3.11.16

ΑΝΑΛΥΣΗ: Τί μπορεί να περιμένει από τη Ρωσία η Ελλάδα;


Η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ στην Ελλάδα συμπίπτει με μία κρίσιμη γεωπολιτική συγκυρία η οποία δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ανακατατάξεις πρώτου μεγέθους, σε ολόκληρο τον χώρο όπως αυτός ορίζεται από τον υδάτινο άξονα Μαύρη Θάλασσα – Στενά – Αιγαίο – Ανατολική Μεσόγειος.

Του Δρ. Γεωργίου Φίλη*
Την περίοδο που διανύουμε διάφοροι κρατικοί και μη-κρατικοί γεωπολιτικοί δρώντες, είναι άμεσα εμπλεκόμενοι σε έναν ανταγωνισμό που έχει προ πολλού ξεφύγει από τα στενά πλαίσια μίας πολιτικής σύγκρουσης συμφερόντων και έχει μετεξελιχτεί σε έναν περίτεχνο «χορό θανάτου» και γεωπολιτικού εκμηδενισμού του αντιπάλου.

Κρατικοί δρώντες όπως η Συρία, το Ιράκ και η Ουκρανία δεν πρόκειται ποτέ να είναι ίδιοι. Μη-κρατικοί γεωπολιτικοί δρώντες, όπως το Νταές, η Χεζμπολχά του Λιβάνου αλλά και οι διάφορες κουρδικές πολιτικές -de facto ημιανεξάρτητες- οντότητες συγκρούονται σε ένα πεδίο το οποίο αναλόγως με τις εξελίξεις θα επηρεάσει άμεσα και άλλες χώρες όπως την Τουρκία, το Ισραήλ, τον Λίβανο, την Κύπρο και την Ελλάδα.
Μέσα στο συγκεκριμένο γεωπολιτικό πλαίσιο οι μεγάλες δυνάμεις αγωνίζονται -με όρους θερμής σύγκρουσης, δια αντιπροσώπων κυρίως- για επιρροή των ιδίων και «άρνηση» του χώρου στον αντίπαλο. Μεταξύ τους η Ρωσία και οι ΗΠΑ, έχουν αναπτύξει μία αμφιλεγόμενη σχέση ανταγωνισμού και συνεργασίας στο μέτωπο της Συρίας κυρίως, ενώ η κάθε μία προσπαθεί να προσεγγίσει σημαντικές χώρες από την «σφαίρα επιρροής» του αντιπάλου.
Η σχέση -τακτικής υφής- μεταξύ της Ρωσίας με την Τουρκία όπως τουλάχιστον έχει αναπτυχθεί από τον Ιούλιο και ύστερα αποτελεί ένα ενδεικτικό παράδειγμα της σημερινής «κινητικότητας» των διαφόρων γεωπολιτικών δρώντων. Η προσπάθεια των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα στο να «αποσπαστεί» η Ουκρανία από το άρμα της Μόσχας αποτελεί ένα παράδειγμα από την άλλη πλευρά.
Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο η Ελλάδα φαίνεται πως αποτελεί το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και των δύο δυνάμεων. Η άφιξη του Σεργκέι Λαβρόφ, η οποία υπογραμμίζει το ενδιαφέρον του Κρεμλίνου για τα τεκταινόμενα στην Αθήνα αλλά και η πρώτη επίσκεψη Αμερικανού προέδρου –μετά το 1999- σε δύο εβδομάδες θέτει την χώρα στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος.
Οι λόγοι της παρουσίας των υψηλών καλεσμένων μας στην χώρα έχουν άμεση σχέση με τις γεωοικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιφέρειά μας και όχι μόνο. Αναφορικά με την επίσκεψη το Ρώσου επισήμου στην Ελλάδα το ερώτημα που τίθεται είναι το τι θα μπορούσαμε να αναμένουμε από την παρουσία του στην Αθήνα. Η πλέον ενδεικτική απάντηση για το θέμα θα μπορούσε να είναι η εξής: Πολλά και τίποτα!
Πολλά διότι η ευρύτερη συγκυρία προϊδεάζει σε μία ρωσική «κάθοδο» -κυριολεκτική και μεταφορική- στις «θερμές θάλασσες». Μονάδες του ρωσικού στόλου κατευθύνονται προς τη Συρία, οι χώρες του ΝΑΤΟ μέχρι στιγμής έχουν αρνηθεί τον ελλιμενισμό των σκαφών αυτών στα λιμάνια τους, ενώ είναι πλέον ξεκάθαρο πως η ομάδα μάχης του αεροπλανοφόρου «Ναύαρχος Κουζνέτσοφ» έρχεται στην περιοχή για να βοηθήσει στο «end game» στο Χαλέπι.
Έτσι, η Μόσχα βρίσκει την ευκαιρία να προχωρήσει σε μία επίδειξη ισχύος στην περιοχή και να αποταθεί στο «συναίσθημα» των Ελλήνων αναφορικά με το «Ξανθό Γένος». Οι εκδηλώσεις αυτές τις ημέρες στα πλαίσια του Ελληνο-ρωσικού φόρουμ δεν έχουν να κάνουν μόνο με εκθέσεις φωτογραφίας, κοινές λειτουργίες και προβολές ρωσικών ταινιών. Τα επιστημονικά συνέδρια έχουν ως κύριο άξονα τις συζητήσεις αναφορικά με την γεωπολιτική κατάσταση στην περιοχή αλλά και την ενεργειακή ασφάλεια.
Υπό αυτή την έννοια η επίσκεψη του Σεργκέι Λαβρόφ θα πρέπει να μας «λέει πολλά». Όμως, εάν κάποιος αναφερθεί στις επίσημες αναφορές των Ρώσων για την επίσκεψη του αρχηγού της διπλωματίας τους στην Αθήνα θα διαπιστώσει πως γίνονται αναφορές μόνο στους πολιτιστικούς, ιστορικούς και οικονομικούς δεσμούς των δύο λαών, χωρίς να υπάρχει νύξη για κάτι το ποιο προωθημένο.
Είναι προφανές πως η Μόσχα είναι πολύ προσεχτική για το θέμα αφού τη συγκεκριμένη στιγμή δεν θα ήθελε να δημιουργήσει –περαιτέρω- τριβές με τη Δύση αναφορικά με μία χώρα κομβική τόσο για τους Αμερικανικούς-ΝΑΤΟϊκους σχεδιασμούς όσο και για τις Γερμανικές-Ευρωπαϊκές επιδιώξεις. Με άλλα λόγια, η Ρωσία αναφορικά με τις σχέσεις της με την Ελλάδα αρέσκεται στο να αφήνει «υπονοούμενα» για το τι προβλήματα θα μπορούσε μέσω αυτής να δημιουργήσει για τη Δύση.
Οι Έλληνες από την πλευρά τους βασιζόμενοι στη φυσική-ιστορική συμπάθεια προς τους Ρώσους και απογοητευμένοι με τους έως σήμερα συμμάχους τους -κατά ένα μεγάλο ποσοστό- μάλλον δεν θα είχαν αντίρρηση για έναν γεωπολιτικό αναπροσανατολισμό της Ελλάδας προς τη Ρωσία.
Όμως όπως προαναφέρθηκε η Ρωσία δεν είναι σίγουρο πως επιζητά πραγματικά κάτι τέτοιο, ή για να τεθεί το θέμα ορθά δεν είναι σίγουρο πως το θέλει για τον παρόντα τουλάχιστον χρόνο, όσο δηλαδή οι σχέσεις της με την Δύση δεν έχουν διαρραγεί πλήρως. Υπό τη συγκεκριμένη οπτική η Ελλάδα δεν θα πρέπει να αναμένει τίποτα το εντυπωσιακό από την Ρωσία.
Πέραν της όλης παραφιλολογίας που έχει αναπτυχθεί για τις «μαγικές» ικανότητες της Ρωσίας και του ηγέτη αυτής, μία ορθολογική ανάλυση των κινήσεων και των πεπραγμένων του Βλαδίμηρου Πούτιν εξάγει το συμπέρασμα πως ο Ρώσος ηγέτης, παιδί του Ψυχρού Πολέμου, είναι θιασώτης τη έννοιας της ισορροπίας δυνάμεων, των σφαιρών επιρροής και των κινήσεων οι οποίες σκοπό έχουν να δημιουργήσουν έναν πολύ-πολικό κόσμο.
Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η προσέγγιση της Ρωσίας με την Ελλάδα εκτιμάται πως δεν πρόκειται και δεν μπορεί να υπερβεί κάποια όρια. Η ίδια η Ρωσία φαίνεται πως δεν έχει τη διάθεση για θεαματικές κινήσεις αναφορικά με την Αθήνα την οποία και πιστώνει στο «Δυτικό στρατόπεδο», με τις απαραίτητες «υποσημειώσεις» βέβαια.
Προς επίρρωση των παραπάνω παρατηρήσεων και της εν γένει παρουσίας της Ρωσίας στη διεθνή κονίστρα η τοποθέτηση του Σ. Κότκιν, καθηγητή Ιστορίας & Διεθνών Ζητημάτων του πανεπιστημίου Πρίνστον, αποτελεί μία ρεαλιστική προσέγγιση η οποία θα πρέπει να ληφθεί σοβαρότατα υπόψη από τους σχεδιαστές στρατηγικής της χώρας μας.
«Η Ρωσία σήμερα» υπογραμμίζει ο καθ. Κότκιν «δεν είναι μία επαναστατική δύναμη που απειλεί να καταστρέψει την διεθνή τάξη. Η Μόσχα λειτουργεί μέσα στη γνώριμη σχολή σκέψης των διεθνών σχέσεων αυτή των μεγάλων δυνάμεων, η οποία θέτει ως προτεραιότητα τις κινήσεις των κρατών έναντι της ηθικής, που θεωρεί πως η σύγκρουση αποτελεί μία νομοτέλεια, που λαμβάνει υπόψη της την υπεροχή της σκληρής ισχύος και την κυνικότητα των κινήτρων των άλλων δρώντων.
»Σε μερικές περιοχές και σε μερικές περιπτώσεις η Ρωσία έχει την δυνατότητα να εναντιωθεί στα συμφέροντα των ΗΠΑ, αλλά δεν είναι σε θέση ούτε από απόσταση να δημιουργήσει το επίπεδο απειλής της ΕΣΣΔ, έτσι δεν υπάρχει καμία ανάγκη να αντιδράσουμε απέναντί της με έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο».
Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο η Ελλάδα αναφορικά με τις σχέσεις της με την Ρωσία θα πρέπει να έχει στο νου της δύο πράγματα.
Πρώτον, η Ρωσία ως «συστημικός» παίχτης του γεωπολιτικού παιγνίου δεν έχει σκοπό να «τινάξει τη μπάνκα στον αέρα», τουλάχιστον όχι μέχρι και εάν υπάρξει πλήρης διάρρηξη των σχέσεών της με τη δύση.
Δεύτερον, η Ελλάδα θα πρέπει να αντιληφθεί έναν σημαντικό κίνδυνο που ελλοχεύει στις σχέσεις της με την Ρωσία. H Μόσχα όπως κάθε άλλη μεγάλη δύναμη χρησιμοποιεί τις μικρότερες δυνάμεις κατά το δοκούν και με βάση τα συμφέροντά της.
Η Ελλάδα θα πρέπει να προσέξει να μην βρεθεί -μέσω υποσχέσεων ή/και εσφαλμένων, συναισθηματικών, εκτιμήσεων- στην θέση που βρέθηκε η Ουκρανία πριν από δύο έτη ή η Γεωργία πριν οχτώ έτη όταν θεωρώντας πως η Δύση θα σταθεί αποφασιστικά δίπλα τους οδήγησαν την κατάσταση σε ευθεία σύγκρουση με τη Μόσχα, με όλα τα συνεπακόλουθα και για τους δύο.
Η Ελλάδα δεν πρέπει και για κανέναν λόγο να επιτρέψει στον εαυτό της να «χρησιμοποιηθεί» από τη Ρωσία εναντίον της Δύσης όπως η Δύση «χρησιμοποίησε» την Ουκρανία και την Γεωργία εναντίον της Ρωσίας. Η σχέση και τα όρια αυτής θα πρέπει να τεθούν με ακρίβεια και να είναι ξεκάθαρα για όλες τις πλευρές.
ΠΗΓΗ: http://worldenergynews.gr/defence-point