31.5.16

"Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται" του Νίκου Καζαντζάκη

         
        
      Γράφει ο συνεργάτης μας Γ. Μακρίδης *                                                             


Ο Νίκος Καζαντζάκης (1883 – 1957), στο τέλος του βίου του έπεσε στο μυστικισμό. Σ’ έναν, όμως, δικό του μυστικισμό. Ο Καζαντζάκης δεν ήταν θρησκευόμενος, αφού: “Οι στοχασμοί που με κυβερνούν στα τέλη της ζωής μου δεν καταδέχονται μήτε απ’ το θεό, μήτε απ’ το διάολο παρηγοριά”. Και: “Δεν είμαι λοιπόν γιος του θεού, αλλά γιος του πίθηκου” (“Αναφορά στο Γκρέκο”, σ. 111 και 143).
{Τώρα, τι να πει κανείς για το σταυρό που έβαλαν στο μνήμα του;  Μάλλον δάχτυλος της δεύτερης γυναίκα του, της Ελένης Σαμίου (1903 - 2004), ήταν. Μόνο αυτή θα μπορούσε να πάρει μια τέτοια απόφαση. Ύστερα, έκανε κι άλλα πολλά παρουσιάζοντας διαφορετικά τον Καζαντζάκη. Οι άλλοι όμως δε μας ενδιαφέρουν, αφού έχουμε τον ίδιον τον Καζαντζάκη: τη ζωή και τα γραψίματα του}.

Λοιπόν, ο Καζαντζάκης, αναφέρθηκε, με μερικά μυθιστορήματά του σε θέματα που έχουν να κάνουν με τις θρησκείες. Αυτός ήταν ο Καζαντζάκης. Ναι, αλλά όλες τις φιλοσοφίες και θρησκείες στις οποίες θήτευσε, κατά καιρούς, τις έφερνε στα μέτρα του: Καζαντζακικός ήταν ο κομμουνισμός του, καζαντζακικός ο θεός του, μα ακόμα κι ο νιτσεϊσμός κι ο βουδισμός του.
Επίσης και η επανάσταση στην οποία αναφέρεται, πολλές φορές, είναι καζαντζακική: είναι κάτι ανάμεσα στην ουτοπία, τον αναρχισμό, τον επαναστατισμό (τσαμπουκάδες και νταηλίκια δηλαδή) και τον αυθόρμητο κομμουνισμό (το αντίθετο του προλεταριακού κομμουνισμού). Το λέω κι αλλού, πως ο Καζαντζάκης ήταν μέγας και τρανός καζαντζακικός, δηλαδή οπαδός του εαυτού του.
Γι ’αυτό κι ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1912 – 1991), ο καλύτερος μελετητής του έργου  του, μας λεει: “Ο Καζαντζάκης δεν ήταν ούτε Κρητικός, ούτε Νιτσεϊστής, ούτε Κομμουνιστής, ούτε Βουδιστής, ούτε Χριστιανός. Απόμεινε ένας καλής προαίρεσης και αναμφισβήτητης καθαρότητας ανθρωπιστής. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί πως υπήρξε ένα από τα ειλικρινέστερα παιδιά του αιώνα του” (“Νίκος Καζαντζάκης, η αγωνία του και το έργο του”, σ. 647).
Ας δούμε τώρα τι κάνει ο Καζαντζάκης με το Χριστό και γενικά με το Χριστιανισμό, στο μυθιστόρημά του, “Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται”.  Πρώτα - πρώτα, μιλώντας για τη Σταύρωση του Χριστού, ο Καζαντζάκης, είχε στο νου του τον άνθρωπο Χριστό, αφού δεν τον δέχεται σα θεάνθρωπο, λέγοντας:  “Η δυαδική υπόσταση του Χριστού στάθηκε για μένα βαθύ κι ανεξερεύνητο μυστήριο” (“Αναφορά στον Γκρέκο”, σ. 347).
Ύστερα, δεν πρέπει να επηρεαζόμαστε απ’ τον τίτλο του μυθιστορήματος: “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”. Γιατί ο Καζαντζάκης έβαλε αυτόν τον τίτλο; Αυτό το πήρε μαζί του. Εμείς το ρίχνουμε στις υποθέσεις.  Το πρώτο που φαίνεται απ’ όλο το έργο του, μα και τη ζωή του: ήταν άνθρωπος των εντυπωσιασμών. Η “Οδύσσεια” του; Κοτζάμ τόμος εγκυκλοπαίδειας ένα ποίημα! “Η αναφορά στον Γκρέκο”; Ε, κι αυτός μεγάλος και τρανός ήταν! “Ο τελευταίος πειρασμός”; Μα δεν είναι και μικρή υπόθεση να μιλάς για τους πειρασμούς.... ενός Χριστού κτλ, κτλ.
Ύστερα, είναι απαραίτητο και χρήσιμο, μιλώντας για πεθαμένους μεγάλους λογοτέχνες ν’ αναφερόμαστε και στα κουσούρια τους, ή μάλλον να λέμε τα υπέρ και τα κατά.
Η Έλλη Αλεξίου (1894 - 1988), η κουνιάδα του Καζαντζάκη απ’ την πρώτη του γυναίκα, τη Γαλάτεια Καζαντζάκη (1886 - 1962), τον αγάπησε και πόνεσε τον Καζαντζάκη και νομίζω πως είναι η μόνη βιογράφος του που μας λεει τόσα πολλά για τα προσωπικά του. Σα μαρξίστρια, όμως, ακολουθεί πιστά τον απόλυτο, ή σοσιαλιστικό ρεαλισμό και μας τον παρουσιάζει όπως ακριβώς ήταν. Μας λεει λοιπόν, μεταξύ των άλλων:   
“Σ’ όλη του τη ζωή αντιπαθούσε, ο Καζαντζάκης, τους αδύνατους. Σιχαινόταν όλων των ειδών τις αδυναμίες. Αντιπαθούσε τους άρρωστους, τη φτώχια, τον κοινωνικό ξεπεσμό, την ασημότητα, τη γυναίκα, τα παιδιά και τα ζώα. Εντυπωσιαζόταν από κάθε δύναμη σωματική, πνευματική, οικονομική, κοινωνική” (“Για να γίνει μεγάλος”, σ. 108).
Μα υπάρχει άραγε, στην εποχή μας μα κι ανέκαθεν, κάποιος άλλος πιο δυνατός, πιο γνωστός κτλ, απ’ το Χριστό;
Κοντολογίς, νομίζω πως ο  Καζαντζάκης έβαλε αυτόν τον τίτλο στο βιβλίο του μάλλον για να τραβήξει αναγνώστες, αλλά και για να ασχοληθούν μαζί του, οι “σπουδαίοι” της εποχής του, και νομίζω πως τα κατάφερε. Αμέσως το “αγκάλιασαν”, αυτό το βιβλίο, οι ορθόδοξοι, οι καθολικοί, οι διαμαρτυρόμενοι, οι αγγλικανοί, οι βουδιστές  κτλ. Ή μήπως και η επίκριση δεν είναι η καλύτερη διαφήμιση;
Όσο τον “κυνηγούσαν”, τόσο ανέβαινε η κυκλοφορία των βιβλίων του, ανά τον κόσμο. Πού θα τις έβλεπε τέτοιες δόξες ο Καζαντζάκης; Καθόλου δε θέλω να τον υποτιμήσω. Αν πίστευα πως δεν ήταν καθαρόψυχος άνθρωπος και πως δεν είναι και μεγάλος λογοτέχνης δε θα καταπιανόμουν μαζί του. Γιατί τάχατες; Εγώ μιλάω για το απότομο ανέβασμά του. Μετά που τον καταράστηκε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας και τον κυνήγησε και το Βατικανό, τα βιβλία του έγιναν ανάρπαστα.
Η Έλλη Αλεξίου, αναφέρεται στα λεγόμενα ενός ιδιοκτήτη βιβλιοπωλείου στο κέντρο της Αθήνας: “Όλοι θέλανε ν’ αγοράσουν βιβλία του, γιατί φοβούνταν μην εξαντληθούν. Το συρτάρι των εισπράξεων το κράταγα ανοιχτό, γιατί δεν προλάβαινα να το ανοιγοκλείνω. Με τις ουρές περίμενε ο κόσμος” (“Για να γίνει μεγάλος”, σ. 107).
Έτσι ακριβώς έχει το πράγμα. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, και οι θρησκείες πολιτεύονται, αγκαλιάζοντας όλους όσους μιλούν για το θεό, έστω κι αν τον βρίζουν, όπως έκανε ο Καζαντζάκης. “Πες το, πες το το κοπέλι, έμαθέ το και το θέλει”, λένε στην Κρήτη.
Μα κι ο Καζαντζάκης, που αν όχι τίποτ’ άλλο, καταλαβαίνοντας πως τον χρησιμοποιούσαν – τον διαφήμιζαν -  έγραφε στον Παντελή Πρεβελάκη (1909 - 1986), μεταξύ των άλλων:
“Και να τους πλήρωνα δε θα μου έκαναν τέτοια διαφήμιση. Ενθουσιασμένος ο Γερμανός εκδότης μου, μου τηλεγράφησε πως έβαλε ο Πάπας στο Ιndex τον “Τελευταίο Πειρασμό”. .................. Τι υποκρισία, τι σαπίλα πρέπει να ’χει ο κόσμος για να μην μπορεί ν’ ανεχτεί ένα βιβλίο γραμμένο με τόση φλόγα κι αγνότητα. .................... Τι ξεπεσμένη και η πνευματική και ηθική Ελλάδα για να με θεωρούν ανήθικο και προδότη” (“Γράμματα”, γράμμα 394). 
Θα πω και το τελευταίο, που έχει να κάνει με την προβολή του έργου του Καζαντζάκη, απ’ τις θρησκείες. Πριν από χρόνια όταν ξαναπροβαλλόταν  το έργο του Ζυλ Ντασιέν (1911 - 2008), “Αυτός που πρέπει να πεθάνει”, παρμένο απ’ το μυθιστόρημα, “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, παραξενεύτηκα που εδώ στο Σύδνεϋ, έγινε μια προβολή, σε μεγάλο κινηματογράφο, μόνο για τους καθολικούς παπάδες! Μάλιστα είχε δοθεί μεγάλη δημοσιότητα στο θέμα. Δηλαδή, στα πονηρά η Καθολική Εκκλησία, έστελνε ένα μήνυμα στους πιστούς: “Να πάτε να δείτε αυτήν την ταινία”. Επίσης όταν προβαλλόταν η άλλη ταινία, “Ο Τελευταίος Πειρασμός”, είδα στην τηλεόραση, πάλι εδώ στο Σύδνεϋ, έναν μητροπολίτη της Ελλάδας, που είπε περίπου τα εξής: “Έχω διαβάσει το βιβλίο του Καζαντζάκη και καθόλου δε σκανδαλίστηκα. ........... Να πάνε όλοι και ιδιαίτερα οι νέοι να δουν την ταινία κτλ, κτλ”.
Μας κοροϊδεύουν, δηλαδή, μέρα μεσημέρι. Πώς γίνεται απ’ τη μια να καταριόνται οι έλληνες ιεράρχες τον Καζαντζάκη κι από την άλλη να προβάλουν  το έργο του;  Και το Βατικανό, σχεδόν να τον αφορίζει κι από την άλλη οι καθολικοί παπάδες να υποχρεώνονται να δουν μια ταινία, με δικό του, ας το πω έτσι, σενάριο;
Δε χρειάζονται περισσότερα για να φανεί πως οι θρησκείες διαφήμιζαν κι εξακολουθούν να διαφημίζουν τον Καζαντζάκη, αφού και τώρα, πεθαμένο πια, του “ρίχνονται”. Και απ’ την άλλη τόσα χρόνια μετά το θάνατό του, εξακολουθεί να είναι καταραμένος, απ’ την Εκκλησία της Ελλάδας. Πριν από χρόνια απάλλαξαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο (1864 - 1936), απ’ το ανάθεμα του 1916, αλλά όχι και τον Καζαντζάκη απ’ την κατάρα.

****

Λοιπόν, μ’ αυτό το βιβλίο του, ο Καζαντζάκης, αναφέρεται σ’ ένα πλούσιο ελληνικό κεφαλοχώρι, τη Λυκόβρυση, κάπου στη Σμύρνη. Βέβαια, τέτοιες εμπειρίες τις είχε απ’ τον Πόντο, όταν το 1919, όντας Διευθυντής του Υπουργείου Περίθαλψης πήγε στον Εύξεινο Πόντο και περιμάζωξε κάπου 120.000 πόντιους.
{Ένα σωρό βρόμικα ψέματα λέγονταν τότε κι εξακολουθούν να λέγονται γι’ αυτούς τους πόντιους που περιπλανιόντουσαν στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου. Πως δηλαδή τους κακομεταχειρίστηκε η πρώτη κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, οι Μπολσεβικοι κι ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν (1870 - 1924). Αυτά είναι βρώμικα παραμύθια, αφού όσοι τα λένε, το ξέρουν πως για κάπου τέσσερα χρόνια, εκείνη την εποχή, υπήρχε εμφύλιος στη Σοβιετική Ένωση και ξένη επέμβαση – κάπου 17 κράτη είχαν στείλει στρατό μαζί και η Ελλάδα, για να χτυπήσουν τους επαναστάτες – και η κεντρική κυβέρνηση των Σοβιέτ δεν μπορούσε να ελέγξει όλη την επικράτεια. Ίσως, βέβαια, οι ρώσοι – οι πολίτες - να έβλεπαν με στραβό μάτι τους πόντιους πρόσφυγες, όχι από κακία, αλλά γιατί και οι ίδιοι, την περίοδο του εμφύλιου λιμοκτονούσαν. Τα ίδια δεν έκαναν στα χωριά της Ελλάδας με τους τσιγγάνους; Θυμάμαι, πως όταν ακόμα ήμουν μωρό, στο χωριό μου, με το που εμφανίζονταν οι πεινασμένοι τσιγγάνοι τους κυνηγούσαν, με παλούκια, οι συγχωριανοί μου}.
Μάλιστα ανάμεσα στους συνεργάτες του Καζαντζάκη ήταν κι ο Γιώργης Ζορμπάς (1865 – 1941) – ο Αλέξης του μυθιστορήματός του. Όπως, όμως, μετάφερε το ορυχείο του λιγνίτη, στο “Ζορμπά” του, από τη Μάνη στην Ιεράπετρα της Κρήτης, γιατί δεν ήξερε τη Μάνη και τους μανιάτες, έτσι μετάφερε και το κεφαλοχώρι, τη Λυκόβρύση, από τον Πόντο, στη Σμύρνη, γιατί δεν ήξερε τους πόντιους και τα ποντιακά. 
Σ’ αυτό το χωριό, λοιπόν, συνηθίζουν   ν’ αναπαριστάνουν, τη Σταύρωση του Χριστού, κάθε εφτά χρόνια.  Βέβαια, οι νέοι, που παριστάνουν το Χριστό και τους απόστολους είναι απλοί άνθρωποι και θεοσεβούμενοι. Οι κουμαντάτορες, όμως, της Λυκόβρυσης, κατά τον Καζαντζάκη, δεν ξέρουν από τέτοια. Διοργανώνουν την αναπαράσταση για να δείξουν πως είναι θεοσεβείς. Έτσι μπορούν και κουμαντάρουν, εκμεταλλεύονται και βάλε, τους απλούς ανθρώπους.  
Το χωριό το κουμαντάρει ο παπά Γρηγόρης και μερικοί άρχοντες: ο Πατριάρχεας, ο τσιφούτης, ο γερό Λαδάς κι άλλοι. Βέβαια, υπάρχει κι ο εκπρόσωπος της εξουσίας, ο τούρκος Αγάς, με ένα τουρκόπουλο, το Γιουσουφάκι του. Δηλαδή, ο Αγάς,  είναι ή παιδεραστής ή σάτυρος, ή όλα μαζί. 
Στη Λυκόβρυση, λοιπόν, ξεπέφτουν  πολλοί πεινασμένοι πρόσφυγες επικεφαλής των οποίων είναι ο παράξενος χριστιανός.... κι απροσάρμοστος... παπάς, ο παπά Φώτης, που, στην προσπάθειά του να σώσει τους πρόσφυγες,  ούτε τις Δέκα Εντολές υπολογίζει μα ούτε και τους Μακαρισμούς.
(Καθολικοί  “καλοί” παπάδες, με το ταμπεραμέντο του  πάπα Φώτη, υπάρχουν μπόλικοι στη Νότια Αμερική, εκτός απ’ την Κούβα. Αυτοί συνέχεια μιλάνε για επανάσταση. Ίσως να είναι κάποιο κόλπο του Βατικανού, για να μη χάσει την πελατεία του, ή για να μπορέσει να κουμαντάρει τους εξαθλιωμένους λατινομερικάνους). 
Έτσι, λοιπόν, πλέκεται το μυθιστόρημα. Ο παπά Γρηγόρης – ο “κακός” παπάς - και το σκυλολόι του, οι άρχοντες, διώχνουν τους πρόσφυγες απ’ τη Λυκόβρυση, λέγοντας πως έχουν αθεράπευτες και κολλητικές αρρώστιες.
Γι’ αυτό ο παπα Φώτης - ο “καλός” παπάς - παίρνοντας τους πρόσφυγες πηγαίνουν σε κάτι σπηλιές. Μερικοί, βέβαια, λυκοβρυσιώτες θέλουν να τους βοηθήσουν: ο τσοπάνης του άρχοντα Πατριαρχέα ο Μανολιός, ο γιος του ίδιου άρχοντα, ο Μιχελής, ο Γιανακός ο Κωνσταντής, κτλ.
Και κάτι άλλο πρέπει να ειπωθεί. Πως ο Καζαντζάκης επαναλαμβάνεται σε πολλά μυθιστορήματα, έχοντας πάντοτε χήρες και γυναίκες, που όχι μόνο δεν τις υπολογίζουν οι άντρες, αλλά ακόμα και τις σκοτώνουν. Στο “Ζορμπά” του είναι η Κατερίνα, στο “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, πάλι η Κατερίνα και στο “Ο Καπετάν Μιχάλης”, η Εμινέ Χανούμ.
Αυτό νομίζω πως το κάνει, ο Καζαντζάκης, για δυο λόγους. Πρώτα για να δείξει το πόσο πεσμένη ήταν η γυναίκα εκείνα τα χρόνια. Τέτοιες εμπειρίες είχε κι ο ίδιος με τον αγριάνθρωπο πατέρα του που κακομεταχειριζόταν τη γυναίκα του και που δεν ήθελε ούτε να βλέπει τις κόρες του. Ο Καζαντζάκης είχε δυο αδελφάδες (είχε κι έναν αδελφό που πέθανε μικρός). Τόσο, όμως, δεν τις ήθελε ο πατέρας τους, ο Μιχάλης Καζαντζάκης (1856 - 1932),  που όταν πήγαινε στο σπίτι του, τα κορίτσια κρυβόντουσαν από φόβο. 
Νομίζω, πως ο πρώτος λογοτέχνης μας που αναφέρθηκε σ’ αυτό το θέμα – την κακομεταχείριση της γυναίκας - είναι ο Ιωάννης Κονδυλάκης (1862 - 1920), στον “Πατούχα” του. Τώρα, ποιος πήρε την ιδέα από ποιον… Ο Κονδυλάκης αποκλείεται, αφού έγραψε τον “Πατούχα” του, δεκαετίες πριν να γράψει τα μυθιστορήματα του ο Καζαντζάκης. Εξάλλου ο Καζαντζάκης ήταν γνωστός “κλέφτης” ιδεών. Ο Μάρκος Αυγέρης, που έγραψε πολλά για τον Καζαντζάκη και μάλιστα τα δημοσίευσε πριν απ’ το θάνατό του – πριν απ’ το 1957 - μας λεει: “Όλες οι φιλοσοφίες που παραθέτει ο Νίκος Καζαντζάκης στην “Ασκητική” και στ’ άλλα του βιβλία, δε είναι δικές του. Τις πήρε απ’ τους Γερμανούς φιλόσοφους. Όλα, βέβαια, μας τα λεει με δικά του λόγια.  Πάντως, ο ίδιος κοιλοπονάει  τις ξένες φιλοσοφίες. Ο πυρετός είναι δικός του”.
Θα τελειώσω με τον Παντελή Πρεβελάκη, που μελέτησε βαθιά το έργο του Καζαντζάκη, αλλά τον ήξερε κι από κοντά, αφού ο Κ., του είχε στείλει 446 γράμματα.  Δίνοντας, λοιπόν, μια διάλεξη στο Ηράκλειο της Κρήτης, το 1977, για τα εικοσάχρονα απ’ το θάνατο του Καζαντζάκη, λεει μεταξύ των άλλων: “Ο Καζαντζάκης δεν ήταν εφευρέτης των ιδεών του. Τις δανείστηκε, από μεγάλους δάσκαλους της εποχής του, ή μυσταγωγούς άλλων εποχών”.
Πρέπει να πούμε, πως ακόμα κι αυτά που άφησε παραγγελιά να γράψουν στο μνήμα του, ο Καζαντζάκης,  - “Δεν ελπίζω τίποτα. Δε φοβούμαι τίποτα. Είμαι λεύτερος.” - τα έλεγε απ’ το 2ο π Χ αιώνα ο Κύπριος φιλόσοφος, ο Δημώναξ: “Μόνον ευδαίμονα εκείνον νομίζω τον μήτε ελπίζοντα τον μήτε δεδιότα”. (Ευτυχισμένο, θεωρώ μόνο  εκείνον που ούτε ελπίζει, ούτε φοβάται τίποτα”).
 Εξάλλου, πάλι,  ο Μάρκος Αυγέρης σημειώνει πως το “Πολέμα απελπισμένος. Αγωνίσου και μην περιμένεις τίποτε”, του Καζαντζάκη, το έλεγε πριν από αυτόν και ο Ισπανός ποιητής Μιγκουέλ Ντε Ουναμούνο (1864 – 1936). Μα κι ο Βουδισμός, που τον μελέτησε σε βάθος ο Καζαντζάκης πάνω σ’ αυτά πατάει.
Επίσης, ο Καζαντζάκης με τις χήρες, θέλει να δείξει την υποκρισία που μας δέρνει. Όλοι γλυκοκοιτάζουν και λαχταρούν την κάθε χήρα,  απ’ τη μια κι απ’ την άλλη την κακολογούν, και μέχρι που τη σκοτώνουν. Αυτά κάνει η σεμνοτυφία, που είναι η χειρότερη μορφή κοινωνικής προστυχιάς. Ο Γιάννης Ρίτσος (1909 – 1990), σε μια συνέντευξή του λεει, μεταξύ των άλλων: “Η αξιοπρέπεια που βλέπουμε γύρω μας είναι αναξιοπρέπεια: είναι σεμνοτυφία”.
Οι Κρητικοί και στις δυο περιπτώσεις – Κονδυλάκης και Καζαντζάκης – κατηγορούν και τον έναν και τον άλλον. Ο Κονδυλάκης πήγε στο χωριό του, κάπου στην Κρήτη, και τον πετροβολούσαν οι συγχωριανοί του. Τον Καζαντζάκη πάλι τον κατηγορούν. Δεν μπόρεσαν να τον πετροβολήσουν, γιατί πήρε το καπέλο του... και δρόμο.
Δε μπορούμε βέβαια να κατηγορήσουμε τους ανίδεους χωριάτες. Το σύστημα τους κρατάει μες στα σκοτάδια. Συνέχεια, δηλαδή, οι απλοί άνθρωποι πρέπει ν’ ασχολούνται με βλακείες, ακόμα και ν’ αρπάζονται στα χέρια – θρησκευτικές, κλωτσοσκουφικές, πολιτικές, ρατσιστικές, διαφορές και τρέχα γύρευε – ώστε να μην τους περισσεύει ενέργεια κι αποχαυνωμένοι να μην μπορούν να καταλαβαίνουν το τι γίνεται γύρω τους. Ναι, ακόμα και οι φτωχοί – εργάτες, αγρότες και βάλε – με τις φαγωμάρες τους, χωρίς να το καταλαβαίνουν στηρίζουν το σύστημα, δυναμώνοντας αυτούς, που τους παίρνουν ακόμα και τη βούκα απ’ το στόμα. Αυτό το σύστημα που δημιουργεί και διαιωνίζει τη φτώχια.
(Νομίζω, πως εμείς οι άνθρωποι τα έχουμε όλα περιορισμένα: δυνάμεις, ενέργεια ακόμα κι ενδιαφέροντα. Αν, λοιπόν, καταναλώνουμε όλες τις δυνάμεις μας ασχολούμενοι με ανοησίες – τσακωμούς, κουτσομπολιά και βάλε – δεν μπορούμε πια να καταπιαστούμε με τα σημαντικά πράγματα της ζωής: την εκμετάλλευση, τους πολέμους και βάλε).  
Λοιπόν, αυτό το βιβλίο, αφήνοντας τον τίτλο του στην πάντα, θα μπορούσε να πει κανείς, πως  είναι αντιθρησκευτικό κι  αντιχριστιανικό. Στην ουσία όμως ο Καζαντζάκης, όχι από σκοπού βέβαια, σιγοντάρει τις θρησκείες. Είναι επίσης κι “επαναστατικό”, στα μέτρα, βέβαια, του Καζαντζάκη.  

****

Ο Καζαντζάκης, μέσα απ’ την τέχνη, απορρίπτει του Μακαρισμούς μα και τις Δέκα Εντολές.
1. Δείχνει, πώς οι επιτήδειοι – άρχοντες και κληρικοί - προβάλλουν τη θρησκεία, μόνο και μόνο, για να καταδυναστεύουν τους απλούς ανθρώπους, που πραγματικά πιστεύουν. “Εγώ είμαι ο αντιπρόσωπος του Θεού”. Και: “Ο Θεός μιλάει με το στόμα μου”, λεει ο “κακός” παπάς, ο παπά Γρηγόρης (“Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, σ. 65).  Ναι, αλλά τα παραμύθια του πιάνουν, τρομοκρατώντας τους χωριάτες
Επίσης, ο Καζαντζάκης μας λεει πως το αρχοντολόι σιγοντάρει τους τούρκους: “Κοτσαμπάσηδες, δεσποτάδες, παπάδες, όλοι σας ένα με τον Τούρκο”. Και: “Πρώτα είχαμε τους Τούρκους, τους αγάδες. Τώρα έχουμε τους δικούς μας, τους κοτσαμπάσηδες. Τούτοι είναι πιο κακοί” (σ. 225 και 389).
2. Ο Μιχελής κλέβει απ’ τις αποθήκες του πατέρα του, του άρχοντα Πατριαρχέα, τα τρόφιμα και τα πηγαίνει στους πρόσφυγες. Κι ο παπά Φώτης τα δέχεται. Ο Γιαννακός, πάλι, κοροϊδεύει τον άλλο άρχοντα, τον τσιφούτη γέρο Λαδά και του παίρνει τις λίρες, για να βοηθήσει κι αυτός τους πρόσφυγες. Ο παπά Φώτης, όμως, δέχεται κι αυτά τα κλεψιμαίικα.., λέγοντάς στο Γιαννακό: “Παίρνω το αμαρτωλό χρυσάφι που μου δίνεις, το κρίμα σου θα γίνει γάλα για τα παιδιά, που πεινούν. Έχε την ευκή μου” (σ. 99).
Επίσης, οι τέσσερις φίλοι - ο Μανολιός, ο Μιχελής, ο Γιαννακός κι ο Κωνσταντής - αδειάζουν τις αποθήκες, πάλι, του τσιφούτη Λαδά και πηγαίνουν τα κλεμμένα στο παπά Φώτη κι αυτός τους λεει: “Ας είναι καλά. Ο Θεός θα του το πληρώσει με τον τόκο. Θα καθίσω και θα του γράψω μια γραφή, πως τέσσερις άγγελοι μπήκαν τη νύχτα στο αρχοντικό του, πήραν τ’ ακριβά πεσκέσια, και μας τα ’φεραν” (σ. 407). Κι αυτά τα λεει ένας κληρικός, παραβιάζοντας την μια απ’ τις εντολές: το “Ου κλέψεις”.
3. Όταν πεθαίνει ο άρχοντας Πατριαρχέας, την περιουσία του πρέπει να την πάρει ο μοναχογιός του, ο Μιχελής. Ο παπα Γρηγόρης, όμως, ξέροντας πως ο Μιχελής, θα τα δώσει όλα στους πρόσφυγες, κι έτσι θα πατήσουν πόδι στη Λυκόβρυση, συνωμοτώντας με τον Αγά του χωριού, τον βγάζει τρελό. Τον βάζει κάτω από δικαστική απαγόρευση, όπως λέμε, στην εποχή μας. Πως, δηλαδή, δεν μπορεί να διαχειριστεί την περιουσία που κληρονόμησε. Ο παπά Φώτης, όμως, λεει στο Μιχελή: “Οι Αγάδες και οι νοικοκυραίοι, είναι οι δυνάμεις του κακού, που μας έπεσε ο κλήρος να παλέψουμε. Αν ρίξουμε τ’ άρματα είμαστε χαμένοι”. Και: “Αυτό θα πει άνθρωπος: να πονάς, ν’ αδικιέσαι, να παλεύεις και να μην το βάζεις κάτω. Αύριο θα πάω στο μεγάλο χωριό και θα παλέψω”. Και: “Γι’ αυτό παραγγέλνω: από αύριο όλες οι γυναίκες και τα παιδιά να μάθουν να ρίχνουν σφεντόνα. Ας είμαστε έτοιμοι”. Και: “Θα πάμε να πάρουμε με το ζόρι, την περιουσία σου. Είναι δική σου. Να μην αφήνεις κανέναν να σ’ αδικεί” (σ. 377, 378 και 380). Κι αυτά τα  λεει ένας κληρικός...
4. Και την υπέρτατη των εντολών, το “Ου φονεύσεις”, δε υπολογίζει ο παπά Φώτης, αφού μαζί με τον Μιχελή, τον Μανολιό και τον Γιαννακό κι όλους τους πρόσφυγες, πηγαίνουν για το χωριό, ξέροντας  πως στην είσοδο τους περιμένουν ο παπά Γρηγόρης και το σκυλολόι του, και δε θα τους αφήσουν να μπουν. Ο παπά Φώτης, όμως, είναι αποφασισμένος να συγκρουστεί μαζί τους. Ναι, αλλά σ’ έναν τσακωμό, με μια γροθιά, μπορείς ακόμα και να σκοτώσεις κάποιον.
“Όχι σταυρό, πετρέλαιο”, λεει ο παπά Φώτης. Και: “Θα πάμε να ζητήσουμε το δίκιο μας… Όχι στρατός της πείνας – στρατός των αδικημένων που βαρέθηκαν πια ν’ αδικούνται”. Και: “Αν χτυπηθούμε, θα χτυπήσουμε κι εμείς. Πώς μπορεί να προκόψει η δικαιοσύνη, σ’ έναν κόσμο άδικο, αν δεν είναι αρματωμένη;”. Και: “Ο παπά  Φώτης είχε αρπάξει τα διχαλωτά γένια του παπά  Γρηγόρη, με το ένα χέρι και με το άλλο του ’δινε μια γερή γροθιά στο στόμα” (σ. 414, 422, 424 και 432). 
(Ε, αυτοί είναι οι επαναστατισμοί και οι τσαμπουκάδες του Καζαντζάκη. Γι’ αυτό ίσως δεν μπόρεσε να συμβιβαστεί με τον επιστημονικό σοσιαλισμό, θέλοντας λύσεις εδώ και τώρα. Ναι, αλλά ο σοσιαλισμός έχει βάσεις κι αρχές και δεν ξέρει από εκδικήσεις, αντεκδικήσεις, ξυλοδαρμούς, δολοφονίες και βάλε. Μ’ αυτά τίποτε δε γίνεται. Τι θα πετύχει κανείς αν δολοφονήσει, ας πούμε, έναν πλουτοκράτη; Απολύτως τίποτε. Θα φύγει απ’ τη μέση ένας και θα ξεπεταχτούν πολλά άλλα πλουτοκρατάκια: οι κληρονόμοι του. Ή δολοφονείς ένα τύραννο... και παίρνει τη θέση του κάποιος άλλος της φάρας του. Να μην ξεχάσουμε και τους αναρχικούς άλλων εποχών. Δολοφονούσαν έναν “κακό” αυτοκράτορα  - βασιλιά, πρωθυπουργό – κι έπαιρνε τη θέση του ο “καλός” διάδοχος του και τρέχα γύρευε. Αυτοί οι “επαναστάτες” είναι ή βαλτοί, ή παρεξηγημένοι. Θέλουν τον λήσταρχο καπιταλισμό, αλλά τον θέλουν πονόψυχο. Να δίνουν, δηλαδή, οι πλούσιοι ένα πιάτο φαγί και στους φτωχούς. 
Ύστερα, αυτά τα λατρεύει ο καπιταλισμός: είναι τα δεκανίκια του. Οι άνθρωποι να φαγώνονται μεταξύ τους έτσι για το τίποτα, αλλά και να πανηγυρίζουν για κάτι που δεν αξίζει και τόσο τον κόπο. Η χούντα, για παράδειγμα, βοήθησε το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα, όσο κανένας άλλος, μέχρι τότε. Επίσης, στη Νότια Αμερική το ποδόσφαιρο δοξάζεται κι όμως εκεί ή δυστυχία είναι ξεχειλισμένη: τα παιδιά πεθαίνουν στους δρόμους απ’ την πείνα.
Επίσης, ο καπιταλισμός και οι θρησκείες θέλουν να υπάρχουν παραλήδες και πεινασμένοι - τυχεροί και άτυχοι, έξυπνοι και χαζοί – αλλά οι πάμπλουτοι να είναι “φιλόπτωχοι” και μεγαλόκαρδοι). 
Πάει στο καλό του, λοιπόν, και το “Ου φονεύσεις”. Κοντολογίς , ο Νίκος Καζαντζάκης, μέσα απ’ την τέχνη, μας λεει πως τα παραγγέλματα που δίνουν στους ανθρώπους, οι διάφορες θρησκείες, δε βρίσκουν εφαρμογή στην καθημερινή ζωή τους: δε λύνουν κανένα πρόβλημά τους. Επίσης, πως όλες οι θρησκείες σιγοντάρουν τις άρχουσες τάξεις όλων των καπιταλιστικών κρατών.
Δηλαδή, πως δεν υπάρχει άνθρωπος, που μπορεί να κλειστεί μες στο κονάκι του, περιμένοντας το θάνατο, όταν του λείπει το φαγί, μόνο και μόνο για να μην παραβιάσει τους νόμους της πολιτείας, ή τις ηθικές αρχές της θρησκείας.
Αυτός είναι ο Καζαντζάκης. Ασφαλώς όχι από σκοπού έπαιζε το παιχνίδι των θρησκειών. Δηλαδή, είναι σα να μας λεει: “Ναι, υπάρχουν οι κακοί παπάδες – ο παπά Γρηγόρης - έχουμε όμως και καλούς – ο παπά Φώτης - που παλαντζάρουν κάπως τα πράγματα και μ’ αυτούς θα προχωρήσει η ζωή”.

****

Επίσης, σ’ αυτό το γράψιμο φαίνεται κι αυτό που λεει ο Γάλλος Νομπελίστας, ποιητής και μυθιστοριογράφος ο Αντρέ Ζιντ (1869 - 1951): “Τίποτε δεν μπορεί να γράψει ένας λογοτέχνης αν δεν αναφερθεί και στα δικά του, έστω και καμουφλαρισμένα”.
Πράγματι, ο Μανολιός – αυτόν διάλεξαν, οι άρχοντες, ν’ αναπαραστήσει το Χριστό -  βγάζει στο πρόσωπό του κάτι φουσκάλες. Αυτό το πρόβλημα το είχε κι ο Καζαντζάκης στη Βιέννη το 1922. Λένε, μερικοί κριτικοί πως  μάλλον ψυχολογικό ήταν το πρόβλημα, αφού με το που έφυγε απ’ τη Βιέννη καθάρισε το πρόσωπό του. Όχι, η λευχαιμία του έφταιγε, για τις φουσκάλες.
Θα σταθώ για λίγο σ’ αυτές τις φουσκάλες, που παρουσιάζονταν, κατά καιρούς, στο πρόσωπο του Καζαντζάκη, γιατί λέγονται πολλά κι ακαταλαβίστικα. Η Λιλή Ζωγράφου (1922 - 1998), για παράδειγμα, που έγραψε ένα αξιόλογο βιβλίο για τον Καζαντζάκη, “Ένας Τραγικός”, μας λεει πως οι φουσκάλες οφείλονταν στο κακό διαιτολόγιο του. Μα πού τα ήξερε αυτά ή Ζωγράφου; Μήπως ήταν γιατρός και μάλιστα είχε ασθενή της τον Καζαντζάκη;
Η δεύτερη γυναίκα, πάλι του Καζαντζάκη, η Ελένη Σαμίου που του αφιέρωσε ένα βιβλίο με τίτλο, “Ο Ασυμβίβαστος”, το κάνει σαν την πέρδικα με τα περδικάκια της, λέγοντας και ξαναλέγοντας, πως ο Καζαντζάκης είχε την υγειά του,  και πως είχε γερή κράση κτλ. Μα πως μπορούμε να λέμε τέτοια πράγματα για έναν άνθρωπο που πάσχει από λευχαιμία; Ο Καζαντζάκης έπρεπε ν’ αλλάζει συνέχεια το αίμα του, για να μπορεί να στέκεται στα πόδια του. Αν λοιπόν, δεν ήταν αυτός άρρωστος, ποιοι είναι οι άρρωστοι; Ο Νικηφόρος Βρεττάκος αναφέρεται στη λευχαιμία, λέγοντας: 
“Ως το τέλος του παλεύει, (ο Καζαντζάκης), αδιάκοπα με την αρρώστια του αίματός του. Είναι ταχτικός πελάτης της Πανεπιστημιακής Κλινικής του Φράιμπουργκ, Γερμανία”  (“Νίκος Καζαντζάκης, η αγωνία του και το έργο του”, “Βιβλιοαθηναϊκή”, Αθήνα, Χωρίς χρονολογία, σ. 726).
Μήπως, λοιπόν, είχε δίκιο ο Τζωρζ Μπέρναντ Σω (1856 - 1950), που έλεγε, για τους κριτικούς της τέχνης: Η χαζή ομοταξία των ανθρώπων που νομίζουν πως τα ξέρουν όλα.  
Λοιπόν, αυτός είναι ο Καζαντζάκης και πρέπει να τα λέμε όλα γι’ αυτόν, αν θέλουμε να μπούμε στο ζουμί του έργου του κι αν θέλουμε να καταλάβουμε τις αγωνίες κι ανησυχίες του. Ο Καζαντζάκης ακόμα κι όταν έπαιρνε διαζύγιο από μια φιλοσοφία, κρατούσε αυτά που νόμιζε πως του χρειάζονταν. Απ’ τον κομμουνισμό - σοσιαλισμό ξέκοψε, για παράδειγμα, γύρω στα 1930, λέγοντας: “Εκεί – στη Σοβιετική Ένωση – ενδιαφέρονται για την ύλη κι όχι για το πνεύμα”.  Κι όμως μέχρι το τέλος του βίου του υπήρξε κι επαναστάτης, έστω και κάπως παρεξηγημένος, και βλέπουμε ατόφια επαναστατικά κηρύγματα, όχι μόνο στο “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, αλλά και στ’ άλλα του μυθιστορήματα.
Στο “Ζορμπά” του, ο συγγραφέας – δηλαδή ο ίδιος ο Καζαντζάκης – λεει: “Μακάρι να πάνε καλά οι δουλειές του λιγνίτη. Να οργανώσουμε ένα είδος κομμούνα, όπου όλοι να δουλεύουμε, όλα να ’ναι κοινά, να τρώμε μαζί όλοι το ίδιο φαΐ, να ντυνούμαστε τα ίδια ρούχα, σαν αδέλφια” (“Ζορμπάς” σ. 74).
Και: “Δε φτάνει να κρυώνεις με τους άλλους. Σύρε φωνή. Κάνε έφοδο. Όσοι πεινούν, όσοι κρυώνουν, εμπρός όλοι μαζί, πάρτε τα σκεπάσματα που περισσεύουν, σκεπάστε τη γύμνια σας” (“Αναφορά στο Γκρέκο”, σ. 469).
Και: “Η καρδιά μου πήρε να χτυπάει για τους ανθρώπους που πεινούν κι αδικούνται. Δε βαστούν πια και κάνουν έφοδο. Όλο μου το κρητικό αίμα οσμίστηκε επανάσταση” (Απόσπασμα από γράμμα, που έστειλε απ’ τη Μόσχα, το 1927, ο Καζαντζάκης, στον Παντελή Πρεβελάκη). Και: “Ο πλούσιος δε θέλει ν’ αλλάξει τίποτε: μήτε Θεό, μήτε πατρίδα, μήτε καλοπέραση. Είναι βολεμένος” (“Αναφορά”, σ. 152).
Και για την προεπαναστατική Κίνα: “Μαζεύει ο Κινέζος τις κλωτσιές, τις βρισιές, τις αδικίες... και μια μέρα η καρδιά του θα ξεχειλήσει. Θα προφτάσουν τότε οι ξένοι στόλοι να σώσουν τους άσπρους λαιμούς;” (“Ο βραχόκηπος”, σ. 130).
Επίσης, ο Καζαντζάκης, δέχτηκε το Βραβείο Ειρήνης που του έδωσαν όλα τα σοσιαλιστικά κράτη τον Ιούνη του 1956. Η απόφαση της Επιτροπής είχε παρθεί μ’ απόλυτη ομοφωνία, στις 7 Απρίλη του 1955.  Ενώ όχι μόνο δεν το δέχτηκε,  αλλά ούτε καν τους απάντησε ο Ηλίας Βενέζης (1904 - 1973). Η επιτροπή είχε αποφασίσει, στην αρχή, να το δώσει σ’ αυτόν. Τέτοια, όμως, ήταν η τρομάρα που πήρε – αν είναι δυνατόν! – επειδή τον προτίμησαν οι Σοσιαλιστικές Χώρες.
Ο Καζαντζάκης, όμως, δεν ήξερε από τέτοιους φόβους. Μόνο μερικές επιφυλάξεις είχε: πως δεν το άξιζε, το Βραβείο, μια και δεν ήταν κομμουνιστής. Έγραψε, λοιπόν, στην Επιτροπή Βράβευσης λέγοντάς τους πως καλό θα ήταν αν το έδιναν σ’ έναν λογοτέχνη λαϊκό αγωνιστή, προτείνοντας, τον Κώστα Βάρναλη (1883 – 1974), ή το Θέμο Κορνάρο (1907 – 1970).  Όταν, όμως του είπαν πως προτιμούσαν αυτόν, το δέχτηκε.
Ναι, ο Καζαντζάκης ήταν μεγαλόψυχος. Μα  κι όταν η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας  ήταν πρόεδρος, αποφάσισε να τον προτείνει για το Βραβείο Νόμπελ, αυτός τους είπε: “Δέχομαι μόνον αν προταθεί μαζί μου κι ο Άγγελος Σικελιανός”. Μάλιστα, επειδή ο Σικελιανός (1884 - 1951), δεν ήταν γνωστός στην Ευρώπη – δεν είχε μεταφραστεί - ο Καζαντζάκης έδινε διαλέξεις στο Παρίσι, στο Λονδίνο και αλλού, προβάλλοντας το έργο του. Πολλά πουλάκια κελαηδούν να γίνουν περιστέρια...

                                                      

* Γιώργος Μακρίδης
Λογοτέχνης-Θεατρικός Συγγραφέας-Αυστραλία