΤΡΟΣ: Πώς να στο πω... Δε θα με πείραζε αν μου κρατούσες μερικά  δολάρια τη βδομάδα.
ΤΟΜ: Να... Εγώ... Ξέρεις...
ΠΕΤΡΟΣ: Ύστερα απ’ αυτά τα μεταχειρισμένα καλαμάκια πίνουν και τα παιδιά  σου, τα εγγόνια σου μα κι όλοι μας.
ΤΟΜ: Δεν το κάνω από τσιγκουνιά... Να.., πώς να στο πω είμαι νοικοκύρης.
ΚΙΚΗ: Η νοικοκυροσύνη είναι ευλογία Θεού.
ΠΕΤΡΟΣ: Τι σόι νοικοκυροσύνη είναι κι αυτή; Δεν το ξέρεις πως κυκλοφορούν ένα σωρό κακές αρρώστιες;
ΤΟΜ: (Με κατεβασμένο το κεφάλι). Καλά... Καλά... (Φεύγει προς τα μέσα).
ΚΙΚΗ: Παντού χώνεις τη μύτη σου.
ΠΕΤΡΟΣ: Έτσι μου αρέσει.
ΚΙΚΗ: Νομίζεις πως μπορείς να τον αλλάξεις;
ΠΕΤΡΟΣ: Ε, όχι να ξεπαστρέψουμε τον κοσμάκη, με τα βρωμοκαλαμάκια... (Μπαίνει ο Τομ,  κρατώντας μερικά εργαλεία). Για που το έβαλες, Τομ;
ΤΟΜ: Θα ρίξω μια ματιά σ’ εκείνο τον παλιοθερμοσίφωνα του διαμερίσματος σας.
ΚΙΚΗ: Έτσι, να χαρείς.
ΠΕΤΡΟΣ: Δε μου λες, Τομ. Αν από αύριο αρχίσει να πουλάει κότες το φαρμακείο, θα πειραχτείς;
ΤΟΜ: Εμ.., βέβαια. Άκου λέει. Αυτός, καλά θα κάνει να κοιτάξει τα φάρμακά του! (Σιγή. Πονηρά). Εσύ, πονηρέ, κάπου το πας, μ’ αυτήν την ερώτηση.
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε... Ε, τότε κι εσύ γιατί δε φωνάζεις έναν ηλεκτρολόγο βλογημένε; Να ζήσει κι αυτός!
ΤΟΜ: Ναι... Αλλά να...
ΠΕΤΡΟΣ: Κι αν σε χτυπήσει το ρεύμα; Κι αν πάθει κάτι κάποιος από μας;
ΤΟΜ: Πανάθεμά με... Δεν το κάνω από τσιγκουνιά. Να, έμαθα να τα κάνω όλα μόνος μου. Τώρα κιόλας θα τηλεφωνήσω του ηλεκτρολόγου.
ΚΙΚΗ: Μα πού το βρήκες αυτό το σαπούνι, Τομ;
ΤΟΜ: Στο δρόμο! Λογαριασμό θα σου δώσω;
ΚΙΚΗ: Μ’ αυτό είναι σκέτο νερό!
ΤΟΜ: Νάτα μας... Τώρα ξέρει και η Κική από σαπούνια... και θα μου δώσει και μαθήματα.
ΚΙΚΗ: Μα δεν ξέρω και τιποτ’ άλλο, η καψερή.  Καθαρίστρια είμαι μια ζωή.
ΤΟΜ: (Θυμωμένα). Να κάνεις τη δουλειά σου, και να μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!
ΚΙΚΗ: Αυτό δεν κάνει ούτε για σπίτι, όχι για μαγαζί.
ΤΟΜ: Παράτα τις εξυπνάδες! Εσύ φταις κι όχι το σαπούνι. Ανεπρόκοπη είσαι.
ΚΙΚΗ: Ξέρεις Τομ... Εψές γλίστρησα και χτύπησα στο γόνατο, πολύ άσκημα.
ΤΟΜ: Ας μη γλίστραγες.
ΚΙΚΗ: Λεω να φύγω νωρίτερα σήμερα. Οι πόνοι είναι αβάσταχτοι.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Μη μου το λες... Από πού θα φύγεις; Απ’ το τσιφλίκι του πατέρα σου;
ΚΙΚΗ: Μα... Εγώ...
ΤΟΜ: (Θυμωμένα). Δεν έχει μα και ξε μα! Δρόμο! Δρόμο! (Φεύγει η Κική. Μονολογεί). Άλλο πάλι και τούτο. Θα πληρώνω εγώ τις δικές τους απροσεξιές! (Μπαίνει η Γιάννα. Φαίνεται λίγο μεθυσμένη. Ο Πέτρος διαβάζει μια εφημερίδα).
ΓΙΑΝΝΑ: Να ζήσεις, Τομ.
ΤΟΜ: Τι έγινε Γιαννούλα;
ΓΙΑΝΝΑ: Χρυσάφι είναι καλέ αυτό το σαπούνι!
ΤΟΜ: Για λέγε Γιάννα μου. Μου έβγαλε την ψυχή αυτή η Κική.
ΓΙΑΝΝΑ: Τι ξέρει αυτή, η παλαβιάρα, από σαπούνια; Καλέ, αυτό, σου λεω, είναι ευλογία θεού.
ΤΟΜ: Να χαρώ το κορίτσι μου! (Ο Πέτρος κρυφογελάει).
ΓΙΑΝΝΑ: Μια σταλίτσα βάζω κι όλα στραφτουλίζουν!
ΤΟΜ: (Με τουπέ). Αμή!
ΓΙΑΝΝΑ: Που το βρήκες καλέ;
ΤΟΜ: Σημασία έχει πως αξίζει. Τα υπόλοιπα είναι δικά μου.
ΓΙΑΝΝΑ: Όλα τα ξέρεις!
ΤΟΜ: Την αφορισμένη την αγορά την παίζω στα δάχτυλα! Ένας είναι, μωρέ, ο Τομ!
ΓΙΑΝΝΑ: Ξέρεις Τομ... Μ’ έπιασαν οι ημικρανίες μου και θα ήθελα να πάω στο σπίτι.
ΤΟΜ: Άκου λέει. Να πας.
ΠΕΤΡΟΣ: (Στον εαυτό του). Πάρε την πληρωμή σου, Γιαννούλα!
ΓΙΑΝΝΑ: Δεν πρόλαβα, όμως, να καθαρίσω την αυλή.
ΤΟΜ: Να προσέχεις την υγεία σου και την αυλή θα την καθαρίσω εγώ. (Φεύγει η Γιάννα. Μονολογεί). Θ’ ακούσω τώρα και την κάθε Κική, που το μυαλό το έχει πάνω απ’ το κεφάλι. Ένας είναι ο Τομ!
ΠΕΤΡΟΣ: Βέβαια...
ΤΟΜ: Έχουμε, που λες, και τα τυχερά μας. Κλεμμένη παρτίδα είναι αυτό το σαπούνι. Έχω κάτι σαΐνια και με βολεύουν. (Μπαίνει ο Σόλωνας. Φοράει τη στολή των οδηγών των ασθενοφόρων και φαίνεται λίγο πιωμένος). Να σου γνωρίσω, Πέτρο, το μοναχογιό μου. Σολάκο απ’ εδώ ο Πέτρος. Τώρα έπιασε δουλειά μαζί μας.
ΠΕΤΡΟΣ: (Του σφίγγει θερμά το χέρι). Χαίρομαι για τη γνωριμία.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Κι εγώ Πέτρο.
ΤΟΜ: Κάτσε Σολάκο  μου. Να σου ετοιμάσω κάτι να φας;
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Κάθονται). Ευχαριστώ πατέρα. Πριν από λίγο έφαγα. Εγώ ήρθα μόνο για να σε δω.
ΤΟΜ: Αυτός είναι, λοιπόν, ο κανακάρης μου, Πέτρο... Μόνο να  κουμαντάριζε τις περιουσίες μου, που είναι και δικές του, θα έκανε φουρτούνες, κι αυτός πέρα βρέχει.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Άρχισες πάλι...
ΤΟΜ: Σάματις μπορώ να κρατηθώ; Κι αυτός, που λες Πέτρο, δουλεύει για πενταροδεκάρες. Ξέχωρα που μ’ έχει κάνει ρεντίκολο. Όλοι για τα χάλια μας μιλάνε.
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Λίγο μεθυσμένα). Κάθε φορά που έρχομαι να σε δω.., μου λες τα ίδια και τα ίδια. (Θυμωμένα). Σε ρεζιλεύω, λοιπόν, επειδή δουλεύω;
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Δουλεύεις... Ας γελάσω... Χε, χε, χε... Άφησες την περιουσία σου, πέφτοντας στο μεροκάματο.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Άσκημα είναι;
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Από δήμαρχος έγινες κλητήρας...
ΣΟΛΩΝΑΣ: Και τι έκανα όταν ήμουν μαζί σου; Ρεζιλευόμουν εγώ με τα καμώματά σου. Έτσι δεν είναι;
ΤΟΜ: Μη λες βαριά λόγια. Κανένας πατέρας, δε θέλει να ρεζιλέψει τα παιδιά του.
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Με τον ίδιο τρόπο). Ναι, και μ’ αυτές τις δεκάρες που παίρνω έμαθα και τα ελληνικά.
ΤΟΜ: Τώρα, σώθηκες!
ΣΟΛΩΝΑΣ: Οι εργάτες σου, με το μισθουλάκο τους, είχαν δάσκαλους στα παιδιά τους κι εσύ τσιγκουνευόσουν. (Με το που αρχίζουν τους μικροτσακωμούς ο Πέτρος σηκώνεται και διαβάζει τ’ άρθρα των εφημερίδων που είναι κολλημένες στον τοίχο).
ΤΟΜ: Ντροπή, να λες μπροστά σε ξένο άνθρωπο, πως τσιγκουνεύομαι ακόμα κι απ’ τα παιδιά μου. Γι’ αυτές τις σπατάλες δεν πρόκοψαν οι εργάτες μου. (Σιγή). Και τι θα τα κάνεις τα ελληνικά, βρε πουλάκι μου... Πεθαμένη γλώσσα είναι.
ΠΕΤΡΟΣ: (Στον εαυτό του). Πεθαμένος είσαι εσύ!
ΣΟΛΩΝΑΣ: Γιατί είναι πεθαμένη;
ΤΟΜ: Μιλιέται μόνο στην Ελλάδα. Αυτό ήθελα να πω.
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Μεθυσμένα). Χε, χε, χε... Οι ιδικοί λένε πως είναι η πιο σπουδαία γλώσσα!
ΤΟΜ:  Χε, χε, χε... Σαπουνόφουσκες! Σπουδαίο, παιδί μου, είναι εκείνο που φέρνει χρήμα.
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Μεθυσμένα). Μ’ έχεις πρήξει με το χρήμα! Τι έχει να κάνει το χρήμα με τις γλώσσες;
ΤΟΜ: Τα πάντα έχουν να κάνουν με το χρήμα, γιόκα μου.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Α, έτσι...
ΤΟΜ: Άλλος ξεπατρίζεται για το χρήμα.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Αυτός κι αν είναι βλάκας.
ΤΟΜ: Ποιος;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Χε, χε, χε... Ο μετανάστης. Ναι, θ’ αφήσω τον τόπο μου, τους φίλους και τους συγγενείς μου, έτσι για τον παρά...
ΤΟΜ: Κι αν φυτοζωείς;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Θα φυτοζωώ μαζί με τους άλλους.
ΤΟΜ: Και τι θα κάνεις;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Θ’ αγωνιστώ να πάρω κι εγώ το μερτικό μου.
ΤΟΜ: Μα η Ελλάδα είναι φτωχιά, παιδί μου.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Φτωχά είναι τα μυαλά σας... Ε, βέβαια όταν άλλοι έχουν τον παρά με τη σέσουλα - έχουν μέχρι και ιδιωτικά μπόινγκ, μα και νησιά - ασφαλώς από άλλους θα λείπουν και τ’ απαραίτητα.
ΠΕΤΡΟΣ: (Στον εαυτό του). Πέστα, λεβεντόπαιδο!
ΤΟΜ: (Τα χάνει). Ε; Πώς; (Σιγή). Κι αντί για ελληνικά γιατί δε μαθαίνεις γιαπωνέζικα, κινέζικα, ή ρωσικά; Χαρά σε κείνον που ξέρει κινέζικα. Άμα πλακώσουν οι Κινέζοι στην αγορά της Αυστραλίας,  θα γίνει χαλασμός!
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Μεθυσμένα). Αν θες να ξέρεις, έμαθα τα ελληνικά γιατί είναι η γλώσσα των γονιών μου!
ΤΟΜ: Αυτά είναι κουραφέξαλα.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Επίσης όταν ο παππούς μου ήταν άρρωστος, με τόσο χρήμα που έχεις, δεν άφησες τη μάνα μου να πάει να τον δει. Εγώ, όμως, με τις δεκάρες, που όπως λες παίρνω,  θα πάω στην Ελλάδα.
ΠΕΤΡΟΣ: (Στον εαυτό του). Αμάν, σφαλιάρα!
ΤΟΜ: Απ’ έξω, απ’ έξω, πάλι τσιγκούνη με λες. Και τι θα καταλάβαινε αν  έβλεπε τον πατέρα της; Θα τον κράταγε στη ζωή; Δεν τον προσέξαμε όσο ήταν ζωντανός; Μου φαίνεται πως ξεχνάς τα μπαούλα με τα μεταχειρισμένα μας που του στέλναμε. Γιατί, λίγες φορές δεν του έστειλα και δολαριάκια; Τα υπόλοιπα είναι σαπουνόφουσκες!
ΣΟΛΩΜΑΣ: Πάντως εγώ θα πάω στο χωριό.
ΤΟΜ: Ένας ξεχασμένος τόπος είναι Σολάκο μου. Δεν έχουν ούτε νερό ούτε, καλά - καλά, και συγκοινωνίες. Γιατί δεν πας κάπου αλλού;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Όλο τα ίδια και τα ίδια μου λες. Ε, λοιπόν, αυτός ο ξερότοπος είναι ο τόπος που γέννησε τις ρίζες μου!
ΤΟΜ: Ας γελάσω... Οι ρίζες σου... Ναι, και γι’ αυτό με παράτησες; Τόσο πολύ ενδιαφέρεσαι για τις ρίζες  σου;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Το ξέρεις καλά γιατί σε παράτησα. Γιατί δε σε ήθελα να σκοτώνεσαι στη δουλειά. Δεν έχεις δουλέψει αρκετά;
ΤΟΜ: Για μένα δουλεύω κι όχι για ξένους.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Και γιατί, παρακαλώ πασχίζεις να κάνεις περισσότερα χρήματα; Τι θα τα κάνεις;
ΤΟΜ: Αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου. Μέχρι που να κλείσει τα μάτια του, ν’ αυγατίζει την περιουσία του.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Ναι, να τα βρίσκουν όλα έτοιμα οι κληρονόμοι του και στην υγεία του κορόιδου, που τα έκανε.
ΤΟΜ: Τι είναι αυτά που λες, γιόκα μου;
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Μεθυσμένα και θυμωμένα). Ναι, σε παράτησα και γιατί δεν ήθελα αυτός ο λιμοκοντόρος, ο γαμπρούλης σου, να ξεκοκαλίζει την περιουσία σου.
ΠΕΤΡΟΣ: (Στον εαυτό του). Πλάκωσαν οι εφεδρείες!
ΤΟΜ: Θα πρέπει να ντρέπεσαι, να μιλάς έτσι για τον άντρα της αδελφής σου. Όλοι του βγάζουν το καπέλο. Κοτζάμ γιατρός είναι.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Ουφ! Γιατί δε λες πως κατάντησε συνταξιούχος φοιτητής;
ΤΟΜ: Δε τα λες καλά, γιόκα μου;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Ξέρω τι λεω. Ναι.., έφυγα και γιατί δεν ήθελα οι Έλληνες υπάλληλοί σου να παίρνουν λιγότερα απ’ τους Αυστραλούς! Θέλεις κι άλλα;
ΤΟΜ: Πάλι τα ίδια; Πληρώνω τους δικούς μας, όσο τους πληρώνουν και οι άλλοι μαγαζάτορες.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Ναι, οι άλλοι μαγαζάτορες... Και μετά λετε πως οι Αυστραλοί είναι ρατσιστές.
ΤΟΜ: Πολύ μακριά την πας τη βαλίτσα... Τώρα ανακατώνεις και τους Αυστραλούς και τους ρατσισμούς...
ΣΟΛΩΝΑΣ: Αυτή είναι η χειρότερη μορφή ρατσισμού!
ΤΟΜ: Ποια;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Να εκμεταλλεύεται βάναυσα ο παλιός μετανάστης το νέο και μάλιστα τον συμπατριώτη του!
ΤΟΜ: Παραμύθια. Κι εσύ τα έκανες θάλασσα, γιόκα μου;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Γιατί δηλαδή;
ΤΟΜ: Τι άλλο έπρεπε να κάνεις; Έμπλεξες μ’ αυτούς τους ξυπόλυτους τους εργατοπατεράδες, που με κυνηγούν μια ζωή.
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Θυμωμένα). Ναι..., θα πρέπει να ντρέπομαι, κι από πάνω, γιατί με ψήφισαν οι συνάδελφοι στο Σωματείο μας. Το ξέρεις καλά, πως αν πλήρωνες κανονικά τους εργάτες σου κανένας δε θα σε κυνηγούσε.
ΠΕΤΡΟΣ: (Στον εαυτό του). Κοπάνα τον!
ΤΟΜ:  Πολύ μ’ αδικείς. Για σας πασκίζω Σολάκο μου, όλη μου τη ζωή. Σάματις έχω κι άλλους;
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Θυμωμένα). Αυτά σε μένα δεν περνάνε! Να τα λες στη ρουφήχτρα την κορούλα σου και στο ψευτοεπιστήμονα! Σου ζήτησα ποτέ λεφτά; Αυτοί σε ξεζουμίζουν.
ΤΟΜ: Ντροπή σου να μιλάς έτσι για την αδελφή σου!
ΣΟΛΩΝΑΣ: Ε, τότε να πηγαίνω, για να μην πω περισσότερα. Τι είναι αυτό που σε κάνει να μην τα βλέπεις όλα αυτά, καλέ πατέρα; (Σηκώνεται). Συγγνώμη, Πέτρο, που σε μπλέξαμε στα δικά μας.
ΠΕΤΡΟΣ: (Του σφίγγει το χέρι). Να πας στο καλό, Σόλωνα και χάρηκα για τη γνωριμία.
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Φεύγοντας). Αφού, λοιπόν,  το θέλεις έτσι, θα σταματήσω να έρχομαι.
ΤΟΜ: Στην ευχή του θεού, και να μη λες βαριές κουβέντες, γιόκα μου. (Φεύγει ο Σόλωνας από μπροστά). Βλέπεις τι τραβάω, Πέτρο; Κάνε παιδιά να δεις προκοπή. Που είναι τα δικά μας τα χρόνια... Εμείς καθόμασταν σούζα μπροστά στους γονιούς μας!
ΠΕΤΡΟΣ: Τα κάνατε όλα από πίσω τους.
ΤΟΜ: Πώς το είπες;
ΠΕΤΡΟΣ: Τίποτε δεν είπα. Μήπως το έχεις πάρει στραβά το πράγμα, παρεξηγώντας την ντομπροσύνη του;
ΤΟΜ: Τι θες να πεις;
ΠΕΤΡΟΣ: Τα έχω χαμένα...  Αν δεν το έβλεπα με τα μάτια μου, δε θα το πίστευα. Ο γιος σου είναι παλικάρι! Είναι τρομερά δύσκολο, ένας νέος στην ηλικία του να παρατήσει τα εκατομμύρια του πατέρα του και να πέσει στις δεκάρες! Εγώ δε θα μπορούσα να το κάνω.
ΤΟΜ: Το βλέπεις σαν σωστό;
ΠΕΤΡΟΣ: Αυτό να το σκεφτείς εσύ.
ΤΟΜ: Τι να σκεφτώ, δηλαδή; Θ’ αφήνουμε τη περιουσία μας να ρημάζει, για ένα ψωρομιστό;
ΠΕΤΡΟΣ: Εγώ λεω πως πρέπει να βάλεις νερό στο κρασί σου.
ΤΟΜ: Το κρασί... μου, απ’ το πολύ το νέρωμα, το έχω κάνει σκατά!
ΠΕΤΡΟΣ: Μα εδώ πρόκειται για το παιδί σου.
ΤΟΜ: Εγώ περιμένω μια απάντηση.
ΠΕΤΡΟΣ: Την απάντηση την πήρες απ’ το Σόλωνα.
ΤΟΜ: Αυτός δεν ξέρει τι λέει.
ΠΕΤΡΟΣ: (Σηκώνεται. Γελάει). Ας πάω κι εγώ στις δικές μου δεκάρες, μια και δεν έχω πατέρα παραλή. (Φεύγει ο Πέτρος και σε λίγο μπαίνουν η Τασία κι ο Γιατρός, καλοντυμένοι όπως πάντα).
ΓΙΑΤΡΟΣ - ΤΑΣΙΑ: Καλημέρα πατέρα.
ΤΟΜ: Καλημέρα παιδιά μου;
ΤΑΣΙΑ: (Τάχατες αδιάφορα). Τι έγινε, καλέ πατέρα με τις μετοχές;
ΤΟΜ: Ποιες μετοχές;
ΤΑΣΙΑ: Τώρα κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις... Αυτές που έχεις κι εσύ. Αυτές που έχουν αναστατώσει την Αυστραλία!
ΤΟΜ: Τι σ’ ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Αυτά της λεω κι εγώ. Τι έχουμε να κάνουμε εμείς με τις μετοχές;
ΤΑΣΙΑ: Δηλαδή, πατέρα εσύ τις δικές σου θα τις κρατήσεις;
ΤΟΜ: (Τα χάνει). Τι δικές μου; Ποιες δικές μου; (Πονηρά). Α.., ναι... Θα τις κρατήσω, παιδί μου, κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.
ΤΑΣΙΑ: Α.., έτσι το λοιπόν... Εσύ για να τις κρατήσεις κάτι θα ξέρεις...
ΤΟΜ: Να μ’ αφήσεις ήσυχο.
ΤΑΣΙΑ: Τι κάθομαι και σε ρωτάω τώρα;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Τασία, σου το έχω πει τόσες φορές, πως τέτοιες συζητήσεις δε μ’ ενδιαφέρουν. Σε δυο μέρες έχουμε το σεμινάριο.
ΤΟΜ: Έτσι να σε χαρώ, γιατρέ μου.
ΤΑΣΙΑ: Ας είναι κι έτσι. (Σιγή). Καλέ, πατέρα, γιατί τους μαζεύεις;
ΤΟΜ: Ποιους;
ΤΑΣΙΑ: Πρέπει να κουβαλάς τους εργάτες σου και στο σπίτι; Δηλαδή, ούτε με τις γιορτές δεν θα μπορέσουμε να ησυχάσουμε, από δαύτους;
ΤΟΜ: Τασούλα μου, δεν ξέρεις από τέτοια. Έτσι τους φέρνω βόλτα.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Τους φέρνει βόλτα! (Επαναλαμβάνει συνέχεια μερικά απ’ τα λεγόμενα του Τομ, για να τον κολακέψει).
ΤΑΣΙΑ: (Θυμωμένα). Δεν έχω καμιά όρεξη να μαγειρέψω και για τους εργάτες σου.
ΤΟΜ: Σάματις εσύ θα μαγειρέψεις;
ΤΑΣΙΑ: Όπως και να το κάνουμε είναι φασαρία.
ΤΟΜ: Βρε πουλάκι μου, οι ίδιοι θα κάνουν όλα τα ψησίματα και τις καθαριότητες.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Τις καθαριότητες!
ΤΑΣΙΑ: Αφού υπάρχει το μαγαζί, πρέπει ν’ αναστατώσουμε και το σπίτι;
ΤΟΜ: Ξέρω τι κάνω. Κάνε τέτοια στον εργάτη και βγάλτου την ψυχή στη δουλειά;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Βγάλτου την ψυχή!
ΤΑΣΙΑ: Ουφ!
ΤΟΜ: Τασία μου να σε χαρώ... Δεν την ξέρεις την ψυχολογία του εργάτη.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Την ψυχολογία!
ΤΑΣΙΑ: Τι λες καλέ;
ΤΟΜ: Ξέρω τι λεω! Όσο τον φέρνεις κοντά σου τον εργάτη, του δείχνεις οικειότητα, παίρνοντάς τον στο σπίτι σου και τόσα άλλα, τόσο περισσότερο τον φέρνεις στο φιλότιμο, κάνοντάς τον πιο αποδοτικό στη δουλειά του. Σε παίρνει για δικό του άνθρωπο κι όχι αφέντη.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Όχι αφέντη!
ΤΟΜ: Και γιατί χολοσκάς, αφού για τις προετοιμασίες και τις καθαριότητες θα έχεις την Κική, τη Γιάννα και τις άλλες γυναίκες;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Τις γυναίκες!  (Σπρώχνει με τον αγκώνα του την Τασία, θέλοντας να της πει πως πρέπει να τελειώνει).
ΤΑΣΙΑ: Ε.., αφού το θέλεις εσύ...
ΤΟΜ: Ξέρω τι κάνω σου λεω. Νομίζεις πως έχω όρεξη να βλέπω αυτά τα ρεμάλια  στο σπίτι μου, χρονιάρες μέρες;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Τα ρεμάλια!
ΤΑΣΙΑ: Τώρα θα πάμε για τα ψώνια. Καλά, καλέ πατέρα,  και η λίρα πρέπει να είναι χρυσή;
ΤΟΜ: Χρυσή, χρυσή! Πρέπει να γίνει ντόρος.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Ντόρος!
ΤΟΜ: Τ’ απόγευμα θα μου φέρουν και τα δωράκια για τα παιδιά και κάτι αθλητικά παπούτσια. Να μου έχεις έτοιμη κι εκείνη τη φορεσιά του Αϊ - Βασίλη
ΤΑΣΙΑ: Όλα τα έχω ετοιμάσει.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Που λες, γιατρέ, θα το καλαμπουρίσουμε. Χε, χε, χε...Θα σου κοτσαριστώ εγώ ένας Αϊ - Βασίλης, που θα κάνει στράκες! Εγώ θα δώσω τα δώρα στα παιδιά. Χε, χε, χε...
ΓΙΑΤΡΟΣ: Ναι... Βέβαια...
ΤΑΣΙΑ: Θα τα πούμε το βράδυ.
ΤΟΜ: Στο καλό. (Φεύγουν ο γιατρός και η Τασία και μπαίνει ο Πέτρος μ’ ένα φλιτζάνι του καφέ στα χέρια).
ΠΕΤΡΟΣ: Να πιούμε κι ένα καφεδάκι, ε;
ΤΟΜ: Ό,τι θέλει το παιδί. (Πηγαίνει στην πόρτα και φωνάζει). Έι, Μηνά εσύ δε κάνεις διάλειμμα;
ΜΗΝΑΣ: (Μπαίνει, έχοντας ένα κύπελλο στο χέρι). Γιατί όχι; Κι εμένα μάνα με γέννησε.
ΤΟΜ: (Με τουπέ). Λοιπόν, παιδιά, όλοι είστε προσκαλεσμένοι μου στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν. Να το πεις, ρε Μηνά,  και στους άλλους, Θα το ρίξουμε έξω για τα καλά.
ΜΗΝΑΣ: Ρεβεγιόν... και πράσινα άλογα...
ΤΟΜ: Κι αυτό σε πειράζει, ρε άχρηστε;
ΜΗΝΑΣ: Αυτό κι αν με πειράζει! Μη κοιτάς να την βγάλεις με τραπεζώματα. Καμιά αύξηση να τους δώσεις.
ΤΟΜ: Εσύ να κάνεις τη δουλειά σου.
ΜΗΝΑΣ: Μα αυτό δεν το καταλαβαίνω. Γιατί, σώνει και καλά, θα πρέπει να έρθει στο σπίτι σου ο κάθε εργάτης σου;
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Σάματις με το ζόρι θα τους κουβαλήσω;
ΠΕΤΡΟΣ: Νομίζω πως έχει δίκιο ο Μηνάς.
ΤΟΜ: Αυτός έχει δίκιο μόνον όταν μιλάει για λογοτεχνικές τρίχες!
ΜΗΝΑΣ: Μα μπορεί κάποιος  να είναι αλλεργικός με τη γαλοπούλα, ή να μην χρειάζεται το παιδί του τα παπούτσια, που θα του δώσεις εσύ και να θέλει πουκάμισο. Δώστου την αυξησούλα κι ας φαει φασόλια, αν τα γουστάρει, αγοράζοντας, επίσης, τα ρούχα που θέλει αυτός για τα παιδιά του. Ξέχωρα που όλα αυτά είναι φιλανθρωπικά... τσαλαπατήματα!
ΤΟΜ: Τσαλαπατήματα!
ΜΗΝΑΣ: Παράτα μας τώρα με τις  φιλανθρωπίες σου! Παπουτσάκια.., λέει, ρουχαλάκια και πράσινα άλογα... Χε, χε, χε... Μήπως, ρε νιόπλουτε, θέλεις να σου κάνουν και τεμενάδες, φιλώντας σου  και τα χέρια, τα μωρά, την ώρα που θα τους δίνεις τα δωράκια; Χε, χε, χε... Έτσι κάναμε στην Αθήνα, όταν ήμασταν πιτσιρικάδες...
ΤΟΜ: Δε θ’ αρχίσω κουβέντες με τους αποτυχημένους.
ΜΗΝΑΣ: Καλύτερα θα ήταν αν ενδιαφερόμασταν για το αν αυτά που λέει κανείς είναι σωστά... κι όχι για το ποιος είναι.
ΠΕΤΡΟΣ: Αυτή είναι τετράγωνη λογική.
ΤΟΜ: Έλα πλάκα σου κάνω. Ξέρετε τι έχω καταλάβει, ρε παιδιά; Οι αποτυχημένοι τρελαίνονται συμβουλεύοντας τους άλλους... και τις περισσότερες φορές είναι σωστοί.
ΠΕΤΡΟΣ: Γιατί το λες αυτό;
ΤΟΜ: Ναι, είναι σωστοί, γιατί προβληματίζονται βασανιστικά πάνω στα δικά τους λάθη.
ΜΗΝΑΣ: Άκουσα και μια σωστή κουβέντα από σένα.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Μωρέ κάτι ξέρω κι εγώ.  Αν, λοιπόν, θέλεις μια συμβουλή της προκοπής, ρώτησε έναν αποτυχημένο. Χε, χε, χε... Αρκεί να μην έχουν σαλέψει τα λογικά του. 
ΠΕΤΡΟΣ: Δηλαδή, τώρα, τα σκάγια παίρνουν και το Μηνά; (Μπαίνει η Γιάννα).
ΤΟΜ: (Θυμωμένα). Γιάννα στο έχω πει χίλιες φορές πως δε μου αρέσουν τα μακροβούτια!
ΓΙΑΝΝΑ: (Φαίνεται λίγο μεθυσμένη). Τι λες καλέ;
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Αφορισμένη.., σούρωσες με το κρασί της μαγειρικής... Λοιπόν, αν θέλεις κάτι να μου το ζητάς.
ΓΙΑΝΝΑ: Σου έλειψε τίποτε και δεν το ξέρω;
ΤΟΜ: (Θυμωμένα). Βούτηξες ένα πακέτο τσιγάρα!
ΓΙΑΝΝΑ: (Θυμωμένα). Δεν το έκλεψα, αλλά το πήρα και να μου κάνεις τη χάρη!  Δεν κλέβει κανείς μπροστά στους άλλους. Να ρωτήσεις και το Μήνα.
ΜΗΝΑΣ: Κόφτο τώρα καημένε! Όλοι εσένα κλέβουν! Ναι, μου είπε πως θα έδινε τα ψιλά σε σένα.
ΓΙΑΝΝΑ: Δε μας είπες πως, όταν παίρνουμε κάτι,  πάντοτε τα χρήματα πρέπει να τα δίνουμε σε σένα;
ΤΟΜ: Μου τα έδωσες;
ΓΙΑΝΝΑ: Σάματις σε είδα από τότε; Έλα πάρτα τώρα. (Του δίνει τα χρήματα).
ΤΟΜ: Και βέβαια θα τα πάρω. Δικά μου δεν είναι;
ΓΙΑΝΝΑ: (Ψευτοκλαιγοντας). Τόσα χρόνια κοντά σου και θα με βγάλεις και κλέφτρα.
ΤΟΜ: Παράτα τις κλάψες.
ΓΙΑΝΝΑ: Θα ήθελα να ξέρω το χαφιέ σου.
ΠΕΤΡΟΣ: (Στον εαυτό του). Θα σου τον πω εγώ.
ΤΟΜ: Σύρε στο καλό σου και να προσέχεις. Δεν είναι, μωρή, ξέφραγο αμπέλι το μαγαζί μου! (Φεύγει η Γιάννα).
ΠΕΤΡΟΣ: Την πίκρανες.
ΤΟΜ: Α.., όλα κι όλα! Η κλεψιά μ’ αναστατώνει!
ΜΗΝΑΣ: Ποιος σ’ έκλεψε;
ΤΟΜ: Ξέρω τι λεω.
ΜΗΝΑΣ: Σαχλαμάρες.
ΤΟΜ: Μωρέ, φύλαγε τα ρούχα σου, να σου μείνουν οι κάλτσες. Δηλαδή, ο καθένας θα κάνει ό,τι θέλει εδώ μέσα;  (Μπαίνει ο Χάρης).
ΧΑΡΗΣ: Τομ, ήρθε ο Τζακ.
ΠΕΤΡΟΣ: (Στον εαυτό του). Μ’ έπιασε η μπόχα τις χαφιεδίλας!
ΤΟΜ: Τι έχει σήμερα ο κλεφταράς;
ΧΑΡΗΣ: Κάτι κιβώτια με τσιγάρα, κάπου τρεις χιλιάδες πακέτα.
ΤΟΜ: Είναι γνωστές μάρκες.
ΧΑΡΗΣ: Πρώτο πράμα. Έχει και κάτι πούρα κουβανέζικα.
ΤΟΜ: Θα τα πάρω με σαράντα σεντς το πακέτο.
ΧΑΡΗΣ: Δεν είσαι καλά...
ΤΟΜ: Εσύ να κάνεις τη δουλειά σου.
ΧΑΡΗΣ: Μα καλύτερα να τα κάψει ο άνθρωπος! Μπορεί να τα δώσει τουλάχιστο ένα δολάριο το κομμάτι.
ΤΟΜ: Τόσα δίνω. Χε, χε, χε... Θέλει δε θέλει θα μου τα δώσει.  Δεν έχει που να τα πάει. Οι άλλοι μαγαζάτορες  δεν τ’ αγγίζουν, φοβούνται. Χε, χε, χε... Ένας είναι ο Τομ!
ΧΑΡΗΣ: Δε θα σου τα δώσει!
ΤΟΜ: Σου βάζω και στοίχημα. Έχει τίποτ’ άλλο;
ΧΑΡΗΣ: Είκοσι κιλά καφέ.
ΤΟΜ: Σύρε να τα ξεφορτώσετε όλα. Και να μην ξεχάσεις τα πούρα. Αυτά θα τα δώσω πεσκέσι στους λιμοκοντόρους, τους λογιστές και τους δικηγόρους που με γυροφέρνουν. (Φεύγει ο Χάρης. Τρίβει τα χέρια του από χαρά). Αυτή κι αν είναι μπάζα!
ΠΕΤΡΟΣ: Μα η κλεψιά σ’ αναστατώνει.
ΜΗΝΑΣ: Βέβαια, τον αναστατώνει!
ΤΟΜ: (Τα ’χει χαμένα). Ναι! Πώς! Βέβαια! Αλίμονο!....


Τέλος δεύτερης εικόνας

Εικόνα τρίτη


Μετά από λίγες μέρες στον ίδιο χώρο είναι ο Τομ, ο Πετρος, ο Μηνάς, ο Χάρης, η Κική, και η Γιάννα. Όλοι φορούν τις φόρμες της δουλειάς, εκτός από τον Τομ, που ’ναι με τα ίδια παλιόρουχα. Όλοι, εκτός απ’ τον Τομ, κρατούν μια εφημερίδα στα χέρια και φαίνονται αναστατωμένοι.



ΤΟΜ: (Αγαναχτησμένα και παρακαλεστικά). Θεέ μου, καρβούνιασε όλους αυτούς τους απατεώνες. (Στον εαυτό του). Όχι, εμένα Θεούλη μου. (Στους άλλους). Μας έκαψαν τα τομάρια! Μετοχές και πράσινα άλογα...
ΚΙΚΗ: (Σταυροκοπιέται). Χριστός και Παναγιά!... Δηλαδή, τώρα χάσαμε και τα δικά μας;
ΓΙΑΝΝΑ: (Φαίνεται λίγο μεθυσμένη). Τι ήθελα η φτωχή κι ανακατωνόμουνα με τέτοια πράγματα...
ΤΟΜ: Καταστράφηκα!
ΜΗΝΑΣ: Τα μάζευα για το ταξιδάκι μου.
ΧΑΡΗΣ: Θα πεθάνουν τα γερόντια μου και δε θα μπορέσω να τα δω!
ΚΙΚΗ: Πες κι εσύ κάτι, Τομ.
ΤΟΜ: Εγώ... έχω χάσει... τ’ αυγά και τα καλάθια... Πάντως, εγώ σας είπα να της δώσετε και δε μ’ ακούσατε. Έτσι δεν είναι;
ΜΗΝΑΣ: Μας είπες, όμως, και κάτι άλλο.
ΤΟΜ: Τι δηλαδή;
ΜΗΝΑΣ: Πως τις δικές σου μετοχές θα τις κρατούσες.
ΚΙΚΗ: Ναι, βέβαια. Με τον τρόπο σου, μας είπες να τις κρατήσουμε.
ΤΟΜ: Εγώ δεν είπα τέτοια πράγματα. Ύστερα, το τι θα έκανα εγώ είναι δικός μου λογαριασμός. Εγώ έχω και χάνω! Εσείς είστε ξεβράκωτοι.
ΜΗΝΑΣ: Έκαψες κι εμάς. Αυτό έκανες.
ΤΟΜ: Απ’ τη μια μέρα στην άλλη τριπλασιάσατε τα λεφτά σας και δε σας άρεσε. Φταιω εγώ αν θέλατε περισσότερα; Αχόρταγοι είστε, μωρέ.
ΓΙΑΝΝΑ: Μα πώς, μωρέ, από το ένα δολάριο που έφτασε η κάθε μετοχή, τώρα έχασε εντελώς την αξία της;
ΤΟΜ: (Πονηρά). Δε νομίζω πως θα τα χάσουμε όλα. Πρέπει να καλμάρει πρώτα το χρηματιστήριο.
ΠΕΤΡΟΣ: (Θυμωμένα). Τι είναι αυτά που λες, Τομ; Πρόκειται για καλοστημένη απάτη!
ΚΙΚΗ: Λέγε, Πέτρο μου, να χαρείς.
ΠΕΤΡΟΣ: Στο ανθρακωρυχείο δε βρέθηκε χρυσός. Οι κομπιναδόροι το διάδωσαν, απ’ εδώ κι απ’ εκεί, για να φάνε το παραδάκι του κοσμάκη! Αυτές πια είναι γνωστές κομπίνες.
ΓΙΑΝΝΑ: Δηλαδή, χάσαμε και τα δικά μας;
ΠΕΤΡΟΣ: Βεβαίως! Οι μετοχές που έχετε στα χέρια σας είναι κουρελόχαρτα! Κι αυτά που λέει ο Τομ είναι παραμύθια!
ΤΟΜ: Ποιά γιόκα μου, να χαρείς;
ΠΕΤΡΟΣ: Το πως θα σταθεροποιηθούν οι τιμές των μετοχών στο χρηματιστήριο. Αυτό δεν είπες;
ΤΟΜ: Που τα ξέρω, γιόκα μου, αυτά τα πράγματα; Έτσι μου είπαν...
ΠΕΤΡΟΣ: (Θυμωμένα). Μα αφού η εταιρία έχει πτωχεύσει, πως μπορεί να μείνει στο χρηματιστήριο;
ΓΙΑΝΝΑ: Αυτό δεν το καταλαβαίνω... Ούτε κάρβουνο δε θα βγάζει, για να πάρουμε κι εμείς αυτά που δώσαμε;
ΠΕΤΡΟΣ: Η εταιρία χτύπησε φαλιμέντο, σας λεω! 
ΜΗΝΑΣ: Δηλαδή;
ΠΕΤΡΟΣ: Χρωστάει πολλά και η περιουσία της δε φτάνει για να πληρώσει τα χρέη της. Επομένως οι μέτοχοι πάνε κατά διαβόλου!
ΚΙΚΗ: Χριστός κι Απόστολος! Δηλαδή, τώρα χρωστάμε κι εμείς, αφού είμαστε μέτοχοι;
ΠΕΤΡΟΣ: Όχι.., Κικίτσα, δε χρωστάτε.
ΤΟΜ: (Κουτοπόνηρα). Ευτυχώς, παιδιά! Να μη μας κυνηγάνε κι από πάνω. Φτηνά τη γλιτώσαμε.
ΜΗΝΑΣ: Πάλι καλά, αφού δε βγήκαμε και χρεωμένοι...
ΓΙΑΝΝΑ: Δόξα τω θεώ, να λέμε! (Σταυροκοπιέται).
ΧΑΡΗΣ: Μωρέ είμαστε τυχεροί!
ΚΙΚΗ: Κάποιος καλός άγγελος μας προστατεύει!
ΠΕΤΡΟΣ: Δε θα πάρετε, όμως, ούτε μια τσακιστή δεκάρα! Θα πληρωθούν πρώτα οι πιστωτές.
ΚΙΚΗ: Υπάρχουν και χειρότερα... Ο φαρμακοποιός, που τα έχασε όλα αυτοκτόνησε...
ΧΑΡΗΣ: Το χτηματοχτηματομεσίτη τον πήγαν στο τρελοκομείο!
ΓΙΑΝΝΑ: Ο καψερός, ο Ιταλός, ο συνάδελφος, έχασε το σπίτι του, και του έχουν μισοσαλέψει τα λογικά...
ΜΗΝΑΣ: Ο Λιβανέζος, ο συνάδελφος απ’ το φούρνο, πήγε να κόψει τις φλέβες του και τον έχουν στην υπερεντατική.
ΚΙΚΗ: Χιλιάδες παιδιά ξεσπιτώθηκαν!
ΜΗΝΑΣ: Και οι οικογένειες που ξεκληρίστηκαν;
ΤΟΜ: Εγώ, έχασα τρία χτίρια!
ΓΙΑΝΝΑ: Ουφ! Εσύ έχεις και χάνεις. Εμείς την κάναμε από κούπες. Τα τελευταία μας ήταν μωρέ!
ΚΙΚΗ: (Σταυροκοπιέται). Δόξα τω θεώ. Εμείς έχουμε, τουλάχιστο, την υγειά μας. Τι άλλο θέλουμε;
ΧΑΡΗΣ: Ε, κάτι είναι κι αυτό!
ΓΙΑΝΝΑ: Και τη δουλειά μας, να λετε!
ΜΗΝΑΣ: Πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι!
ΧΑΡΗΣ: Έχουμε δυο χέρια, δυο πόδια κι ένα κεφάλι! Τι άλλο θέλουμε;
ΤΟΜ: Τώρα ας κοιτάξουμε τη δουλίτσα μας. Κι άλλη φορά να μην ανακατωνόμαστε με βρωμοδουλειές! Τα πιο σίγουρα είναι αυτά που βγάζει κανείς με τον ιδρώτα του! Καταραμένοι να είναι αυτοί που μας έριξαν μες στο λάκκο.  (Στον εαυτό του). Σχώρα με θεέ μου. Εγώ είμαι επιχειρηματίας. (Στους άλλους). Στις θέσεις σας... Η ζωή συνεχίζεται. (Φεύγουν όλοι εκτός απ’ τον Τομ. Τρίβει τα χέρια του). Σ’ ευχαριστώ θεούλη μου! Δεν είναι παίξε - γέλασε ένα  εκατομμύριο δολάρια! (Μπαίνει ο Χάρης).
ΧΑΡΗΣ: Την πατήσαμε... με τις κωλομετοχές...
ΤΟΜ: Έλα μην κάνεις έτσι.
ΧΑΡΗΣ: Τι να μην κάνω; Αυτή ήταν όλη η περιουσία μου. Η μάνα μου είναι άρρωστη. Πώς θα πάω να τη δω;
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Λοιπόν, για να ξεμπερδεύουμε και να ησυχάσεις.  Αυτά που έχασες θα σου τα δώσω εγώ.
ΧΑΡΗΣ: Να είσαι καλά. Πάντως, κι εγώ κάνω ό,τι μπορώ για σένα. Έτσι δεν είναι;
ΤΟΜ: Δεν έχω παράπονα... Κι εσύ, όμως, δεν πρέπει να έχεις. Έτσι δεν είναι; Λοιπόν, ακούω.
ΧΑΡΗΣ: Ο Κρητικός μιλάει για συνδικάτα και τα ρέστα.
ΤΟΜ: Για κάντο λιανά!
ΧΑΡΗΣ: Να.., μας έλεγε πως πρέπει να οργανωθούμε, γιατί μόνον έτσι θα παίρνουμε τα κανονικά μεροκάματα, τις υπερωρίες, το ενάμισι του Σάββατου και το διπλό της Κυριακής.
ΤΟΜ: Α.., έτσι το πουλάκι μου. Σωματεία μου θέλει... Θα του δώσω, εγώ ένα φύσημα και θα δούμε πού θα βρει δουλειά, τώρα με τα σκατωγεράματά του. Με τον Πόντιο, στο φούρνο τι γίνεται; Κάτι δεν πάει καλά, τώρα τελευταία.
ΧΑΡΗΣ: Κι αυτός τους ξεσηκώνει. Θα πρέπει, λέει, κάθε δυο ώρες να έχουν δεκαπέντε λεπτά διάλειμμα, και κάθε τέσσερις ώρες μισή ώρα. Και να πληρώνονται και τις υπερωρίες.
ΤΟΜ: Πολύ γρήγορα ξύπνησε, το πουλάκι μου.
ΧΑΡΗΣ: Πάντως, να ξέρεις πως ο Σέρβος βρίσκεται πίσω απ’ όλη αυτή την υπόθεση.
ΤΟΜ: Θα τους στείλω και του δυο στα σπίτια τους.., για να βάλουν μυαλό.
ΧΑΡΗΣ: Ξέρεις κι ο Πέτρος, όλο τέτοιες κουβέντες κάνει.
ΤΟΜ: Τι δηλαδή;
ΧΑΡΗΣ: Για κάτι Συλλογικές Συμβάσεις και τα ρέστα.
ΤΟΜ: Μ’ αυτόν μην ασχολείσαι.
ΧΑΡΗΣ: Γιατί;
ΤΟΜ: Λογαριασμό θα σου δώσω;
ΧΑΡΗΣ: Είναι κι ο Μηνάς.
ΤΟΜ: Αυτός και μπόμπες να μου ρίξει δεν τον πειράζω.
ΧΑΡΗΣ: Ναι.., αλλά σου χαλάει τη δουλειά.
ΤΟΜ: Μη σε νοιάζει. Αυτός είναι παραπάνω από αδελφός μου. Θα του μιλήσω εγώ. Στην πιτσαρία πήγες;
ΧΑΡΗΣ: Δε βγαίνει, λεει, με το νοίκι, και ίσως να το παρατήσει το μαγαζί. Πήγε και σε μεσίτη.
ΤΟΜ: Δηλαδή;
ΧΑΡΗΣ: Για να βρει άλλο μαγαζί.
ΤΟΜ: Το κάθαρμα! Με τον ιππόδρομο βγαίνει μια χαρά...
ΧΑΡΗΣ: Χε, χε, χε. Σε λέει φαταούλα...
ΤΟΜ: Όταν τον βγάλω απ’ το μαγαζί, να δούμε τι θα λέει.
ΧΑΡΗΣ: Χε, χε, χε... Με την καφετερία την πάτησες.
ΤΟΜ: Δηλαδή;
ΧΑΡΗΣ: Θα σου τη φέρει ο Μαλτέζος.
ΤΟΜ: Λέγε, μωρέ!
ΧΑΡΗΣ: Μου είπε πως είναι έτοιμος για φευγιό.
ΤΟΜ: Ε, υπάρχει το σπίτι του.
ΧΑΡΗΣ: Χε, χε, χε... Το πούλησε. Αύριο αλλάζει συμβόλαια.
ΤΟΜ: Πήγε να μου την φέρει, αλλά θα την πατήσει. Να είσαι καλά, Χάρη μου. Θα τηλεφωνήσω στο δικηγόρο μου. Ας πάρω εγώ τα δικά μου... και για τα υπόλοιπα δε δίνω δεκάρα.
ΧΑΡΗΣ: Α.., να μην ξεχάσω το χτήμα.
ΤΟΜ: Λέγε ντε!
ΧΑΡΗΣ: Χε, χε, χε... Πήγα ψες για μαρούλια και μου είπε πως κάνει κουβέντες με τον Ιταλό.
ΤΟΜ: Με τον Ιταλό!
ΧΑΡΗΣ: Βέβαια. Μου είπε πως θα παρατήσει το δικό σου το χτήμα και θα πάει στου μακαρονά.
ΤΟΜ: (Γελάει). Χε, χε, χε... Α.., έτσι το πουλάκι μου... Όταν πάρει το χτήμα του Ιταλού, ο Δήμος, τότε θα δούμε πού θα πάει... Χε, χε, χε... Τα έχω κανονίσει με το Δήμαρχο. Το χτήμα θα γίνει γυμναστήριο. Σύρε τώρα στη δουλειά σου και το νου σου στους Λιβανέζους. (Φεύγει ο Χάρης. Στον εαυτό του). Α.., να χαθείς βρωμοχαφιέ!





Τέλος τρίτης εικόνας



















Εικόνα τέταρτη




Μετά από καιρό στον ίδιο χώρο,  είναι ο Πέτρος κι ο Μήνας.  Φορούν τα ρούχα της δουλειάς και είναι μουντσουρωμένοι και καπνισμένοι.                


ΜΗΝΑΣ: (Θυμωμένα). Λαδιά του του Τομ ήταν, σου λεω! Είναι τάτσι - μίτσι - κότσι η υπόθεση με το Χάρη.
ΠΕΤΡΟΣ: Λέγε ντε!
ΜΗΝΑΣ: Θα τα τσεπώσει κι ο Χάρης, αλλά... Τι να λέμε τώρα...
ΠΕΤΡΟΣ: Γιατί να μη λέμε, ρε Μηνά;
ΜΗΝΑΣ: Δε θέλω...  να κάνω κουβέντα. (Από το μαγαζί ακούγονται φωνές και διαπληκτισμοί, όχι καθαρά).
ΠΕΤΡΟΣ: (Θυμωμένα). Κι εμείς εδώ μέσα είμαστε. Δε σου φτάνει που χάθηκε ένας συνάδελφος;
ΜΗΝΑΣ: Μυστήριο κάρο είσαι! Εγώ δεν είμαι αστυνόμος ούτε δικαστής. Τι περνάει απ’ το χέρι μου;
ΠΕΤΡΟΣ: Μην παριστάνεις τον κουτό τώρα! Ό,τι ξέρεις να τα πεις στην αστυνομία, ρε φίλε!
ΜΗΝΑΣ: Το ρεμάλι, ο Χάρης... Να μην πω καμιά βρωμοκουβέντα.
ΠΕΤΡΟΣ: Πολύ τα μασάς.
ΜΗΝΑΣ: Ουφ! Πολύ μου μπαίνεις! Να.., τάχατες μαγείρεψε στην άλλη κουζίνα το δικό του φαγί... και τάχατες ξέχασε να σβήσει τα καζάνια με τα λάδια. Και με την έκρηξη χάθηκε ο μαλτέζος.
ΠΕΤΡΟΣ: Μίλα καθαρά. Στο είπα πως εμείς δεν είμαστε τουρίστες εδώ μέσα.
ΜΗΝΑΣ: Να, τάχατες χάλασε ο θερμοστάτης του γκαζιού κι αρπάξανε τα λάδια.
ΠΕΤΡΟΣ: Πάλι τάχατες;
ΜΗΝΑΣ: Παράτα με, σε παρακαλώ, ρε Πέτρο. Είναι πράγματα που δύσκολα λέγονται.
ΠΕΤΡΟΣ: Μπράβο και ξανά μπράβο! Να σε παρατήσω, λοιπόν! Ξεχνάς πως ξεκληρίστηκε μια οικογένεια!
ΜΗΝΑΣ: Κανένας απ’ το προσωπικό δεν πηγαίνει σ’ αυτήν την κουζίνα για να ετοιμάσει το φαγί του.
ΠΕΤΡΟΣ: Γιατί;
ΜΗΝΑΣ:  Γιατί πρέπει να περιμένει πάνω από είκοσι λεπτά μέχρι να ζεσταθεί το λάδι και η ψησταριά. Ενώ στην άλλη κουζίνα τα έχουμε όλα έτοιμα.
ΠΕΤΡΟΣ: Που το πάει, δηλαδή, ο Τομ;
ΜΗΝΑΣ: Να βάλει στο χέρι στην ασφάλεια ανακαινίζοντας και το μαγαζί του.
ΠΕΤΡΟΣ: Και με το μακαρίτη το Μαλτέζο;
ΜΗΝΑΣ: Θ’ αποζημιωθεί, λέει, η οικογένειά του απ’ την ασφάλεια.
ΠΕΤΡΟΣ: Λαμπρά! Κι εσύ που ξέρεις τόσα πολλά, και μπορείς να βοηθήσεις, το βουλώνεις.
ΜΗΝΑΣ:  Ουφ! Αφού τον ξέρεις, γιατί μου κολλάς; Όλα με το χρήμα τα μετράει το ανθρωπάκι.
ΠΕΤΡΟΣ: Άστον αυτόν... και πιάσε τον εαυτό σου.
ΜΗΝΑΣ: Δεν υπάρχει τίποτε το χειροπιαστό. Όλα μιλάνε από μόνα τους, αλλά δεν αποδεικνύονται.
ΠΕΤΡΟΣ: Μα εσύ ξέρεις τόσα πολλά!
ΜΗΝΑΣ: Τι θα μπορέσω να κάνω, ακόμα κι αν ανοίξω το στόμα μου; Μπορώ να τα βάλω μ’ όλους αυτούς τους διαόλους.
ΠΕΤΡΟΣ: Και βέβαια μπορείς.
ΜΗΝΑΣ: Θα με κλείσουνε μέσα! Ο Χάρης λέει πως ξέχασε τα λάδια, πώς εγώ θ’ αποδείξω πως το έκανε επίτηδες;
ΠΕΤΡΟΣ: Εσύ κάνε την αρχή. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά της αστυνομίας.
ΜΗΝΑΣ: Ξεχνάς πως υπάρχουν και διεφθαρμένοι πολιτικοί, αστυνομικοί, πυροσβέστες  και βάλε.
ΠΕΤΡΟΣ: Αυτοί πάντοτε θα υπάρχουν! Εσύ να κάνεις αυτό που περνάει απ’ το χέρι σου.
ΜΗΝΑΣ:  Όλους τους έχει στο χέρι.
ΠΕΤΡΟΣ: (Θυμωμένα). Ε.., τότε μπροστά σε κάθε ατιμία θα πρέπει να σηκώνουμε τα χέρια ψηλά! Όχι φίλε! Σε κάθε μας ενέργεια μετράει η προσπάθεια κι ο αγώνας κι όχι τ’ αποτέλεσμα. Τα πράγματα δεν έρχονται πάντοτε βολικά. (Μπαίνουν ο Χάρης, ο Τομ και η Κική. Είναι μουντσουρωμένοι και καπνισμένοι).
ΠΕΤΡΟΣ: (Αυστηρά). Πώς έγινε αυτό, Χάρη;
ΧΑΡΗΣ: (Κρυφοχαμογελάει). Όπως γίνονται όλα...
ΠΕΤΡΟΣ: Γιατί πήγες να μαγειρέψεις στην άλλη κουζίνα;
ΧΑΡΗΣ: (Ειρωνικά). Ανακριτής είσαι;
ΠΕΤΡΟΣ: Αν δεν τα πεις σε μένα, θα τα πεις στην αστυνομία. Νομίζεις πως θα τ’ αφήσουμε να περάσει έτσι το πράγμα;
ΧΑΡΗΣ: (Δισταχτικά). Ούτε... κι εγώ ξέρω πως έγιναν όλα. Φαίνεται πως ήταν χαλασμένος ο θερμοστάτης.
ΠΕΤΡΟΣ: Σου είπε κανείς πως είσαι έξυπνος; Αφού όλοι μας μαγειρεύουμε στα έξω τηγάνια, εσύ γιατί πήγες μέσα;
ΧΑΡΗΣ: Μυστήριο κάρο είσαι.
ΠΕΤΡΟΣ: (Οργισμένα). Άμα σου χώσω μερικές, θα δεις τι είμαι! (Σιγή). Θα σε ξετινάξω, ρε μούτρο!
ΚΙΚΗ: Για τ’ όνομα του θεού, ρε παιδιά, αφήστε τις φαγωμάρες. Με τις φωνές δε πάμε πουθενά.
ΠΕΤΡΟΣ: (Πειστικά). Τίποτε δεν έχει να κάνει ο Θεός μ’ αυτή την υπόθεση.  Ας κάνει  αυτός  τη δουλειά του κι εμείς τη δική μας.
ΤΟΜ: Μη κάνετε έτσι. Όλα θα τακτοποιηθούν.
ΠΕΤΡΟΣ: Κι ο Μαλτέζος! 
ΤΟΜ: Τέτοια ατυχήματα γίνονται κάθε μέρα.
ΠΕΤΡΟΣ: Και τ’ ανήλικα παιδιά του!
ΤΟΜ: Την οικογένειά του, να την αφήσεις πάνω μου.
ΧΑΡΗΣ: Γι’ αυτό τις έχουμε τις ασφάλειες.
ΠΕΤΡΟΣ: (Οργισμένα). Βούλωστο απαίσιε! (Σηκώνει το χέρι απειλητικά).
ΚΙΚΗ: Σας παρακαλώ παιδιά. Μας φτάνουν οι συμφορές που έπεσαν πάνω μας. (Μπαίνουν ο Γιατρός και η Τασία, είναι καλοντυμένοι όπως πάντοτε).
ΤΑΣΙΑ: (Ανήσυχα). Τι έγινε πατέρα;
ΤΟΜ: Πήρε φωτιά το μαγαζί
ΓΙΑΤΡΟΣ: Εσείς είστε καλά;
ΤΟΜ: Μπα σε καλό σου.., μια χαρά είμαι.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Τ’ ακούσαμε στο ραδιόφωνο κι ανησυχήσαμε.
ΤΟΜ: Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Αφού είστε καλά...  τα υπόλοιπα ταχτοποιούνται.
ΠΕΤΡΟΣ: Τι ωραία, τι καλά... (Πολύ θυμωμένα). Εδώ χάθηκε ένας άνθρωπος!
ΤΟΜ: Είπαμε πως αυτό θα το αναλάβω εγώ.
ΠΕΤΡΟΣ: Ναι.., θα τον φέρεις πίσω...
ΓΙΑΤΡΟΣ: Το προσωπικό είναι ασφαλισμένο.
ΤΟΜ: Βέβαια! Όλοι οι εργάτες είναι ασφαλισμένοι. Ούτε κι εγώ ξέρω μέχρι πόσα εκατομμύρια.
ΠΕΤΡΟΣ: Ποιος υπολογίζει τα εκατομμύρια; Οι συνάδελφοι είναι αναστατωμένοι! (Από μέσα ακούγονται φωνές).
ΓΙΑΤΡΟΣ:  Άστους αυτούς... τώρα. Αυτοί αναστατώνονται έτσι για το τίποτα.
ΠΕΤΡΟΣ: (Οργισμένα). Εσύ να το βουλώσεις!
ΓΙΑΤΡΟΣ: Το θράσος σου ξεπερνάει τα όρια!
ΠΕΤΡΟΣ: (Οργισμένα). Βουτυρόπαιδο!
ΤΟΜ: Πετράκη, σε παρακαλώ μη ρίχνεις λάδι στη φωτιά. (Η Κική πηγαίνει κοντά στον Πέτρο).
ΚΙΚΗ: Ησύχασε Πέτρο, να χαρείς...
ΠΕΤΡΟΣ: Ξέρω τι λεω.
ΓΙΑΤΡΟΣ: (Απειλητικά, στον Πέτρο). Εσένα θα σε ταχτοποιήσω! Θα έρθει η ώρα σου!
ΠΕΤΡΟΣ: (Θυμωμένα). Ας μην ήταν εδώ οι γυναίκες και θα σου έλεγα... τι θα  μου κάνεις.
ΤΑΣΙΑ: Μα τι είναι αυτός, καλέ πατέρα;
ΤΟΜ: Πέτρο ψυχραιμία.
ΠΕΤΡΟΣ: (Θυμωμένα). Που βρίσκεται.., η βλογημένη η ψυχραιμία να πάω να την αγοράσω;
ΤΟΜ: (Ήρεμα). Να τ’ αφήσεις όλα πάνω μου.
ΠΕΤΡΟΣ: (Θυμωμένα). Η υπόθεση θα ερευνηθεί σε βάθος!
ΧΑΡΗΣ: Που το βρήκες αυτό το αγκάθι, Τομ;
ΜΗΝΑΣ: (Θυμωμένα). Χάρη, εσύ να κάνεις το κορόιδο. Η φωλιά σου είναι λερωμένη.
ΤΟΜ: (Στο Μηνά, θυμωμένα). Τι λες ρε παλαβέ;
ΠΕΤΡΟΣ: (Στο Χάρη). Εσύ δε θα μου τη γλιτώσεις...  (Οι φωνές δυναμώνουν. Ο Τομ, ο Χάρης, ο γιατρός κι η Τασία  φαίνονται ανήσυχοι).
ΤΟΜ: Σε παρακαλώ, ρε Μηνά, για πήγαινε μέσα. Εσένα σ’ αγαπούν και σε  σέβονται όλοι.
ΜΗΝΑΣ: Το ξέρεις πως μπορώ να κάνω πολλά για σένα. Σ’ αυτήν την υπόθεση, όμως, δεν ανακατώνομαι. Τουλάχιστον όπως θέλεις εσύ.
ΤΟΜ: Α, να χαθείς βλάκα.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Θα πάω εγώ.
ΚΙΚΗ: Γιατρέ... θα τα κάνεις θάλασσα.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Γιατί παρακαλώ;
ΚΙΚΗ: Πώς να στο πω... Κανένας  δε σε χωνεύει...
ΓΙΑΤΡΟΣ: Τι είπες;
ΠΕΤΡΟΣ: Εσύ βλέπεις τους εργάτες από ουρανοξύστη...
ΤΑΣΙΑ: Δεν είμαστε καλά...
ΤΟΜ: Γιατρέ ας αφήσουμε τα πράγματα εκεί που βρίσκονται. (Οι φωνές όλο και δυναμώνουν).
ΚΙΚΗ: Θα πάω εγώ. (Φεύγει).
ΤΟΜ: Τα πράγματα είναι ζόρικα... και δε χρειάζονται νεύρα.
ΧΑΡΗΣ: Εσύ να τα βλέπεις, που μαζώνεις τον καθένα εδώ μέσα.
ΠΕΤΡΟΣ: (Ειρωνικά). Ε.., τότε ας το ρίξουμε στο καλαμπούρι...
ΤΟΜ: Πέτρο σε νόμιζα για λογικό.
ΠΕΤΡΟΣ: (Θυμωμένα). Ο παραλογισμός δεν αντιμετωπίζεται με τη λογική. Χμ... Αν με χαστουκίσεις στο ένα μάγουλο, δε θα σου γυρίσω και το άλλο... 
ΤΟΜ: (Μπαίνει η Κική. Ανήσυχα). Τι συμβαίνει Κική;
ΚΙΚΗ: Χαλασμός γίνεται εκεί μέσα. Ήρθε η χήρα του μακαρίτη... κι απειλεί θεούς και δαίμονες.
ΤΟΜ: Έχει δίκιο, η καψερή, αλλά θα της περάσει. (Σιγή). Βάλε κι εσύ το χέρι σου, Κικίτσα.
ΚΙΚΗ: Δηλαδή τι μπορώ να κάνω;
ΤΟΜ: Πολλά. Να πας και να της μιλήσεις.
ΚΙΚΗ: Τι να της πω;
ΤΟΜ: Γυναίκες είστε και καταλαβαίνεστε.... (Σιγή). Να, να της πεις πως συμμερίζομαι τον πόνο της και τα ρέστα, αλλά με τις στριγκλιές δε θα φέρει πίσω το μακαρίτη. (Σιγή).
ΠΕΤΡΟΣ: Α, έτσι λοιπόν!
ΤΟΜ: Εμένα ν’ ακούς Κική. Λοιπόν, να της πεις πως  ξέρω τα προβλήματά της, το αξεχρέωτο σπίτι και τόσα άλλα. Όλα θα τ’ αναλάβω εγώ! (Η Κική τα ’χει χαμένα. Θυμωμένα). Τι κάθεσαι, μωρή; Να της πεις να σκεφτεί τους ζωντανούς! Φιρί - φιρί το πάει... Δε με ξέρει καλά! Θα μείνουν τα παιδιά της στο δρόμο!
ΠΕΤΡΟΣ: Τώρα ρίξαμε στη μάχη, και τις εφεδρείες της ανάγκης και του χρήματος.  (Στην Κική). Κική, να μην πας πουθενά, γιατί θα σου κόψω τα πόδια! Τ’ άκουσες;
ΤΑΣΙΑ: Μπράβο θράσος, ο κύριος!
ΚΙΚΗ: Να μ’ αφήσεις στον πόνο μου. (Φεύγει).
ΠΕΤΡΟΣ: (Μονολογεί). Αχ, βρε αφορισμένη ανάγκη... Έρχεσαι και πειθαναγκάζεις και ξεφτιλίζεις τον άνθρωπο. (Μπαίνει ο Σόλωνας).
ΤΟΜ: Έλα γιόκα μου και σε περίμενα.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Στο είπα πως δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Λυπάμαι, αλλά πολλά λέγονται, ακόμα κι απ’ τους πυροσβέστες!
ΤΟΜ: Θα το βουλώσουν όλοι, όταν κάνει η πυροσβεστική την επίσημη έκθεση. Τα υπόλοιπα είναι κουσκούσια του καφενείου.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Αυτή είναι η τυπική πλευρά του πράγματος.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Εσύ βλέπεις κι άλλη;
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Θυμωμένα στο γιατρό). Στο έχω πει πολλές φορές, πως δε θέλω κουβέντες μαζί σου!
ΤΑΣΙΑ: Σε παρακαλώ, πατέρα!
ΣΟΛΩΝΑΣ: Ν’ αφήσεις κοκόνα μου τον πατέρα ήσυχο και να μιλήσεις μαζί μου!
ΤΟΜ: Καθόλου πια δε με σκέφτεσαι, γιόκα μου.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Με το ίδιο μέτρο  που κρίνουμε τους άλλους πρέπει να κρίνουμε και τον πατέρα μας. Διαφορετικά δεν προχωράει η ζωή.
ΠΕΤΡΟΣ: (Στον εαυτό του). Να σε φιλήσω!
ΓΙΑΤΡΟΣ: Ορίστε πράγματα...
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Θυμωμένα στο γιατρό). Μη μπαίνεις στη μέση γιατί το καζάνι βράζει! (Οι φωνές όλο και δυναμώνουν).
ΠΕΤΡΟΣ: (Στον εαυτό του). Απάνω του!
ΤΟΜ: Να σε χαρώ γιόκα μου. Πήγαινε μέσα, σε παρακαλώ...  Εσένα σ’ αγαπούν και σ’ εκτιμούν.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Σου το είπα πως δεν μπορώ να πάρω θέση. Δε μου ταιριάζει.
ΤΟΜ: Και γιατί;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Εδώ χάθηκε ένας άνθρωπος!
ΤΟΜ: Ε.., βρέθηκε δίπλα στο καζάνι, όταν έγινε η έκρηξη.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Μην ξεχνάς πως θα μπει στη μέση και το Σωματείο του! Κανείς δεν μπορεί να σκεπάσει την υπόθεση.
ΠΕΤΡΟΣ: Τα Σωματεία δεν αστειεύονται!
ΤΑΣΙΑ: Τι έχουν να κάνουν αυτοί, οι εργατοπατεράδες; Ατυχήματα γίνονται τρεις την ώρα.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Αυτοί είναι εκλεγμένοι εκπρόσωποι των εργατών, και κάνουν τη δουλειά τους! Κανένας δε θα σε αδικήσει.
ΤΟΜ: Μα δεν ξέρουν τίποτε αυτοί. Η πυροσβεστική θα τα κανονίσει όλα.
ΠΕΤΡΟΣ: Οι πυροσβέστες λαδώνονται εύκολα.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Αύριο έρχονται οι δικηγόροι και οι εμπειρογνώμονες του Συνδικάτου.
ΤΟΜ: Του Συνδικάτου!
ΣΟΛΩΝΑΣ: Αμέ! Και να το ξέρεις, πως κανένας διεφθαρμένος πολιτικός, αστυνομικός, πυροσβέστης, και βάλε δε θα μπορέσει να τους σταματήσει! Αυτοί δεν ξέρουν από τέτοια!
ΠΕΤΡΟΣ: Μπράβο λεβέντη μου!
ΤΟΜ: Καλά μέχρι αύριο βλέπουμε. Τώρα, πήγαινε μέσα, Σολάκο μου. Δε βλέπεις πως γίνεται χαλασμός;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Στο είπα, πως δεν μπορώ!
ΓΙΑΤΡΟΣ: Γιατί δε λες πως φοβάσαι;
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Θυμωμένα). Τι είπες;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Τρέμεις για τη θεσούλα σου, στο Συνδικάτο.
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Οργισμένα). Εγώ, να φοβηθώ; Αν φοβόμουν τη ζωή, δε θα σας άφηνα να  την περνάτε σα μαχαραγιάδες, ροκανίζοντας τα εκατομμύρια του πατέρα. Εγώ φοβάμαι, που έπεσα στις δεκάρες του  μεροκάματου;
ΤΑΣΙΑ: Κι αφήνεις τον πατέρα αβοήθητο.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Τώρα θα μιλήσεις κι εσύ! Το πατέρα προσπάθησα να τον βοηθήσω, ένα σωρό φορές,  με τον τρόπο μου, βέβαια. Χμ... Που να μ’ αφήσετε, όμως, εσείς!
ΤΑΣΙΑ: Γιατί παρακαλώ;
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Δείχνει τον Τομ). Μετά από τόσα χρόνια δουλειάς και σ’ αυτήν την ηλικία, κοίταξε πώς είναι...  Χε, χε, χε... Πήγαινε να σταθείς δίπλα του, αριστοκράτισσά μου!
ΓΙΑΤΡΟΣ: Εμείς δεν έχουμε πια θέση εδώ μέσα. Πάμε Τασία!
ΤΑΣΙΑ: (Θυμωμένα, στο Σόλωνα). Θα πρέπει να ντρέπεσαι γι’ αυτά που λες για τον πατέρα και για μένα. Θα σου τηλεφωνήσω πατέρα. (Φεύγουν η Τασία κι ο Γιατρός).
ΤΟΜ: Στο καλό παιδιά μου.
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Μονολογεί). Μπράβο θράσος! Θυμώνουν κι από πάνω...
ΤΟΜ: Δηλαδή, κι εσύ εναντίον μου είσαι Σολάκο μου;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Αν χρειαστεί να πάρω θέση, στα σίγουρα δε θα είμαι μαζί σου. (Ο Τομ φαίνεται εξουθενωμένος. Η φασαρία μέσα έχει σταματήσει. Έρχεται η  Κική και κάτι λέει στ’ αυτί του Τομ).
ΤΟΜ: Για την ώρα λεω να το διαλύσουμε, παιδιά.  Εσύ, Χάρη, σύρε στο καλό σου.
ΜΗΝΑΣ: Ναι.., Χάρη μου το χαρτάκι σε περιμένει.
ΧΑΡΗΣ: Κι εσένα οι μηχανές...
ΜΗΝΑΣ: Κι εγώ στο ίδιο καζάνι βράζω. Έρχομαι μαζί σου. (Φεύγουν ο Μηνάς κι ο Χάρης).
ΣΟΛΩΝΑΣ: Θα πηγαίνω κι εγώ πατέρα. Άργησα κιόλας. Θα τα πούμε αύριο, μετά το γραφείο.
ΤΟΜ: Στο καλό γιόκα μου. (Μαζί με τον Σόλωνα κάνει να φύγει κι ο Πέτρος). Πέτρο να κάτσεις που σε θέλω.
ΠΕΤΡΟΣ: Θα επιστρέψω. (Φεύγουν ο Σόλωνας κι ο Πέτρος).
ΤΟΜ: Τι έγινε Κική;
ΚΙΚΗ: Έκανα αυτό που μου είπες.
ΤΟΜ: Λοιπόν;
ΚΙΚΗ: Ε.., μόλις της είπα για τα χρέη της και τα ορφανά της και πως όλα θα τ’ αναλάβεις  εσύ, κάπως ησύχασε και πήγε στο καλό της.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Κάτι ξέρω κι εγώ...
ΚΙΚΗ: Είναι εξυπνούλα κι ας μην της φαίνεται...
ΤΟΜ: Μπράβο Κική.
ΚΙΚΗ: Ξέρεις... της είπα και κάτι άλλο, που μου ήρθε στο νου. Θέλεις να στο πω; Μη θυμώσεις όμως.
ΤΟΜ: Να μου το πεις και δε θα θυμώσω.
ΚΙΚΗ: Να.., της είπα πως είσαι καλός.., αλλά όποιος τα κοντράρει μαζί σου βγαίνει χαμένος. Να.., της είπα πως  όλοι είναι φίλοι  σου, υπουργοί, δικαστές και δικηγόροι.
ΤΟΜ: Διαόλου κάλτσα είσαι...
ΚΙΚΗ: Ε, κάτι ξέρω κι εγώ...
ΤΟΜ: Μωρέ πολλά ξέρεις...  Σε παρακαλώ, να πας να την βρεις, και στο σπίτι της.
ΚΙΚΗ: Μα γιατί;
ΤΟΜ: Φοβάμαι τα τσακάλια, τους δικηγόρους. Θα την πλευρίσουν και θα της τάξουν λαγούς με πετραχήλια.
ΚΙΚΗ: Και τι θα της πω, δηλαδή;
ΤΟΜ: Να της πεις πως η ζωή συνεχίζεται! Έχασε, βέβαια, το μακαρίτη, αλλά έχει τα παιδιά της!
ΚΙΚΙΗ: Ε, τότε θα πάω.
ΤΟΜ: Έτσι να σε χαρώ! Και να ξέρεις πως κι εγώ δε θα ξεχάσω, ούτε εσένα ούτε και τον Κωστάκη σου.
ΚΙΚΗ: (Κλαίγοντας). Ο Θεός και η Παναγία να σ’ έχουν καλά. Τι θα γίνει το ορφανό μου, όταν κλείσω τα μάτια μου;
ΤΟΜ: Μη χολοσκάς. Εγώ είμαι εδώ.  Σάματις και η μακαρίτισσά, η γυναίκα μου, δε μου άφησε ευχή και κατάρα; (Σιγή). “Τον Κωστάκη και τα μάτια σου”, μου ’πε ξεψυχώντας.
ΚΙΚΗ: Ο θεός ας αναπαύσει την ψυχούλα της. Άγια γυναίκα ήταν η καημενούλα. (Στον εαυτό της). Ας μην είχα άρρωστο παιδί.., και θα σου έλεγα εγώ, ρε δολοφόνε!  (Φεύγει η Κική. Μπαίνει ο Πέτρος).
ΤΟΜ: Α, ήρθες, Πέτρο. Να είσαι καλά. Πιες κατιτί κι έφτασα. Θα πεταχτώ για λίγο στην πυροσβεστική. Μην τα κάνουν κι αυτοί θάλασσα. (Σιγή). Θα σου φέρω ένα ουϊσκάκι που δεν κυκλοφορεί στην αγορά. Πρώτο πράμα, σου λεω. (Ανοίγει ένα ντουλάπι και παίρνει ένα μπουκάλι. Τ’ ακουμπάει πάνω στο τραπέζι με δυο ποτήρια. Τα γεμίζει).
ΠΕΤΡΟΣ: Μα δεν πίνω.
ΤΟΜ: Αυτό θα το πιεις. Είναι κεχριμπάρι. Δεν το σηκώνει η τσέπη των πολλών. Που λες, μου έφεραν μερικά μπουκάλια κι αν δεν βρισκόσουν στο δρόμο μου, ρε μπαγάσα, θα τα έπιναν οι κληρονόμοι μου. Στην υγειά μας. (Πίνουν και οι δυο. Ο Πέτρος δε μιλάει). Χε, χε, χε... Αμβροσία το βλογημένο! Λοιπόν, πιες τα ουϊσκάκια σου κι έφτασα. (Φεύγει ο Τομ. Ο Πέτρος κατεβάζει κάνα δυο ποτήρια απανωτά και μπαίνει ο Μηνάς).
ΠΕΤΡΟΣ: (Κάπως μεθυσμένα). Τι έγινε Μηνά;
ΜΗΝΑΣ: Τα έχασα κιόλας και πάω για το δωμάτιο.
ΠΕΤΡΟΣ: Θα πιεις ένα ουϊσκάκι;
ΜΗΝΑΣ: Δεν έχω κέφια. (Παίρνει το μπουκάλι στα χέρια). Βλέπω πως είναι απ’ τα πανάκριβα!
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε. Είναι απ’ την κάβα του Τομ.
ΜΗΝΑΣ: Στα σίγουρα κάτι θα σου ζητήσει, η γριά αλεπού.  Αυτός δεν κερνάει έτσι για το τίποτα.
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε... Λες να είναι έτσι; Και τι μπορεί να πάρει από μένα;
ΜΗΝΑΣ: Χε, χε, χε... Τα έμαθες τα νέα; Έτσι  για τα μάτια θα κλείσει το μαγαζί...
ΠΕΤΡΟΣ: Σοβαρά;
ΜΗΝΑΣ: Αμή! Δεν τον ξέρεις καλά.
ΠΕΤΡΟΣ: Για πόσο καιρό;
ΜΗΝΑΣ: Για μερικές μέρες, για να το μάθουν όλοι στην πόλη. Κόλπο σου λεω! Μ’ αφού μπορεί να δουλέψει, το εστιατόριο, με την έξω κουζίνα. Έχει γίνει κι άλλες φορές.  Όταν επισκεύαζε την κουζίνα. Γιατί να το κλείσει τώρα;
ΠΕΤΡΟΣ: Και γιατί αυτό το κόλπο;
ΜΗΝΑΣ: Έτσι, με το σούσουρο, θα τραβήξει τον κόσμο με το μέρος του. Η προεργασία άρχισε απ’ τον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό. Ρίχνουν πληρωμένα... κροκοδείλια δάκρυα...
ΠΕΤΡΟΣ: Δηλαδή;
ΜΗΝΑΣ: Βράστα κι άστα! Μιλάνε συνέχεια για τις τοσοδούτσικες ζημιές του μαγαζιού και τις αγαθοεργίες του Τομ- τα ψυγεία... και τα ρέστα - και δε λένε τίποτε για τον αδικοχαμένο Μαλτέζο.
ΠΕΤΡΟΣ: Όλα δικά τους είναι... Έτσι τουμπάρουν τον κοσμάκη... Που να πάει το μυαλό του καθένα, ακούγοντας το ραδιόφωνο, πως πίσω απ’ αυτό κρύβεται ένας μεγαλοκαρχαρίας...
ΜΗΝΑΣ: Αμή! Το ίδιο θα κάνει και η τοπική εφημερίδα!
ΠΕΤΡΟΣ: Μπράβο συμπάθειες, ο Τομ!
ΜΗΝΑΣ: Σαχλαμάρες. Ούτε που θέλουν να τον δουν. Ναι…, αλλά ο Τομ είναι μέτοχος και στην εφημερίδα και στο σταθμό.
ΠΕΤΡΟΣ: Ναι.., αλλά μόνος σου το είπες πως δεν υπάρχουν αποδείξεις.
ΜΗΝΑΣ: Να έτσι τα λεω, για να ξεσκάσω.
ΠΕΤΡΟΣ: Και με τα δικά μου τα νεύρα τι γίνεται;
ΜΗΝΑΣ: Έχεις δίκιο. Πάντως ο Σόλωνας φεύγει για τα καλά. Πάει στο Σύδνεϋ. Εκλέχτηκε, βλέπεις, Γραμματέας του Συνδικάτου, σε παναυστραλιανή κλίμακα.
ΠΕΤΡΟΣ: Σάματις εγώ θα μείνω.
ΜΗΝΑΣ: Χε, χε, χε... Τώρα είναι που θ’ αλωνίζει ο γιατρός, έχοντας σύμμαχό του και τη Τασία.
ΠΕΤΡΟΣ: Μα την αλήθεια, Μηνά, βλέπεις τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα δυο αδέλφια;
ΜΗΝΑΣ: Δεν τα ξέρεις εσύ. Η Τασία ήταν πάντοτε ανεύθυνη, ανεπρόκοπη κι εγωίστρια.
ΠΕΤΡΟΣ: Φως φανάρι πως ο άνθρωπος γεννιέται και δε γίνεται. Αδέλφια είναι! Απ’ τους ίδιους γονείς γεννήθηκαν, στο ίδιο περιβάλλον μεγάλωσαν..,  κι ορίστε η διαφορά. 
ΜΗΝΑΣ: Δεν έχω ιδέα... Πάντως εγώ νομίζω πως ο Σόλωνας έχει πάρει πολλά απ’ τη μάνα του.
ΤΟΜ: Λες;
ΜΗΝΑΣ: Βέβαια. Μια αγαθή γυναικούλα ήταν και κάπως τον κρατούσε τον Τομ. Από τότε που την έχασε έχει πια πάρει την κάτω βόλτα.
ΠΕΤΡΟΣ: Κι ο Σόλωνας;
ΜΗΝΑΣ: Αυτός έχει συνείδηση.
ΠΕΤΡΟΣ: Γιατί η Τασία τι έχει;
ΜΗΝΑΣ: Αρρωστημένη συνείδηση.
ΠΕΤΡΟΣ: Δηλαδή;
ΜΗΝΑΣ: Οι άνθρωποι που έχουν αρρωστημένη συνείδηση, κάνουν ένα σωρό λαδιές και κοιμούνται σαν τα πουλάκια, νομίζοντας πως αυτό που κάνουν είναι το σωστό.
ΠΕΤΡΟΣ: Το πράγμα σηκώνει κουβέντα, αλλά δεν έχω όρεξη. (Σιγή). Δε μου λες, Μηνά, όταν  πεθάνει ο Τομ, τι θα γίνει η περιουσία του; Λες να την φαει ο ψευτογιατρός;
ΜΗΝΑΣ: Δε νομίζω. Ο Τομ είναι πονηρός... Ύστερα, αγαπάει πολύ και το Σόλωνα, κι ας μην το δείχνει. Υπάρχει και κάτι άλλο.., αλλά δε θέλω...
ΠΕΤΡΟΣ: Λέγε, μωρέ.. Μπας και νομίζεις πως μ’ ενδιαφέρει η περιουσία του Τομ; Δεκάρα δε δίνω. Βλέποντας, όμως, όλα αυτά που γίνονται γύρω μου, μ’ έχουν ζώσει τα ζουζούνια.
ΜΗΝΑΣ: Το ξέρεις πως σε μένα τα λέει όλα. Μου είπε, λοιπόν, πως καθόλου δε θα ρίξει το Σόλωνα. Το σπίτι πάλι, που μένει η Κική είναι δικό του. Όχι μόνο θα της το αφήσει, αλλά οι κληρονόμοι του, θα της δίνουν κάποιο βοήθημα, που θα το παίρνει μετά το θάνατό της ο άρρωστος γιος της. (Δισταχτικά). Ε.., μου είπε πως κάτι θ’ αφήσει και στην αφεντιά μου.
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε...Έλα, τυχεράκια, την έψησες. Χε, χε, χε... Κάτι θα πάρεις κι εσύ απ’ τη δυναστεία...
ΜΗΝΑΣ: Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι... Ύστερα, δε μ’ ενδιαφέρει κιόλας, το πράγμα. (Μπαίνει ο Τομ).
ΤΟΜ: (Στο Μηνά). Τι έγινε, Μηνά; Πάλι σε γδύσανε;
ΜΗΝΑΣ: Έλα κόφτο.
ΤΟΜ: Πάρε για να παίξεις. Αν κερδίσεις, όμως, θέλω τα μισά. (Δίνει μερικά χαρτονομίσματα στο Μηνά).
ΜΗΝΑΣ: Έγινε. Θα τα πούμε αύριο. (Φεύγει).
ΟΙ ΑΛΛΟΙ: Στο καλό.
ΤΟΜ: Λοιπόν,  λεβεντόπαιδο, έχουμε να πούμε πολλά. (Βγάζει  απ’ το ντουλάπι κι άλλο μπουκάλι ουίσκι.  Το πρώτο μπουκάλι είναι άδειο. Γιομίζει τα ποτήρια). Στην υγειά σου.
ΠΕΤΡΟΣ: Στην υγειά σου. (Πίνουν). Τομ, θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι.
ΤΟΜ: Ό,τι θέλει το παιδί.
ΠΕΤΡΟΣ: (Μεθυσμένα). Χε, χε, χε... Ποιος άνθρωπος, νομίζεις, πως είναι πιο  ευτυχισμένος. Εκείνος που έχει ένα μαγαζί και κερδίζει τόσα, που του φτάνουν να ζήσει άνετα, ή ο άλλος που έχει πέντε μαγαζιά και πασκίζει να τα κάνει δέκα;
ΤΟΜ: (Σκέφτεται αρκετή ώρα). Χε, χε, χε... Ζόρικα τα πράγματα. (Σιγή). Να σου πω. Εδώ η λογική πάει περίπατο. Χε, χε, χε...
ΠΕΤΡΟΣ: Είτε έτσι είτε αλλιώς, εγώ θέλω μια απάντηση.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Θα την έχεις. Προσπαθώ να βάλω κάτω τα δικά μου, μαζί κι αυτά που ξέρω απ’ τους άλλους. Απ’ τη στιγμή, λοιπόν, που έκανα τόσα, που μου έφταναν και μου περίσσευαν, τι τα ήθελα τα περισσότερα... 
ΠΕΤΡΟΣ: Ναι, ναι, τα περισσότερα.
ΤΟΜ: Μια είναι η απάντηση. Απ’ εκεί και πέρα ήθελα δύναμη και ξανά δύναμη. Ή αν το θέλεις  διαφορετικά, και δόξα, μα όχι χρήμα.
ΠΕΤΡΟΣ: Δύναμη! Και το χρήμα;
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Ναι, ρε παιδί, δύναμη! Το χρήμα, όμως, θα μου τη δώσει, τη βλογημένη!
ΠΕΤΡΟΣ: Α, έτσι...
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Δε νομίζω να διαφέρω και τόσο πολύ από τους άλλους. Δύναμη, λοιπόν, σου φέρνει το χρήμα.
ΠΕΤΡΟΣ: Α, έτσι...
ΤΟΜ: Αμέ! Να λύνεις και να δένεις!  Σπουδαίο πράγμα η ηδονή της δύναμης! Θα σου φέρω κάνα δυο παραδείγματα.
ΠΕΤΡΟΣ: Είμαι όλος αυτιά.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Πηγαίνω, που λες, σε καμιά παροικιακή εκδήλωση και γίνεται χαλασμός!  Με το που μπαίνω στην αίθουσα όλοι εμένα κοιτάζουν! Όλοι εμένα πλευρίζουν.
ΠΕΤΡΟΣ: Όχι δα...
ΤΟΜ: Ναι, σου λεω! Μου ανοίγουν δρόμο και σκίζονται να με χαιρετίσουν κι εξυπηρετήσουν. Χε, χε, χε... Ένας είναι ο Τομ!
ΠΕΤΡΟΣ: Σοβαρολογείς!
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Όχι καλαμπουρίζω... Αυτή κι αν είναι ηδονή... Καλά εσύ δεν τα βλέπεις;
ΠΕΤΡΟΣ: Ναι, τώρα βρήκες άνθρωπο... Εγώ δεν ξέρω από τέτοια. Μα ακόμα κι αν πήγαινα σε τέτοιες εκδηλώσεις, όχι μόνο δε θα σε χαιρετούσα, χε, χε, χε.., αλλά θα έφτυνα κι από πίσω σου.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Τώρα σ’ έπιασα!  Από πίσω μου θα μ’ έφτυνες...  Αυτό μην το ξεχνάς! Χε, χε, χε...
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε... Με παρεξήγησες. Όχι γιατί σε υπολογίζω, η φοβάμαι, αλλά για να μη γίνει κανένα επεισόδιο.
ΤΟΜ: Έλα όμως, καλόπαιδο, που οι άλλοι όχι μόνο με υπολογίζουν αλλά και με φοβούνται.
ΠΕΤΡΟΣ: Έτσι λοιπόν...
ΤΟΜ: Όχι παίζουμε! Που λες, και αντί να πάω εγώ κοντά στο Γενικό Πρόξενο μας, ή σε κάποιον υπουργό, αυτοί έρχονται σε μένα. Επομένως, δεν είναι το χρήμα αυτό που μου δίνει τη δύναμη;
ΠΕΤΡΟΣ: Και βέβαια είναι το χρήμα, αφού το βάζεις έτσι το πράγμα.  Δεν απάντησες, όμως, στην ερώτησή μου.
ΤΟΜ: Μη βιάζεσαι. Χε, χε, χε... Μετά, λοιπόν, την εκδήλωση έχουμε και τις φωτογραφίες στις παροικιακές εφημερίδες. Χε, χε, χε... Πάντοτε απ’ όνομά μου αρχίζουν, οι δημοσιογράφοι, βάζοντας τις λεζάντες, κι ας βρίσκομαι σ’ οποιαδήποτε θέση στη φωτογραφία.
ΠΕΤΡΟΣ: Σε καλοργαλάνε, δηλαδή.
ΤΟΜ: Όπως θέλεις πάρτο. Πάντως, αυτή η δύναμη με τρελαινει. Το χρήμα, όμως, μου την δίνει. Θα σου πω κάτι τώρα και για τον καψερό το Μηνά, κι ας τον να λέει τα δικά του.
ΠΕΤΡΟΣ: Το Μηνά!
ΤΟΜ: Ναι, μωρέ... Ούτε που το καταλαβαίνει κι ο ίδιος αυτό.
ΠΕΤΡΟΣ: Λέγε, λοιπόν.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Που λες, μερικές φορές, για να περάσω την ώρα μου, πηγαίνω μαζί του στον ιππόδρομο. Όταν, λοιπόν, δεν έχει πολλά λεφτά μαζί του, κρύβεται. Πηγαίνει και ποντάρει σε μπουκουμέικερς που δεν τον ξέρουν. Όταν, όμως, κερδίσει μερικά χιλιαρικάκια, κουνιστός και λυγιστός, πάει στο γνωστό του μπουκουμέικερ και ποντάρει πολλά, κι ο άλλος του κάνει ένα σωρό τεμενάδες. Χε, χε, χε... Ε.., λοιπόν, δεν ηδονίζεται κι αυτός με το χρήμα που έχει στα χέρια του; Δεν τον υπολογίζουν κι αυτόν μόνο και μόνο γιατί βάζει πολλούς παράδες  πάνω σ’ ένα άλογο;
ΠΕΤΡΟΣ: Βεβαίως!
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Τώρα έρχομαι στην ερώτησή σου. Αυτός που έχει ένα μαγαζάκι και δε θέλει περισσότερα είναι πιο ευτυχισμένος απ’ τον άλλον, που έχει πέντε. Δεν κυκλοφορεί, δηλαδή, στις φλέβες του το σκουλήκι, της ηδονής της δύναμης, ή της δόξας. (Σιγή). Πήρες την απάντηση που ήθελες;
ΠΕΤΡΟΣ: Και με το παραπάνω. 
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε. Ας κάνουμε τότε τη δουλίτσα μας. (Γιομίζει τα ποτήρια και πίνουν). Στην υγειά μας. (Ο Πέτρος φαίνεται αρκετά μεθυσμένος).
ΤΟΜ: Μπόμπα είναι αυτό το ουίσκι.. (Ξαναβάζει στα ποτήρια και ξαναπίνουν. Φαίνονται και οι δυο μεθυσμένοι). Λοιπόν, εσύ που τα καταφέρνεις με τ’ αγγλικά θα μου φτιάξεις μια λίστα για την ασφάλεια, αναφέροντας όλες τις ζημιές. Θα πληρωθείς και με το παραπάνω για τον κόπο σου.
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε... Τι λίστα, δηλαδή; Τα πράγματα είναι γνωστά, οι μικροζημιές στην κουζίνα.
ΤΟΜ: Γνωστά ξε γνωστά, η λίστα πρέπει να γίνει.
ΠΕΤΡΟΣ: Δε θα ήταν καλύτερα αν περίμενες,  μέχρι  να σου δώσει η ασφάλεια τα έντυπα;
ΤΟΜ: Θέλω να είμαι έτοιμος. Ποτέ δεν άφησα τη δουλειά να με κυνηγήσει. (Πονηρά). Χε, χε, χε... Τόσα χρόνια πληρώνω την ασφάλεια. Τώρα ήρθε η σειρά της! (Βάζει κι άλλο ουίσκι στα ποτήρια). Στην υγεία μας. (Πίνουν). Να κάνεις αυτό που σου λεω. Πάρε αυτό το τετράδιο.  Να τα γράψεις στη γλώσσα μας. (Του δίνει ένα τετράδιο). Έχεις δυο βδομάδες να τα καθαρογράψεις στ’ αγγλικά. (Βάζει κι άλλο ουίσκι και πίνουν. Φαίνονται μεθυσμένοι).
ΠΕΤΡΟΣ: Ακούω.
ΤΟΜ: Λοιπόν, κάηκε η κουζίνα, τα καζάνια, η ψησταριά, τα ψυγεία, τα ράφια, ο απορροφητήρας και τα ρέστα. Χε, χε, χε. (Ο Πέτρος σημειώνει στα βιαστικά).
ΠΕΤΡΟΣ: Που τα βρήκες όλα αυτά;
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Ε, παιδί, τώρα που βρήκαμε τον παπά, ας θάψουμε καμιά δεκαριά! Χε, χε, χε.
ΠΕΤΡΟΣ: Παρακάτω.
ΤΟΜ: Κάηκαν όλες οι αποθήκες.
ΠΕΤΡΟΣ: Δεν είμαστε καλά... Μα οι αποθήκες βρίσκονται στην άλλη μεριά του κτιρίου και δεν έπαθαν τίποτε!
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Θα καούν στα χαρτιά!
ΠΕΤΡΟΣ: Αυτά είναι πράγματα που φαίνονται!
ΤΟΜ: Σαχλαμάρες.
ΠΕΤΡΟΣ: Μα ξέρεις....
ΤΟΜ: Μα και ξε μα... Πρωτάρης είμαι; Χε, χε, χε... Το ποσόν μην το βάλεις θα το υπολογίσω και θα σου πω.
ΠΕΤΡΟΣ: Δεν το ξέρεις πως θα χρειαστούν και τιμολόγια απ’ τους προμηθευτές;
ΤΟΜ: Εγώ δεν ξέρω από τέτοια. Η υπογραφή μου έχει βάρος. Χε, χε, χε. Ένας είναι ο Τομ! Κρίμα στο μυαλό, που έχεις... Καλά, τα τιμολόγια δεν καίγονται;
ΠΕΤΡΟΣ: Συνέχισε.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Λοιπόν, έχουμε και λέμε... Βάλε και δέκα χιλιαρικάκια για τα τσιγάρα.
ΠΕΤΡΟΣ: Μα  ούτε τα τσιγάρα κάηκαν.
ΤΟΜ: Γιατί δεν μπορούμε να τα κάψουμε εμείς; Αυτά κι αν καίγονται εύκολα... Ξέρω τι κάνω. Χε.., χε, χε...
ΠΕΤΡΟΣ: (Στον εαυτό του). Να ξεραθείς!
ΤΟΜ: (Ξαναγεμίζει τα ποτήρια κι αδειάζει το μπουκάλι. Το αρπάζει και το πετάει στο πάτωμα. Πάει στο ντουλάπι και φέρνει άλλο. Πίνει απ’ το μπουκάλι κι αρχίζει το τραγούδι, πάνω στο γνωστό σκοπό. Ο Πέτρος πίνει χωρίς ν’ ανοίγει το στόμα του).

Χωριό μου, χωριουδάκι μου
και πατρικό σπιτάκι μου...

(Πίνει κι αναφωνεί). Να ζήσει η Ελλάδα! Λοιπόν, γράφε. (Ο Πέτρος γράφει). Κάηκε το σαλόνι και τ’ αποχωρητήρια. Κι όλο το μαγαζί θέλει επισκευές και βαψίματα. Αυτά είναι όλα κι όλα, Πετράκη. Σου φτάνουν; Χε, χε, χε...
ΠΕΤΡΟΣ: Για να εγκριθούν αυτά τα ποσά, η ασφάλεια θα στείλει δικό της άνθρωπο.., να δει τις ζημιές. Θα την πατήσεις!
ΤΟΜ: Ουφ! Ο αντιπρόσωπος της ασφάλειας είναι δικός μου.
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε... Εγώ μιλάω για τους εκτιμητές της ασφάλειας κι όχι για τον αντιπρόσωπο.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Εσύ βάλθηκες να με πλαντάξεις. Χε, χε, χε... Όλοι δικοί μου είναι, σου λεω!  Όλοι με προσκυνάνε! Οι πολιτικάντηδες, οι τραπεζικοί, οι λογιστές, οι αστυνομικοί, οι πυροσβέστες, οι άνθρωποι της ασφάλειας, οι δικηγόροι και τα ρέστα! Χε, χε, χε... Στους εκτιμητές θα σκοντάψουμε τώρα;
ΠΕΤΡΟΣ: Ναι.., αλλά...
ΤΟΜ: Τόσο καιρό κοντά μου... και δεν έχεις καταλάβει, πως ένας είναι ο Πάππας!
ΠΕΤΡΟΣ: (Θυμωμένα και μεθυσμένα). Πάρτο χαμπάρι, πως δεν υπάρχει πιο κουτός άνθρωπος απ’ εκείνον που νομίζει πως είναι εξυπνότερος απ’ τους άλλους. Μπήκες;
ΤΟΜ: Εγώ είμαι κορόιδο και κουτός;
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε... Με πατέντα!
ΤΟΜ: Όλοι μου κάνουν τεμενάδες!
ΠΕΤΡΟΣ:  Χε, χε, χε... Όχι δε σου κάνουν τεμενάδες. Απλώς προσπαθούν να τα φέρουν βόλτα μ’ έναν κουζουλό πελάτη τους. Μήπως εσύ ενδιαφέρεσαι αν οι πελάτες σου είναι καλοί ή κακοί; 
ΤΟΜ: Τι; Δε σε καταλαβαίνω!
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε... Καταλαβαίνεις.., καταλαβαίνεις... Λοιπόν, ακόμα κι αν σου κάνουν μερικοί τεμενάδες είναι γιατί τους λαδώνεις. Αν δεν είχες το χρήμα ούτε που θα σε καλημέριζαν.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Έλα, όμως, που το έχω το βλογημένο το χρήμα και μάλιστα με τη σέσουλα! Και να ήξερες πόσο ηδονίζομαι, όταν τους κάνω όλους μασκαράδες. Χε, χε, χε... Χε, χε, χε... Πόσο το καλαμπουρίζω! Μπορώ να τους βάλω να κάνουν ακόμα και τούμπες μπροστά μου! Χε, χε, χε...
ΠΕΤΡΟΣ: Χε, χε, χε... Ναι.., αλλά από μέσα τους τι λένε; Ουσιαστικά καθόλου δε σ’ εκτιμούν.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Μα εάν μ’ εκτιμούσαν πραγματικά δε θα ηδονιζόμουν. Γιατί τάχατες; Με πέρασες για βλάκα ή καλόγερο; Ευχαριστιέμαι που τους κάνω όλους γυμνοσάλιαγκες!
ΠΕΤΡΟΣ: Έτσι λοιπόν.
ΤΟΜ: Αμή! Χε, χε, χε... Αυτή είναι ηδονή!  Όταν, δηλαδή, κάνεις τους άλλους να σε φτύνουν για τις ανοστιές σου, αλλά οι φτυσιές να γυρίζουν στα μούτρα τους! Δηλαδή, να γλείφουν εκεί που φτύνουν! Ένας είναι ο Πάππας! Χε, χε, χε...
ΠΕΤΡΟΣ: Δηλαδή, βάζεις στο ίδιο τσουβάλι όλους τους ανθρώπους;  
ΤΟΜ:  Όλους! Στο μικρό μου το τσεπάκι τους βάζω, όλους!
ΠΕΤΡΟΣ: (Οργισμένα). Όχι εμένα! Ναι.., σε γλείφουν και σε προσκυνούν γιατί τους ρίχνεις κάτι ξερoκόκαλα! Εγώ, όμως, καθόλου δε σε υπολογίζω και το ξέρεις!
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Το ξέρω πως δε με υπολογίζεις. Ε.., και τι έγινε μ’ αυτό; Για τους λίγους, που είναι σαν κι εσένα και δε με υπολογίζουν θα γνοιάζομαι; Χε, χε, χε... Μου φτάνει η λαοθάλασσα των λακέδων, που με γυροφέρνουν! Όλοι αυτοί που γονατίζουν μπροστά μου! Με προσκυνάνε, σου λεω! Χε, χε, χε... Ένας είναι ο Αναστάσιος!
ΠΕΤΡΟΣ: (Θυμωμένα). Θα φύγω κι ούτε θέλω να σε ξαναδώ. (Κάνει να φύγει και τον σταματάει ο Τομ).
ΤΟΜ: Τώρα που σε βρήκα δε θα σ’ αφήσω να φύγεις. Με έχεις ξεβράκωσει, ρε μπαγάσα. Κανένας, μέχρι τα τώρα, δε μου τα είπε έτσι κατάμουτρα. Χε, χε, χε... Κι αυτό με ξετρελαίνει! Χε, χε, χε... Γιατί μου θυμίζει τ’ άλλα μαϊμουδάκια. Χε, χε, χε... Κατεβάζουν ακόμα και τα παντελόνια τους, για μια χούφτα δολάρια! Χε, χε, χε... (Σιγή. Πίνει απ’ το μπουκάλι και δίνει και στον Πέτρο).
ΠΕΤΡΟΣ: (Οργισμένα). Είσαι ένας εκμεταλλευτής! Και το οξυγόνο που αναπνέεις δε στο χαλαλίζω.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Πες κι άλλα! Γι’ αυτό μου αρέσεις, ρε μπαγάσα. Γιατί τα λες όξω απ’ τα δόντια.
ΠΕΤΡΟΣ: (Θυμωμένα). Ένα γιο είχες, κι αυτόν τον έχασες. Εσύ τον έδιωξες!
ΤΟΜ: Αν θες να ξέρεις και τον Σολάκο μου τον καμαρώνω. Χε, χε, χε... Κι αυτός σπέρμα μου είναι.
ΠΕΤΡΟΣ: (Θυμωμένα). Θα φύγω και τώρα κιόλας! (Κάνει να φύγει και πέφτει πάνω του ο Τομ. Σωριάζονται στο δάπεδο).
ΤΟΜ: (Τον αγκαλιάζει στο δάπεδο). Που θα πας καλόπαιδο; Τώρα που θα χάσω το Σολάκο ποιός θα μου τα ψέλνει; Πληρώνω όσα κι όσα!
ΠΕΤΡΟΣ: (Είναι και οι δυο στο δάπεδο. Σπρώχνει τον Τομ). Μακριά! Σ’  εμένα δεν περνάνε τα λεφτά  σου!
ΤΟΜ: Χε, χε, χε...Εσένα σε θέλω για φίλο.
 ΠΕΤΡΟΣ: Μην παίρνεις αυτή την λέξη στο στόμα σου!
ΤΟΜ: Θέλεις να κλάψω για να με πιστέψεις;
ΠΕΤΡΟΣ: Ακόμα και το κλάψιμό σου θα είναι ύποπτο. Κάποιο κέρδος θα κρύβεται από πίσω του.
ΤΟΜ: Κάτσε μαζί μου, που σου λέω.
ΠΕΤΡΟΣ: (Φωνάζει θυμωμένα).  Όχι! Μου λείπει, ο καθαρός αέρας!  (Οργισμένα). Όχι! Θα φύγω γιατί η αρρώστια που έχεις είναι κολλητική!
ΤΟΜ: Βρίσε με όσο θες.., αλλά μη μ’ αφήσεις! Έχω αποκάμει ακούγοντας τους κόλακες. Η ψυχή μου βογκάει, ψοφάει για λίγη ντομπροσύνη. Αυτή η ηδονή της δύναμης που σου έλεγα μ’ έχει γονατίσει. Βοήθησέ με, λεβεντόπαιδο, να γκρεμίσω τη δυναστεία μου!
ΠΕΤΡΟΣ: (Κοροϊδευτικά). Πάρτο χαμπάρι, πως δεν υπάρχει δυναστεία! Σαπουνόφουσκα είσαι! Χε, χε, χε... (Γελάει ασταμάτητα).

Τέλος Τέταρτης Εικόνας


Εικόνα Πέμπτη


Μετά από καιρό στο μαγαζί κουβεντιάζουν ο γιατρός και η Τασία.

ΤΑΣΙΑ: Κρατεί σου, καλέ, λίγο...
ΓΙΑΤΡΟΣ: Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα... Ξέρεις πόσα έχασες, αυτόν το μήνα;
ΤΑΣΙΑ: Σίγα τώρα...
ΓΙΑΤΡΟΣ: Πάνω από πέντε χιλιάδες!
ΤΑΣΙΑ: Χε, χε, χε... Τα δικά μου θυμάσαι. Για τις δικές σου τις δέκα χιλιάδες, δε λες τίποτε.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Κάτι πρέπει να γίνει...
ΤΑΣΙΑ: Πρώτα θα πρέπει να βρούμε αυτά που χρωστάμε στην τράπεζα. Οι τράπεζες δε κάνουν αστεία.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Δε χάλασε δα κι ο κόσμος. Έχουμε πίστωση, αφού υπάρχουν ακίνητα εκατομμυρίων  δολαρίων.
ΤΑΣΙΑ: Ναι, αλλά τ’ ακίνητα είναι δικά του. Άλλο, λοιπόν, ο πατέρας κι άλλο εμείς. Εκείνος έχει όση πίστωση θέλει. Σάματις έμεινε ποτέ κόκκινος στην τράπεζα, ο καψερός...
ΓΙΑΤΡΟΣ: Μας βούλιαξαν και οι μετοχές...
ΤΑΣΙΑ: Ποιος σου είπε να τις πάρεις;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Το δέχομαι πως εγώ τις πήρα.
ΤΑΣΙΑ: Πάλι καλά που το παραδέχεσαι.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Και εσύ μου άλλαξες τα φώτα.
ΤΑΣΙΑ: Τι είναι αυτά που λες τώρα;
ΓΙΑΤΡΟΣ: (Θυμωμένα). Αυτά που ακούς! Δεν ερχόσουν κάθε τόσο και με τσίγκλαγες. (Μιμείται την Τασία). “Τόσο ήταν οι μετοχές... και τόσο πήγαν... Πόσα θα κερδίζαμε κι εμείς αν τις παίρναμε δυο σεντς;” (Θυμωμένα). Παράτα με σου λεω!
ΤΑΣΙΑ: Τώρα τι θα κάνουμε;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Ευτυχώς που αρρώστησε κι ο γέρος και θα μπορέσουμε να κλείσουμε μερικές τρύπες.
ΤΑΣΙΑ: Ευτυχώς, δε λες τίποτε! Αν δεν είχε την αρρώστια του, όσα και να του ζητούσα, δε θα μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Εκείνο το φίδι, φοβάμαι.
ΤΑΣΙΑ: Ποιον καλέ;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Αυτόν το παρανοϊκό, τον αδελφό σου.
ΤΑΣΙΑ: Ε, όχι και τον φοβάσαι...
ΓΙΑΤΡΟΣ: Άκου που σου λεω! Μην έρθει, στα καλά καθούμενα, και τα κάνει θάλασσα.
ΤΑΣΙΑ: Χε, χε, χε... Εδώ χωράει κι άλλο.., “ευτυχώς”... Ευτυχώς, λοιπόν, που τρέχει πίσω απ’ τα Συνδικάτα και δεν έχει χρόνο.., να καταπιαστεί μ’ εμάς. Λες να μην τον ξέρω;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Τι έγινε με το δικηγόρο;
ΤΑΣΙΑ: Όλα τακτοποιήθηκαν.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Η διαθήκη μ’ ενδιαφέρει.
ΤΑΣΙΑ: Δεν ενδιαφέρει μόνον εσένα. Όλα έγιναν όπως τα θέλαμε. Μόνο που δεν τον έχουμε ακόμα ξοφλήσει. Θα τον πληρώναμε, τάχατες, την περασμένη βδομάδα.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Ε, και τι έγινε;
ΤΑΣΙΑ: Εσύ το χαβά σου. Μην ξεχνάς πως όλα θα εξαρτηθούν  απ’ το δικηγόρο. Αυτός θα τα κάνει όλα με τη διαθήκη. Μου τηλεφώνησε το πρωί.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Δηλαδή;
ΤΑΣΙΑ: Τι δηλαδή;  Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις; Αφού δεν πήρε ακόμα αυτά που συμφωνήσαμε.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Μεγάλος απατεώνας, ο τύπος.
ΤΑΣΙΑ: Χε, χε, χε... Απατεώνας κι αυτός... Ας πούμε πως έχουν έτσι τα πράγματα.
ΓΙΑΤΡΟΣ: (Κάνει μια βόλτα). Πρέπει να πουλήσουμε κάποιο ακίνητο. Διαφορετικά θα βουλιάξουμε. Εκείνο που μας βολεύει είναι το χτήμα, μια που τ’ αφήνει ο Ιταλός και υπάρχει αγοραστής.
ΤΑΣΙΑ: Όλα τα νομίζεις εύκολα. Και πως θα γίνει η μεταβίβαση των τίτλων, χωρίς να το καταλάβει ο πατέρας;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Μην φέρνεις την καταστροφή. Έχεις το γενικό πληρεξούσιο. Ύστερα ο γέρος δεν ξανασηκώνεται.
ΤΑΣΙΑ: Ας ελπίσουμε πως θα μείνει κρεβατωμένος. Γιατί αν ξαναπάρει το κουμάντο στα χέρια του, θα μας αφορίσει!
ΤΟΜ: Πρέπει, επίσης να βρούμε τρόπο και να ξαλαφρώσουμε το μαγαζί, απ’ τα περιττά έξοδα.
ΤΑΣΙΑ: Δηλαδή, πώς;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Κάτι έχω σκεφτεί. Να, θα διώξουμε τα γερόντια, αρχίζοντας απ’ το Μηνά και την Κική.
ΤΑΣΙΑ: Μα έχουν τόσα χρόνια κοντά μας.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Δε γίνεται διαφορετικά. Ύστερα, τις δουλειές τους μπορούν να τις κάνουν και οι άλλοι. Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο στη μέση. Αυτούς δεν τους θέλω στο μαγαζί.
ΤΑΣΙΑ: Γιατί;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Ξέρουν πολλά και θα μας καρφώσουν.
ΤΑΣΙΑ: Και πώς θα γίνει αυτό;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Γιατί δύσκολο είναι; Για φώναξε την Κική. (Φεύγει η Τασία. Κάνει μια βόλτα και λέει μονολογώντας). Το Σόλωνα, φοβάμαι... Έτσι και μάθει κάτι θα μας κόψει τα πόδια. (Αγανακτησμένα). Που να πάρει ο διάολος! (Μπαίνει η Τασία με την Κική. Δισταχτικά). Ξέρεις, Κική, το μαγαζί δε βγαίνει...
ΚΙΚΗ: Δε σε καταλαβαίνω, γιατρέ μου.
ΓΙΑΤΡΟΣ: (Δισταχτικά). Να, είπαμε με την Τασία να ελαττώσουμε τα έξοδα. Όπως καταλαβαίνεις την καθαριότητα μπορούν να την κάνουν και οι άλλοι, μαζί με τη δουλειά τους. Καταλαβαίνεις Κική;
ΚΙΚΗ: Δηλαδή, θέλετε να με σταματήσετε;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Κάπως έτσι...
ΚΙΚΗ: Κι εγώ τι φταίω παιδιά μου;
ΤΑΣΙΑ: Δε φταις εσύ Κική...
ΓΙΑΤΡΟΣ: Το ξέρεις πως σ’ αγαπάμε, αλλά δε γίνεται διαφορετικά. Να.., το μαγαζί δε βγαίνει.
ΚΙΚΗ: Κι ο Τομ;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Δεν μπορούμε να τον ενοχλήσουμε στην κατάσταση που βρίσκεται. Η καρδιά του.., βλέπεις...
ΚΙΚΗ: Εσύ τι λες Τασία, παιδί μου;
ΤΑΣΙΑ: (Τα χάνει). Εγώ... Δηλαδή... Δεν ξέρω... Εγώ τι να πω; Έχουμε μεγάλα προβλήματα.
ΚΙΚΗ: Μακάρι να τα λύσετε, παιδάκια μου. Δεν έχω παράπονα... Τόσα χρόνια τρωω το ψωμί  σας.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Θα σε ξοφλήσουμε κιόλας.
ΚΙΚΗ: Ας είστε καλά... (Φεύγει σκουπίζοντας τα μάτια της).
ΓΙΑΤΡΟΣ: Δεν έχουμε χρήματα, ούτε να τους πληρώσουμε. Πρέπει να βρούμε από κάπου.
ΤΑΣΙΑ: Δανεικά δεν ξαναζητάω.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Εκείνα τα τελευταία της ασφάλειας;
ΤΑΣΙΑ: Αυτά τα έφαγε η πράσινη τσόχα. Με ξετσέπωσε η Παυλίδου, με τη ρέντα της.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Έχεις αποχαλινωθεί πια. Δε θα έπρεπε τουλάχιστο να το ξέρω;
ΤΑΣΙΑ: Α, έτσι... Μήπως εσύ μου είπες τίποτε για τις επιταγές που έδωσες στο καζίνο; Πάνω από δέκα χιλιάδες δολάρια έχασες, σ’ ένα μήνα. Μια σου και μια μου, άντρα μου...
ΓΙΑΤΡΟΣ: Ουφ! Κάτι θα γίνει. Δε θα πληρώσουμε τους προμηθευτές  για μερικές μέρες. Για φώναξε και το Μηνά. (Φεύγει η Τασία. Μονολογεί). Την κάναμε από κούπες, γαμώτο του... Το χτήμα θα μας ξελασπώσει. Πρέπει να μιλήσω στο μεσίτη. (Μπαίνει η Τασία με το Μηνά). Μηνά.., ξέρεις πόσο σ’ αγαπάμε όλοι μας.
ΜΗΝΑΣ: Κι εγώ σας αγαπώ.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Να το μαγαζί δεν πάει καθόλου καλά.
ΜΗΝΑΣ: Μα η δουλειά δεν έχει πέσει, γιατρέ. Αυτό φαίνεται κι απ’ τις προμήθειες.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Μηνά, για να μη λέμε πολλά αποφασίσαμε να σε σταματήσουμε.
ΜΗΝΑΣ: Χε, χε, χε... Εμένα! Τι λέει, καλέ Τασία;
ΤΑΣΙΑ: Να... Δηλαδή... Εγώ... Μηνά μου... Ξέρεις... Τι να σου πω; Εγώ δεν έχω ιδέα.
ΜΗΝΑΣ: Αφού το θέλετε εσείς, έτσι θα γίνει.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Αυτά που κάνει να παίρνεις θα σου τα δώσουμε σε μερικές βδομάδες.
ΜΗΝΑΣ: Σε ποιόν μιλάς γιατρέ; Κάνα μωρουδάκι είμαι; Οι εργαζόμενοι δεν  έχουν τις ίδιες τσέπες με τ’ αφεντικά.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Μα μόνο για ένα μικρό διάστημα.
ΜΗΝΑΣ: Ούτε μια ώρα!
ΤΑΣΙΑ: Σε παρακαλώ Μηνά.
ΜΗΝΑΣ: Εδώ, Τασία, δε χωράνε χάρες.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Δηλαδή, θα μας καταγγείλεις;
ΜΗΝΑΣ: Άκου λέει! Αμέσως κιόλας! Ο εργάτης δεν είναι κλοτσοσκούφι! Για να με σχολάσεις, θα πρέπει να μου δώσεις αυτά που κάνει να παίρνω!
ΓΙΑΤΡΟΣ: Μα τόσα χρόνια στο μαγαζί...
ΜΗΝΑΣ: Γιατί χάρη μου κάνατε; Και γιατί μιλάς σαν αφεντικό, γιατρέ, αφού δεν είσαι; Ποτέ δε δούλεψα και ούτε δουλεύω για σένα. Αφού, όμως, κουμαντάρεις το μαγαζί και μπορείς να με σχολάσεις πρέπει και να με ξοφλήσεις. Όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια! Τα παρατάω τώρα κιόλας! (Φεύγει).
ΓΙΑΤΡΟΣ: Καθόλου καλά δεν πάμε. Κι αν μας καρφώσουν στον πατέρα σου;
ΤΑΣΙΑ: Ποιοι;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Ο Μηνάς και η Κική.
ΤΑΣΙΑ: Δε θα τους αφήσω να τον δουν.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Ευτυχώς που τον έχουμε στο σπίτι και δεν μπορεί να τον δει ο καθένας.
ΤΑΣΙΑ: Κάτι ξέρω κι εγώ...
ΓΙΑΤΡΟΣ: Εγώ θα πάω στο χτήμα... Θα του πω να τα μαζεύει. Εσύ γρήγορα στο μεσίτη. Να μη χάσουμε τον αγοραστή. Και ξέχασε το παιχνίδι για μερικές μέρες, γιατί βουλιάζουμε και πάμε.
ΤΑΣΙΑ: Στον εαυτό σου να τα λες.



Τέλος πέμπτης εικόνας






















Εικόνα Έκτη




ΑΛΑΓΗ ΣΚΗΝΙΚΟΥ: Στον προθάλαμο μιας κρεβατοκάμαρας του σπιτιού της Τασίας. Κουβεντιάζουν  ο Σόλωνας, ο Μηνάς, ο Πέτρος και η Γιάννα. Ο Τομ φαίνεται στο βάθος. Είναι στο κρεβάτι, κάπως ανασηκωμένος και κοιμάται ακουμπισμένος στα μαξιλάρια. Όλα φαίνονται άνω κάτω. Πάνω στα έπιπλα και το δάπεδο είναι άδεια τενεκέδια και μπουκάλια μπίρας και η Γιάννα φαίνεται μισομεθυσμένη.


ΣΟΛΩΝΑΣ: (Στη Γιάννα, θυμωμένα). Τι κάνεις εδώ Γιάννα;
ΓΙΑΝΝΑ: (Μεθυσμένα). Χε, χε, χε. Βρε το Σολάκο μας... Εγώ; Χε, χε, χε... Φυλάω τον Τομ να μην τον κλέψουν. Χε, χε, χε.
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Θυμωμένα). Χάσου από τα μάτια μου!
ΓΙΑΝΝΑ: Χε, χε, χε... Γιατί δηλαδή; Όλα στη Γιάννα θα τα ρίξουμε τώρα; Τι σας έχω κάνει πια; (Φεύγει).
ΣΟΛΩΝΑΣ: Βλέπετε τα χάλια μας;
ΠΕΤΡΟΣ: Με τις φωνές δε θα κάνουμε τίποτε.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Λοιπόν, Μηνά, σ’ ακούω.
ΜΗΝΑΣ: Φαίνεται πως ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Τα θαλάσσωσαν και δεν ξέρουν από πού να κρατηθούν.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Τι εννοείς;
ΜΗΝΑΣ: Να, άρχισαν και τις απολύσεις.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Τι απολύσεις;
ΜΗΝΑΣ: Έδιωξαν εμένα και την Κική.
ΠΕΤΡΟΣ: Ώστε έτσι τα μούτρα...
ΜΗΝΑΣ: Μα τι στο καλό περιμένεις, Σόλωνα;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Χμ... Όλα τα έχω υπολογίσει. Περίμενα  να τους στριμώξω για τα καλά.
ΜΗΝΑΣ: Πώς τα πάει ο Πατέρας σου;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Ο γιατρός μου είπε πως δεν έχει τίποτ’ άλλο παρά μόνο αυτόν τον πόνο στη μέση του. Αυτός τον κρατάει στο κρεβάτι.
ΠΕΤΡΟΣ: Το πολύ κρεβάτωμα πειράζει και τα νεύρα. Το ξέρεις πως ο πατέρας σου δεν κάνει για τέτοια. Είναι άνθρωπος της δράσης.
ΜΗΝΑΣ: Αυτό είναι σωστό. Και τι θα κάνεις, Σόλωνα;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Πολλά... πάρα πολλά. Βέβαια αυτό το κάθαρμα, το γιατρό, ποτέ δεν τον χώνεψα. Βλέπεις, όμως, είναι ο άντρας της αδελφής μου... Ε.., είναι και τα ανίψια μου στη μέση. Τι φταινε τα παιδιά; Πάντως, θα τους βάλω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι. (Θυμωμένα). Αρκετά έφαγαν.
ΠΕΤΡΟΣ: Μα πως την πάτησε και η Τασία;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Πάντοτε ήταν ψηλομύτα κι ανεύθυνη.
ΜΗΝΑΣ: Έτσι έχουν τα πράγματα. Ούτε το φλιτζάνι του καφέ της δε σήκωνε. (Σιγή). Μήπως έκαναν κι άλλες ζημιές;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Όχι. Έφαγαν μερικές χιλιάδες δολάρια. Ας πάει και το παλιάμπελο. Τους άφηνα τόσο καιρό, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσα να τους ξεσκεπάσω.
ΜΗΝΑΣ: Και η Κική;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Τηλεφώνησέ της.  Ας ξεκουραστεί μερικές μέρες. Πήγαινε τώρα, Μηνά, κι όπως είπαμε. (Φεύγει ο Μηνάς).
ΠΕΤΡΟΣ: Κοίταξε να συμμαζέψεις ό,τι μπορείς, χωρίς νεύρα.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Νομίζεις πως είναι εύκολο. Τόσα χρόνια κάνω το κορόιδο..
ΠΕΤΡΟΣ: Να κάνεις αυτό που σου λεω! Το αποτέλεσμα μετράει. (Πάνε και κάθονται σε δυο καρέκλες, δίπλα στο κρεβάτι του Τομ).
ΤΟΜ: (Ανοίγει τα μάτια). Εδώ είστε παιδιά μου;
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Του χαϊδεύει το κεφάλι). Ναι πατέρα. Πώς τα πας;
ΤΟΜ: Βουλιάζω και πάω. Αυτή η μέση μου μ’ έχει κουζουλάνει. Σ’ ευχαριστώ που ήρθες, Πέτρο.
ΠΕΤΡΟΣ: Τι είναι αυτά που λες τώρα; Θα ερχόμουν νωρίτερα. Δεν το ήξερα, όμως, πως αδιαθέτησες.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Σάματις το ήξερα εγώ; Γιατί δε με ειδοποίησες πατέρα;
ΤΟΜ: Δεν ήθελα να σε βάλω σε κόπο.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Σου είπε κανείς πως είναι κόπος;
ΤΟΜ: Δεν το είπα καλά. Έχεις και τις δουλειές σου. Οι συνάδελφοί σου λένε τα καλύτερα λόγια για σένα. Βλέπω και τις φωτογραφίες σου στις εφημερίδες. Να εδώ τις έχω όλες. (Του δείχνει ένα μάτσο εφημερίδες πού ’ναι στο κομοδίνο). Κι αν το θέλεις διαφορετικά χαίρομαι. Ναι.., παιδί μου, χαίρομαι, γιατί πιστεύω πως είσαι ευτυχισμένος.
ΠΕΤΡΟΣ: Συνέχεια τρέχει απ’ τη μια πολιτεία στην άλλη.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Η αλήθεια είναι πως έχω πολλές δουλειές. Αυτό, όμως, δε σημαίνει πως δεν έχω χρόνο και για τον πατέρα μου.
ΤΟΜ: Πάντως, παιδιά μου, ήρθατε πάνω στην ώρα. Έτοιμος ήμουν να σας τηλεφωνήσω.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Μα τι συμβαίνει;
ΤΟΜ: Κάτι δεν πάει καλά.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Με τι δηλαδή;
ΤΟΜ: Να με το μαγαζί και τις δουλειές μου.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Όχι, πρώτα θ’ αρχίσουμε απ’ την υγεία σου.
ΤΟΜ: Αυτή δε μ’ ενδιαφέρει.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Τι είναι αυτά που λες τώρα; Σ’ εμένα ενδιαφέρει μόνο αυτή, ή μάλλον πρώτα αυτή.
ΠΕΤΡΟΣ: Έχει δίκιο, Τομ.
ΤΟΜ: Τα ψωμιά μου τα έχω φαει.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Ουφ, τώρα...
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Τι να σας πω; Στα μυαλά, νομίζω, πως στέκομαι καλά. Η μέση μ’ έχει βάλει κάτω.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Τι σου λέει ο γιατρός;
ΤΟΜ: Σάματις ξέρω!
ΣΟΛΩΝΑΣ: Καλά θα πάω να τον βρω εγώ. Αν χρειαστεί θα σε  πάρω στην πόλη, για γενικές εξετάσεις.
ΤΟΜ: Δεν είμαι για πολιτείες.
ΠΕΤΡΟΣ: Πρώτα η υγεία, Τομ.
ΤΟΜ: Ας είναι κι έτσι.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Λοιπόν, πατέρα, ας έρθουμε τώρα στ’ άλλα. Πρώτα - πρώτα γιατί παράτησες το σπίτι;
ΤΟΜ: Να.., μου είπαν πως θα ήταν καλύτερα να μ’ έχουν κοντά τους.
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Πικρογελάε). Ναι.., κοντά στην αλκολικιά τη Γιάννα... Εσύ χρειάζεσαι μια νοσοκόμα. Σήμερα κιόλας θα πας στο σπίτι. Και θα έχεις δίπλα σου νοσοκόμα, μέρα και νύχτα.
ΤΟΜ: Αυτά κοστίζουν, Σολάκο μου.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Έχει γούστο να έχεις οικονομικά προβλήματα...
ΤΟΜ: Όχι, αλλά...
ΣΟΛΩΝΑΣ: Δεν έχει αλλά. Αν πάλι σου λείπει το χρήμα, θα τις πληρώσω εγώ τις νοσοκόμες. (Θυμωμένα). Μα δεν μπορώ να βλέπω το πατέρα μου σ’ αυτά τα χάλια!
ΤΟΜ: (Συγκινημένα). Θα γίνει αυτό που θέλεις, παιδί μου.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Και οι δουλειές σου που μου έλεγες;
ΤΟΜ: Παράξενα πράγματα συμβαίνουν. Τηλεφωνώ στο διευθυντή της τράπεζας... και μου τα μασάει.., το ίδιο κι ο δικηγόρος κι ο λογιστής. Μα δεν είναι μόνον αυτοί. Δε βλέπω καλά το γιατρό μα ούτε και την Τασία.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Τι ακριβώς συμβαίνει πατέρα;
ΤΟΜ: Για να λέμε την αλήθεια, δεν έχω εμπιστοσύνη στον τραπεζίτη μα ούτε και στο δικηγόρο. Για χρόνια νταλαβερίζομαι μαζί τους κι ας μην είναι τα ίδια πρόσωπα. Αυτά τα κουμάσια αρκεί να τρώνε... και δεν έχει σημασία από ποιον.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Αυτό είναι σωστό…  
ΤΟΜ: Κι εγώ τα έχω φαει τα ψωμιά μου.
ΠΕΤΡΟΣ: Σιγά τώρα…
ΤΟΜ: Κακά τα ψέματα. Είμαι μισοπεθαμένος. Τι Σόλωνας... τι Σολάκος. Λοιπόν, για να ησυχάσω, παιδιά μου, έτσι στα πεταχτά θα κοιτάξετε τους λογαριασμούς μου, μαζί με το λογιστή, σε όλες τις τράπεζες, θα κουβεντιάσετε με τους προμηθευτές μου, και θα ρίξετε μια ματιά στο μαγαζί.
ΠΕΤΡΟΣ: Με τ’ άλλα τα μαγαζιά τι γίνεται;
ΤΟΜ: Γι’ αυτά δε γνοιάζομαι. Τα επινοικίασα, εδώ και καιρό κι ησύχασα.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Και τα χτήματα;
ΤΟΜ: Κι αυτά τα έχω νοικιάσει. Πολλές σκοτούρες είχαν πέσει πάνω στο κεφάλι μου, που να με πάρει και να με σηκώσει... 
ΣΟΛΩΝΑΣ: Πάλι καλά που το κατάλαβες. Και τι θέλεις να κάνουμε, με το μαγαζί; Μην ξεχνάς πως έχω και τη δουλειά μου.
ΤΟΜ: Εσύ Πέτρο ξέρεις απ’ αυτά. Κι αν θες να ρωτήσεις κάτι είναι ο Μηνάς. Αδελφός μου είναι σου λεω! Αυτός τα ξέρει όλα απ’ έξω κι ανακατωτά.
ΠΕΤΡΟΣ: Όλα θα γίνουν όπως τα θέλεις εσύ. Όλο τούτο τον καιρό ποιος το κουμαντάρει το μαγαζί;
ΤΟΜ: Έχω κάνει ένα πληρεξούσιο στην Τασία.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Α.., έτσι...
ΤΟΜ: Βέβαια, δε γινόταν διαφορετικά.  Λοιπόν, όπως ξέρεις το μαγαζί είναι στρωμένο. Ο καθένας ξέρει τη δουλειά του.
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Τονισμένα). Δε λες τίποτα... Την παραξέρουν τη δουλειά τους...
ΠΕΤΡΟΣ: Λοιπόν, από πού, νομίζεις, όμως, πως πρέπει ν’ αρχίσουμε; Έτσι, για να ησυχάσεις.
ΤΟΜ: (Του δείχνει το κομοδίνο, που έχει συρτάρια). Να στο κάτω συρτάρι έχω όλους τους λογαριασμούς μου. Να ρίξουμε μια ματιά.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Αυτό είναι εύκολο. (Ανοίγει το συρτάρι). Το συρτάρι είναι άδειο πατέρα!
ΤΟΜ: (Ανήσυχα). Μα εκεί μέσα ήταν ένα χαρτόκουτο κι εκεί τα είχα βαλμένα όλα στη σειρά. (Μονολογεί. Θυμωμένα). Τι άλλο έχω να πάθω; Μου πήραν και τα χαρτιά μου! (Οργισμένα). Μωρή, Γιάννα! (Μπαίνει η Γιάννα).
ΓΙΑΝΝΑ: Τι... Τι θέλεις Τομ;
ΤΟΜ: Να φωνάξεις αμέσως την Τασία!
ΓΙΑΝΝΑ: Την Τασία;  Έγινε. (Τρικλίζοντας). Που είναι η Τασία; Α.., ναι... (Φεύγει).
ΤΟΜ: Βλέπεις τα χάλια μου, γιόκα μου. Αυτό είναι το προσωπικό μου αρχείο.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Μην κάνεις έτσι, τώρα. Εγώ είμαι εδώ! Δεν ξέρω τι έκαναν με σένα.., αλλά με μένα δεν θα τα πάνε καλά, τα πουλάκια μου... (Μπαίνει η Τασία).
ΤΑΣΙΑ: (Τα χάνει μόλις βλέπει τους άλλους. Ο Σόλωνας τις γυρίζει τις πλάτες). Γεια σου Πέτρο.
ΠΕΤΡΟΣ: Γεια σου κι εσένα.
ΤΟΜ: Τον αδελφό σου δεν τον χαιρετάς;
ΤΑΣΙΑ: Μα μου γύρισε τις πλάτες.
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Γυρίζει).  Μωρέ, πολλά ακόμα.., θα σου... αναποδογυρίσω!
ΤΟΜ: (Θυμωμένα). Γιατί μου πήρες τα χαρτιά μου, Τασία; Εδώ παδά τα είχα όλα! Τι έχεις να κάνεις εσύ με δαύτα;
ΤΑΣΙΑ: Τι θα τα κάνω τα χαρτιά σου; Μέσα τα έχω όλα.
ΤΟΜ: Αυτά δεν είναι για μέσα! Αυτά δεν έχουν να κάνουν τίποτε μ’ εσένα και το μαγαζί.
ΤΑΣΙΑ: Μα πρέπει να ταχτοποιήσω ένα σωρό λογαριασμούς. Πώς θα ενημερώσω το λογιστή;
ΤΟΜ: (Θυμωμένα). Εκεί μέσα έχω τα προσωπικά μου!
ΤΑΣΙΑ: Θα σου τα φέρω για να ησυχάσεις.
ΤΟΜ: (Θυμωμένα). Να ξεκουμπιστείς! Τώρα τα θέλω!
ΤΑΣΙΑ: Ησύχασε, καλέ πατέρα. Τα προσωπικά σου, δε μ’ ενδιαφέρουν. (Κάνει να φύγει).
ΤΟΜ: (Επιταχτικά). Σολάκο, πήγαινε μαζί της! Θέλω όλο το χαρτοκιβώτιο εδώ! (Ο Σόλωνας ακολουθεί τη Τασία). Συμφορά μου! Δε σου είπα, Πέτρο πως κάτι δεν πάει καλά;
ΠΕΤΡΟΣ: Όλα θα ταχτοποιηθούν.
ΤΟΜ: Κακά τα ψέματα. Βουλιάζω και πάω!
ΠΕΤΡΟΣ: Τι είναι αυτά πού λες;
ΤΟΜ: Ξέρω τι λεω! Άκου να βάλουν χέρι και στο αρχείο μου! (Ακούγονται φωνές. Μπαίνουν η Τασία κι ο Σόλωνας. Κρατούν μαζί ένα κουτί και το τραβούν ο ένας προς το μέρος του άλλου).
ΤΑΣΙΑ: Σιγά καλέ! Έχω μέσα και τα προσωπικά μου!
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Τραβάει με δύναμη και της παίρνει το κιβώτιο). Μη στεναχωριέσαι... κοκόνα μου, και την αλληλογραφία σου δε θα την αγγίξουμε! (Οργισμένα). Α.., να χαθείς!
ΤΑΣΙΑ: Γιατί κύριε;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Τι γυρεύει ο πατέρας εδώ μέσα; Δωμάτιο είναι αυτό, ή αχούρι;
ΤΑΣΙΑ: (Θυμωμένα). Όλο εξυπνάδες είσαι! Έτσι τον έχουμε κοντά μας και τον προσέχουμε.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Ναι.., με την αλκοολικιά! Δε θα μπορούσες, δηλαδή, με τα δικά του χρήματα, να τον έχεις στα πούπουλα;
ΤΑΣΙΑ: Μα κι εγώ εδώ είμαι.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Και γιατί όταν αρρώστησε δε με ειδοποίησες; Μόνον ο δικός σου πατέρας είναι;
ΠΕΤΡΟΣ: Κάλμα, Σόλωνα, με τις φωνές δε θα φτάσουμε πουθενά.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Λες πως μπορώ να κρατηθώ;
ΤΟΜ: Να χαρείς γιόκα μου...
ΣΟΛΩΝΑΣ: Νεύρα είναι αυτά. 
ΤΟΜ: Ναι, βρε παιδάκι μου, αλλά  έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας. (Στην Τασία, θυμωμένα). Εσύ Τασία, να κάτσεις κάτω... και μην ανοίξεις το στόμα σου. Γιάννα, πήγαινε στο μαγαζί. (Η Γιάννα φεύγει και η Τασία κάθεται. Ο Σόλωνας ακουμπάει το κουτί πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στον Τομ).
ΣΟΛΩΝΑΣ: Λοιπόν, σ’ ακούω πατέρα. Αυτό δεν είναι το αρχείο σου;
ΤΟΜ: Ναι γιόκα μου.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Και τι είναι αυτό που σ’ ενδιαφέρει;
ΤΟΜ: Πάρα πολλά μ’ ενδιαφέρουν, Σολάκο μου. Λεω, όμως, ν’ αρχίσουμε απ’ τη διαθήκη μου.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Τι τα θέλεις τώρα όλα αυτά;
ΤΟΜ: Ξέρω τι κάνω! Λοιπόν, είναι ένας κίτρινος και στενόμακρος εμπορικός φάκελος. (Παίρνει ένα φάκελο απ’ το κιβώτιο και τον δίνει στο Σόλωνα). Να ετούτος είναι.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Δε μ’ ενδιαφέρουν οι διαθήκες, πατέρα.
ΤΟΜ: Ενδιαφέρουν, όμως, εμένα. Δεν έχω εμπιστοσύνη, σ’ αυτήν τη σουπιά, το δικηγόρο μου.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Μα γιατί;
ΤΟΜ: Ξέρω τι λεω. Χε, χε, χε... Τώρα θα μου πεις γιατί τον έχω τόσα χρόνια στη δούλεψή μου;  Ε.., σαν μεγάλος απατεώνας που είναι.., μπορεί και σκεπάζει και τις δικές μου απάτες...
ΣΩΛΟΝΑΣ: Και τι θες να κάνω;
ΤΟΜ: Ηρέμησε. Επειδή είναι γραμμένη στ’ αγγλικά, θα διαβάσεις τα κομμάτια εκείνα που μ’ ενδιαφέρουν.
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Ανοίγει το φάκελο, παίρνει τη διαθήκη και ρίχνει μια ματιά. Η Τασία τον κοιτάζει με χτυπητή αγωνία). Λοιπόν, πατέρα σ’ ακούω.
ΤΟΜ: Ποιοι είναι οι γενικοί κληρονόμοι μου;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Ουφ! Η Τασία κι εγώ. (Η Τασία φαίνεται ανακουφισμένη).
ΤΟΜ: Έτσι μπράβο. Για πήγαινε και στο σπίτι αυτό που μένει η Κική.
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Γυρίζει σελίδα και ψάχνει). Α.., ναι... Το σπίτι θα μείνει στην Κική, που μέχρι το θάνατό της θα παίρνει ένα μισθό. Μετά το θάνατό της θα τα παίρνει ο γιος της, ο Κωστάκης.
ΤΟΜ: Αυτό μου το ζήτησε η μακαρίτισσα η μάνα σου... Βλέπεις, Σολάκο μου, πως εγώ ο τσιγκούναρος δεν της χάλασα το χατίρι. Πώς θα δώσω λόγο στο θεό;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Τι άλλο θέλεις;
ΤΟΜ: Ψάξε να βρεις τι λέει για το Μήνα.
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Κοιτάζει το κείμενο). Εδώ είναι. Κι αυτός μέχρι το θάνατό του θα παίρνει το βασικό μισθό ενός εργάτη.
ΤΟΜ: Αυτό το θέλω  εγώ. Είκοσι οχτώ χρόνια μου δουλεύει τόσο πιστά. Είναι σπουδαίος άνθρωπος, αλλά  ο τζόγος θα τον ρίξει στη ζητιανιά.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Τι άλλο θέλεις να μάθεις, πατέρα; Ουφ! Μ’ έχει στεναχωρήσει  αυτή η υπόθεση. (Η Τασία πηγαίνει κοντά στον πατέρα της και κάνοντας πως του ταχτοποιεί το μαξιλάρι του, παίρνει ένα φάκελο απ’ το κιβώτιο).
ΤΑΣΙΑ: Είσαι ευχαριστημένος τώρα, πατέρα;
ΤΟΜ: Ναι παιδί μου. (Κάνει να φύγει η Τασία κρύβοντας το φάκελο μέσα σε μια πετσέτα).
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Της αρπάζει το φάκελο). Για να το δω αυτόν το φάκελο.
ΤΑΣΙΑ: (Πέφτει πάνω του. Οργισμένα). Αυτός είναι δικός μου! Να μου τον δώσεις πίσω! (Συμπλέκεται με το Σόλωνα,  και τον ρίχνει στο πάτωμα, χωρίς να μπορέσει να του πάρει το φάκελο. Μπαίνει στη μέση ο Πέτρος).
ΠΕΤΡΟΣ: (Θυμωμένα). Ησυχάστε μωρέ! Ντρόπη σας!
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Σηκώνεται). Ξέρει... τι κάνει...
ΤΟΜ: Χριστός και Παναγιά... Τι έγινε παιδί μου;
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Ανοίγει το φάκελο και ρίχνει μια ματιά). Δε μου λες, πατέρα έχεις κάνει κι άλλη διαθήκη; (Η Τασία κάθεται).
ΤΟΜ: Πριν από χρόνια. Γιατί με ρωτάς;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Α, έτσι... Μα για σιγά... Εδώ υπάρχει κι άλλη, διαθήκη, που έγινε πριν από ένα μήνα.
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Λες να μην ξέρω τι κάνω;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Ξέρεις τι κάνεις, αλλά και οι άλλοι ξέρουν...
ΤΟΜ:  Για να την δω, γιόκα μου. (Παίρνει το χαρτί και το κοιτάζει). Αυτή είναι η υπογραφή μου!
ΣΟΛΩΝΑΣ: Μα αφού εσύ την έχεις κάνει.
ΤΟΜ: Όχι, γιόκα μου, να σε χαρώ. 
ΣΟΛΩΝΑΣ: Πώς όχι;
ΤΟΜ: Μου έχουν κλέψει την υπογραφή!
ΣΟΛΩΝΑΣ: Αυτά δε γίνονται.
ΤΟΜ: Γίνονται... Γίνονται...
ΣΟΛΩΝΑΣ: Μα πώς;
ΤΟΜ: (Θυμωμένα). Είναι λαδιά της αδελφής σου και του δικηγόρου μου!
ΠΕΤΡΟΣ: Ησύχασε Τομ.
ΤΟΜ: Εδώ με καταληστεύουν κι εσύ μου λες να ησυχάσω. (Θυμωμένα). Με μαφιόζους έχω μπλέξει! Πριν να δώσω το πληρεξούσιο στην Τασία, κάθε τόσο υπόγραφα ένα σωρό χαρτιά. Μου κλέψανε την υπογραφή! (Σιγή. Σκουπίζει τα μάτια του. Μονολογεί). Εκεί έφτασες Τομ. Να σου κάνουν απάτες ακόμα και τα παιδιά σου. (Δίνει τα χαρτιά στο Σόλωνα). Θέλω να ξέρω ακριβώς το τι λέει! (Μονολογεί). Εγώ θα πρέπει να ντρέπομαι. (Η Τασία κατεβάζει το κεφάλι).
ΣΟΛΩΝΑΣ: Πατέρα να τ’ αφήσουμε για μια άλλη φορά.
ΠΕΤΡΟΣ: Έχει δίκιο. Τομ. Τι τα θέλεις τώρα όλα αυτά;
ΤΟΜ: Ενδιαφέρεστε για την υγεία μου; Βρε, κακό σκυλί ψόφο δεν έχει. Το ξαναλέω πως εκτός απ’ τη μέση, δεν έχω τίποτ’ άλλο. Νομίζεις πως μπορώ να ησυχάσω, βλέποντας όλα αυτά που γίνονται γύρω μου; Λοιπόν, είμαι όλος αυτιά.
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Ρίχνει μια ματιά στα χαρτιά). Μα αυτή είναι όλο κι όλο μια σελίδα.
ΤΟΜ: Το περιεχόμενό της μ’ ενδιαφέρει, γιόκα μου. 
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Διαβάζει τη διαθήκη. Δισταχτικά). Γενικοί κληρονόμοι είναι η Τασία κι ο γιατρός.
ΤΟΜ: Αυτό είναι όλο; (Μονολογεί). Μωρέ.., θηρίο είναι ο άνθρωπος. Ακόμα και τον αδελφό της...
ΣΟΛΩΝΑΣ: (Πειραγμένα). Είπαμε να τελειώσει αυτή η κουβέντα.
ΤΟΜ: Ποια δηλαδή;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Μα δεν το καταλαβαίνεις πως δεν μπορώ να μιλάω για το θάνατο του πατέρα μου;
ΤΟΜ: Χε, χε, χε... Μα είμαι ολοζώντανος μπροστά σου.(Μπαίνουν ο Μηνάς κι η Κική). Ελάτε.., χαζοπούλια... και σας είχα για δικούς μου...
ΚΙΚΗ - ΜΗΝΑΣ: Καλημέρα Τομ.
ΤΟΜ: Γιατί δεν ερχόσασταν τόσο καιρό;
ΚΙΚΗ: Μας είπαν πως δεν έπρεπε να σ’ ενοχλήσουμε.
ΤΟΜ: Α.., σας είπαν... Κι εσείς τους πιστέψατε...
ΜΗΝΑΣ: Τι μπορούσαμε να κάνουμε;
ΤΟΜ: Α, να χαθείς... Εγώ σ’ έχω για αδελφό μου.
ΠΕΤΡΟΣ: Αν θες να ξέρεις, Τομ, ο Μηνάς μας ειδοποίησε.
ΤΟΜ: Αυτό μ’ ενδιαφέρει.
ΚΙΚΗ: (Δισταχτικά). Ξέρεις.., μας έδιωξαν απ’ τη δουλειά...
ΤΟΜ: (Θυμωμένα). Ποιους μωρέ.., και ποιοι;
ΚΙΚΗ: Εμένα και το Μηνά.
ΤΟΜ: Και ποιοι το έκαναν αυτό;
ΚΙΚΗ: Ο γιατρός και η Τασία.
ΤΟΜ: Τι λέει ετούτη, η κουζουλή, ρε Μηνά;
ΜΗΝΑΣ: Έτσι έχουν τα πράγματα.
ΤΟΜ: (Πικρογελώντας). Ήρθαν τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα... Λοιπόν, στις δουλειές σας, γρήγορα! Εσείς είστε δικοί μου άνθρωποι. (Φεύγουν ο Μηνάς και η Κική. Σιγή. Στην Τασία). Φίδι κολοβό. Θα σε φτιάξω εγώ! (Η Τασία φεύγει προς τα μέσα, με κατεβασμένο το κεφάλι). Λοιπόν, παιδιά, τώρα χρειάζεται δράση. Να περισώσουμε ό,τι μπορούμε. Σάματις ξέρουμε κι όλες τις λαδιές τους;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Τι ακριβώς θέλεις;
ΤΟΜ: Πέτρο εσύ θα πας στο μαγαζί. Από τώρα κιόλας είσαι το κουμάντο.
ΠΕΤΡΟΣ: Σε παρακαλώ... Δε θα ήθελα ν’ ανακατευτώ. Εξάλλου έχω τη δουλειά μου, στο Σύδνεϋ, όπως ξέρεις.
ΤΟΜ: Όλα τα ξέρω, που να ξεραθώ... Σ’ επιστρατεύω, έστω για μερικούς μήνες.
ΠΕΤΡΟΣ: Αυτό δε γίνεται.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Καλά, ρε Πέτρο, μόνο για μερικούς μήνες.
ΤΟΜ: Ξελάσπωσέ με, σε παρακαλώ, και μετά σύρε στο καλό σου.
ΠΕΤΡΟΣ: Ας είναι. (Φεύγει).
ΤΟΜ: Σολάκο μου, εσύ θα πας αμέσως στο δικηγόρο. Όχι σ’ αυτό το μούτρο, στον άλλον, τον Σμιθ.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Τι θα του πω του ανθρώπου;
ΤΟΜ: Πολλά έχουμε να κάνουμε. Καλά, θα κάνουμε, όμως, να αρχίσουμε με το πληρεξούσιο. Αυτό θα γίνει στ’ όνομα του Πέτρου.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Αυτό είναι εύκολο.
ΤΟΜ: Μετά θα ταχτοποιήσουμε τη διαθήκη. (Θυμωμένα). Θα τους καθίσω στο σκαμνί τους απατεώνες!
ΣΟΛΩΝΑΣ: Μη βιάζεσαι... Ξεχνάς πως έχεις να κάνεις με την κόρη σου;
ΤΟΜ: (Θυμωμένα). Δε θα τους την χαρίσω!
ΣΟΛΩΝΑΣ: Ησύχασε.
ΤΟΜ: Ρωτάς αν μπορώ;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Μου έχεις εμπιστοσύνη;
ΤΟΜ: Μα τι έχεις πάθει; Είναι η δεύτερη φορά, που μου κάνεις αυτή την ερώτηση.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Αν μου έχεις εμπιστοσύνη, πατέρα, να μ’ αφήσεις να τα ταχτοποιήσω όλα όπως θέλω εγώ.
ΤΟΜ: Είσαι πονόψυχο, καψερό... Αυτοί σου ανοίγουν τον τάφο κι εσύ τους λυπάσαι.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Σε παρακαλώ να τ’ αφήσεις όλα πάνω μου. Δεν μπορώ να κυνηγήσω και την αδελφή μου. Ξεχνάς τα εγγόνια σου;
ΤΟΜ: Αφού το θέλεις, τ’ αφήνω όλα πάνω σου.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Έτσι να χαρείς. Θα τους βάλω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, χωρίς τυμπανοκρουσίες.
ΤΟΜ: Κι εγώ δεν πρέπει να ξέρω;
ΣΟΛΩΝΑΣ: Θα τα φτιάξω έτσι τα πράγματα, ώστε να μην μπορούν άλλο να κάνουν τίποτε. Καλύτερα να μην ξέρουν και οι ξένοι τα χάλια μας. Πρώτοι εμείς θα ντραπούμε.
ΤΟΜ: Ας είναι κι έτσι. Λοιπόν, μετά θα πας στην τράπεζα. Θα πεις σ’ αυτόν τον διπρόσωπο το διευθυντή να έρθει να με δει. Σήμερα κιόλας.
ΣΟΛΩΝΑΣ: Τι είναι αυτά που λες; Δεν πάνε οι διευθυντές στα σπίτια των πελατών της τράπεζας.
ΤΟΜ: Αυτός θα έρθει. Με φοβάται γιατί έχει λερωμένη τη φωλιά του. Μαζί τα τρώγαμε! Ένα σωρό δάνεια μου έχει δώσει, πάνω σε χτίρια που δεν άξιζαν.... Χε, χε, χε... 
ΣΟΛΩΝΑΣ: Ε, τότε σε καμιά ωρίτσα θα είμαι πίσω και θα σε πάω στο σπίτι.
ΤΟΜ: Στο καλό, παιδί μου. (Φεύγει ο Σόλωνας. Σηκώνει τ’ ακουστικό του τηλεφώνου, που είναι στο κομοδίνο και σχηματίζει ένα νούμερο). Τι έγινε Γιώργη; Ο Τομ ........... (Περιμένει αρκετή ώρα κάνοντας μόνο μορφασμούς). ............. Καλά είσαι ο λογιστής μου και δεν μπορείς να μου δώσεις έστω και μερικά νούμερα; ................. Τόσα πολλά! ............... Αφού πλήρωσαν μ’ επιταγές, δεν ξέρουμε πού πήγε το χρήμα; ................. Στο καζίνο λοιπόν. Αυτά ήταν τα ιατρικά σεμινάρια ............. Τίποτε κάτι δικά μου λεω ......... Τα υπόλοιπα θα τα πεις στο Σόλωνα ............... Γεια σου ...... (Κατεβάζει τ’ ακουστικό. Μονολογεί ξεψυχισμένα). Θεέ  μου  πολύ με βοήθησες και δεν το ξεχνάω. Σε είχα δίπλα μου ακόμα κι όταν παρανομούσα. Κι εγώ, όμως, έκανα ό,τι μπορούσα για να σ’ ευχαριστήσω. Πόσα έδωσα όταν θεμελιωνόταν ο Αη - Μελέτης; Πόσα έδωσα για να πάρω το κλειδί στα θυρανοίξια; (Σιγή). Οι άλλοι σου άναβαν τσαμπατσίδικο κεράκι κι εγώ μια λαμπάδα δυο μέτρα! Και τα τραπεζώματα που έκανα στους εκπρόσωπούς σου; Και τώρα τι σου ζητάω Θεέ μου; Μια τοσοδούτσικη διορία. Να ζήσω ακόμα μερικές μέρες και μετά πάρε με κοντά σου. Δεν έχω όρεξη για τίποτε... (Θυμωμένα). Τη διαθήκη να ταχτοποιήσω! (Δυσκολεύεται η αναπνοή του. Η Τασία φαίνεται στην πόρτα). Τασία.., λίγο νερό, πνίγομαι! (Η Τασία τον κοιτάζει ψυχρά). Σολάκο, Κική, Μηνά, Κωστάκη.., σχωρέστε με. (Γέρνει το κεφάλι στη μια μεριά και ξεψυχάει. Η Τασία δε σαλεύει απ’ τη θέση της).


Αυλαία

                                                                
 * Ο Γιώργος Μακρίδης είναι
Λογοτέχνης-Θεατρικός Συγγραφέας-μόνιμος κάοικος Αυστραλίας
και συνεργάτης της Efenpress.