1.1.20

Μονόδρομος Αθήνας η σύναψη στρατιωτικού συμφώνου Ελλάδας-Ισραήλ


Στην προσπάθεια αναχαίτισης της τουρκικής επιβουλής και της αποτροπής δημιουργίας τετελεσμένων εις βάρος της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας στο Νοτιο-Ανατολικό Αιγαίο η Ελλάδα δεν έχει πολλούς συμμάχους, ας μη γελιόμαστε. Το ισχυρό μας χαρτί, δεν είναι ασφαλώς ούτε η ανύπαρκτη στήριξη της Ευρώπης, ούτε η ευμενής ουδετερότητα της Ουάσιγκτον, ούτε οι φρεγάτες του Μακρόν, που σήμερα έρχονται και αύριο φεύγουν.



ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΡΒΑΛΙΑ
ΠΗΓΗ: HELLAS JOURNAL
Η συνεννόηση με το Ισραήλ είναι νομοτελειακά το μοναδικό όπλο με πολλαπλασιαστική ισχύ, στο βαθμό όμως που θα αποκτήσει στρατιωτική υπόσταση και αμυντικό βάθος. Μόνο το Ισραήλ υπολογίζει ο Ερντογάν ως εν δυνάμει αντίπαλο σε μια στρατιωτική αναμέτρηση που όμως και οι δύο θέλουν να αποφύγουν, γεγονός που ενισχύει την πιθανότητα αυτοσυγκράτησης εκ μέρους της Τουρκίας.
Τα μέχρι τώρα βήματα ελληνο-ισραηλινής προσέγγισης είναι ασφαλώς έργο διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων(συμπεριλαμβανομένης και αυτής του ΣΥΡΙΖΑ)πρωτίστως με τον Νετανιάχου, που θα είναι ευχής έργον να παραμείνει στην εξουσία. Ομως οι σχέσεις των δύο χωρών θα μπορούσαν να έχουν αποκτήσει πολύ γερά θεμέλια, αν δεν είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος με τις φιλο-αραβικές ιδεοληψίες και τα άσκοπα ανοίγματα του Ανδρέα και του Κάρολου Παπούλια προς τον Αραφάτ.
Σήμερα η διακρατική συνεργασία έχει φτάσει σε ικανοποιητικό επίπεδο, ιδιαίτερα στον τομέα της ενεργειακής σύμπραξης με το μεγαλεπήβολο project του αγωγού East Med, που όμως θα μείνει στα χαρτιά αν δεν υποστηριχθεί στρατιωτικά από τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Δυστυχώς όπως απέδειξε και με το ταξίδι-αστραπή στην Τύνιδα, ο Ερντογάν βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά από τις κινήσεις της ελληνικής διπλωματίας. Μοναδική απάντηση στις κυκλωτικές κινήσεις της Αγκυρας θα ήταν η έμπρακτη ενίσχυση της ελληνο-ισραηλινής συνεργασίας στο στρατιωτικό πεδίο.
Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει η Ελλάδα να προχωρήσει άμεσα σε μία εξόχως συμβολική χειρονομία προς τον Ισραηλινό λαό. Χειρονομία που θα μπορούσε να συνδεθεί με απτά ανταλλάγματα, προκειμένου να καταλήξει στον απώτατο στόχο: Την υπογραφή δηλαδή ενός αμυντικού συμφώνου «αμοιβαίας συνδρομής» σε περίπτωση εξωτερικής επίθεσης. Επί του πρακτέου δηλαδή, είναι μονόδρομος για την ελληνική διπλωματία η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως επίσημης πρωτεύουσας του Ισραήλ και η μεταφορά εκεί της ελληνικής πρεσβείας.
Η πρωτοβουλία αυτή, ως εκδήλωση έστω πρόθεσης, επιβάλλεται να γίνει πριν την επίσημη επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον, καθώς θα έχει διπλό όφελος και στον τομέα των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων προσφέροντας άπλετη ικανοποίηση στον Πρόεδρο Τράμπ. Ιδανικά δε, θα μπορούσε να εκδηλωθεί κατά την επικείμενη επίσκεψη στην Αθήνα του Νετανιάχου με αφορμή τον East Med.
Σύμφωνα με εξακριβωμένες πληροφορίες η σημερινή κυβέρνηση, βολιδοσκοπήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση στο πρόσφατο παρελθόν από ανεπίσημα κανάλια με προνομιακή πρόσβαση, τόσο στο Ισραήλ, όσο και στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα των ΗΠΑ. Πλην όμως εμφανίστηκε διστακτική για λόγους που είναι δύσκολο να εξηγηθούν, αν υποθέσει κανείς ότι ο σημερινός πρωθυπουργός δεν έχει ούτε τις δεσμεύσεις ούτε τις φιλοαραβικές αγκυλώσεις που είχαν οι προηγούμενοι.
Οι όποιες επιφυλάξεις εξαντλούνται στο γνωστό μοτίβο διατάραξης της «ελληνο-αραβικής φιλίας», αλλά και στην παρωχημένη αντίληψη ότι μπορούν να γίνουν συγκρίσεις της Ιερουσαλήμ με την διαιρεμένη Λευκωσία.
Αυτό το τελευταίο στερεότυπο διακινούν διαχρονικά συγκεκριμένοι κύκλοι του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών και «μεγαλοδιπλωμάτες» που δεν έχουν τίποτα καινούργιο να προτείνουν αλλά ξέρουν μόνο να μπλοκάρουν εναλλακτικές πρωτοβουλίες με την μέθοδο της κινδυνολογίας.
Όμως οι καιροί όμως έχουν αλλάξει. Η σύγκριση της Ιερουσαλήμ με την Λευκωσία είναι αδόκιμη και ασύμφορη. Αντιθέτως υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα πλήρους αποσύνδεσης της μίας περίπτωσης με την άλλη που ευνοούν τις ελληνικές, αλλά και τις κυπριακές επιδιώξεις στο διεθνές πεδίο. Προς αυτή την κατεύθυνση μάλιστα, το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών έχει ήδη στα χέρια του μελέτη διακεκριμένου Αμερικανοεβραίου καθηγητή του Northwestern University με εξειδίκευση στον συγκεκριμένο τομέα διεθνούς νομολογίας.
Τα Ηνωμένα Εθνη με τα δεκάδες ατελέσφορα ψηφίσματα αποδείχτηκε ότι δεν είναι φιλόξενος τόπος για να ακουστούν και πολύ περισσότερο να υιοθετηθούν οι ελληνικές θέσεις. Το είδαμε αυτό και πολύ πρόσφατα με την χλιαρή αν όχι εχθρική αντιμετώπιση των ελληνικών διαβημάτων περί της συμβατότητας του τουρκο-λιβυκού μνημονίου με το διεθνές δίκαιο.
Η νέα πραγματικότητα επομένως που διαμορφώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο επιβάλει την απαγκίστρωση από ιδεοληψίες και στερεότυπα του παρελθόντος με την υιοθέτηση μιας ευέλικτης και ρεαλιστικής διπλωματικής γραμμής. Σε ότι αφορά τους φόβους για αντιδράσεις σχετικά με την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ θα πρέπει να τονισθεί ότι Το Ισραήλ έχει πετύχει να αμβλύνει τις αντιθέσεις με σημαντική μερίδα του αραβικού κόσμου και ειδικότερα αυτήν που διάκειται εχθρικά προς τον ηγεμονικό ρόλο της Τουρκίας. Η Ελλάδα άλλωστε δεν έχει καμία ανταποδοτική υποχρέωση προς τα αραβικά κράτη καθόσον αυτά ουδέποτε μας στήριξαν έναντι της Τουρκίας, ειδικότερα στο θέμα της Κύπρου.
Επιπροσθέτως όμως και να υπάρξουν κάποιες αντιδράσεις προέχει το εθνικό συμφέρον. Και βεβαίως αυτό δεν μπορεί να ετεροπροσδιορίζεται σε σχέση με τις ευαισθησίες απρόσκλητων μουσαφιραίων που εχουν κατακλύσει την χώρα(γιατί δυστυχώς ακούστηκε και αυτό…). Κάτι ξέρουν ευρωπαικές χώρες όπως η Ουγγαρία, η Τσεχία και η γειτονική μας Ρουμανία που έσπευσαν εις πείσμα της «γραμμής Βρυξελλών» να αναγγείλουν το άνοιγμα διπλωματικών γραφείων στην Ιερουσαλήμ.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να προχωρήσει και ένα βήμα πάρα πέρα. Όμως η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ πρέπει να γίνει στο πλαίσιο συνολικότερης συμφωνίας των δύο χωρών που θα εμπεριέχει σημαντικά ανταλλάγματα προς την ελληνική πλευρά(ιδιαίτερα στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας τον οποίο φέρονται πρόθυμοι να «αναστήσουν» οι Ισραηλινοί), δημιουργώντας προυποθέσεις μίας συμμαχίας όχι συγκυριακής αλλά διαρκείας. Αυτή θα είναι και το ανάχωμα απέναντι στην επεκτατική βουλιμία του Ερντογάν. Είναι πράγματι άξιον απορίας πώς δεν το βλέπει η κυβέρνηση Μητσοτάκη…
defence-point