17.7.16

Η εξέλιξη της γλώσσας μας απ’ τις αρχές του 19ου αιώνα


“Αυτό που έχει αξία δεν είναι πόσα
όπλα έχεις στα χέρια σου, αλλά
πόσα αστέρια έχεις στο μέτωπό σου”.

Χοσέ Μαρτί, Εθνικός ποιητής της Κούβας.


Γράφει ο συνεργάτης μας Γιώργος Μακρίδης*

Αν όχι τίποτ' άλλο χρειάζεται αρετή και παλικαριά να είναι κανείς μπροστάρης στους δημοκρατικούς και κοινωνικούς αγώνες ενός λαού.
Να ξέρει, δηλαδή, πως αγωνίζεται για κάτι που ίσως δε θα μπορέσει ποτέ να το δει. Σ' αυτούς τους αγώνες δε μετράει τ' αποτελέσμα – τα πράγματα δεν έρχονται πάντοτε βολικά – αλλά ο αγώνας, ο καθημερινός κι ασταμάτητος αγώνας, για την επίτευξη κάποιου σκοπού.
Η γνωστή, λοιπόν, ρήση του Ηράκλειτου 500 π.Χ, “τα πάντα ρει”, ασφαλώς έχει διαχρονικό χαραχτήρα, αφού όλα μεταβάλλονται, αλλάζουν κι εξελίσσονται από μέρα σε μέρα. Ή μάλλον η μεταβολλή γίνεται από στιγμή σε στιγμή, κατά τον Ηράκλειτο. Κι ασφαλώς η γλώσσα δε θα μπορούσε ν' αποτελέσει εξαίρεση.
Επειδή, πάλι, “ο λαός διδάσκει τη σημασία των λέξεων σ' ένα συγγραφέα”, (Διονύσιος Σολωμός), η γλώσσα ενός τόπου πρέπει να εξυπηρετεί τους πολλούς. Γι’ αυτό, ο λαός την πάει κατά κει που τον βολεύει. Καμιά, συντηρητική Ακαδημία, ή κανένας νόμος, για παράδειγμα, δε θα μπορέσουν ποτέ να εμποδίσουν τον ελληνικό λαό να εκφραστεί όπως αυτός το βρίσκει βολικό, ακόμα κι όταν κάνει γραμματικά “λάθη” (στην περίπτωση της γλώσσας και το λάθος γίνεται σωστό, όταν το χρησιμοποιούν οι περισσότεροι άνθρωποι σ' έναν τόπο). Ή ακόμα κι όταν δανείζεται λέξεις από άλλες γλώσσες. Για παράδειγμα, ο λαός μας βρήκε εύκολες πολλές ξένες λέξεις, που τις χρησιμοποίησε πρώτος αυτός και μετά οι λογοτέχνες και οι διανοούμενοι γενικά. Όπως είναι : το ταξί, το πούλμαν, η ντισκοτέκ, το πικάπ, το εξπρές κτλ.
Οι ρίζες της διγλωσσίας, λοιπόν, στον τόπο μας βρίσκονται, κυρίως, στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Υπήρχε ασφαλώς πρόβλημα και παλιότερα, αφού δεν υπήρχε δημόσια και υποχρεωτική παιδεία και σπούδαζαν μόνο τα πλουσιόπαιδα. Επειδή δεν υπήρχε η Ελλάδα με τη σημερινή της μορφή και οι Έλληνες ήταν σπαρμένοι μέσα σχεδόν σ’όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία – από  τις Παραδουνάβιες Περιοχές, δηλαδή, τη Ρουμανία, τη Μικρασία, τη Βόρια Αφρική, τη σημερινή Ελλάδα κλπ - κι επειδή δεν υπήρχαν συγκοινωνίες κι έτσι δεν έρχονταν σε επαφή οι έλληνες μεταξύ τους κι επειδή, τέλος, δεν υπήρχαν σκολειά, η προφορική γλώσσα εξελίχθηκε, ενώ έμεινε στάσιμη η γραπτή.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, λοιπόν, επειδή, όπως είπα, δεν υπήρχαν σχολειά, ή υπήρχαν ελάχιστα, και σ’ αυτά φοιτούσαν μόνον παιδιά εύπορων οικογενειών κι αυτά διδάσκονταν την αρχαία ελληνική γλώσσα - κυρίως απ’ τα ιερά βιβλία - η γραπτή γλώσσα δεν εξελίχθηκε. Γι’ αυτό και σε περιοχές όπου άργησαν να πάνε, οι Τούρκοι, παρατηρούμε και μια κάποια εξέλιξη της γραπτής γλώσσας.  Η Κρήτη, για παράδειγμα, κυριεύθηκε απ’ τους Τούρκους το 1669. Εκεί, λοιπόν, αναπτύχθηκε μια θαυμαστή λογοτεχνία, στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα, όταν το νησί βρισκόταν ακόμα κάτω απ’ τη βενετσιάνικη κυριαρχία.
Στην προεπαναστατική περίοδο, λοιπόν, τρεις λογοτέχνες είχαμε, που ακολούθησαν τη δημοτική παράδοση (αφήνω στην πάντα τους κρητικούς του 16ου αιώνα, και τους ανώνυμους δημιουργούς των δημοτικών μας τραγουδιών). Είναι ο Ρήγας Φεραίος, ή Βελεστινλής (1757 – 1798) – το όνομά του ήταν Αντώνης Κυριαζής - η ποίηση του οποίου είχε μεγάλη απήχηση στο λαό. (Τιμής ένεκα μιλάω για το Ρήγα Φεραίο, αφού αυτός έδρασε στο τέλος του 18ου αιώνα). Ήταν ο Ιωάννης Βηλαράς (1771 – 1822), που ήταν γιατρός του Αλή Πασά, στα Γιάννενα κι ο Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772 – 1847). 
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, (1821 - 1828), αρχηγός, θα μπορούσε να πει κανείς, του δημοτικισμού, αν και δεν υπήρχε ακόμα κίνημα, κι οπωσδήποτε αρχηγός της Επτανισιακής Σχολής είναι ο ζακυνθινός ποιητής και κατοπινά Εθνικός μας ποιητής, ο Διονύσιος Σολωμός (1798 - 1857), που σπούδασε στην Ιταλία. Τα πρώτα του ποιήματα τα έγραψε στα ιταλικά. Γι’ αυτό και οι ιταλοί τον θεωρούν δικό τους ποιητή.
Στην Ιταλία, ο Σολωμός,  επιρεάστηκέ από τον άλλο Ζακυνθινό επαναστάτη ποιητή το Ούγο Φώσκολο (1778 – 1827), που έγραψε μόνο στα ιταλικά. (Το Φώσκολο οι Ιταλοί τον έχουν για εθνικό τους ποιητή, αν και γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, από έλληνες γονείς. Η μάνα του ήταν ζακυνθινή, η Διαμαντίνα Σπαθή και ο πατέρας του κερκυραίος γιατρός, ενετικής καταγωγής, ο Ανδρέας Φώσκολος).
Επιστρέφοντας, ο Σολωμός, στη Ζάκυνθο, όταν πια ήταν 20 χρονών, ιδροκόπησε για να μάθει τη γλώσσα μας (ποτέ δεν την έμαθε καλά). Ο Γιώργος Σεφέρης (1900 – 1971), αναφέρεται στο θέμα, λέγοντας: “Οι τρεις μεγάλοι ποιητές μας που δεν ήξεραν καλά ελληνικά: ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος και ο Κωνσταντίνος Καβάφης”.
Στα 25του, ο Σολωμός, έγραψε τον “Ύμνο προς την Ελευθερία”. Αργότερα, το 1865, οι δυο πρώτες στροφές του έγιναν ο Εθνικός μας Ύμνος. Μάλιστα η μελοποίηση του έγινε το 1829 απ’ τον Νικόλαο Χαλικιόπουλο – Μάντζαρο (1795 – 1872).
Είναι ένα μεγαλόπνοο ποίημα 148 στροφών, κρίνοντάς το βέβαια μες στα μέτρα της εποχής του και λέγοντας πως η νεοελληνική ποίηση τότε βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα.
Βέβαια, όταν ο Σολωμός, έφυγε για την Ιταλία για σπουδές, ήταν μόλις δεκατριών χρονών. Επιστρέφοντας στη Ζάκυνθο κι επηρεασμένος απ’ το ιταλικό επαναστατικό κίνημα, έγραψε το “Διάλογό” του που είναι ένας ύμνος για τη γλώσσα του λαού. Και στην Ιταλία, εκείνα τα χρόνια, υπήρχε οξύ γλωσσικό πρόβλημα, που το έζησε από κοντά ο Σολωμός. Ο Κώστας Βάρναλης αναφέρεται σ’ αυτό το θέμα λέγοντας: “Ο Σολωμός, μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι του καιρού του, ήταν πρωτοπόρος. Συνταγμένος με τις δυνάμεις του μέλλοντος” (Κώστας Βάρναλης, “Σολωμικά”, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, χωρίς χρονολογία, σ. 34).
Ο Σολωμός, λοιπόν, το 1823, που έγραψε το “Διάλογο”, ήταν σίγουρος πως μια μέρα θα επικρατούσε η γλώσσα του λαού. Δεν θα μπορούσε βέβαια να ξέρει πότε θα γινόταν αυτό. Πάντως η ιστορία τον δικαίωσε, αν και εν μέρει η διγλωσσία εξακολουθεί να υπάρχει στην Ελλάδα. Στο “Διάλογο” λοιπόν ο Ποιητής λέει στο Σοφολογιότατο: “Για τούτο η φύση των πραγμάτων ηθέλησε να γεννιούνται τα λόγια απ’ το στόμα όχι δυο ή τριών ανθρώπων, αλλά απ’ του λαού το στόμα.” Σοφές κουβέντες μα την αλήθεια.
Ο Σολωμός, δηλαδή, μας λεει πως ένας διανοούμενος όταν με το γραπτό ή προφορικό λόγο δεν μπορεί να απευθύνεται στη μεγάλη πλειοψηφία των συνάνθρωπών του - δηλαδή να τον καταλαβαίνουν ακόμα κι εκείνοι που ξέρουν μόνο γραφεί κι ανάγνωση - κάνει σαλονολογία κι ανωφελολογία. Επίσης μας λεει πάλι πως ο λαός διδάσκει, ή πρέπει να διδάσκει τη σημασία των λέξεων στους συγγραφείς.
 Ή να το πω κι αλλιώς. Ο Σολωμός μας λεει, πως κάποτε εμείς οι έλληνες πρέπει να μπορέσουμε να καταλαβαινόμαστε μεταξύ μας: ο διανοούμενος να καταλαβαίνει τον τσοπάνο, αλλά και το αντίθετο. Διαφορετικά θα εξαφανιστούμε απ’ το πρόσωπο της γης σαν κράτος και σαν έθνος. Όχι δυο Νόμπελ, αλλά πενήντα να πάρουμε, δε θα κάνουμε τίποτε. Τα Βραβεία ήταν προσωπικές επιτυχίες δυο κορυφαίων ποιητών μας. Για να προκόψουμε, όμως, πρέπει ολάκερος ο λαός μας ν’ ανέβει, κατά το δυνατόν, πολιτιστικά. Τι να την κάνουμε ας πούμε την Επίδαυρο, τα μουσεία και τόσα άλλα, όταν οι περισσότεροι έλληνες στην επαρχία χέζουν πάνω στην κοπριά, όπως τα ζώα;
Με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους και τη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια (1776 – 1831), αρχίζει μια τραγική περίοδος για τα ελληνικά γράμματα και γενικά για τον τόπο μας. Στον πολιτικό χώρο επικρατούν οι Φαναριώτες και μετά οι Βαυαροί, σπρώχνοντας τον τόπο μας προς το σκοταδισμό της διγλωσσίας. 
 Κι ο Αδαμάντιος Κοραής (1748 – 1833), γιατρός και λόγιος, που ζούσε στη Γαλλία, ευνόησε την καθαρεύουσα. “Οι στοχασμοί του Κοραή είναι αυτοσχέδιοι, προδίδοντας, κατά την ερμηνεία των λέξεων απαράσκευη προχειρότητα”, μας λέει ο Μιχάλης Περάνθης  (Μιχάλης Παπαδόπουλος, 1917 – 1984), σε μελέτη του για το μεγάλο Έλληνα διανοούμενο. Στη συνέχεια ο Περάνθης παραθέτει τα λεγόμενα του ίδιου του Κοραή: “Κανείς όσον θέλει είσθαι σοφός, ούτ' έχειν ούτε δύναται πόθεν να λάβη το δίκαιον να λέγη προς το έθνος: ούτω θέλω να λαλείς, ούτω θέλω να γράφεις”.
Φαίνεται, δηλαδή, πως ο Κοραής, στην αρχή, ήταν οπαδός του δημοτικισμού. Παρουσιάζει, όμως, και πολλές αντιφάσεις, αφού αλλού μας λέει: “Εάν επαρατήρησας εις το προΐμιον τον τρόπον κατά τον οποίον λαλώ κατά των φιλελληνιστών και κατά των φιλοχυδαΐστών”.
Δηλαδή τους σοφολογιότατους του λέει φιλέλληνες και τους δημοτικιστές χυδαίους.
Εξάλλου ο Κ.Θ. Δημαράς (1904 – 1988), μας λεει για τον Κοραή: “Ο Κοραής θεωρήθηκε υπεύθυνος για τη δολοφονία του Καποδίστρια”. Επίσης κι ο Κωστής Παλαμάς (1859 – 1943), λέει για τον Ιωάννη Καποδίστρια: “Ο κυβερνήτης με το μάτι του το καθαρό, την παιδεία των σοφολογιότατων την ξάνοιγε σα μια μεγάλη ολιγαρχική πληγή στην καρδιά του λαού”.
Για την αλήθεια του πράγματος, οι Έλληνες του εξωτερικού ούτε την αρχαία γλώσσα ήξεραν, ούτε και τη δημοτική, τη γλώσσα του λαού, καταδέχονταν. Έτσι έχοντας σύμμαχους την άρχουσα τάξη της Ελλάδας και την εκκλησία, κι έχοντας όνειρα επανίδρυσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, νομίζοντας εντελώς λαθεμένα πως ήταν ελληνική, ενώ ήταν ένα πολυεθνικό κράτος, επέβαλαν στο λαό μας την καθαρεύουσα, που έκλινε προς την αρχαία γλώσσα.
(Αν δεχτούμε πως το Βυζάντιο, που ήταν ένα πολυεθνικό κράτος, έγινε στο τέλος ελληνικό, τότε πρέπει να δεχτούμε πως και η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν τουρκική. Αυτό δεν αληθεύει. Δηλαδή, και οι έλληνες ήταν τούρκοι;).
Η καθαρεύουσα ήταν μια νεκρή γλώσσα, που κυρίως γραφόταν, αφού κι αυτοί που έλεγαν πως την ήξεραν δεν μπορούσαν να την χρησιμοποιήσουν άνετα στον προφορικό λόγο. Χιλιομπερδεύονταν ανακατεύοντάς την με την αρχαία γλώσσα και με τη δημοτική. Απ' την άλλη είχαμε την ολοζώντανη και πολύ πλούσια σ' εκφραστικά μέσα γλώσσα του λαού, που κυρίως ήταν προφορική. Πάντως η δημοτική γλώσσα προσαρμοζόταν στη ζωή κι όλο κι εξελισσόταν. Εκτός απ' την καθημερινή κουβέντα, ο λαός τη χρησιμοποιούσε και στο χώρο της λογοτεχνίας με το κλέφτικο κι επαναστατικό τραγούδι, γραμμένο, κατά κανόνα, από ανώνυμους ποιητές.
Βέβαια, την καθαρεύουσα την στέριωσαν και πολλοί λογοτέχνες. Μερικοί το έκαναν από προγονολατρεία, ή μεγαλοϊδεατισμό, κι άλλοι για να επικρατούν και διαπρέπουν, υποτιμώντας το λαό. Οι λογοτέχνες αυτής της κατηγορίας αποτέλεσαν την Α΄ Αθηναϊκή Σχολή. Αυτή η ρομαντική κι αρχαΐζουσα τάση κυριάρχησε στα Ελληνικά Γράμματα περίπου πενήντα χρόνια, απ' το 1830 μέχρι το 1880. Πάντως, οι λογοτέχνες αυτοί έπαψαν να διαβάζονται σχεδόν απ' τις αρχές του 20ου αιώνα. Οι πιο σπουδαίοι είναι οι: Γεώργιος Ζαλόκωστας (1780 – 1856), Αλέξανδρος Ρίζος – Ραγκαβής (1809 – 1982), Κλέων Ραγκαβής (1842 – 1917), Αχιλλέας Παράσχος (1838 – 1895), Ηλίας Τανταλίδης (1818 – 1876) κ.ά. Δυο λογοτέχνες αυτής της σχολής ξεφεύγουν απ' την καθαρεύουσα εντελώς και γράφουν πια στη δημοτική, ο Αριστομένης Προβελέγγιος (1850 – 1939) και ο Ιωάννης Πολέμης (1862 – 1925).
Απ' το 1880 η Νεοελληνική Λογοτεχνία παίρνει νέα τροπή, με τη Β΄ Αθηναϊκή Σχολή. Οι πιο σπουδαίοι λογοτέχνες αυτής της σχολής είναι: ο Κωστής Παλαμάς (1859 – 1943), ο Γρηγόρης Ξενόπουλος (1867 – 1951), ο Κώστας Θεοτόκης (1872 – 1923) κι ο Αντρέας Λασκαράτος (1811 – 1901). Εκείνη την περίοδο, δυο μεγάλοι λογοτέχνες μας, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 – 1911) κι ο θεμελιωτής του νεοελληνικού διηγήματος, o Γεώργιος Βιζυηνός (1840 – 1896), γράφουν στην καθαρεύουσα, αλλά στους διάλογους χρησιμοποιούν τη δημοτική.
Ο Κωστής Παλαμάς, στα μέσα της δεκαετίας του ΄20 άλλαξε ρότα κι έγινε οπαδός της διγλωσσίας, κι ο Γιάννης Ψυχάρης (1854 – 1929), απ' το Παρίσι, τον ειρωνεύτηκε για τις νέες θέσεις του λέγοντας: “Αποκλείεται ο Παλαμάς να είναι μεγάλος ποιητής, αφού αγαπάει μόνο τη γυναίκα του”.
Ουσιαστικά το κίνημα του δημοτικισμού άρχισε, δίνοντας καθημερινές μάχες, μετά την εμφάνιση του Γιάννη Ψυχάρη, που ήταν γλωσσολόγος καθηγητής των Ανατολικών Γλωσσών στη Σορβόννη. Το 1988 ο Ψυχάρης, που θεωρείται ο αρχηγός του δημοτικιστικού κινήματος, έγραψε το μυθιστόρημα, “Το ταξίδι μου”, που είναι μάλλον επιστημονικού περιεχόμενου. Μ' αυτό το έργο που το έγραψε με πολύ χιούμορ και σάτιρα, ο Ψυχάρης, μας λέει μ' επιχειρήματα βασισμένα σ' επιστημονικές αρχές, παραθέτοντας και τις εμπειρίες του παρμένες απ' τα χωριά της Χίου όπου ταξίδεψε, πως η γλώσσα του λαού μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πιο καλύτερα απ’ την καθαρεύουσα σα γλώσσα της λογοτεχνίας.
“Το ταξίδι μου”, ήταν μια δυναμική και πολυσήμαντη αρχή. Αρχή πρώτα για τον ίδιο τον Ψυχάρη. Αισθάνεται πως ανακάλυψε την πατρίδα του και πως την ανακάλυψε σωστά”, μας λέει ο Μιχάλης Περάνθης. Επίσης κι ο ίδιος ο Ψυχάρης λέει στον πρόλογο του βιβλίου του: “Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο. Να πολεμά κανείς για την πατρίδα του, ή για την εθνική του γλώσσα, είναι ένας αγώνας. Απόγονοι του Περικλή, τούτα είναι τα γραικικά σας; Με την ψευτοκαθαρέβουσα που μιλείτε, καλά την κουρελιάσατε τη γλώσσα του Περικλή!”
Βέβαια, ο Ψυχάρης, δεν την ήξερε την Ελλάδα. Είχε γεννηθεί στην Οδησσό κι έζησε αρκετά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη Γαλλία. Στην Ελλάδα είχε έρθει μόνο δυο φορές σαν επισκέπτης. Έβλεπε, λοιπόν, το πράγμα μόνο απ' τη γλωσσολογική του πλευρά. Πως δηλαδή, η δημοτική γλώσσα ήταν η λογική εξέλιξη της αρχαίας. Το πρόβλημα, όμως, ήταν κυρίως κοινωνικό, αφού η μεγάλη πλειοψηφία των ελλήνων, και κυρίως η φτωχολογιά, δεν μπορούσαν να τα φέρουν βόλτα στις οποιεσδήποτε επαφές τους με τις διάφορες αρχές, διεκδικώντας τα δικαιώματά τους. Δεν ήξερε, δηλαδή, ο Ψυχάρης, τις στρατιές των αναλφάβητων, αλλά και τα μονοτάξια σκολειά της επαρχιακής Ελλάδας. Επίσης, δεν ήξερε πως εκείνα τα χρόνια στα μικρά χωριά δεν υπήρχαν δάσκαλοι και πως ζήτημα αν σε κάθε νομό υπήρχε ένα γυμνάσιο.
Ο Κωστής Παλαμάς, όμως, που ήταν για χρόνια το πρωτοπαλίκαρο του Ψυχάρη, τα ήξερε όλα αυτά. Παρόλα αυτά δεν ήταν σταθερός στις αρχές του. Ενώ, δηλαδή, έγραψε στη δημοτική, ίσως και στη “μαλιαρή”, το διήγημα, “Ο θάνατος του παλικαριού”, το δράμα “Η τρισεύγενη”, όλα τα ποιήματα του, άρθρα και δοκίμια, ξαναγύρισε στην καθαρεύουσα αρθρογραφώντας μάλιστα κατά του Γιάννη Ψυχάρη, του Αλέξανδρου Πάλλη (1851 – 1935), που μετάφρασε, στη δημοτική γλώσσα, μεταξύ των άλλων, και την “Ιλιάδα” του Όμηρου, και του Αργύρη Εφταλιώτη – Κλεάνθη Μιχαϊλίδη (1849 – 1923), που κι αυτός εκτός απ’ τα άλλα του γραψίματα, μετάφρασε και την “Οδύσσεια”, λέγοντας: “Διότι ούτος είναι κι από τον Εφταλιώτη ριζοσπαστικώτερος κι απ’ τον Ψυχάρη ψυχαρικώτερος. Ο κ. Πάλλης είναι ο πάντων ακραίος χυδαϊστής”.
Το κίνημα του δημοτικισμού βοηθήθηκε κι απ' τον Εκπαιδευτικό Όμιλο, που ιδρύθηκε το 1910. Ιδρυτικά μέλη ήταν οι παιδαγωγοί: Δημήτρης Γληνός (1882 – 1943) – ο Γληνός ήταν και ο πρώτος Πρόεδρος του ΕΑΜ με την κατοχή - Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1883 – 1959), και Αλέξανδρος Δελμούζος (1880 – 1956). Από τα πρώτα μέλη του Ομίλου ήταν και πολλοί λογοτέχνες: ο Νίκος Καζαντζάκης (1883 – 1957), ο Μάρκος Αυγέρης (1883 – 1973), η Γαλάτεια Καζαντζάκη (1886 - 1962 ), ο Κώστας Βάρναλης (1883 – 1974) κ.ά. Σκοπός του Εκπαιδευτικού Ομίλου ήταν η προώθηση της γλώσσας του λαού κι όλοι όσοι πήραν μέρος σ’ αυτήν την κίνηση διώχτηκαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Από κρατικής μεριάς έγιναν συνολικά πέντε εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις:
1. Η πρώτη επί κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου (1864 - 1936), όταν Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας ήταν ο Δημήτρης Γληνός, που κατάφερε να διδάσκετε η δημοτική στα τετρατάξια δημοτικά σκολειά, για έξι χρόνια, από το 1917 – 1920 και από το 1922 – 1925.
2. Ακόμα μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση έγινε το 1931, όταν Υπουργός Παιδείας, στην τελευταία κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου (1888 – 1968). Τότε η υποχρεωτική παιδεία από τέσσερα χρόνια έγινε έξι.
3. Η πιο σπουδαία μεταρρύθμιση έγινε πάλι με υπουργό παιδείας το Γεώργιο Παπανδρέου, που ήταν και πρωθυπουργός, το 1964. Γενικός Γραμματέας του υπουργείου ήταν ο Ευάγγελος Παπανούτσος (1900 – 1982). Τότε χωρίστηκαν τα σκολειά της Μέσης Εκπαίδευσης σε Γυμνάσιο και Λύκειο. Καθιερώθηκε η δωρεάν παιδεία σ' όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και τ' αρχαία κείμενα, στο γυμνάσιο διδάσκονταν μεταφρασμένα στη δημοτική. Η υποχρεωτική παιδεία πια είχε γίνει εννιά χρόνια. Επίσης καθιερώθηκε ο θεσμός του Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου, που ευνοούσε τους μαθητές της επαρχίας, που δεν ήταν υποχρεωμένοι να πάνε στις έδρες των πανεπιστημίων –  Αθήνα και Θεσσαλονίκη – για να εξεταστούν. Έδιναν εξετάσεις στην πρωτεύουσα του κάθε νομού. Όλα αυτά τα κατάργησε η τυραννία της μαύρης εφταετίας.
4. Η τέταρτη μεταρρύθμιση έγινε το 1976, από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Μ’ αυτήν καθιερώθηκε πια σαν επίσημη γλώσσα η δημοτική, όχι μόνο στα σκολειά αλλά και στη δημόσια διοίκηση. Στην ουσία, όμως, καθιερώθηκε μια διγλωσσία και με το νόμο, αφού στα σκολειά, στη διοίκηση κτλ είναι σωστοί οι τύποι της δημοτικής αλλά και της μυξοκαθαρεύουσας. Δηλαδή είναι σωστό το: Ο Ζεύς, του Διός, αλλά κι ο Δίας, του Δία, ή η Ελλάς, της Ελλάδος και η Ελλάδα της Ελλάδας. Κουλουβάχατα έγιναν όλα δηλαδή.
 5. Η τελευταία μικρομεταρρύθμιση, σχετικά με τους τόνους, έγινε απ' την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το 1982, όταν πια καθιερώθηκε και το μονοτονικό.
 Βέβαια, θα περάσουν ακόμα πολλά χρόνια για να καθιερωθεί ουσιαστικά η δημοτική. Υπάρχουν ακόμα εκπαιδευτικοί, δικαστικοί, πολιτικοί κτλ, που είτε από συνήθεια, είτε από προγονολατρεία, ή αντίδραση μιλώντας ή γράφοντας χρησιμοποιούν πολλές λέξεις της καθαρεύουσας.
(Αυτό, βέβαια, το δεχόμαστε, αφού το προβλέπει ο νόμος κι αφού έτσι γίνονται και τα μαθήματα στο Λύκειο. Επίσης, η χούντα, κατάργησε το Λύκειο, φέρνοντας πίσω το γυμνάσιο και τη μυξοκαθαρεύουσα και τα έξι χρόνια υποχρεωτικής παιδείας).
Μέχρι, όμως, να φύγουν αυτοί απ' τη μέση θα έχει φθαρεί τόσο πολύ η γλώσσα μας, που θα την ψάχνουμε με το μικροσκόπιο. Μακάρι να βγω λαθεμένος, αλλά η γλώσσα μας δε θ' αντέξει στις “επιθέσεις” που δέχεται απ' τις γλώσσες των μεγάλων κρατών της Ευρώπης. Και πώς θα γίνει αυτό, όταν ακόμα και υπουργοί μα και πανεπιστημιακοί λέγανε: “το νέο μάνατζμεντ της ολυμπιακής”, αντί να λένε, “η νέα διαχείριση”, ή “η νέα διεύθυνση”, ή επιτέλους “το νέο κουμάντο”. Ή αυτό που λέγεται στα ραδιόφωνα, “αυτός κοτσιάρει την τάδε ομάδα”, απ' την αγγλική λέξη, κόουτς = προπονώ, ή όταν λένε, “αυτός είναι λέκτορας στο πανεπιστήμιο”. Μ' αφού έχουμε: τον φροντιστή, τον επιμελητή, το βοηθό, τον υφηγητή, τον επίκουρο και τον αναπληρωτή καθηγητή, τι τα θέλουμε τα κορακίστικα; Το βέβαιο είναι πως οι περισσότεροι Έλληνες μπερδεύουν τον “λέκτορα” με τον αλέκτορα: τον κόκορα!
Τα πράγματα, λοιπόν, δείχνουν πως θα χρειαστούν κι άλλοι αγώνες, στο μέλλον, για να καθιερωθεί επιτέλους μια στρωτή δημοτική, που να μην “ενοχλεί” τους διανοούμενους, αλλά να την καταλαβαίνουν κι όλοι οι Έλληνες.




 Γιώργος Μακρίδης*
Λογοτέχνης-Θεατρικός Συγγραφέας-Αυστραλία