του Δημήτρη Τσαϊλά, Υποναυάρχου ε.α.
Περισσότερο από μισό αιώνα μετά την τουρκική εισβολή του 1974, η Κύπρος παραμένει το μακροβιότερο παράδειγμα στρατιωτικής κατοχής επί ευρωπαϊκού εδάφους. Η Άγκυρα εξακολουθεί να επικαλείται το πρόσχημα της «προστασίας» των Τουρκοκυπρίων, ωστόσο, η ιστορική πραγματικότητα αποκαλύπτει ότι πρόκειται για έναν ισχυρισμό χωρίς βάση.

Η παραποίηση της ιστορίας
Ητουρκική στρατιωτική επιχείρηση εξελίχθηκε σε δύο φάσεις. Η πρώτη, τον Ιούλιο του 1974, προβάλλεται μέχρι σήμερα ως «ειρηνευτική» ενέργεια για την αποτροπή της Ένωσης Κύπρου και Ελλάδας μετά το πραξικόπημα της χούντας. Όμως, το επιχείρημα αυτό κατέρρευσε άμεσα, καθώς το στρατιωτικό καθεστώς στην Αθήνα κατέρρευσε λίγες ημέρες αργότερα, εξαφανίζοντας κάθε πιθανό κίνδυνο για τους Τουρκοκυπρίους.
Παρά ταύτα, η Άγκυρα εξαπέλυσε δεύτερη, πολύ ευρύτερη εισβολή, ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη οι συνομιλίες της Γενεύης. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι στόχος δεν ήταν η προστασία πληθυσμών, αλλά η κατάληψη εδάφους, μια πολιτική που ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ ανέχθηκε για λόγους ψυχροπολεμικής σκοπιμότητας. Το αποτέλεσμα ήταν η de facto διχοτόμηση του νησιού, ο εκτοπισμός περίπου 200.000 Ελληνοκυπρίων και η συστηματική αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης μέσω εποικισμού από την Ανατολία.
Σήμερα, ακόμη και οι γνήσιοι Τουρκοκύπριοι έχουν καταστεί όμηροι αυτής της πολιτικής. Η ταυτότητα και η αυτονομία τους διαβρώνονται σταδιακά από τον αυταρχικό έλεγχο της Άγκυρας.
Το παράδειγμα της Γάζας
Εάν η διεθνής κοινότητα θεωρεί εφικτή μια λύση για τη Γάζα με σταδιακή αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων και διεθνή επιτήρηση, όπως προβλέπει το σχέδιο Τραμπ και υποστηρίζει ο πρόεδρος Ερντογάν, τότε γιατί να μην ισχύσει η ίδια λογική για την Κύπρο;
Η αποδοχή από την Άγκυρα της αρχής των διεθνών παρατηρητών στη Γάζα αποδεικνύει ότι αναγνωρίζει την ανάγκη για εξωτερική επιτήρηση στο πλαίσιο μιας ειρηνευτικής διαδικασίας. Ωστόσο, όταν πρόκειται για την Κύπρο, η Τουρκία απορρίπτει κάθε ανάλογο μηχανισμό. Αυτή η στάση αποκαλύπτει την προφανή αντίφαση και την υποκρισία της τουρκικής πολιτικής.

Ένας ρεαλιστικός οδικός χάρτης
Η επίλυση του Κυπριακού μπορεί να στηριχθεί σε ένα ρεαλιστικό σχέδιο, που θα εξασφαλίζει την ασφάλεια και των δύο κοινοτήτων χωρίς κατοχή:
- Σταδιακή και επαληθεύσιμη αποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων, σύμφωνα με το μοντέλο της Γάζας.
- Ανάπτυξη διεθνών παρατηρητών, από κράτη-μέλη της Ε.Ε. και χώρες των Συμφωνιών του Αβραάμ, για τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
- Πραγματική προστασία των Τουρκοκυπρίων, μέσω πολυμερών εγγυήσεων, όχι μέσω της διαρκούς τουρκικής παρουσίας.
- Απομάκρυνση των παράνομων αρχών των κατεχομένων, όπως των Ερσίν Τατάρ, Μεχμέτ Αλί Ταλάτ και Ντερβίς Έρογλου, των οποίων η πολιτική δραστηριότητα στερείται διεθνούς νομιμοποίησης.
- Άμεση απελευθέρωση Ελληνοκυπρίων πολιτών που, σύμφωνα με καταγγελίες, κρατούνται μετά από επισκέψεις στις περιουσίες τους στο βόρειο τμήμα του νησιού.
Ένα τέτοιο πλαίσιο θα αποκαθιστούσε τη νόμιμη κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας και θα εξασφάλιζε τη συνύπαρξη όλων των Κυπρίων σε συνθήκες ειρήνης και δικαιοσύνης.
Η στρατηγική διάσταση
Το Κυπριακό δεν αποτελεί απλώς μια περιφερειακή διαφορά, αλλά ζήτημα αρχών και αξιοπιστίας της Ευρώπης. Η συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή σε έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπονομεύει το κύρος του διεθνούς δικαίου, την ίδια στιγμή που η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ το επικαλούνται σε άλλες κρίσεις, από την Ουκρανία έως τη Μέση Ανατολή.
Αν η Τουρκία επιθυμεί να αναδειχθεί σε υπεύθυνη περιφερειακή δύναμη, οφείλει να επιδείξει συνέπεια και σεβασμό των κανόνων. Η ίδια λογική που επικαλείται ο Ερντογάν για τη Γάζα, σταδιακή απεμπλοκή και διεθνής επιτήρηση, πρέπει να εφαρμοστεί και στην Κύπρο.
Ώρα για συνέπεια και θάρρος
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η διεθνής κοινότητα οφείλουν να απαιτήσουν την πλήρη εφαρμογή των αρχών που επικαλούνται. Η ειρήνη δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, ούτε η κυριαρχία διαπραγματεύσιμη.
Η αποχώρηση του τουρκικού στρατού από την Κύπρο δεν θα είναι μόνο αποκατάσταση μιας ιστορικής αδικίας, αλλά και επανεπιβεβαίωση της διεθνούς τάξης βασισμένης σε κανόνες. Μια ειρηνική, επαληθεύσιμη και δίκαιη διαδικασία θα επιτρέψει στις δύο κοινότητες να συνυπάρξουν με ασφάλεια και αξιοπρέπεια, εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Η Κύπρος δεν αξίζει τίποτα λιγότερο.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security(INIS), και του Strategy International (SI) και του Research Institute for European and Ameri can Studies (RIEAS).
