1.3.12

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΑΣ ΓΩΝΙΑ


Η μουσταλευριά...κολασμένη;


Στην τέταρτη εγκυμοσύνη το κουβέντιασαν διστακτικά και ενοχικά.
Ένα ακόμα στόμα… μια δυσβάσταχτη υποχρέωση.
Ένα καινούργιο μέλος στην οικογένεια απειλούσε να πάρει την μπουκιά από το στόμα των παιδιών που είχαν ήδη αποκτήσει υπόσταση και δικαιώματα.
Εκείνο ήταν ακόμα μια σκιά, δεν είχε πρόσωπο, δεν μπορούσε να παραπονεθεί, δεν είχε φωνή, δεν μπορούσε να παρακαλέσει.


Να απαλλαγούν!
Μια κουβέντα είναι!
Ειδικά αν προέρχεσαι από θεοφοβούμενη οικογένεια.
Ο ένας πάσχιζε να καταπραΰνει την αγωνία του άλλου, ο ένας πάλευε να πείσει τον άλλο χωρίς να έχει πείσει τον εαυτό του, ο ένας προσπαθούσε να κατασιγάσει τις αμφιβολίες του άλλου.


Αφού κατάπιε αδιαμαρτύρητα δηλητήρια και μαντζούνια που αποδείχτηκαν αναποτελεσματικά, αφού οι προσπάθειες με τα πυρωμένα τούβλα πάνω στην μήτρα έμειναν άκαρπες, άνοιξε, η ταλαίπωρη, τα πόδια στον μακελάρη γιατρό που την κατακρεούργησε.
Μαύρο, πίσσα της κόλασης, το χρώμα του πρωινού της ταπείνωσης.
Κι αυτό δεν ήταν παρά μόνο η αρχή.
Όταν ο άντρας έτεινε το χέρι κρατώντας τη συμφωνημένη αμοιβή, ο γιατρός τα μέτρησε σκεφτικός και του επέστρεψε τα μισά.
Όχι, δεν θυμήθηκε τον όρκο του Ιπποκράτη «ουδέ γυναικί πεσσόν φθόριον δώσω ».
Μα δεν τα είχε, λέει, καταφέρει και θα έπρεπε να πάνε στην Αθήνα για την ολοκληρωτική λύση.
Είδαν – δεν ήθελαν και πολύ - το χέρι της μοίρας που τους απέτρεπε από μια εγκληματική πράξη. Μα ήταν πια εγκλωβισμένοι, ο δρόμος δεν είχε επιστροφή. Κανείς δεν μπορούσε να τους εγγυηθεί την αρτιότητα ενός εμβρύου που είχε υποστεί τόσο βάρβαρη απόπειρα αποκόλλησης.
Ταξίδεψε μόνη μέχρι την πρωτεύουσα. Ο άντρας έπρεπε να μείνει με τα παιδιά. Βρήκε μια δικαιολογία για τους γονείς της – θα πέθαινε από ντροπή αν το μάθαιναν.
Γύρισε σπίτι με την ψυχή ανάπηρη.
Αν κάποτε είχε φανταστεί την εγκυμοσύνη σαν τιμωρία, η ηθελημένη διακοπή της ήταν η κόλαση αυτοπροσώπως.

Ο άντρας δεν πέρασε την μπόρα αδιάφορος, δεν του έλειπε η ευαισθησία.
Μα η περιπέτεια άγγιξε μόνο την ψυχή του, δεν την βίωσε στο κορμί του.
Και να με συμπαθάτε που δεν δέχομαι την πολυδιαφημισμένη ανωτερότητα του πνεύματος.
Η ζωή μας διαφεντεύεται από το γήινο, το χωμάτινο, το φθαρτό κομμάτι μας. Οι ορμόνες που εκκρίνει, χορεύοντας το πολύπλοκο βαλς τους, καθορίζουν τα συναισθήματά μας. Πότε θα κλάψουμε, πότε θα γελάσουμε, πότε θα συγκινηθούμε, πότε θα αναριγήσουμε, πότε θα τρομάξουμε, πότε θα μεθύσουμε χωρίς αλκοόλ, πότε θα πετάξουμε χωρίς φτερά, πότε θα ζαρώσουμε από φόβο, πότε θα ψηλώσουμε από περηφάνια, πότε θα ερωτευτούμε, πότε θα νιώσουμε τα γόνατα να λυγίζουν, πότε θα ιδρώσουν οι παλάμες, πότε θα αναψοκοκκινίσει το πρόσωπο, πότε θα γίνουν άτακτοι οι χτύποι της καρδιάς … Μια ορμόνη για κάθε περίσταση.
Εκείνος δεν είχε νιώσει το γάλα, που είχε ήδη σχηματιστεί στο στήθος της, να γυρίζει πίσω. Δεν είχε νιώσει το βιολογικό αλαλούμ που συντελέστηκε μέσα της μέχρι οι αδένες να καταλάβουν τι είχε συμβεί ερήμην τους και να πάψουν να εκκρίνουν άχρηστες πια ουσίες.

Τέσσερις φορές ακόμα βίωσε την οδυνηρή εμπειρία.
Η μία χειρότερη από την άλλη.
Σε κάποιες καταστάσεις η επανάληψη αντί να εξοικειώνει, επιδεινώνει.
Και ο πνευματικός να μην δέχεται τα ελαφρυντικά και να απαγορεύει την κοινωνία.
Κολασμένη και με την βούλα της εκκλησίας.


Συνεχίζεται...
Αναρτήθηκε από