3.2.20

Το «παράδοξο» της ρωσοφιλίας των Ελλήνων


Του Γιάννη Στεφανίδη*

Η ακτινοβολία της Ρωσίας πριν από την ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ανάγεται στην εποχή που η Μόσχα αυτοπροβαλλόταν ως «Τρίτη Ρώμη», κληρονόμος του Βυζαντίου, μοναδική ορθόδοξη χριστιανική δύναμη και, μάλιστα, ανερχόμενη. Μοναχοί και λοιποί ιερωμένοι, και, αργότερα, κοσμικοί πράκτορες ανέλαβαν να καλλιεργήσουν έντεχνα την προσδοκία της λύτρωσης που θα έφερνε ο «Μόσκοβος» για τους ραγιάδες της Ελλάδας και της λοιπής Βαλκανικής.

Τη θρησκευτική-εσχατολογική προπαγάνδα, που συνέδεε την κάθοδο της Ρωσίας προς τη θερμή θάλασσα με την κατάλυση του οθωμανικού δοβλετίου και την ανασύσταση της «βασιλείας των Ρωμαίων», δεν ακύρωσε το γεγονός ότι η τσαρίνα Αικατερίνη (η Μεγάλη) πρώτα υποδαύλισε και μετά άφησε αβοήθητους τους εξεγερμένους Έλληνες στη διάρκεια δικού της πολέμου με την Πύλη, στα 1770-71.
Στη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, η Ρωσία δεν δίστασε να συνεργαστεί με τους Οθωμανούς για να θέσουν υπό τον έλεγχό τους, ευτυχώς πρόσκαιρα, τα Επτάνησα.
Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, ο θεοσεβούμενος τσάρος Αλέξανδρος Α΄ μπορεί να θρήνησε κατ’ ιδίαν τον χαμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, αλλά αποκήρυξε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη για την αποκοτιά του στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και εξώθησε τον (συν)υπουργό του των Εξωτερικών Ιωάννη Καποδίστρια σε αναγκαστική άδεια, καθώς προτίμησε να ευθυγραμμιστεί με την Αυστρία και τη λοιπή Ιερά Συμμαχία κατά των επαναστατημένων Γραικών.
Ο διάδοχος του Αλέξανδρου, Νικόλαος A΄, συμμετείχε στον τριεθνή συνασπισμό με Αγγλία και Γαλλία που επενέβη για να σωθεί η Επανάσταση πάνω στην ώρα που τρεμόσβηνε, έπειτα από τις αδελφοκτόνες έριδες των Ελλήνων και την επέμβαση των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ. Ωστόσο, όταν η Ρωσία κήρυξε πόλεμο κατά των Οθωμανών, το 1828, το έκανε για τις Παραδουνάβιες και όχι για την Ελλάδα. Ενδεικτικό της στάσης του τσαρικού καθεστώτος, και παρά την εγνωσμένη συμπάθεια πολυάριθμων Ρώσων για την Επανάσταση, είναι το γεγονός ότι μόνο δύο ονόματα Ρώσων καταγράφονται στο σύνολο των 1200 περίπου Φιλελλήνων που πολέμησαν για την ελευθερία της Ελλάδος.
Απτόητη η ελληνική ρωσοφιλία, με ρίζες βαθιές στο χριστεπώνυμο πλήρωμα που υποδέχθηκε με φρίκη τις δυτικές επιρροές στο νεοσύστατο βασίλειο, ιδίως η μονομερής ανακήρυξη αυτοκέφαλης (διάβαζε: εθνικής) Εκκλησίας της Ελλάδος, κορυφώθηκε στα χρόνια του Κριμαϊκού Πολέμου. Οι Αγγλογάλλοι ανέλαβαν να επαναφέρουν στην τάξη το ανήσυχο έθνος που αδημονούσε να ταχθεί στο πλευρό του ομόδοξου τσάρου.
Ακολούθησε ο μακρύς, και εν πολλοίς ξεχασμένος, χειμώνας των ελληνορωσικών σχέσεων: έξαρση του πανσλαβισμού στη Ρωσία, υποστήριξη της Πετρούπολης προς τα βουλγαρικά εθνικά οράματα, γενικότερη εύνοια προς τον σλαβικό παράγοντα στα Βαλκάνια, παροξυσμός της σλαβοφοβίας στην Ελλάδα, με αποκορύφωμα τα «Ευαγγελικά» – και αφορμή την έκδοση των Ευαγγελίων στη δημοτική, με τα «ρούβλια» της βασιλίσσης Όλγας, η οποία βεβαίως ετύγχανε ρωσίδα πριγκίπισσα.
Στους Βαλκανικούς Πολέμους η Πετρούπολη αλληθώριζε προς τους Σλάβους αδελφούς της, ενώ ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν ευοδώθηκε η πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου υπέρ της έγκαιρης – και επωφελούς – συμμετοχής της Ελλάδος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν και η αξίωση της τσαρικής Ρωσίας να κρατήσει για λογαριασμό της την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά στη μεταπολεμική μοιρασιά μεταξύ των συμμάχων της Αντάντ.
Παράγοντας που συνέβαλε στην ελληνική ήττα στη Μικρά Ασία στάθηκε η συνδρομή που απλόχερα προσέφερε η σοβιετική, πλέον, Ρωσία στο κεμαλικό κίνημα, συνδρομή υλική όσο και στρατηγική, καθώς οι Μπολσεβίκοι όχι μόνο συνέργησαν στην καταστροφή της νεοσύστατης Αρμενίας αλλά και χάρισαν στον Κεμάλ πρώην οθωμανικές επαρχίες στον Καύκασο.
Στη διάρκεια του μεσοπολέμου, η ελεγχόμενη από τη Μόσχα Κομμουνιστική Διεθνής καλλιέργησε την ιδέα της «ενιαίας και ανεξάρτητης» Μακεδονίας (και Θράκης), ιδέα που απειλούσε ευθέως την ελληνική εδαφική ακεραιότητα και έριχνε τη σπορά της «μακεδονικής» εθνογένεσης. Όταν δε η ναζιστική Γερμανία κατέκτησε την Ελλάδα το 1941, η εταίρος της στο Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ έσπευσε να διακόψει τις διπλωματικές της σχέσεις με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση.
Αν και δεν έλαβε καμιά βοήθεια από τη Σοβιετική Ένωση στην Κατοχή και τα Δεκεμβριανά, το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα πάσχισε να φέρει τη χώρα στην τροχιά της αυτοκρατορίας του Στάλιν, επιλέγοντας την οδό του εμφυλίου πολέμου. Εξίσου κυνικός στην εξωτερική του πολιτική με τσάρους (και τσαρίνες) της Αγίας Ρωσίας, ο Στάλιν μεταχειρίστηκε τους Έλληνες συντρόφους του ως αναλώσιμο πιόνι στη μεγάλη σκακιέρα της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και τη δυσάρεστη τροπή του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών, η Σοβιετική Ένωση κέρδισε πόντους μεταξύ της ελληνικής κοινής γνώμης που καταλήφθηκε από έντονο αντιαμερικανισμό – αίσθημα που υποδαύλισε η κοντόφθαλμη πολιτική της Ουάσιγκτον, ιδίως στη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας. Ταυτόχρονα, η ελληνική Αριστερά πάσχιζε να προβάλει και το ελάχιστο ψήγμα «φιλελληνικής» στάσης, τη στιγμή που η Μόσχα ολοένα και περισσότερο έδειχνε προτίμηση για την Τουρκία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ η Άγκυρα εξαπέλυε τον «Αττίλα» στην Κύπρο το 1974, η σοβιετική διπλωματία στα Ηνωμένα Έθνη επέμενε να καταδικάζει το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας κατά του Μακαρίου και αρνιόταν να κατονομάσει την Τουρκία στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας που ακολούθησαν την εισβολή.
Έπειτα ήρθαν χρόνια ύφεσης στις ελληνοσοβιετικές σχέσεις. Μάλιστα, ο Ανδρέας Παπανδρέου επέλεξε να «πικάρει» τους δυτικούς εταίρους της χώρας με εκδηλώσεις σοβιετοφιλίας τη στιγμή που ο υπαρκτός σοσιαλισμός βρισκόταν ένα βήμα πριν από την κατάρρευση.
Για ένα διάστημα, ο ρόλος της μετασοβιετικής Ρωσίας για την Ελλάδα περιορίστηκε, με εξαίρεση την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας και τη συνταύτιση των δύο λαών με τη Σερβία του Μιλόσεβιτς. Ωστόσο, δεν ήταν μόνο η ελληνική Αριστερά που αναπολούσε τις ημέρες της σοβιετικής ισχύος.
Η εποχή των μνημονίων αναζωπύρωσε το αντιδυτικό αίσθημα στην Ελλάδα και έφερε στις πρώτες θέσεις δημοτικότητας τη Ρωσία και τον νέο ισχυρό της άνδρα. Είναι νωπές οι μνήμες του 2015, όταν ο Λαφαζάνης ως υπουργός Ενέργειας υποκλινόταν μπροστά στον Ρώσο ομόλογό του και ο Μανώλης Γλέζος προσφωνούσε τον Πούτιν «σύντροφε Βλάντιμιρ».
Όσοι ανέμεναν ρωσική βοήθεια για την κατατρόπωση των εχθρών του Έθνους ή, έστω, για την υπέρβαση των οικονομικών του αδιεξόδων, έμειναν στην αναμονή. Θρησκευόμενοι δεξιοί και ιδεοληπτικοί αριστεροί θα εξακολουθήσουν να νοσταλγούν το παρελθόν και να αναζητούν δικαίωση σε χρησμούς και προφητείες.
Στους λοιπούς μένει να αντιληφθούμε ότι, κατά κανόνα, η Ρωσία, με το όποιο πολιτειακό/ιδεολογικό περίβλημα, δεν έχει λόγο να διαταράξει τις εξωτερικές σχέσεις της – με την Ιερά Συμμαχία, την Ευρωπαϊκή Συμφωνία, τους Αγγλογάλλους, τους Γερμανούς, τους Αγγλοαμερικανούς, την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και την Τουρκία – για χάρη μιας ομόδοξης αλλά ήσσονος βαρύτητας χώρας όπως η Ελλάδα.
Κι ας ρίξουμε μια ματιά προς βορράν, και ας αναρωτηθούμε γιατί όλοι οι γείτονες του «Μόσχοβου» δεν διακρίνονται από ρωσοφιλία ανάλογη με τη δική μας. Μήπως επειδή εκείνοι, σε αντίθεση μ’ εμάς, επανειλημμένα δοκίμασαν την «θωπείαν της άρκτου» στο πετσί τους;
*Ο κ. Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του Α.Π.Θ.