Ό,τι ισχύει για τη χήνα, πρέπει να ισχύει και για την Τουρκία
του Ted Galen Carpenter – Δημοσίευση: 12 Μαΐου 2025
Οι ΗΠΑ και οι εκπρόσωποι του ΝΑΤΟ επαναλαμβάνουν συχνά πως πιστεύουν σε μια διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες. Δεν ισχύει.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ έχουν τονίσει επανειλημμένα πως η χρήση βίας από τη Ρωσία για την κατάληψη ουκρανικών εδαφών είναι καταδικαστέα. Επέμειναν σε αυτή τη θέση το 2014, όταν το Κρεμλίνο απάντησε στον ρόλο της Δύσης στην ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου, φιλορώσου προέδρου της Ουκρανίας, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, καταλαμβάνοντας την Κριμαία και προσαρτώντας την κατόπιν ενός νοθευμένου δημοψηφίσματος.
Η στάση των ΗΠΑ και της Ευρώπης έγινε ακόμη πιο σκληρή τον Φεβρουάριο του 2022, όταν η Ρωσία κλιμάκωσε την αντιπαράθεση με το Κίεβο εξαπολύοντας γενική εισβολή και καταλαμβάνοντας μεγάλα τμήματα της περιοχής του Ντονμπάς. Η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της αντέδρασαν άμεσα με ένα νέο πακέτο ακόμη πιο αυστηρών κυρώσεων κατά της Μόσχας. Παράλληλα, εμβάθυναν την εμπλοκή τους, προσφέροντας στρατιωτική βοήθεια και πωλήσεις όπλων στο Κίεβο, μετατρέποντας ουσιαστικά τη σύγκρουση Ρωσίας–Ουκρανίας σε έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας.
Η υποκρισία του ΝΑΤΟ στο ζήτημα της κατάληψης εδαφών με τη βία είναι εξοργιστική. Το ίδιο το ΝΑΤΟ διέπραξε το ίδιο αδίκημα όταν βομβάρδισε τη Σερβία το 1999, προκειμένου να εξαναγκάσει το Βελιγράδι να παραδώσει τον έλεγχο της επαρχίας του Κοσσυφοπεδίου. Επιπλέον, ένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, η Τουρκία, έχει διαπράξει κατάφωρες πράξεις επιθετικότητας εις βάρος τριών γειτονικών χωρών — της Κύπρου, του Ιράκ και της Συρίας — για να αποσπάσει παράνομα εδαφικά οφέλη. Το ΝΑΤΟ ως συμμαχία και οι Ηνωμένες Πολιτείες ως ηγετική δύναμή του έχουν ανεχθεί την απείθαρχη αυτή συμπεριφορά της Άγκυρας, ακόμη και όταν επιδεικνύουν απόλυτη αγανάκτηση για την αντίστοιχη συμπεριφορά της Μόσχας.
Τα τουρκικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974, υποτίθεται για να προστατεύσουν τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι αποτελούσαν λιγότερο από το 20% του πληθυσμού του νησιού και εμπλέκονταν επανειλημμένα σε βίαιες συγκρούσεις με την πολυπληθέστερη ελληνοκυπριακή κοινότητα. Στην περίπτωση αυτή, μετά την αρχική επέμβαση, οι τουρκικές δυνάμεις επεκτάθηκαν πέρα από τις κυρίως τουρκοκυπριακές περιοχές στα βόρεια και κατέλαβαν άμεσα περιοχές ελληνικής εθνοτικής σύνθεσης, δημιουργώντας χιλιάδες πρόσφυγες.
Η τουρκική επιθετικότητα κατά της Κύπρου υπήρξε πιο προκλητική και εκτεταμένη από την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία ή ακόμη και από την κατάληψη επαρχιών του Ντονμπάς μετά τη μεγάλη εισβολή του Κρεμλίνου το 2022. Σήμερα, η Μόσχα ελέγχει περίπου το 20% της Ουκρανίας. Όταν οι τουρκικές δυνάμεις ολοκλήρωσαν την επίθεσή τους στην Κύπρο, κατείχαν σχεδόν το 40% της χώρας.
Η αντίδραση της Ουάσιγκτον στην επιθετικότητα της Άγκυρας υπήρξε στην καλύτερη περίπτωση χλιαρή. Πολλοί επικριτές υποστηρίζουν ότι ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ υποστήριζε σιωπηλά τις ενέργειες της Τουρκίας. Στρατιωτικοί κύκλοι στην Ουάσιγκτον σίγουρα δεν ήθελαν να έρθουν σε ρήξη με τους Τούρκους ομολόγους τους. Η έντονη οργή στο Κογκρέσο για το γεγονός ότι ένα μέλος του ΝΑΤΟ διέπραξε τόσο απροκάλυπτη επιθετική ενέργεια οδήγησε στην επιβολή ορισμένων κυρώσεων κατά της Τουρκίας, όμως οι υποστηρικτές της Άγκυρας στον εκτελεστικό τομέα και στη βιομηχανία άμυνας φρόντισαν από την πρώτη στιγμή να τις αποδυναμώσουν. Μέσα σε λίγα χρόνια, τα τιμωρητικά μέτρα είχαν σχεδόν εξαφανιστεί και η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας επέστρεψε στην κανονικότητα. Το 1978, το Κογκρέσο ήρε το εμπάργκο πώλησης όπλων προς την Τουρκία.
Οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν άργησαν να βολευτούν με το να μετατραπεί το Κυπριακό σε μια «παγωμένη» σύγκρουση. Χρόνο με τον χρόνο, οι υποτιθέμενες προσπάθειες διαμεσολάβησης των ΗΠΑ για πολιτική επανένωση της Κύπρου κατέληγαν σε ελάχιστη πρόοδο. Πάνω από μισό αιώνα μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή, η Άγκυρα ελέγχει ουσιαστικά το βόρειο τμήμα του νησιού μέσω ενός κρατιδίου-μαριονέτας που δημιούργησε. Πάνω από 100.000 έποικοι από την Τουρκία μεταφέρθηκαν στα κατεχόμενα μεταξύ 1974 και 2005, αντικαθιστώντας τους Ελληνοκύπριους κατοίκους που εκδιώχθηκαν κατά τον πόλεμο.
Η Κύπρος αποτελεί το πιο εμβληματικό παράδειγμα της χρήσης στρατιωτικής ισχύος από την Άγκυρα για την κατάληψη εδαφών, αλλά δεν είναι το μοναδικό. Μετά την ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν το 2003 και την ίδρυση της αυτόνομης Κουρδικής Περιοχής στο βόρειο Ιράκ, τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις πραγματοποίησαν δεκάδες εισβολές. Κατά την πρώτη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, η Άγκυρα προχώρησε σε ακόμη πιο εκτεταμένες επιχειρήσεις σε περιοχές του βορείου τμήματος της Συρίας που τελούσαν υπό κουρδικό έλεγχο. Η τουρκική κυβέρνηση δεν έχει προχωρήσει σε επίσημες εδαφικές διεκδικήσεις στις δύο χώρες, αλλά ελέγχει ουσιαστικά σημαντικές ζώνες πέραν των συνόρων της με αμφότερους τους γείτονές της.
Η υποτιθέμενη προσήλωση της Ουάσιγκτον σε μια διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες είναι ψευδεπίγραφη. Ιδίως όταν πρόκειται για τη χρήση βίας με στόχο την εδαφική κατάκτηση. Οι ηγέτες των ΗΠΑ παρακολούθησαν σχεδόν αδιάφορα την Ισραηλινή κατάληψη και τελικά προσάρτηση των Υψιπέδων του Γκολάν της Συρίας μετά τον πόλεμο του 1967. Ούτε και όταν οι διαδοχικές ισραηλινές κυβερνήσεις εγκαθιστούσαν εποίκους στη Δυτική Όχθη, εκτοπίζοντας βίαια τους Παλαιστίνιους κατοίκους, υπήρξε κάποια σοβαρή αντίδραση από την Ουάσιγκτον. Πιο πρόσφατα, οι ΗΠΑ συνεργάστηκαν ενεργά με τις ισραηλινές προσπάθειες για κυριαρχία στη Γάζα και την εκδίωξη των Παλαιστινίων από την περιοχή.
Τουλάχιστον οι ενέργειες αυτές του Ισραήλ αρχίζουν να προσελκύουν ευρεία διεθνή προσοχή και αυξανόμενη καταδίκη. Οι εδαφικές καταπατήσεις μιας άλλης απείθαρχης συμμάχου των ΗΠΑ, της Τουρκίας, περνούν σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητες επί δεκαετίες. Αυτή η στάση πρέπει να αλλάξει. Οι ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών οφείλουν να επιβάλλουν ακόμη υψηλότερα πρότυπα σε ένα μέλος του ΝΑΤΟ απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα όταν πρόκειται για στρατιωτική επιθετικότητα και παράνομη κατάληψη εδαφών. Η αντίθεση ανάμεσα στην οργισμένη καταδίκη των ρωσικών ενεργειών στην Ουκρανία και την ανοχή απέναντι στις ακόμη πιο προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας στη Συρία, το Ιράκ και — κυρίως — στην Κύπρο, είναι τόσο εντυπωσιακή όσο και αποκρουστική.
Ο Δρ. Ted Galen Carpenter είναι συντάκτης συνεργάτης στο 19FortyFive και ανώτερος ερευνητής στο Randolph Bourne Institute και στο Libertarian Institute. Διετέλεσε ανώτερο στέλεχος πολιτικής κατά τη διάρκεια 37 ετών στο Cato Institute. Είναι συγγραφέας 13 βιβλίων και περισσότερων από 1.300 άρθρων για θέματα άμυνας, εξωτερικής πολιτικής και πολιτικών ελευθεριών. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το «Unreliable Watchdog: The News Media and U.S. Foreign Policy» (2022).