18.5.16

Με τα μάτια της ψυχής


Γράφει ο συνεργάτης μας  από την Αυστραλία Γιώργος Μακρίδης


Ο Θεός δεν είναι έξω από μας.
Τον έβγαλαν, όμως, μέσα απ’ τον άνθρωπο,
επειδή φοβήθηκαν την αποκοτιά της ψυχής του,
και τον έβαλαν πάνω από μας, για να
καθηλώσουν την ανθρώπινη περηφάνια.
Τον άνθρωπο που θέλει την ελευθερία του
και δεν συγκατανεύει στον ευνουχισμό της”.

Μαξίμ Γκορκι, “Η μάνα”



Με το που γνώρισα τη ζωή, είχα δίπλα μου τη γιαγιά μου, νομίζοντας πως αυτή ήταν η μάνα μου. Ασφαλώς την αγάπησα, άσχετα, αν έστω και σαν σπίθες έρχονταν στο νου μου σκέψεις που με πίκραναν, βάζοντάς την δίπλα στις νέες μανάδες των άλλων παιδιών της ηλικίας μου.
Την αλήθεια την έμαθα όταν ήμουν δέκα χρονών, από ένα συμμαθητή και γείτονά μου, που θυμώνοντας σ’ ένα διάλειμμα, πάνω στο παιχνίδι, μου είπε μεταξύ των άλλων, με μεγάλη δόση χαιρεκακίας, αυτά που άκουγε στο σπίτι του:
- Παριστάνεις τον έξυπνο, ενώ είσαι κουτορνίθι! Πώς θα μπορούσες να έχεις μάνα τη γιαγιά σου; Στα εξήντα πέντε της θα σ’ έκανε;
Μ’ έπιασε σκοτοδίνη, που οφειλόταν μάλλον στις μικροϋποψίες, που με γυρόφερναν από καιρό, και  μ’ ένα σάλτο βρέθηκα στο σπίτι και πατώντας τις φωνές, αναστάτωσα τη γιαγιά μου.
- Είσαι γριά! Είσαι γριά, αλλά και ψεύτρα! Οι γριές δεν κάνουν παιδιά, της είπα κραυγάζοντας και χτυπώντας τα χέρια μου στο τραπέζι.
Η γιαγιά μου τα έχασε,  βλέποντάς με σ’ αυτήν την έξαλλη κατάσταση. Κάθισε σε μια καρέκλα, αρχίζοντας ένα παραπονιάρικο κλάψιμο. Τραντάχτηκαν τα μηνίγγια μου. Για πρώτη φορά την έβλεπα να κλαίει. Τότε κάθισα κι εγώ στο πάτωμα κι ακουμπώντας το κεφάλι μου στην ποδιά της, έκλαιγα μαζί της. Σε λίγο, η γιαγιά μου, χαϊδεύοντάς μου το κεφάλι, μου είπε:
- Μην κλαις πουλάκι μου. Ο κόσμος είναι κακός. Εγώ είμαι αυτό που νομίζεις εσύ πως είμαι.
Αυτό ήταν. Απ’ εκεί και πέρα μου τα είπε όλα. Δείχνοντάς μου και φωτογραφίες. Ο πατέρας μου – ο γαμπρός της – ήταν είκοσι έξι χρονών και η μάνα μου είκοσι τεσσάρων και σκοτώθηκαν στο μεγάλο συλλαλητήριο, μετά το φευγιό των γερμανών, το Δεκέμβρη του 1944. Εγώ τότε ήμουν δυο χρονών.

****

Η γιαγιά μου ήταν κοντή, λίγο παχουλή, με σταφιδιασμένο και κάπως φουσκωτό πρόσωπο. Ήταν ήσυχη και λιγόλογη και ποτέ δεν κακολογούσε και δεν κουτσομπόλευε κανέναν. Αυτή είχε το νου της μόνο σε εμένα, βρίσκοντας, χίλιους δυο τρόπους να με παρηγορεί και να μ’ αποπαίρνει, με τον τρόπο της, όταν παραπονιόμουν για τη φτώχια μας.
- Μια χαρά είμαστε, πουλάκι μου. Δε χάνουμε τίποτε ρίχνοντας μια μάτια και στους άλλους που βρίσκονται πιο κάτω από μας. Δε βλέπεις τους άλλους, που μένουν σε τσαντίρια και παράγκες, για δεκαετίες, μου έλεγε κάθε τόσο.
Πολλά κόλπα έκανε, η καλή μου η γιαγιά, για να με ξεθαρρέψει. Από μωρό μ’ έπαιρνε μαζί της και κάναμε μακρινές βόλτες, σε φτωχογειτονιές. Συνέχεια, σε τέτοια μέρη με πήγαινε. Μέχρι και στη χαβούζα, στο Κερατσίνι, με είχε πάει. Εκεί που τα παιδάκια παίζανε στο χώρο όπου καίγανε όλα τα σκουπίδια της Αθήνας και του Πειραιά κι όταν βλέπαμε κανένα ξυπόλυτο και ρακένδυτο παιδί της ηλικίας μου, σταματούσαμε και οι γιαγιά μου σχεδόν με υποχρέωνε να το κοιτάζω, λέγοντας μου μόνο δυο λέξεις και προσέχοντας της αντιδράσεις μου:
- Το καημενούλικο...
Όταν μεγάλωσα κάπως, μου τα έκανε πιο λιανά.
- Για την ώρα να λυπάσαι βαθιά, για τα κακοπαθήματα του κάθε διπλανού σου. Μόνο έτσι θα γίνεις άνθρωπος. Κι όταν μεγαλώσεις ψάξε να βρεις τις άκρες.
- Ουφ τώρα! Ποιες είναι, καλέ, οι άκρες;
- Χμ, μη βιάζεσαι... θα τις βρεις μπροστά σου, όταν έρθει η ώρα.
Τα ίδια μου έκανε και με τον Οίκο τυφλών της Καλλιθέας. Κάθε Κυριακή έπρεπε να περάσουμε κι απ’ εκεί. Στεκόμασταν απ’ έξω και βλέπαμε τα τυφλά παιδάκια, που έπαιζαν ποδόσφαιρο κυνηγώντας μια μπάλα, που είχε πάνω της κουδουνάκια, σκοντάφτοντας, κάθε τόσο, το ένα πάνω στ’ άλλο.
- Τα καημενούλικα.... Τι θα μπορέσουν να κάνουν, όταν μεγαλώσουν;  
Η σοφή γιαγιά μου, μέχρι και στο νεκροταφείο της Καλλιθέας, που ήταν στην Άνω Νέα Σμύρνη, δίπλα στον Ασύρματο, με είχε πάει αρκετές φορές. Έλεγε, τάχατες, πως θα πήγαινε λουλούδια στον τάφο κάποιας φρεσκοπεθαμένης φίλης της, ενώ είχε άλλα στο νου της. Ήθελε, δηλαδή, να μου δείξει τους τάφους των μικρών παιδιών και μάλιστα δυο παιδιών που σχεδόν τα ήξερα. Ήταν γειτονάκια μας. Κι εδώ το βιολί της, η γιαγιά:
- Τα καημενούλικα... Χάθηκαν απ’ τη ζωή προτού να τη γνωρίσουν, μου έλεγε βαθιά συγκινημένη.
Μόνο όταν πέρασαν τα χρόνια κι έλιωνε η ψυχή μου, βλέποντας ανήμπορους ανθρώπους – ανάπηρους, συνταξιούχους χωρίς σύνταξη, απροστάτευτα γερόντια, ρακένδυτα παιδιά – κατάλαβα τα κολπάκια της γιαγιάς μου. Ναι, αυτή η αγράμματη γυναικούλα – η υπογραφή της ήταν ένας σταυρός – μου έμαθε να μην πονάω μόνο με το δικό μου πόνο. 
****
Το σπίτι μας, ένα προσφυγικό, του ενός δωματίου, θα έλεγα αφού τ’ άλλο το είχαμε για κουζίνα, ήταν της γιαγιάς. Το είχε πάρει μαζί με τον παππού μου, όταν ήρθαν κυνηγημένοι απ’ τον Πόντο. Ήταν το χειρότερο σπίτι της γειτονιάς. Βαψίματα κι επισκευές δεν είχε δει για χρόνια. Η γιαγιά δεν έπαιρνε σύνταξη. Ο παππούς μου, που  είχε πεθάνει πριν από χρόνια, έκανε τον πλανόδιο μανάβη και δεν ήταν ασφαλισμένος. Η ίδια πάλι, επειδή δούλευε, απ’ εδώ κι απ’ εκεί, καθαρίζοντας πλουσιόσπιτα κι επειδή το επάγγελμά της δεν ήταν κατοχυρωμένο, λες και δεν υπήρχαν καθαρίστριες, δεν ήταν ασφαλισμένη. Παρόλα αυτά τ’ απαραίτητα ποτέ δε μας έλειψαν. Μέχρι που μου έδινε, κάθε πρωί δυο δραχμές, για να πάρω ένα κουλούρι στο σκολειό. Όσο για το φαγί ούτε κουβέντα να γίνεται. Με το που πήγαινα στο σκολειό, η γιαγιά, το έριχνε στις μακρινές γυροβολιές. Μ’ ένα καρότσι, απ’ αυτά που έχουν για τα βρέφη, αλώνιζε τη Νέα κι Άνω Νέα Σμύρνη – τότε οι περιοχές αυτές ήταν όλο χωράφια – φτάνοντας μέχρι και στους πρόποδες του Υμηττού. Του πουλιού το γάλα έφερνε στο σπίτι: ζουμερά άγρια ραδίκια, μανιτάρια, αγριόμηλα, σαλιγκάρια, μέχρι και σκαντζόχοιρους. Μάλιστα, επειδή το κρέας τους είναι πεντανόστιμο κι επειδή δεν είχαμε ψυγείο, σ’ ένα περιφραγμένο χώρο, στην αυλή, είχαμε πάντοτε ένα σωρό ζωντανούς σκαντζόχοιρους, μα ακόμα και σαλιγκάρια. Τα ήξερε και τα μικρουλάκια δεν τα μαγείρευε. Τ’ άφηνε να μεγαλώσουν πρώτα. Μ’ αυτός ο χώρος, που ήταν σαν ένα δωμάτιο, ήταν σα ζωολογικός κήπος.   
Ναι, αλλά χρειάζονταν και λεφτά για το ηλεκτρικό, το νερό, τα ρούχα μας, το σκολειό μου, για να μην πω και για το λάδι, τη ζάχαρη, τα μακαρόνια, τον καφέ και τόσα άλλα, που δεν τα βρίσκει κανείς στον κάμπο, όσο κι αν ψάξει. Που τους έβρισκε, λοιπόν, τους παράδες η γιαγιά μου, έχοντας και κάτι μικροοικονομίες και μάλιστα σε γερό νόμισμα; Είχε αρκετές ντόπιες χρυσές λίρες, τα “κοκοράκια”. Όταν μια φορά αρρώστησε και μου έδειξε  την κρυψώνα της, μ’ έζωσαν τα ζουζούνια, χωρίς να μπορώ να σκεφτώ, πως όταν δούλευε όλο και κάτι έβαζε στην άκρη.
-  Κάτι δεν πάει καλά με τα οικονομικά μας, σκέφτηκα. 
Κι εδώ βρήκα την άκρη, εντελώς τυχαία. Ένα μεσημέρι επιστρέφοντας απ’ το σκολειό, η γιαγιά μου ήταν έτοιμη γι’ αναχώρηση. Μου είπε πως θα πήγαινε να δει μια μακρινή συγγένισσά μας, τη Σημέλα, που έμενε στην Αμφιθέα. Μου ετοίμασε το φαγί μου κι έφυγε. Εγώ, όμως, δεν είχα όρεξη και παίρνοντας τα βιβλία μου τράβηξα για το σπίτι ενός συμμαθητή μου. Στο δρόμο είδα και τη γιαγιά μου και παραξενεύτηκα γιατί δεν πήρε το σωστό δρόμο. Αντί, δηλαδή, φτάνοντας στη λεωφόρο Συγγρού, να στρίψει δεξιά, προς την Αμφιθέα, έστριψε αριστερά πηγαίνοντας για την Αθήνα. Μπήκα στον πειρασμό και την πήρα από πίσω. Αφού περπάτησε κάπου δυο - τρία χιλιόμετρα έφτασε στου Μακρυγιάννη, όπου έμεναν οι κάπως πλούσιοι. Χτύπησε μια πόρτα και μια νέα κοπέλα, μάλλον η υπηρέτρια του σπιτιού, της έδωσε κάτι. Μου κόπηκαν τα γόνατα.
- Ποπό η γιαγιά είναι ζητιάνα... Με τη διακονιά αυγαταίνουν και οι λίρες.., σκέφτηκα και μ’ έπιασαν τα κλάματα.
Έφερα, όμως, στο νου κι αυτά που μου έλεγε κάθε τόσο, που δεν ταίριαζαν με τα καμώματά της:
- Μακριά, γιαβρί μου, απ’ τη διακονιά και το κλέψιμο. Ο άνθρωπος πρέπει ν’ αγωνίζεται για να βρίσκει το δίκιο του κι όχι να πέφτει τόσο χαμηλά.  
Το ίνδαλμα κι ο Θεός μου, λοιπόν – έτσι την έβλεπα τη γιαγιά μου – είχε γκρεμιστεί μέσα μου. Βέβαια, απ’ τη σαστιμάρα μου δεν είχα προσέξει, πως η γιαγιά δε χτυπούσε όλες τις πόρτες – το δεύτερο σπίτι ήταν κάπου τρία οικοδομικά τετράγωνα απ’ το πρώτο – και πως σ’ όλα τα σπίτια την υποδέχονταν μ’ αγκαλιές και φιλιά. Όχι, η γιαγιά δε ζητιάνευε. Πήγαινε μόνο στα σπίτια που κάποτε καθάριζε. Σε μερικά απ’ αυτά είχε δουλέψει για κάπου είκοσι χρόνια.
Θυμάμαι, πως όταν πια μεγάλωσα κι αναφέρθηκα, καλαμπουρίζοντας, σ’ αυτό το επεισόδιο, η γιαγιά γελώντας χορταστικά, μου είπε:
- Εγώ, πουλάκι μου, να ζητιανέψω; Μου φαίνεται, πως δε με ξέρεις καλά. Απλώς, έπαιρνα το δίκιο μου, με το σπαθί μου. Κανέναν δεν παρακάλεσα ποτέ. Αυτοί – όλοι τους! – μ’ άφησαν χωρίς σύνταξη. Ας πλήρωνε ο καθένας το μερτικό του στο ΙΚΑ, για να είχα κι εγώ τη σύνταξή μου και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και οι δυο μας. Τι τραβούσα για να πάρω τα χαρτιά απορίας. Μόνο μ’ αυτά μπορούσαμε να πάμε σε κάνα γιατρό, όταν ήσουν μικρός. Εγώ έφταιγα αν το κράτος δεν είχε κατοχυρώσει το επάγγελμα της καθαρίστριας, βοηθώντας τους πλούσιους;

****

Επιστρέφοντας  στο σπίτι, μετά την παρακολούθηση, κι αφού ησύχασα κομμάτι, είχα εντελώς αλλάξει.
- Μπορεί να μην είμαι μεγάλος, αλλά έχω την υγειά μου, έχοντας ασφαλώς περισσότερη δύναμη απ’ τη γιαγιά μου, σκεφτόμουν.
Τότε μόλις τα είχα πατήσει τα έντεκα. Έπεσα, λοιπόν, με τα μούτρα στη δουλειά, χωρίς να δίνω βάση στις γκρίνιες της γιαγιάς, που βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Είχε πια σιγουρευτεί πως δεν την άκουγα. Αμέσως κιόλας έπιασα δουλειά, μοιράζοντας πάγο και γάλα στα σπίτια, για δυο ώρες, το πρωί πριν απ’ το σκολειό.
Ο παγοπώλης είχε ένα ψιλικατζήδικο, κάνοντας μάλλον γενικό εμπόριο. Συνέχεια έφερνε μικρά παιδιά απ’ το χωριό του, που του δούλευαν μόνο για φαί και ύπνο. Βέβαια, με το που πονήρευαν έφευγαν βρίσκοντας αλλού δουλειά. Τη διανομή την έκανα μ’ ένα χωριατόπαιδο, τον Βλάση, που  με περνούσε δυο χρόνια. Το κουμάντο, όμως, ήμουν εγώ.  Αυτός δε μπορούσε να τα φέρει βόλτα με τους πελάτες και τους λογαριασμούς. Με μια σούστα που την έσερνε ένα γαϊδουράκι, γυροφέρναμε τους δρόμους. Επίσης, τ’ απογεύματα, μετά το σκολειό, πήγαινα στο ίδιο μαγαζί κι έφτιαχνα χαρταετούς, πολύ πριν να έρθει η εποχή τους. Ένα σωρό αετούς είχε στην αποθήκη του ο μαγαζάτορας, που τους πουλούσε, όταν ερχόταν η ώρα τους, όχι μόνο στο μαγαζί του, αλλά και χοντρικώς. Βέβαια, ζήτημα αν έκανα δέκα δραχμές τη μέρα. Κάτι, όμως, ήταν κι αυτό για την εποχή εκείνη, αφού το εργατικό μεροκάματο μόλις που έφτανε τις εξήντα δραχμές. Τότε ήταν που ξέκοψα εντελώς απ’ τα παιδιά της ηλικίας μου. Δεν έβρισκα νοστιμιά στις κουβέντες και τα παιχνίδια τους.
Τα καμώματά μου είχαν αναστατώσει τη γιαγιά, που βλέποντας πως δεν μπορούσε να με κάνει ζάφτι, συνέχεια πήγαινε στου Σάκη. Το λέω σε πολλές μεριές – δε γίνεται διαφορετικά -  πως ο Σάκης ήταν ο καλύτερος φίλος των παιδικών μου χρόνων κι ας με περνούσε τριάντα χρόνια. Είχε ένα μικρό ραφείο και καθαριστήριο. Βέβαια, τα ρούχα τα έστελνε σ’ εργοστάσιο για καθάρισμα. Τα σιδερώματα, όμως, τα έκανε η γυναίκα του η Μαρία. Ο Σάκης, λοιπόν, με σταμάτησε απ’ τις άλλες δουλειές και με πήρε στο μαγαζί του. Τις ελεύθερές μου ώρες ήμουν πάντοτε εκεί. Η Μαρία μου έμαθε ένα σωρό δουλειές. Μ’ ένα μικρό σίδερο προετοίμαζα τα παντελόνια και τα φουστάνια - άνοιγα τις πιέτες – για το μεγάλο σίδερο του ατμού – την πρέσα – που το χειριζόταν η Μαρία. Επίσης έραβα κουμπιά, ξέχωρα τα θελήματα που τους έκανα, πηγαίνοντας ακόμα και στο εργοστάσιο, που ήταν πίσω απ’ τη Σιβιτανίδειο, κάνα βιαστικό για καθάρισμα ρούχο, με το ποδήλατο. Δε το έφτανα, το βλογημένο, και το πήγαινα συνέχεια ορθοπεταλιά. Ε, βογκούσα  πότε – πότε, όταν τα εργαλειάκια μου.... χτυπούσαν πάνω στο σωλήνα του. Έτσι το μεροκάματό μου έφτασε τις δέκα πέντε δραχμές, και μάλιστα χωρίς να βρίσκομαι συνέχεια στους δρόμους. Αυτούς τους δρόμους και τα πολλά σούρτα – φέρτα μου με τον κόσμο φοβόταν η γιαγιά μου. Γι’ αυτό, μετά την ανταρσία μου όλο και πιο ταχτικά πήγαινε στο μαγαζί του Σάκη. Μέχρι που τα κατάφεραν όλοι μαζί κάπως να με δαμάσουν.
Ο Σάκης, μου είχε φτιάξει και το πρώτο μου κοστούμι, όταν ήμουν γύρω στα δεκατέσσερα. Δε δούλευα πια στο μαγαζί του. Ήμουν, όμως, πολύ δεμένος μαζί τους. Αν δεν πήγαινα να τους δω κάθε μέρα δεν ησύχαζα. Κάποιος άγνωστος πελάτης του, λοιπόν, είχε εκεί το κοστούμι του για κάπου έξι μήνες. Μάλλον κάτι θα του είχε συμβεί. Μια μέρα, μου είπε ο Σάκης, δείχνοντάς μου το κουστούμι:
- Κανονικά τα ρούχα που μου φέρνουν για καθάρισμα πρέπει να τα κρατάω τρεις μήνες. Αυτά λεει και η απόδειξη που τους δίνω. Αυτό το ρημάδι κλείνει εξάμηνο. Θα περιμένω ακόμα ένα μήνα και θα σου φτιάξω μια κοστουμάρα που θα κάνει στράκες.
Ε, εγώ απ’ εκεί και πέρα, κάθε φορά που πήγαινα στο μαγαζί, κοίταζα μ’ αγωνία τη γωνιά, στην οποία ήταν κρεμασμένο το βλογημένο το κοστούμι.
- Πάμε πια για οχτώ μήνες, είπα μια μέρα στο Σάκη.
- Χε, χε, χε... Τώρα κιόλας θα του δώσω να καταλάβει.
Παρατώντας, τις άλλες δουλειές τους, αυτός και η Μαρία, σε μια μέρα μου έφτιαξαν το πρώτο μου κοστούμι, από κασμίρι Αγγλίας και με διπλό μάλιστα παντελόνι. Ήταν μπεζ, το βλογημένο, με καφετιές ρίγες κι όταν το φορούσα καμάρωνα σαν το γύφτικο σκεπάρνι.
Δε χρειάζεται να σου δώσει κανείς εκατομμύρια, αν δεν έχει, για να σου δείξει την αγάπη του, ή να σε ταΐζει με χρυσά κουτάλια, αν ο ίδιος τρωει με τενεκεδένια. Φτωχός άνθρωπος ήταν κι ο Σάκης. Θα μπορούσε να φτιάξει το κοστούμι για τον εαυτό του ή για τα φτωχά ανίψια του. Είχε πάνω από δέκα. Και το διπλό παντελόνι; Μήπως εγώ το ήξερα; Μάλιστα το ένα δεν το πείραξε. Το έδωσε στη γιαγιά μου και το έφερε στα μέτρα μου μετά από δυο χρόνια, όταν πια είχα ρίξει μπόι.

**** 

Μια μέρα, λίγο αστεία και λίγο σοβαρά, είπε η Μαρία:
- Τι θα έλεγες Σάκη,  αν στέλναμε με τον Πετράκη, τα καθαρισμένα ρούχα στα σπίτια των πελατών μας; Στα σίγουρα όλο και κάτι θα του δίνουν.
- Και γιατί δεν το έλεγες τόσο καιρό; Φουρτούνες θα κάνει. Εσύ τι λες Πέτρο;
- Άκου λεει! Ε, να περπατώ και λιγάκι..., είπα πονηρά ακούγοντας για τις φουρτούνες.
- Όποιος, όμως, δε σου δίνει πουρμπουάρ θα τον βάζουμε στη μαύρη λίστα. Χε, χε, χε... Θα του σταματάμε τη διανομή.
Έτσι κι έγινε. Στους καρμίρηδες, όμως, δεν πήγαινα παραπάνω από μια φορά. Ανάμεσα στους πελάτες ήταν κι ένας φαρμακοποιός. Είχε δικό του φαρμακείο και ήταν ίσως ο πιο καλοστεκούμενος της γειτονιάς. Του πήγα δυο φορές τα ρούχα του κι επειδή δε μου έδωσε τίποτε, δεν ξαναπήγα. Μια μέρα ήρθε και πήρε μόνος του τα ρούχα, λέγοντας κάπως μάγκικα στο Σάκη:
- Καλά, ρε Σάκη, να πούμενε, δε γίνεται να τα έχω στο σπίτι;
- Όχι, ρε Χάρη, δε γίνεται.
- Καλά, μωρ’ αδελφάκι μου, πώς μου τα έφερε ετούτος ο πιτσιρικάς κάνα δυο φορές;
- Εγώ σου τα έστειλα.  Τα είχες ξεχάσει και δεν είχα που να τα βάλω.
- Εντάξει μωρέ... Να μου τα στέλνεις, για να μη χάνω και το χρόνο μου.
- Είπαμε, δε γίνεται.
Με το φευγιό του είπε μονολογώντας ο Σάκης, μιμούμενος τη φωνή και τις κινήσεις του φαρμακοποιού:
- Ναι, να πούμενε ρε ψευτόμαγκα... Στον ιππόδρομο πας και τ’ ακουμπάς. Στον Πέτρο, όμως, δε μπορείς να δώσεις καμιά δραχμούλα. Μέχρι εκεί φτάνει η μαγκιά σου.., να πούμενε... 
Μ’ αυτές τις διανομές το μεροκάματό μου αυγάτισε. Τότε ήταν που είπα  στη γιαγιά:
- Γιαγιά, αν ξαναπάς στα πλουσιόσπιτα, θα βρω κι άλλη δουλειά, σταματώντας το σχολείο. Δε χρειαζόμαστε τη βοήθεια τους. Καταλαβαίνεις;
- Όχι, Πετράκη μου, δε θα ξαναπάω, μου είπε φανερά συγκινημένη.

****
Ο Σάκης, ήταν γνωστός αριστερός, απ’ τους φακελωμένους. Γι’ αυτό δεν μπόρεσε, να φτιάξει ένα δωματιάκι στο εκτός σχεδίου οικόπεδο, που είχε στον Ασύρματο, δίπλα στην Άνω Νέα Σμύρνη. Έπρεπε να περιμένει κάπου δέκα πέντε χρόνια, μέχρι που να μπει στο σχέδιο το οικόπεδό του.
Βέβαια, έκανε κι αυτός τα κόλπα που έκαναν όλοι, όσοι έχτιζαν... παράνομα. Επειδή δεν είχαν λεφτά για πέταμα, οι άνθρωποι, σχεδόν με τα ίδια υλικά έχτιζαν και ξανάχτιζαν το πρώτο χτίσμα, που ήταν εντελώς πρόχειρο. Αν δεν το γκρέμιζαν, σιγά – σιγά, γινόταν σπιτάκι. Αυτό έκανε κι ο Σάκης. Σε μερικές ώρες, οι φίλοι του, νυχτιάτικα, του έφτιαχναν ένα καμαράκι. Την επόμενη κιόλας μέρα ήταν το πρώτο που επισκεπτόταν η μπουλντόζα.
Κάθε φορά εμένα έστελνε, ο Σάκης, για να δω αν το δωμάτιο βρισκόταν στη θέση του. Με τον καιρό είχα μάθει το κόλπο και δεν κατέβαινα απ’ το λεωφορείο, φτάνοντας στο τέρμα. Δίπλα στο οικόπεδό του ήταν ένα δίπατο, κοτζάμ αντισεισμικό. Στο ισόγειό του είχε τρία μαγαζιά, τα μοναδικά της περιοχής. Το ένα ήταν καφενείο, τ’ άλλο μπακάλικο και το τρίτο γαλατάδικο. Ναι, αλλά όπως έλεγαν, ο ιδιοκτήτης του, με την κατοχή ήταν δοσίλογος: ταγματασφαλίτης, κουκουλοφόρος και βάλε. Έτσι, αυτό το δίπατο, όπως κι άλλα στην περιοχή, είχαν φτιαχτεί με τις πλάτες της αστυνομίας. Αυτό το σπίτι έβαζα για σημάδι, και βλέποντας σωριασμένο το καμαράκι του Σάκη, δεν κατέβαινα απ’ το λεωφορείο, γλιτώνοντας και τα εισιτήρια.
Έχει πλάκα η υπόθεση με τον κύριο Κώστα, τον ιδιοκτήτη της πολυκατοικίας, στο ισόγειο της οποίας ήταν το μαγαζί του Σάκη. Ο τύπος ήταν γνωστός κομματάρχης ενός υπουργού, που εκλεγόταν στην Β΄ Περιφέρεια της Αθήνας. Κάθε φορά, λοιπόν,  που μάθαινε για το γκρέμισμα του αυθαίρετου, ερχόταν στο μαγαζί κι έλεγε τα ίδια και τα ίδια στο Σάκη,
- Μα δε θ’ ανοίξεις το στόμα σου, Σάκη μου. Ίσα που θα κάτσεις στο πολιτικό γραφείο του κυρίου υπουργού, για να σε δείξω στον ιδιαίτερό του. Μ’ ένα τηλεφώνημά του... το δωμάτιο δε θα ξαναδεί μπουλντόζα!
- Σας το έχω πει τόσες φορές, κύριε Κώστα. Εγώ δεν κάνω τέτοια πράγματα.
- Σάματις σου είπα να τον ψηφίσεις;
- Πού τη βλέπετε τη διαφορά; Απ’ το παραβάν και το ψηφοδέλτιο θα πιαστούμε τώρα;
- Ναι, εντάξει, αλλά όλοι κάτι κάνουν για να βολευτούν. Γενικό είναι το κακό.
- Οι πολλοί δεν είναι πάντοτε, σώνει και καλά και οι σωστοί. Εγώ την ψήφο μου δεν την πουλάω.
Με το φευγιό του κύριου Κώστα έλεγε, πικρογελώντας, πάντοτε τα ίδια ο Σάκης:
- Α, να χαθείς μασκαρά... με τις καλοσύνες σου... Σιγά, που θα πουληθώ για ένα κωλοδωμάτιο, πετώντας στα σκουπίδια τη θητεία μου στη Μακρόνησο.
Μια φορά βρέθηκε στις κουβέντες τους ένας συνταξιούχος και φίλος του Σάκη, ο Ανδρόνικος. Ήταν αριστερός, αλλά κομμάτι άνοστος κι ακατατόπιστος. Με το φευγιό, λοιπόν, του κύριου Κώστα, είπε, στον Σάκη:
- Κάνε τη δουλειά σου, ρε Σάκη, και μετά μαύρισέ τον.
- Ανάλατος είσαι, ρε Ανδρόνικε. Νομίζεις πως ενδιαφέρονται για το τι θα ψηφίσεις; Αυτοί ξέρουν τι κάνουν, μαζί μας, δηλαδή. Με κάτι τέτοια κόλπα και με τις δηλώσεις κι αποκηρύξεις θέλουν να σε γονατίσουν ηθικά, κάνοντάς σε σκουπίδι. Έτσι, και με το δίκιο τους, κοτσάρουν δίπλα  στο όνομά σου και μια σημείωση: “Κομμουνιστής, ή αριστερός μεν, αλλά ακατατόπιστος, δειλός και συμφεροντολόγος”. Μασάει, ρε Ανδρόνικε, η κατσίκα ταραμά;

*****

Μερικά τετράγωνα απ’ το μαγαζί έμενε ένας τυφλός, ο Λουκάς. Όταν μας κήρυξε τον μπαμπέσικο πόλεμο ο Μουσολίνι, ο Λουκάς ήταν φοιτητής και με τη γενική επιστράτευση βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Δεν πρόλαβε, όμως, να γιορτάσει τις νίκες μας και τυφλώθηκε από μια χειροβομβίδα, που έσκασε μπροστά του. Εγώ δεν ήξερα ούτε το ίδιον μα ούτε και το σπίτι του.
- Ο Λουκάς είναι σπουδαίος άνθρωπος, αλλά όπως και να το κάνουμε, οι τυφλοί έχουν προβλήματα επικοινωνίας μαζί μας. Το νου σου, λοιπόν, μέχρι που να τον μάθεις, μου είπε ο Σάκης, δίνοντάς μου τα καθαρισμένα ρούχα και τη διεύθυνση του Λουκά.
Μου βγήκε η ψυχή απ’ την αγωνία, μέχρι που να φτάσω στο σπίτι, που ήταν σχεδόν δίπατο. Αργότερα έμαθα, πως ο Λουκάς ήταν Κρητικός και μάλιστα μοναχογιός. Επειδή, όμως, δεν μπορούσε να ζήσει στο χωριό του, που ήταν όλο καλτερήμια και σοκάκια, πούλησε όλη την πατρική του περιουσία κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι.
Κάτω, στο ημιυπόγειο έμενε ο ίδιος. Τον πάνω όροφο τον νοίκιαζε. Μ’ αυτό το νοίκι και τη σύνταξη τα έφερνε βόλτα. Η σύνταξη που έπαιρναν οι ανάπηροι στρατιώτες δεν έφτανε για να ζήσουν. Αργότερα, μεγαλώνοντας, γνώρισα αρκετούς ανάπηρους στρατιώτες, που ζητιάνευαν στο κέντρο της Αθήνας.
Λοιπόν, επειδή δεν είχα ξαναμιλήσει με τυφλό, σκεφτόμουν:
- Μπας και πρέπει να είμαστε περισσότεροι ευγενείς με τους τυφλούς; Ή μήπως θα πρέπει να γινόμαστε και σχολαστικοί, για να μας καταλαβαίνουν, αφού δε βλέπουν τις κινήσεις και τις γκριμάτσες μας;
Βρήκα τον Λουκά να πηγαίνει πάνω κάτω μες στην αυλή, χρησιμοποιώντας τ’ άσπρο του μπαστούνι. Ήταν ψηλός και μαυρόπετσος, με πλούσια κατάμαυρα και λίγο κατσαρά μαλλιά. Φαινόταν σα σαραντάρης. Φορούσε μεγάλα μαύρα γυαλιά και σ’ όλο το πρόσωπό του, το κούτελο, το λαιμό μα και τ’ αυτιά  είχε κάτι σημαδάκια, σα φακίδες, πράσινου χρώματος. Ήταν τα μικρά βλήματα, που είχαν σφηνωθεί μες στις σάρκες. Εκείνη την ώρα, με βροντώδη φωνή απάγγελνε ένα μεγάλο ποίημα. Αργότερα, όταν γνωρίστηκα καλά μαζί του, έμαθα πως ήταν η ποιητική σύνθεση, “Το φως που καίει”, του Κώστα Βάρναλη. Εκείνο, βέβαια, που μ’ εντυπωσίασε ήταν η μνήμη του. Περίμενα μέχρι που να τελειώσει την απαγγελία, και χτύπησα μ’ ένα πετραδάκι την καγκελόπορτα. Αυτός τίναξε απότομα το λαιμό, γυρίζοντας και το κεφάλι προς το μέρος μου, όπως κάνουν τα λαγωνικά.
- Ορίστε, παρακαλώ, μου είπε μ’ ευγένεια.
- Σας έφερα τα ρούχα απ’ το καθαριστήριο του κυρίου Σάκη, είπα δισταχτικά.
Ο Λουκάς κατάλαβε, απ’ τη φωνή μου, πως ήμουν μικρός και μ’ άνετες κινήσεις, χωρίς τη βοήθεια του μπαστουνιού του, κάνοντας μερικά βήματα, στάθηκε ακριβώς μπροστά στην πόρτα του ημιυπόγειου.
- Έλα παιδάκι μου και το νου σου στα σκαλοπάτια, μου είπε και κατέβηκε πρώτος.
Τον ακολούθησα. Ολάκερο το σπίτι του ήταν ένα τεράστιο δωμάτιο. Στη δεξιά μεριά ήταν το κρεβάτι, στη μέση η τραπεζαρία κι αριστερά η κουζίνα, μ’ όλα τα χρειαζούμενα. Με το που κατέβηκα μου πε δείχνοντάς μου το κρεβάτι.
- Ακούμπησέ τα στο κρεβάτι, σε παρακαλώ. Θα τα ταχτοποιήσω εγώ μετά.
Απ’ το θόρυβο που έκαναν τα παπούτσια μου, αλλά και το χαρτί περιτυλίγματος των ρούχων, αυτός ήξερε τις κινήσεις μου.
- Έτσι μπράβο. Τώρα κάτσε. Θα σε τρατάρω μια πορτοκαλάδα, μου είπε χαμογελώντας.
Πάλι απ’ το σούρσιμο της καρέκλας και το μικροθόρυβο που έκαναν τα ρούχα μου, ίσως κι απ’ την ανάσα μου – οι τυφλοί έχουν πολύ ακονισμένα αυτιά – κατάλαβε πως είχα καθίσει και σε ποιο σημείο. Με άνεση, λοιπόν, άνοιξε το ψυγείο, πήρε το μπουκάλι, το άνοιξε μ’ ένα ανοιχτήρι, που κρεμόταν δίπλα στο ψυγείο κι αφού πήρε ένα ποτήρι απ’ το ντουλάπι, με λίγα ψαχουλέματα, τα έβαλε στο τραπέζι σχεδόν μπροστά μου. Εγώ, απ’ τη σαστιμάρα μου ούτε που σάλεψα. Αυτός, όμως, το κατάλαβε.
- Α, μη με προσβάλλεις... Δεν είναι τίποτε ένα αναψυκτικό.
Εγώ μόλις που μπόρεσα να βάλω λίγη πορτοκαλάδα στο ποτήρι και να βρέξω τα χείλι μου.
- Λοιπόν, τώρα πρέπει να συστηθούμε. Το δικό μου τ’ όνομα το ξέρεις. Εσένα πώς σε λένε;
- Πετράκη, κύριε.                    
- Πολύ ωραία. Και πόσο χρονών είσαι;
- Δώδεκα.        
-  Πηγαίνεις στο σχολείο;
- Ναι, πηγαίνω στην έκτη τάξη.                
- Και που μένεις, Πετράκη;
- Στον προσφυγικό συνοικισμό.               
-  Με τους γονείς σου;
- Όχι, όχι... Με τη γιαγιά μου. Δεν έχω ούτε μάνα ούτε πατέρα.
- Πολύ λυπάμαι. Τι να κάνουμε; Η ζωή δεν έρχεται όπως τη θέλουμε. Ξέρεις κι εγώ είχα κάποτε το φως μου, κάνοντας μια κανονική ζωή. Βέβαια, μετά απ’ το ατύχημα πειράχτηκα και πολύ μάλιστα. Τώρα πια καθόλου δε στεναχωριέμαι.
- Δε στεναχωριέστε!
- Δε νομίζεις πως είναι ανοησία να χολοσκάμε για κάτι που δεν εξαρτιέται από μας; Τι θα πετύχω αν αρχίσω να μαλλιοτραβιέμαι; Τίποτε! Αντίθετα θα πειράξω τα νεύρα μου, εξακολουθώντας, όμως, να είμαι τυφλός. Χε, χε, χε... Θα ξέρεις, ασφαλώς, πως εμείς οι τυφλοί έχουμε άλλα μάτια. Να, εγώ έχω τα χέρια, τ’ αυτιά και τη μύτη μου. Τι θα έλεγες αν μ’ άφηνες να σε δω και με τ’ άλλα τα μάτια μου; Με καταλαβαίνεις, Πετράκη;
- Αμέ!
- Για έλα, λοιπόν, κοντά μου, να σε δω και με τα μάτια των χεριών μου. Μην ντρέπεσαι, αγοράκι μου.
Εγώ ούτε ντρεπόμουν, μα ούτε και φοβόμουν. Ήταν τόσο μελιστάλαχτος και πειστικός. Πήγα και στάθηκα μπροστά του, λοιπόν, αγγίζοντας μάλιστα και λίγο το χέρι του. Αυτός, χαμογελώντας πολύ νόστιμα, μου άγγιξε για λίγο τα κεφάλι και κάπως τις πλάτες και μου είπε:
- Α, εσύ είσαι πια σωστός άντρας. Λοιπόν, αν σου ζητήσω μια χάρη θα μου την κάνεις;
- Μάλιστα, κύριε!
- Ξέρεις, κάθε Πέμπτη απόγευμα, όπως αύριο ας πούμε, πηγαίνω στο σπίτι μιας ξαδέρφης μου. Τα ξέρεις τα δυο σινεμά, στην Αμφιθέα;
- Έχω πάει πολλές φορές.
- Εγώ, όμως, δεν μπορώ να πάω μόνος μου. Τι θα έλεγες αν με πηγαίνεις εσύ; Κι εγώ θα σου δίνω πενήντα δραχμές, την κάθε φορά, για τον κόπο σου.
Μόλις άκουσα για το πενηντάρι, που έφτανε σχεδόν τα τρία μου μεροκάματα, γούρλωσαν τα μάτια μου.
- Άκου λεει! του είπα ξέφρενα.
- Πολύ ωραία. Θα σε περιμένω αύριο στις πέντε. Μόνο που θα μου κάνεις κι άλλη χάρη. Θα το πεις και στη γιαγιά σου. Είσαι μικρός ακόμα και θα πρέπει να ξέρει που πηγαίνεις.


****

Εγώ δεν είπα τίποτε στη γιαγιά. Ήθελα να της κάνω έκπληξη γι’ αυτό το λαχείο που μας έτυχε. Το πενηντάρι ήταν μεγάλη υπόθεση για μας. Μ’ αυτό μπορούσαμε να πληρώσουμε ακόμα και τον μπακάλη, για τα ψώνια της βδομάδας.
Την επόμενη μέρα τ’ απόγευμα, ακριβώς στις πέντε, ήμουν στο σπίτι του Λουκά. Μάλιστα, πριν να ξεκινήσουμε, μου έκανε και κάτι ψευτομαθήματα.
- Εγώ θα έχω το ένα μου μάτι, το μπαστούνι μου, στο δεξί χέρι. Εσύ θα με κρατάς απ’ το μπράτσο τ’ αριστερού. Αν θέλεις να σταματήσω θα με τραβάς λίγο προς τα πίσω. Αν πρέπει να πάμε αριστερά, θα μου τραβάς το χέρι αριστερά, κι αν δεξιά θα με σπρώχνεις λίγο. Χε, χε, χε... Κι αν μπερδευτείς, μην τα χάσεις. Έχουμε και τα στόματά μας.., μου είπε γελώντας χορταστικά.
Σε κάπου δεκαπέντε λεπτά, παίρνοντας το λεωφορείο, βρισκόμασταν μπροστά στο σπίτι της ξαδέλφης του. Μου έδωσε το πενηντάρι και δυο δραχμές για το λεωφορείο και μου είπε:
- Οι πενήντα δραχμές είναι για τον κόπο σου και το δίφραγκο για το εισιτήριο. Σ’ ευχαριστώ και θα τα πούμε πάλι την άλλη Πέμπτη.
Έχει γούστο να έπαιρνα  λεωφορείο για μερικές στάσεις. Με το δίφραγκο παίρναμε ένα πακέτο μακαρόνια. Δίπλωσα, λοιπόν, με το πενηντάρι το κέρμα, και το έβαλα στα πόδια. Ήθελα να πάω στη γιαγιά για να της πω το δικό μου “νενίκηκα”! Φτάνοντας στο σπίτι είχα τα χάλια μου. Ήμουν αναμαλλιασμένος, ιδρωμένος και λαχανιασμένος. Η γιαγιά τρόμαξε.
- Πώς είσαι έτσι Πετράκη μου; Ποιος σε πείραξε;
- Χε, χε, χε... Σιγά, καλέ... Όλο το νου σου τον έχεις στα πειράγματα. Δηλαδή, πρέπει όλοι να μας πειράζουν; της είπα γελώντας κι έβαλα τις πενήντα δυο δραχμές πάνω στο τραπέζι.
Η γιαγιά τρόμαξε ακόμα περισσότερο Ίσως να σκέφτηκε πως ήμουν κλεφτρόνι, ή πως μου έκαναν καμιά βρομοδουλειά και μου έδωσαν τα λεφτά.
- Που το βρήκες, γιαβρί μου, το πενηντάρι; Αυτό είναι κοτζάμ εργατικό μεροκάματο! Αν μ’ αγαπάς, να μου πεις αμέσως ποιος και γιατί σου το έδωσε! μου είπε, κοιτάζοντάς με ύποπτα.
Της τα είπα όλα, αλλά που να ησυχάσει. Την άλλη μέρα, πρωί – πρωί, με πήρε απ’ το χέρι και πήγαμε στου Λουκά. Αυτός συγκινήθηκε, δίνοντάς της συγχαρητήρια επί συγχαρητηρίων.
- Έτσι έπρεπε να γίνει. Πενήντα δραχμές είναι πολλά λεφτά στα χέρια του Πετράκη. Πάντως, εγώ του είπα να σας το πει. Έτσι δεν είναι Πέτρο;
- Ε, δεν είμαι δα και μωρό... Χε, χε, χε... Κρατάω και κάτι μέσα μου.
Τι να πω τώρα γι’ αυτήν την εντελώς αγράμματη γριούλα. Υπήρχαν κι άλλα φτωχόπαιδα στο συνοικισμό. Τα περισσότερα, όμως, τα ξαμολούσαν στους δρόμους οι δικοί τους, κι αρκεί να έφερναν παράδες στα σπίτια τους και κανένας δεν ενδιαφερόταν από που προέρχονταν. Ε, αυτά τα παιδιά, μεγαλώνοντας, γίνονταν Γιάννηδες  Αι Γιάννηδες, μπαινοβγαίνοντας στις φυλακές. 

****

Η γιαγιά  ποτέ δε μ’ έπαιρνε απ’ το χέρι, όταν πηγαίναμε κάπου. Είχα πια μεγαλώσει. Εκείνη, όμως τη μέρα ήταν τόσο συγκινημένη, που δεν ήξερε τι έκανε. Φεύγοντας απ’ το σπίτι του Λουκά, όχι μόνο μου κρατούσε το χέρι, αλλά μου το έσφιγγε κιόλας. Μέχρι που πονούσα. Επίσης, είχε ξεχαστεί, και νομίζοντας πως ήταν μόνη, παραμιλούσε, λέγοντας τα ίδια και τα ίδια:
- Με τα μάτια της ψυχής... Με τα μάτια της ψυχής.
Μάλιστα, δεν είχαμε πάρει το δρόμο για το σπίτι, αλλά κάνοντας μια μεγάλη γυροβολιά, περάσαμε απ’ την πιάτσα των ταξί. Εκεί, η γιαγιά ρώτησε έναν ταξιτζή πόντιο, που είχε έρθει απ’ τη Σοβιετική Ένωση:
- Βάνια, γιαβρί μου, πόσο κοστίζει να πάει κανείς, με ταξί, στα δυο σινεμά στην Αμφιθέα και να επιστρέψει;
- Τι είναι αυτά που λες τώρα θεία Ευδόκα; Έμπα μέσα και δεν τρέχει τίποτε.
- Όχι παιδί μου δε θέλω να πάω. Έτσι θα ήθελα να ξέρω.
- Στα δυο σινεμά; Ε, όχι παραπάνω από δεκαπέντε δραχμές, μ’ επιστροφή. 
Πηγαίνοντας, λοιπόν, για το σπίτι, η γιαγιά, όλο έκλαιγε και μονολογούσε σφίγγοντάς μου το χέρι:
- Ο άγιος άνθρωπος είδε τη φτώχια μας, με τα μάτια της ψυχής... Ναι, με τα μάτια της ψυχής!


 ardassa_kozani@yahoo.com.au