2.4.14

Χρήση όπλου: Έρμαια του κακού νόμου και της ευθυνοφοβίας-VIDEO

Το περιβάλλον ασφάλειας και δημόσιας τάξης εν ετει 2014 στην χώρα μας χαρακτηρίζεται από έντονη αστάθεια παρά την φαινομενική μείωση των δεικτών εγκληματικότητας. Παραταύτα, η βαριά εγκληματικότητα ήτοι, ένοπλες ληστείες, συχνές ανταλλαγές πυροβολισμών, αιματηρές καταδιώξεις, τρομοκρατικές ενέργειες καθώς και μια σειρά άλλων σοβαρών ποινικών πράξεων συνεχίζουν να αποτελούν κομμάτι της πραγματικότητας που όλοι βιώνουμε. Ειδικότερα, οι άνθρωποι των Σωμάτων Ασφαλείας και συγκεκριμένα οι Έλληνες αστυνομικοί βρίσκονται καθημερινά στην πρώτη γραμμή αντιμέτωποι με το έγκλημα. Οι τελευταίοι πρέπει να θωρακιστούν πρωτίστως νομικά. Με αφορμή τα όσα διαδραματίστηκαν μετά την στυγερή δολοφονία του Υπαρχιφύλακα των φυλακών Μαλανδρινού θέτουμε επί τάπητος το ζήτημα της χρήσης του οπλισμού. 

Ο αστυνομικός δικαιούται να κάνει χρήση του όπλου του μόνο στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του (άρθρο 3 παρ.2 Ν.3169/2003) και αποκλειστικώς λόγω της ιδιομορφίας της αποστολής του. Απαγορεύεται να κάνει χρήση του όπλου του όταν δεν εκπληρώνει τα καθήκοντά του. Πρέπει δηλαδή να εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία. Το άρθρο 9 παρ.2 του Ν.2800/2000 όμως ορίζει ότι: «Όλες οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και το προσωπικό της τελούν σε διαρκή ετοιμότητα για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και της έννομης τάξης και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών. Σε διαρκή ετοιμότητα τελούν και οι συνοριακοί φύλακες και ειδικοί φρουροί για την άσκηση των ειδικών καθηκόντων τους. Το αστυνομικό προσωπικό, οι συνοριακοί φύλακες και οι ειδικοί φρουροί, θεωρούνται ότι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία σε κάθε περίπτωση που καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή τους».
Ο αστυνομικός πρέπει να πάρει ακαριαία την απόφαση, καθώς στη διάθεσή του έχει ελάχιστα δευτερόλεπτα και υπό την αμηχανία της στιγμής ή τη δυσκολία να κρίνει σωστά την κατάσταση, θα πρέπει να αποφασίσει αν θα πρέπει να χρησιμοποιήσει το όπλο του και πώς θα το χρησιμοποιήσει, αν τηρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για να κάνει χρήση του όπλου σε μία δεδομένη στιγμή, κάτω από αντίξοες συνθήκες, απόφαση η οποία θα πρέπει να είναι κατά τα πάντα νόμιμη. Μια απόφαση περί της οποίας για να αποφανθεί ένα μικτό ορκωτό ποινικό δικαστήριο χρειάζεται ακόμα και ακροαματική διαδικασία μίας εβδομάδας, με τακτικούς δικαστές, με ενόρκους για να καταλήξει εάν ήταν νόμιμο ή παράνομο αυτό που τελικώς έκανε ο αστυνομικός. Θα πρέπει λοιπόν να ληφθεί υπόψη, ότι ζητούμε από τον αστυνομικό αυτή την απόφαση να την πάρει κάτω από τραγικές συνθήκες σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ο δε αστυνομικός ενίοτε πρόκειται για νεαρότατο άτομο, με την εμπειρία του να αποτελεί κλάσμα αυτής των δικαστών που θα χρειαστούν να αποφανθούν για την απόφαση.Ο αστυνομικός σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.2β Ν.3169/2003 θα πρέπει δηλώσει πρώτα την ιδιότητά του και εν συνεχεία, θα παράσχει επαρκή χρόνο ανταπόκρισης. Θα πρέπει να ξέρει, ποιος είναι ο επαρκής χρόνος ανταπόκρισης, να περιμένει τον κακοποιό να ανταποκριθεί και στη συνέχεια να δούμε τι θα κάνει.
Ο αστυνομικός απαγορεύεται να προτάσσει το όπλο του σε ύποπτο. Αυτό επιτρέπεται μόνο κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του και εφόσον συντρέχει κίνδυνος ένοπλης επίθεσης σε βάρος αυτού ή τρίτου. Ο αστυνομικός δε μπορεί να γνωρίζει με σαφήνεια πότε μπορεί να κάνει χρήση όπλου. Οι διατυπώσεις του νόμου (άρθρο 3 του Ν. 3169/2003), που υποχρεώνουν τον αστυνομικό να ελέγχει τη δυνατότητα χρήσης ηπιότερων μέσων, να προειδοποιεί για τη χρήση όπλου παρέχοντας μάλιστα επαρκή χρόνο ανταπόκρισης στον ύποπτο κ.α. καθιστούν τους αστυνομικούς εύκολο στόχο τρομοκρατών και εγκληματιών του ποινικού δικαίου, οι οποίοι πάντα γνωρίζουν ότι δύνανται να πυροβολούν αστυνομικούς εκ του ασφαλούς, αφού διαθέτουν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.
Πυροβολισμός ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης απαγορεύεται εναντίον ανηλίκου, δηλαδή ατόμου κάτω των δεκαοκτώ ετών κατά τον νόμο, όταν στην πράξη, σε πάρα πολλές περιπτώσεις είναι αδύνατη η αξιολόγηση της ηλικίας του δράστη ιδιαίτερα κάτω από δύσκολες στην πράξη συνθήκες. Οι πολύπλοκες και σε πολλά σημεία αντιφατικές διατάξεις του Ν.3169/2003 στην ουσία είναι επιχειρησιακά ανεφάρμοστες. Πρέπει ο αστυνομικός, παραδείγματος χάρη τη νύχτα ή κάτω από σύγχυση, να διακρίνει αν ένας άνθρωπος δεκαεπτά ετών και έντεκα μηνών είναι ενήλικας ή δεν είναι ενήλικας (άρθρο 3 παρ.7γ ). Θα κριθεί με τις διατάξεις περί πραγματικής πλάνης; Πώς είναι δυνατόν ο αστυνομικός ο οποίος πρόκειται να χρησιμοποιήσει το όπλο του για εκφοβιστικό πυροβολισμό σε κατοικημένη περιοχή να προβλέψει την πιθανή πορεία της βολίδας μετά τον εξοστρακισμό σε παρακείμενα κτίρια; (άρθρο 3 παρ.7α ).
Οι διατάξεις του Ν.3169/2003 προβλέπουν ότι είναι Αντισυνταγματική ή προδήλως παράνομη διαταγή ανωτέρου για χρήση πυροβόλου όπλου και δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του αστυνομικού (άρθρο 3 παρ.9). Έτσι, υπάρχει ο κίνδυνος είτε να εκτελούν πλημμελώς τα καθήκοντά τους, φοβούμενοι ενδεχόμενη τιμωρία είτε σε λίγα χρόνια να γεμίσουν τα δικαστήρια με αστυνομικούς κατηγορούμενους.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 : 
1. Ο αστυνομικός επιτρέπεται κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του να προτάσσει το πυροβόλο όπλο, εφόσον συντρέχει κίνδυνος ένοπλης επίθεσης σε βάρος αυτού ή τρίτου. 2. Ο αστυνομικός επιτρέπεται να κάνει χρήση πυροβόλου όπλου, εφόσον αυτό απαιτείται για την εκπλήρωση του καθήκοντος του και συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: α. Εχουν εξαντληθεί όλα τα ηπιότερα του πυροβολισμού μέσα, εκτός αν αυτά δεν είναι διαθέσιμα ή πρόσφορα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ηπιότερα μέσα είναι ιδίως παραινέσεις, προτροπές, χρήση εμποδίων, σωματικής βίας, αστυνομικής ράβδου, επιτρεπτών χημικών ουσιών ή άλλων ειδικών μέσων, προειδοποίηση για χρήση πυροβόλου όπλου και απειλή με πυροβόλο όπλο. β. Εχει δηλώσει την ιδιότητα του και έχει απευθύνει σαφή και κατανοητή προειδοποίηση για την επικείμενη χρήση πυροβόλου όπλου, παρέχοντας επαρκή χρόνο ανταπόκρισης, εκτός αν αυτό είναι μάταιο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ή επιτείνει τον κίνδυνο θανάτου ή σωματικής βλάβης. γ. Η χρήση πυροβόλου όπλου δεν συνιστά υπερβολικό μέτρο σε σχέση με το είδος της απειλούμενης βλάβης και την επικινδυνότητα της απειλής. 3. Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλεται η ηπιότερη χρήση του πυροβόλου όπλου, εκτός αν αυτό είναι μάταιο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ή επιτείνει τον κίνδυνο θανάτου ή σωματικής βλάβης. Ως ηπιότερη χρήση πυροβόλου όπλου νοείται η κατά το εδάφιο δ' του άρθρου 1 κλιμάκωση της χρήσης του με τη μικρότερη δυνατή και αναγκαία προσβολή. 4. Ο εκφοβιστικός πυροβολισμός ή ο πυροβολισμός κατά πραγμάτων επιτρέπεται, ιδίως σε περιπτώσεις κινδύνου από ζώο ή προειδοποίησης για πυροβολισμό εναντίον ανθρώπου, εφόσον έχουν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να μην πληγεί άνθρωπος από αστοχία ή εξοστρακισμό του βλήματος.
Πυροβολισμός κατά οχήματος, που ενέχει κίνδυνο τραυματισμού επιβαίνοντος προσώπου, επιτρέπεται μόνο υπό τις προϋποθέσεις της επόμενης παραγράφου. 5. Ο πυροβολισμός ακινητοποίησης επιτρέπεται, αν αυτό απαιτείται: α. Για την απόκρουση ένοπλης επίθεσης, εφόσον η επίθεση άρχισε ή επίκειται, ώστε κάθε καθυστέρηση αντίδρασης να καθιστά αναποτελεσματική την άμυνα. β. Για την αποτροπή επικείμενης τέλεσης ή εξακολούθησης κοινώς επικίνδυνου κακουργήματος ή κακουργήματος που τελείται με χρήση ή απειλή σωματικής βίας. γ. Για τη σύλληψη καταδικασθέντος ή υποδίκου ή καταδιωκομένου που καταλαμβάνεται να τελεί επ' αυτοφώρω κακούργημα ή πλημμέλημα, εφόσον αντιδρά στη σύλληψη του και υπάρχει άμεσος κίνδυνος να κάνει χρήση όπλου. δ. Για την αποτροπή παράνομης εισόδου στη χώρα ή εξόδου από αυτή προσώπων που επιχειρούν παράνομη διακίνηση ανθρώπων ή πραγμάτων και φέρουν όπλα του εδαφίου α' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 21687 1993. ε. Για την προστασία εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας ή χώρων, στους οποίους φυλάσσονται αντικείμενα επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία ή τη δημόσια τάξη ή πειστήρια εγκλήματος, εφόσον η φύλαξη τους έχει ανατεθεί ειδικά στον αστυνομικό και επιχειρείται βίαιη είσοδος, προσβολή ή αφαίρεση των φυλασσομένων από ένοπλο. στ. Για την αποτροπή απόδρασης ή ελευθέρωσης κρατουμένου που επιχειρείται με ένοπλη επίθεση. ζ. Για την αποτροπή αφοπλισμού αστυνομικού κατά την υπηρεσία του. 6. Ο πυροβολισμός εξουδετέρωσης επιτρέπεται, αν αυτό απαιτείται: α. για την απόκρουση επίθεσης ενωμένης με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου, β. για τη διάσωση ομήρων, για τους οποίους απειλείται κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης.
Άρθρο 7. Πυροβολισμός ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης απαγορεύεται: α. εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγεί τρίτος από αστοχία ή εξοστρακισμό του βλήματος, β. εναντίον ενόπλου πλήθους, εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγούν άοπλοι, γ. εναντίον ανηλίκου, εκτός αν αποτελεί το μοναδικό μέσο για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου θανάτου. Ως ανήλικος θεωρείται το πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του, δ. εναντίον προσώπου που τρέπεται σε φυγή, όταν καλείται να υποστεί νόμιμο έλεγχο. 8. Όταν οι αστυνομικοί ενεργούν ως ομάδα, για τη χρήση πυροβόλου όπλου, απαιτείται προσταγή του επικεφαλής αυτής, εκτός αν ο αστυνομικός δέχεται επίθεση, από την οποία απειλείται βαριά σωματική βλάβη ή θανάτωση του. 9. Αντισυνταγματική ή προδήλως παράνομη διαταγή ανωτέρου για χρήση πυροβόλου όπλου δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του αστυνομικού. 10. Κάθε περίπτωση χρήσης όπλων από αστυνομικό αναφέρεται αμέσως στην αρμόδια αστυνομική Υπηρεσία και Δικαστική Αρχή.
Στο άρθρο 7 λοιπόν, βλέπουμε πως υπάρχουν ασάφειες όπως στην παράγραφο 7 και συγκεκριμένα στο "α" και στο "β". 
Ανακεφαλαιώνοντας, για την όσο το δυνατό πιο σωστή κρίση σε περίπτωση που συμβεί το μοιραίο και ο αστυνομικός εμπλακεί το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης πρέπει να λάβει τα ακόλουθα μέτρα:
  1. Ρεαλιστική εκπαίδευση του προσωπικού εντός των Αστυνομικών Ακαδημιών και των Τμημάτων Δοκίμων Αστυφυλάκων. Σύμφωνα με μελέτες των αμερικανικών αστυνομικών διευθύνσεων ο αστυνομικός πρέπει να σπαταλά τουλάχιστον 500 φυσίγγια σε εβδομαδιαία βάση. Η εκπαίδευση όμως δεν πρέπει αποκλειστικά και μόνον να περιλαμβάνει την διεξαγωγή των τυπικών στατικών βολών αλλά την συνεχή εκπαίδευση του προσωπικού σε κατάλληλα διαμορφωμένα σκοπευτήρια που θα τηρούν συγκεκριμένες ευρωπαϊκές και αμερικανικές προδιαγραφές. Ένα πολύ καλό παράδειγμα προς μίμηση είναι η μίμηση ως προς τους χώρους που αξιοποιούν διάφορες ιδιωτικές εταιρείες εκπαίδευσης σωματοφυλάκων για High Risk Protection, VIP Security κτλ. Λόγου χάρη, ανάμεσα στους στόχους πετάγονται πολίτες. Ακόμα, σημαντικό προ της έναρξης των βολών είναι ο ανθρώπινος οργανισμός να φτάνει σε στρεσογόνες καταστάσεις ώστε να εξομοιώνουν τις πραγματικές. 
  2. Αξιολόγηση των αστυνομικών. Απαιτείται, τουλάχιστον τριμηνιαία αξιολόγηση μέσα από σεμινάρια όπου οι αστυνομικοί θα καλούνται να πετύχουν κάποια ελάχιστα στάνταρ όπως είναι η ευστοχία και η συγκέντρωση πυρών.  
  3. Την προμήθεια μη θανατηφόρων όπλων ώστε το όπλο να είναι το τελευταίο μέσο και προ αυτού να προηγούνται άλλα όπως είναι τα λειόκαννα με πλαστικές σφαίρες, ειδικοποιημένα μη θανατηφόρα όπλα, τα σπρέι πιπεριού, τα μέσα ηλεκτρικής εκκένωσης (τα λεγόμενα tazer). 
  4. Την προσθήκη καμερών σε όλα τα οχήματα της Ελληνικής Αστυνομίας ώστε να καταγράφονται τα περιστατικά και ακολούθως να αναλύονται. 
  5. Την αλλαγή του νομικού- θεσμικού πλαισίου δράσης όπου ο αστυνομικός όταν κρίνει πως απειλείται αυτός ή τρίτος (ένστολος ή μη) θα βάλει χωρίς δεύτερη σκέψη. 
Δείτε το παρακάτω βίντεο με ιδιαίτερα χρήσιμα συμπεράσματα και για την Ελλάδα. 
http://defencenews.gr/