Thomas Fazi
Ο πραγματικός νικητής της ευρωπαϊκής πολιτικής έναντι της Ρωσίας
– Η «αυτοχειρία» της ΕΕ μέσω κυρώσεων συνεχίζεται
Ανικανοποίητη, φαίνεται, από τις ήδη σοβαρές οικονομικές και βιομηχανικές συνέπειες των κυρώσεων των τελευταίων τριών ετών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε στις αρχές του μήνα ένα νέο σχέδιο πλήρους απεξάρτησης από τις ρωσικές ενεργειακές εισαγωγές εντός διετίας – συμπεριλαμβανομένου του φυσικού αερίου, του υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), του πετρελαίου και του εμπλουτισμένου ουρανίου για τα πυρηνικά εργοστάσια.
Στο πλαίσιο της αναθεωρημένης στρατηγικής REPowerEU, η Επιτροπή δεσμεύθηκε να απαγορεύσει μέχρι τα τέλη του 2025 τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου μέσω της spot αγοράς — τόσο για τα υφιστάμενα όσο και για τα μελλοντικά συμβόλαια, τα οποία σήμερα αντιστοιχούν στο ένα τρίτο των αγορών φυσικού αερίου της ΕΕ. Παράλληλα, πρότεινε την κατάργηση όλων των μακροπρόθεσμων ενεργειακών συμβολαίων με τη Ρωσία έως το 2027.
Πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Ρωσία προμήθευε την πλειοψηφία του φυσικού αερίου της ΕΕ μέσω αγωγών. Έκτοτε, το μερίδιο της Ρωσίας στις ευρωπαϊκές εισαγωγές φυσικού αερίου μειώθηκε από 45% το 2021 σε 19% το 2024, με πρόβλεψη περαιτέρω μείωσης στο 13% το 2025. Ωστόσο, η Ρωσία παραμένει ο τρίτος μεγαλύτερος προμηθευτής αερίου της ΕΕ μετά τη Νορβηγία και την Αλγερία. Για να καλύψει το κενό, η Ευρώπη στράφηκε στο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), το οποίο πλέον καλύπτει το 50% των συνολικών εισαγωγών αερίου — σχεδόν οι μισές ποσότητες αυτού προέρχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το πρόβλημα είναι πως το LNG είναι πολύ ακριβότερο και αστάθμητο σε σχέση με το αέριο αγωγών. Ενώ οι εισαγωγές μέσω αγωγών εξασφαλίζονται με μακροχρόνιες συμβάσεις, οι τιμές του LNG εξαρτώνται από τη διεθνή spot αγορά και επηρεάζονται από τις χρηματοπιστωτικές κερδοσκοπίες και τις γεωπολιτικές αναταράξεις — οδηγώντας έτσι σε υψηλότερο κόστος και μεγαλύτερη αβεβαιότητα.
Το ειρωνικό είναι ότι, ενώ η ΕΕ μειώνει τις εισαγωγές αερίου μέσω αγωγών από τη Ρωσία, αυξάνει τις αγορές ρωσικού LNG. Μόνο στους πρώτους τέσσερις μήνες του 2025, οι παραδόσεις ρωσικού LNG προς την Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 12% σε ετήσια βάση. Γιατί; Εν μέρει επειδή μια πλήρης και άμεση διακοπή δεν ήταν ποτέ εφικτή· επιπλέον, χώρες όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία αρνήθηκαν ρητά να ανταλλάξουν το φθηνό ρωσικό αέριο με το πανάκριβο αμερικανικό LNG. Υπάρχει όμως και νομικός λόγος: πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες δεσμεύονται από μακροχρόνιες συμβάσεις τύπου «take-or-pay» με Ρώσους προμηθευτές. Βάσει αυτών — οι περισσότερες υπεγράφησαν πριν το 2022 — ο αγοραστής είναι υποχρεωμένος να πληρώσει για τις συμφωνημένες ποσότητες είτε τις παραλάβει είτε όχι. Έτσι, η συνέχιση των εισαγωγών, ακόμα και σε υψηλότερες τιμές, αποτελεί οικονομικά λογική επιλογή.
Οι κύριοι εισαγωγείς ρωσικού LNG σήμερα είναι η Γαλλία, η Ισπανία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Ιταλία. Αφού επαναεριοποιηθεί (δηλαδή μετατραπεί ξανά σε φυσικό αέριο), διοχετεύεται στο ευρωπαϊκό δίκτυο και τελικά φτάνει και σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία. Παράλληλα, ρωσικό αέριο μέσω αγωγών συνεχίζει να ρέει στην Ευρώπη — και, προς έκπληξη πολλών, και στην Ουκρανία — μέσω του αγωγού TurkStream, που διασχίζει την Τουρκία και καταλήγει σε Βουλγαρία, Σερβία και Ουγγαρία, την ώρα που άλλες κύριες οδεύσεις (Yamal-Europe, Nord Stream, Ουκρανία) έχουν διακοπεί.
Ωστόσο, η Κομισιόν επιδιώκει τώρα να σταματήσει πλήρως αυτό το καθεστώς. «Πέρυσι πληρώσαμε ακόμα 23 δισ. ευρώ στη Ρωσία για εισαγωγές ενέργειας», δήλωσε ο Επίτροπος Ενέργειας της ΕΕ Νταν Γιόργκενσεν. «Δεν θέλουμε να εισάγουμε ούτε ένα μόριο στο μέλλον. Για την ασφάλειά μας και για την αλληλεγγύη μας προς την Ουκρανία». Η πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν προσέθεσε: «Τώρα είναι η στιγμή για την Ευρώπη να κόψει ολοκληρωτικά τους ενεργειακούς δεσμούς με έναν αναξιόπιστο προμηθευτή. Οι πόροι ενέργειας που φτάνουν στην ήπειρό μας δεν πρέπει να χρηματοδοτούν τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας».
Η ΕΕ υιοθετεί σκληρή στάση απέναντι σε Ουγγαρία και Σλοβακία –
Η αποβιομηχάνιση της Ευρώπης επιταχύνεται υπό το βάρος των ενεργειακών επιλογών της Κομισιόν
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε αυστηρότερη στάση έναντι της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας, οι οποίες εξακολουθούν να καλύπτουν το 80% των αναγκών τους σε πετρέλαιο από τη Μόσχα. Οι δύο χώρες είχαν εξαιρεθεί από το έκτο πακέτο κυρώσεων, που απαγόρευσε τις θαλάσσιες εισαγωγές ρωσικού αργού από τα τέλη του 2022 και των διυλισμένων προϊόντων από τον Φεβρουάριο του 2023. Πλέον, θα κληθούν να υποβάλουν σχέδια για την πλήρη κατάργηση των εισαγωγών έως το 2027. Παράλληλα, η Επιτροπή εξετάζει τρόπους να επιτρέψει σε ευρωπαϊκές εταιρείες να επικαλεστούν ρήτρες «ανωτέρας βίας» για να απεμπλακούν από συμβάσεις ρωσικού αερίου χωρίς νομικές κυρώσεις.
Η Κομισιόν εξετάζει επίσης την απαγόρευση νέων ενεργειακών συμβολαίων με τη Ρωσία και την επιβολή νέων κυρώσεων στις υφιστάμενες εισαγωγές. Ωστόσο, τέτοια μέτρα αναμένεται να προσκρούσουν σε βέτο από την Ουγγαρία και τη Σλοβακία. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας Πέτερ Σιγιάρτο: «Το πολιτικά υποκινούμενο σχέδιο της Επιτροπής να απαγορεύσει τη ρωσική ενέργεια αποτελεί σοβαρό λάθος. Απειλεί την ενεργειακή ασφάλεια, εκτοξεύει τις τιμές και παραβιάζει την εθνική κυριαρχία». Δύσκολα μπορεί κανείς να διαφωνήσει.
Οι υψηλές τιμές LNG — ιδίως του αμερικανικού — έχουν πλήξει σοβαρά τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά και τη βιομηχανία. Η πρόσφατη έκθεση του Μάριο Ντράγκι επιβεβαίωσε πως οι αυξημένες ενεργειακές δαπάνες είναι βασικός λόγος της υποχώρησης της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας. Οι επιχειρήσεις της ΕΕ πληρώνουν σήμερα 2-3 φορές περισσότερα για ρεύμα και 4-5 φορές περισσότερα για φυσικό αέριο σε σχέση με τις αμερικανικές. Οι συνέπειες είναι σφοδρές: τρία συνεχόμενα έτη πτώσης της βιομηχανικής παραγωγής, στασιμότητα και — σε μεγάλο μέρος της Δυτικής Ευρώπης — πλήρης αποβιομηχάνιση, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη Γερμανία.
Παρότι η Γερμανία, όπως και άλλες χώρες, αντιμετώπιζε προϋπάρχοντα προβλήματα, είναι σαφές ότι το ενεργειακό κόστος αποτελεί πλέον τη σοβαρότερη απειλή για τη βιομηχανία της. Πολλές επιχειρήσεις έχουν ήδη ξεκινήσει να μεταφέρουν την παραγωγή τους στο εξωτερικό. Σύμφωνα με αναφορές, μεγάλοι χημικοί όμιλοι εξετάζουν ακόμη και την πλήρη αποχώρησή τους από την Ευρώπη. Όπως σημειώνει έκθεση, «αυτές οι μετατοπίσεις συμβαίνουν ενώ το ενεργειακό κόστος στην Ευρώπη παραμένει εξαιρετικά υψηλό εδώ και σχεδόν τρία χρόνια». Ο χημικός κλάδος — ο οποίος αντιπροσωπεύει το 5–7% της βιομηχανικής παραγωγής της ΕΕ και απασχολεί 1,2 εκατ. άτομα — βρίσκεται υπό τεράστια πίεση. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Χημικής Βιομηχανίας έχει ήδη προειδοποιήσει για το ενδεχόμενο κλεισίματος άνω των 11 εκατ. τόνων παραγωγικής δυναμικότητας σε 21 μεγάλες εγκαταστάσεις και ζητά άμεση παρέμβαση.
Η Κομισιόν, ωστόσο, φαίνεται να αγνοεί τις εκκλήσεις. Μια πλήρης απαγόρευση του ρωσικού αερίου από την ΕΕ πιθανότατα θα αποτελούσε το τελειωτικό πλήγμα στη βιομηχανική βάση της Ευρώπης. Η ήπειρος όχι μόνο θα εξαναγκαζόταν να εισάγει ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες ακριβού LNG — κυρίως από τις ΗΠΑ — αλλά, καθώς η Ρωσία θα κατευθύνει τις εξαγωγές της σε πιο μακρινές αγορές, το κόστος μεταφοράς θα αυξάνεται, οδηγώντας σε ακόμη μεγαλύτερες διακυμάνσεις και ανατιμήσεις στο παγκόσμιο κόστος αερίου.
Ποια είναι, λοιπόν, η λογική πίσω από αυτή την πολιτική που μοιάζει με ενεργειακή αυτοχειρία; Το επίσημο επιχείρημα — ότι η ρωσική ενέργεια «χρηματοδοτεί τη μηχανή πολέμου του Πούτιν» — είναι αδύναμο. Η Ρωσία πληρώνει στρατιώτες και φτιάχνει όπλα σε ρούβλια, όχι σε δολάρια ή ευρώ. Αν πουλήσει το αέριο της στην Ευρώπη, την Κίνα ή την Ινδία έχει μικρή διαφορά. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι γραφειοκράτες στις Βρυξέλλες το γνωρίζουν — γεγονός που υποδηλώνει ότι ο πραγματικός στόχος δεν είναι η αποδυνάμωση της ρωσικής πολεμικής ικανότητας, αλλά η αποτροπή οποιασδήποτε μελλοντικής εξομάλυνσης των σχέσεων ΕΕ–Ρωσίας.
Αυτό κατέστη σαφές από τις δηλώσεις του νέου καγκελάριου της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος δεσμεύτηκε να κάνει «τα πάντα» ώστε ο αγωγός Nord Stream 2 — που υπέστη δολιοφθορά με υποθαλάσσια έκρηξη το 2022, πιθανώς από ουκρανική παραστρατιωτική ομάδα — να μην ξαναλειτουργήσει ποτέ. Η φον ντερ Λάιεν ενέταξε μάλιστα τον Nord Stream στο «νέο πακέτο κυρώσεων» που ετοιμάζει η Επιτροπή της. Σύμφωνα με τους Financial Times, συζητήσεις στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες για την παρεμπόδιση της επαναλειτουργίας του Nord Stream πυροδοτήθηκαν από αναφορές για κοινό ενδιαφέρον ρωσικών και αμερικανικών επιχειρηματικών κύκλων να διερευνήσουν τρόπους επανέναρξης των ροών.
Η απόφαση του Μερτς να υποστηρίξει μόνιμη απαγόρευση του Nord Stream δεν είναι απλώς οικονομικά παράλογη — αποτελεί και ουσιαστική νομιμοποίηση της σοβαρότερης πράξης βιομηχανικής δολιοφθοράς στην ιστορία της Ευρώπης, ένα γεγονός που παραμένει ακόμη ανεξιχνίαστο, ιδίως ως προς τη γνώση που ενδεχομένως είχε η γερμανική κυβέρνηση και οι σύμμαχοί της. Επιπλέον, δείχνει πλήρη αδιαφορία για την αυξανόμενη λαϊκή απαίτηση εντός Γερμανίας για αποκατάσταση των σχέσεων με τη Ρωσία στον ενεργειακό τομέα. Πρόσφατη δημοσκόπηση κατέδειξε ότι το 49% των κατοίκων του Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας — εκεί όπου καταλήγει ο αγωγός — στηρίζουν την επαναλειτουργία του. Παράλληλα, το AfD, που πλέον καταγράφει ποσοστά άνω του 20% σε εθνικό επίπεδο, ζητά επίσημα το άνοιγμα του Nord Stream — θέση που αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη υποστήριξη από επιχειρηματικούς κύκλους αλλά και στελέχη των CDU και SPD.
Γιατί η επαναλειτουργία του Nord Stream έχει νόημα — και γιατί η ΕΕ την απορρίπτει
Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί η επαναλειτουργία του αγωγού Nord Stream έχει και οικονομική και στρατηγική λογική: το ρωσικό φυσικό αέριο είναι φθηνότερο, πιο σταθερό και λιγότερο ρυπογόνο από το αμερικανικό LNG, το οποίο παράγεται μέσω της ιδιαίτερα επιβαρυντικής τεχνικής της υδραυλικής ρωγμάτωσης (fracking) και μεταφέρεται χιλιάδες χιλιόμετρα με πλοία. Το αντεπιχείρημα που ακούγεται συχνότερα είναι ότι ο Nord Stream δημιούργησε μια «ανεύθυνη εξάρτηση από το ρωσικό αέριο». Όμως, όπως σημείωσε Γερμανός αναλυτής, για μεγάλο χρονικό διάστημα, πρώτα η Σοβιετική Ένωση και στη συνέχεια η Ρωσία συνέχισαν απρόσκοπτα να προμηθεύουν τη Γερμανία με ενέργεια, παρά τις γεωπολιτικές κρίσεις και εντάσεις. Αυτό συνεχίστηκε ακόμη και όταν η Δύση εξαπέλυσε οικονομικό πόλεμο συνοδευόμενο από επιθετική ρητορική, ακόμη και μετά την αποστολή γερμανικών όπλων στην Ουκρανία και την τρομοκρατική επίθεση στον ίδιο τον αγωγό. Η ρωσική πλευρά επανειλημμένα δήλωσε πως εναπόκειται στη Γερμανία να αποφασίσει αν θέλει να ξαναρχίσουν οι ροές.
Κι όμως, η γερμανική και ευρωπαϊκή ηγεσία παραμένει αδιάλλακτα αντίθετη σε κάθε ιδέα επαναπροσέγγισης. Γιατί; Μερικώς εξαιτίας μιας βαθιά ριζωμένης εχθρότητας προς τη Ρωσία. Όμως υπάρχουν και βαθύτερες γεωπολιτικές δυνάμεις που καθοδηγούν τις εξελίξεις. Η παγκόσμια αγορά LNG βρίσκεται σε συνθήκες περιορισμένης προσφοράς. Ελάχιστες χώρες διαθέτουν πλεονάζουσα εξαγωγική δυνατότητα. Οι ΗΠΑ — που αυτή την περίοδο ενισχύουν μαζικά τις υποδομές LNG — βρίσκονται σε μοναδική θέση για να επωφεληθούν. Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε θέσει το LNG στο επίκεντρο της εμπορικής του στρατηγικής, πιέζοντας την ΕΕ να αγοράζει περισσότερο για να περιοριστεί το εμπορικό έλλειμμα. Αυτό αποκαλύπτει την υποκρισία της ρητορικής των Βρυξελλών περί «στρατηγικής αυτονομίας». Παρότι δημοσίως δήθεν αντιτάσσονται στον Τραμπ, οι ευρωπαίοι ηγέτες εφαρμόζουν στην πράξη τις απαιτήσεις του — ακόμη κι αν αυτό επιταχύνει την οικονομική παρακμή της Ευρώπης.
Όπως παρατήρησε χαρακτηριστικά ένας Γερμανός σχολιαστής: «Η σχεδιαζόμενη απαγόρευση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία — και τα πάντα να κάνουν με τον εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ. Η ΕΕ παραδίδεται στον Τραμπ. Το τίμημα αυτής της παράδοσης θα είναι καταστροφικό, ιδίως για τη Γερμανία».
Ας μην ξεχνάμε και την οικολογική υποκρισία. Το αμερικανικό LNG έχει πολύ υψηλότερο αποτύπωμα άνθρακα από το ρωσικό αέριο μέσω αγωγών — τόσο λόγω της εξόρυξής του με fracking όσο και λόγω της μακρινής θαλάσσιας μεταφοράς του. Κι όμως, είναι οι Πράσινοι της Γερμανίας, που αυτοπροσδιορίζονται ως οι κατ’ εξοχήν οικολόγοι, οι πιο σθεναροί πολέμιοι της επαναλειτουργίας του αγωγού.
Τελικά, είναι σαφές ότι η επανέναρξη των εισαγωγών ρωσικού αερίου έχει λογική σε όλα τα επίπεδα: είναι φθηνότερη, πιο αξιόπιστη, πιο φιλική προς το περιβάλλον από το LNG, και θα μπορούσε να συμβάλει στη σταθεροποίηση των γεωπολιτικών σχέσεων με τη Μόσχα. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι ηγέτες της ΕΕ κάνουν το αντίθετο: ενισχύουν την εξάρτηση από ακριβότερο, ασταθές και πιο ρυπογόνο LNG από ολόκληρο τον πλανήτη — επιταχύνοντας την αποβιομηχάνιση της Ευρώπης και τροφοδοτώντας την αντιπαράθεση με τη Ρωσία.
Ο Thomas Fazi είναι αρθρογράφος του UnHerd και μεταφραστής. Το τελευταίο του βιβλίο, σε συνεργασία με τον Toby Green, τιτλοφορείται “The Covid Consensus”.