12.3.19

ΔΝΤ: «Έρχεται νέο Μνημόνιο για την Ελλάδα - Μειώστε το αφορολόγητο πάρτε κι άλλα μέτρα»

Δεν έχουν περάσει παρά επτά μήνες από την υποτιθέμενη «έξοδο» από τα μνημόνια και ήδη το ΔΝΤ προαναγγέλλει ότι θα η Ελλάδα θα αναγκαστεί να μπει εκ νέου σε ένα ακόμα μνημόνιο παρά το γεγονός ότι κατάφερε να δανειστεί από τις αγορές καθώς διαβλέπει πολλαπλούς κινδύνους εκτροχιασμού της ελληνικής οικονομίας, κυρίως εξαιτίας των δικαστικών αποφάσεων για τις μνημονιακές περικοπές συντάξεων και την κατάργηση των Δώρων στο Δημόσιο

Μέσα σε όλα αυτά προσθέτει και την εκλογική αβεβαιότητα και την ακύρωση μνημονιακών παρεμβάσεων, στην πρώτη μεταμνημονιακή έκθεσή του για τη χώρα μας.
Το ΔΝΤ ζητεί να προετοιμαστεί προληπτικό σχέδιο αντιμετώπισης των δημοσιονομικών απειλών από τις δικαστικές αποφάσεις, να εφαρμοστεί κανονικά η μείωση του αφορολογήτου ορίου από το 2020, ώστε να υπάρξει μείωση άμεσων φόρων και να επανεξεταστεί η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων.
Παράλληλα, επικρίνει την αύξηση του κατώτατου μισθού και χαρακτηρίζει ευάλωτη την κατάσταση των τραπεζών, ζητώντας να υπάρξει κεφαλαιακή ενίσχυσή τους (είτε μέσω αύξησης κεφαλαίου είτε, δεδομένης της έλλειψης ζήτησης για μετοχές, με τη χρήση κεφαλαιακών εργαλείων που δεν προκαλούν διάχυση -non diluting capital instruments) και να δοθεί προτεραιότητα σε μέτρα μείωσης των «κόκκινων» δανείων χωρίς κρατική βοήθεια, προτού εξεταστεί η προοπτική χρήσης κρατικής βοήθειας.
Το βασικό σενάριο της έκθεσης προβλέπει επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022 και στη συνέχεια πρωτογενές πλεόνασμα 3% το 2023 και 2,8% το 2024, ενώ σημειώνει ότι η Ελλάδα έχει την πρόθεση να αποπληρώσει πρόωρα μέρος του χρέους της προς το Ταμείο. Εντούτοις, οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ έχουν αφιερώσει ειδική ενότητα σε ένα «καθοδικό σενάριο» (downside scenario), στο οποίο η Ελλάδα θα δυσκολευτεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της από το 2021 και θα χρειαστεί δραστικά δημοσιονομικά μέτρα, αναδιάρθρωση χρέους ή νέα χρηματοδοτική στήριξη, δηλαδή νέο Μνημόνιο!
Η έκθεση υπολογίζει το πιθανό δημοσιονομικό κόστος των δικαστικών αποφάσεων σε 9,4 δισ. ευρώ (4,9% του ΑΕΠ) για την καταβολή αναδρομικών, ενώ η πρόσθετη ετήσια δημοσιονομική επιβάρυνση που θα προκύψει εκτιμάται ότι θα φθάσει τα 1,5 δισ. ευρώ (0,8% του ΑΕΠ).
Οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ αναγνωρίζουν ότι «η οικονομική ανάκαμψη στην Ελλάδα επιταχύνεται και διευρύνεται», ότι «η ικανότητα αποπληρωμής του χρέους είναι επαρκής» και ότι «οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου παραμένουν διαχειρίσιμες στο βασικό σενάριο», αλλά προσθέτουν ότι «εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές αδυναμίες και αυξανόμενα καθοδικά ρίσκα» και ότι «εάν ορισμένοι δημοσιονομικοί κίνδυνοι επιβεβαιωθούν, η ικανότητα αποπληρωμής θα μπορούσε να αντιμετωπίσει προκλήσεις σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα». Στο πλαίσιο αυτό, εντοπίζουν πέντε βασικούς κινδύνους:
1. Πισωγυρίσματα έναντι προηγούμενων μεταρρυθμίσεων (υψηλός κίνδυνος, με πιθανότητες από 30% έως 50%): Η μεταρρυθμιστική κόπωση μπορεί να επιβραδύνει την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ή να οδηγήσει σε πισωγυρίσματα, ιδίως λόγω πολιτικών πιέσεων ενόψει των επικείμενων εκλογών. Οι δικαστικές αποφάσεις για ακύρωση μνημονιακών μέτρων μπορεί να λάβουν χαρακτήρα χιονοστιβάδας.
2. Έντονη επιδείνωση της εμπιστοσύνης προς τις τράπεζες (μεσαίου μεγέθους κίνδυνος με πιθανότητες 10%-30%): Καθυστερήσεις στην εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών μπορεί να επιδεινώσουν δραστικά το επενδυτικό και καταθετικό κλίμα.
3. Μικρότερη ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης (μεσαίος κίνδυνος με πιθανότητες 10%-30%): Μεγαλύτερες των προβλεπομένων αρνητικές επιδράσεις των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στην ανάπτυξη και καθυστερήσεις στις επενδύσεις λόγω πολιτικής αβεβαιότητας υπάρχει κίνδυνος να περιορίσουν την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης.
4. Ραγδαία επιδείνωση των παγκόσμιων οικονομικών συνθηκών (υψηλός κίνδυνος με πιθανότητες από 30% έως 50%).
5. Αύξηση του διεθνούς προστατευτισμού με ενίσχυση των εμπορικών πολέμων (υψηλός κίνδυνος με πιθανότητες 30%-50%).
Οι βασικές συστάσεις
Το ΔΝΤ εξακολουθεί να προβλέπει για την Ελλάδα ισχνή μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη που οριακά θα ξεπερνά το 1% σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και συνιστά και πάλι να εφαρμοστεί η προνομοθετημένη μείωση του αφορολόγητου ορίου το 2020, προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για μειώσεις φορολογικών συντελεστών στο εισόδημα των φυσικών προσώπων και τα κέρδη των επιχειρήσεων.
Επιπλέον, το Ταμείο συνιστά για άλλη μια φορά μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας, μεταρρυθμίσεις για περαιτέρω άνοιγμα των αγορών προϊόντων και ενίσχυση του επιχειρηματικού και επενδυτικού κλίματος. Εξάλλου, όπως αναμενόταν, τάσσεται κατά μιας νέας ρύθμισης οφειλών προς το Δημόσιο με πολλές δόσεις.
Pronews