1.5.12

Η λογοτεχνική μας γωνιά

Η μουσταλευριά... οι απ' έξω.


Μάνος Κατράκης-Ειρήνη Παππά στην Ηλέκτρα του Κακογιάννη
της Ρένας Ραψομανίκη


Πώς ν’ αντέξεις τόση ευτυχία;
Πώς να την κρατήσεις μόνο για τον εαυτό  σου;
Ασφυκτιάς, φουσκώνεις και θέλεις να την εκμυστηρευτείς, να την μοιραστείς, αλλιώς καταντάει κολοβή. 
Μα σε ποιον να μιλήσεις, που όλα πρέπει να μείνουν στο σκοτάδι της παρανομίας; 
Η αντίδραση της κόρης , ωστόσο,  ήταν ενθαρρυντική. 
-Μαμά, λάμπεις ολόκληρη. Η ευτυχία σου φωνάζει από μακριά και την αξίζεις. Βασανίστηκες τόσο στην διάρκεια της αρρώστιας. 
-Έχω προδώσει τον πατέρα σου, θα πάω στην κόλαση.
Αναμασούσε τα επιχειρήματα του ορθολογισμού αποζητώντας συμπαράσταση, λαχταρούσε ν' ακούσει τον ίδιο της τον αντίλογο από το στόμα κάποιου τρίτου.
-Έδωσες στον μπαμπά περισσότερα απ’ όσα μπορούσες, τότε που έπρεπε. Είναι ώρα ν' ασχοληθείς μόνο με τη δική σου ζωή.
-Με τι μάτια  θα τον συναντήσω εκεί πάνω;
Αν εσύ θα πας στην κόλαση κι εκείνος είναι εκεί πάνω, προφανώς δεν θα τον συναντήσεις ποτέ. 
-Μαμά, πρέπει να ξεκολλήσεις από τον παραχριστιανικό κύκλο. Δεν μπορείς να πατάς σε δυο βάρκες. Σου κάνει κακό σ’ αυτή την φάση  ζωής.
-Αν απομακρυνθώ από την εκκλησία,  θα είμαι τελεσίδικα καταδικασμένη.
-Δεν βγάζουμε άκρη. Πώς μπορώ να σε πείσω; Μίλησε μου καλύτερα για 'κείνον.
-Έβγαλε τα μαύρα ρούχα από το σώμα μου και το μαύρο χρώμα από την καρδιά μου. Θέλω να τον γνωρίσεις, θα ενθουσιαστείς μαζί του.
-Ας μην το κάνουμε οικογενειακή υπόθεση, είναι καθαρά προσωπικό σου θέμα, κι έτσι ας μείνει.
Όσα κι αν λέει με λέξεις, η καρδιά της δεν εγκρίνει.
-Λες, να μιλήσω στ’ αδέλφια σου;
-Δεν νομίζω πως είναι καλή ιδέα. Ξέρεις πόσο εξιδανικευμένη έχουν οι άντρες την εικόνα της μάνας. Είναι η μόνη γυναίκα που αρνούνται να την σκεφτούν σαν θηλυκό. Καμιά φορά σκέφτομαι πως θα  ανακουφίζονταν  αν μάθαιναν πως η ύπαρξή τους οφείλεται σε παρθενογένεση. Δεν θα καταλάβουν, άστο καλύτερα.
-Θ’ ακούσεις τουλάχιστον μια εκπομπή του;
-Μμμ… θα το κάνω για σένα αν και ξέρεις πως δεν ακούω ΥΕΝΕΔ, από πεποίθηση.
-Καταλαβαίνω, τον θεωρείς φασίστα και ντρέπεσαι που πήρε την θέση του δημοκράτη πατέρα σου, τον έχω προδώσει και σ' αυτό.
Νερό στο μουρτάρι…
-Μαμά, σε παρακαλώ πάψε να κάνεις συγκρίσεις. Δεν βοηθάει και δεν έχει νόημα. 
Ήξεις, αφήξεις.  Νιώθει αλληλέγγυη μαζί μου ως γυναίκα μα,  ως θυγατέρα, λατρεύει τον πατέρα .
Η Ρούλα  είχε διδαχτεί στο σχολείο για τα πάθη των Ατρειδών, δεν είχε όμως την ακαδημαϊκή μόρφωση για αναλύσεις και εμβαθύνσεις. Μα με τη σοφία  του απλού ανθρώπου μπορούσε να διαισθανθεί τις προεκτάσεις του Φρόιντ.  Αντιλαμβανόταν με την καρδιά περισσότερο παρά με τον νου το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας. 
Όχι, δεν πήρε την  συμπαράσταση που αποζητούσε παρά μόνο στα λόγια, κι αυτό δεν έφτανε.

Να εξομολογηθώ!
Να τα βγάλει από μέσα της και να τα εναποθέσει στα πόδια του Χριστού προσβλέποντας στην μεγαλοψυχία του. Εκείνος βίωσε την ανθρώπινη φύση, έζησε στιγμές αδυναμίας, μεταμελήθηκε. Γι αυτό ξέρει να συγχωρεί.
Διάλεξε έναν εξομολογητή γνωστό για τις προοδευτικές του απόψεις.  Κάποιος που δεν είναι αρτηριοσκληρωτικός  θα μπορούσε ίσως να καταλάβει, να πάρει υπόψη τα ελαφρυντικά   και να συγχωρήσει στο όνομα του Χριστού.
Άφησε τον απολογητικό χείμαρρο να ξεχυθεί από την καρδιά στο στόμα. Δεν την διέκοψε, μα και δεν την άφησε να μαντέψει τις σκέψεις του. Δεν βοηθούσε που δεν έβλεπε την έκφρασή του προσώπου. Δεν της το επέτρεπε η στάση συντριβής: το κεφάλι σκυφτό, τα μάτια χαμηλωμένα .
Μεσολάβησε μια πηχτή σιωπή - ιδιαίτερα μεγάλη της φάνηκε. 
-Γιατί, ευλογημένη, πήγες και μπλέχτηκες με παντρεμένο; Ανίερο...  να μπαίνεις ανάμεσα σ’ εκείνον και την οικογένεια ... ο γάμος είναι ιερό μυστήριο . Αν έχεις ανάγκη για άντρα, είμαστε κι εμείς εδώ.
Κάτι δεν είχε καταλάβει καλά!
-Είναι λιγότερο ανίερο να  μπω ανάμεσα σε σας και την εκκλησία; Η ιεροσύνη είναι  δευτεροκλασάτο μυστήριο; Ούτε ξέρει πού βρήκε το θάρρος  να αντιμιλήσει.
-Δεν λέω… και η εκκλησία… αλλά και η οικογένεια… μουρμούρισε ο παπάς μέσα από τα δόντια του και της απαγόρευσε την κοινωνία. Η συγγνώμη προϋπέθετε έμπρακτη μεταμέλεια. Της ζητούσε να απαρνηθεί την ίδια τη ζωή. Η βούλα της εκκλησίας έπεφτε για μια ακόμα φορά καταδικαστική επάνω της.

Φαίνεται πως υπήρχε κι άλλος που φουρκίστηκε γιατί δεν τον προτίμησε. Άρχισε να  κατακλύζεται από ανώνυμα τηλεφωνήματα. Μια αλλοιωμένη –  δεν μπορούσε να πει αν ακούσια ή σκόπιμα –  φωνή πρόφερε μια και μόνο επονείδιστη λέξη: πουτάνα…Με μια ιδιαίτερη έμφαση στο "ου" που ακουγόταν  μακρόσυρτο. Στα ελάχιστα λεπτά που η γραμμή έμενε ανοιχτή, άκουγε τη λαχανιασμένη ανάσα,  ο αντρικός πόθος διαχεόταν μέσα από τα σύρματα και ο εξευτελισμός  την έλουζε πατόκορφα. Την πρώτη φορά το θεώρησε τυχαίο – δεν υπάρχει γυναίκα που να μην έχει αντιμετωπίσει τύπους που εκτονώνονται με ανώμαλους τρόπους. Σοκαρίστηκε, αλλά το προσπέρασε. Τα τηλεφωνήματα συνεχίζονταν αποδεικνύοντας πως είχε γίνει στόχος κάποιου κακοήθη. Ο φόβος έγινε τρόμος κι ο τρόμος πανικός όταν διαπίστωσε πως δεν ήταν πια σύμπτωση. Τα τηλεφωνήματα γίνονταν λίγα λεπτά μετά την αναχώρηση του Μάνου. Κάποιος γείτονας ή, το πιο πιθανόν ,συγκάτοικος. Η ανωμαλία βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής και η αίσθηση ανασφάλειας την έκανε να ανατριχιάζει σύγκορμη. Άρχισε να κάνει εικασίες. 

Ζούσε δεκαπέντε χρόνια στην ίδια πολυκατοικία και, καθώς ήταν  ανοιχτόκαρδη και κοινωνική , διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους περισσότερους ενοίκους. Χρησιμοποιώντας  τη μέθοδο του αποκλεισμού, κατέληξε στο πρόσωπο που συγκέντρωνε τις περισσότερες πιθανότητες. Το ζευγάρι του πέμπτου ορόφου είχε εκδηλώσει πολύπλευρα την διάθεση να βοηθήσει στο διάστημα που ακολούθησε τον θάνατο του άντρα της. Ήταν την εποχή που καμία ανθρώπινη σχέση δεν μπορούσε να την παρηγορήσει και είχε απωθήσει ευγενικά όλες τις προτάσεις τους. Θυμάται πως ο άντρας είχε γίνει ως και πιεστικός και, παρόλο που εκτιμούσε την καλή του πρόθεση, είχε αναγκαστεί να εκφράσει έντονη δυσφορία γιατί δεν συμμεριζόταν την ανάγκη της για απομόνωση. Ακολούθησε μια ψυχρότητα, συνέχισαν όμως  να καλημερίζονται ευγενικά, να ανταλλάσσουν καθημερινές κοινοτοπίες όταν χρησιμοποιούσαν  μαζί το ασανσέρ, να κάνουν αλληλοεξυπηρετήσεις όπως το αμοιβαίο πότισμα των γλαστρών σε περιόδους διακοπών,  να ανταλλάσσουν χειροποίητα γλυκίσματα και ευχές τις γιορτινές μέρες.

Τώρα τα έβλεπε όλα με μια άλλη οπτική. Δεν είχε σιγουρευτεί – και πώς θα μπορούσε; - μα και μόνη η υποψία την τρομοκρατούσε. Εκείνο το πρωί μπαίνοντας στην είσοδο τον είδε να περιμένει  το ασανσέρ. Το τελευταίο που θα ήθελε ήταν να κλειστεί μαζί του στον μικρό κλειστοφοβικό χώρο. Προσποιήθηκε πως κάτι είχε ξεχάσει, έκανε μεταβολή, περίμενε λίγο απ’ έξω και ξαναμπήκε, σίγουρη πως τον είχε αποφύγει. 
Αμ δε! 
Τον είδε στην ίδια θέση και τώρα δεν υπήρχε οδός διαφυγής. Καλημερίστηκαν τυπικά, αλλά τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Τώρα ήταν  υποψιασμένη, κι όσο κι αν προσπαθούσε να υποκριθεί την ανήξερη, υπήρχε μια υπόγεια ένταση που έκανε τα δευτερόλεπτα της ανάβασης ατέλειωτα. Δεν αντάλλαξαν  λέξη, μα η χροιά της  λαχανιασμένης ανάσας του  την  διαβεβαίωνε πως οι υποψίες της ήταν βάσιμες. Βγαίνοντας, τον άκουσε – ή μήπως η εξημμένη φαντασία της το δημιούργησε; - να σιγοψιθυρίζει μέσα από τα δόντια του τη λέξη που είχε γίνει ο εφιάλτης του τελευταίου καιρού: πουτάνα… Με το μακρόσυρτο "ου" να μπήγει τα δόντια του στη σάρκα της.

Συνεχίζεται...