29.8.13

Παράπλευρες απώλειες για την Ελλάδα από την κρίση στη Συρία

Η τιμή του πετρελαίου και η πορεία του δολαρίου έναντι του ευρώ στις διεθνείς αγορές προβληματίζουν το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης


Η ελληνική οικονομία θα αρχίσει να δέχεται πρόωρα πλήγματα από μια ενδεχόμενη στρατιωτική επέμβαση κατά της Συρίας, με αιχμή την τιμή του πετρελαίου. Η τιμή του αργού άγγιξε τα 117 δολάρια το βαρέλι, χθες, στις διεθνείς αγορές, ενώ αναλυτές προβλέπουν την εκτίναξη της τιμής στα 150 δολάρια, εάν υπάρξει χτύπημα στη Δαμασκό. Το ράλι στις διεθνείς τιμές του μαύρου χρυσού θα έχει ως άμεση συνέπεια την αύξηση του ενεργειακού κόστους, το οποίο ήδη χαρακτηρίζουν ως υπέρογκο οι παραγωγικές τάξεις στην Ελλάδα, και υπαίτιο για την αδυναμία μείωσης των εγχώριων τιμών.

Ανάλογα με τη σφοδρότητα και -κυρίως- τη διάρκεια της κρίσης, οι επιπτώσεις μπορεί να επεκταθούν σε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες, ανατρέποντας την πτωτική πορεία του πληθωρισμού, αφού η Ελλάδα παραμένει ενεργειακά εξαρτημένη από το πετρέλαιο. Πιο βαριά θα είναι επίπτωση σε γεωργία και μεταφορές, ενώ ανησυχίες υπάρχουν, επίσης, και από τον κλάδο της κρουαζιέρας. Παράπλευρες απώλειες αναμένεται να έχουν και οι ελληνικές εξαγωγές προς τρίτες χώρες.

Το οικονομικό επιτελείο
Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου και η πορεία του ευρώ είναι τα δύο ενδεχόμενα πρώιμα πλήγματα που ανησυχούν το υπουργείο Οικονομικών. Η ανοδική τάση των τιμών του πετρελαίου είναι το φυσικό επόμενο κάθε επαπειλούμενης επέμβασης χωρών-μελών του ΝΑΤΟ σε κάποια αραβική χώρα. Η αύξηση της τιμής του μαύρου χρυσού είναι περισσότερο αποτέλεσμα κερδοσκοπικών κινήσεων και λιγότερο ουσιαστικού προβλήματος στην προσφορά του πετρελαίου και των παραγώγων του.
Παρ’ όλα αυτά, όλες οι προηγούμενες επεμβάσεις στο Ιράκ, τη Λιβύη, ακόμη και στο Αφγανιστάν, είχαν πολλαπλές επιπτώσεις σε μια εξαρτώμενη από το πετρέλαιο οικονομία, όπως είναι η ελληνική. Ενας ανεπίσημος δείκτης θέλει κάθε 10 δολάρια στην τιμή του αργού πετρελαίου να προκαλούν 0,5% πληθωρισμό για την ελληνική οικονομία. Τούτο, με δεδομένο ότι όλοι οι κλάδοι παραγωγής, αλλά και η λειτουργία όλων των αλυσίδων της λιανικής έχουν ακόμη υψηλή εξάρτηση από τη χρήση πετρελαίου.
Ετσι, η επιβάρυνση που θα δεχθούν από τις αυξημένες τιμές του πετρελαίου, θα περάσει και στις τιμές της λιανικής. Κάτι τέτοιο, όμως, θα αναστρέψει την πτωτική πορεία των τιμών που έχει ξεκινήσει από την αρχή του χρόνου διαμορφώνοντας για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες αρνητικό πληθωρισμό κατά 0,3% για το επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου.
Εκτός από την άμεση επίπτωση για το εισόδημα των νοικοκυριών, το γεγονός αυτό θα έχει επίπτωση και στις βασικές παραδοχές στη σύνταξη του προϋπολογισμού του 2014, που θα ξεκινήσει τις επόμενες μέρες.
Η δεύτερη ανησυχία του οικονομικού επιτελείου βρίσκεται στην πορεία του δολαρίου απέναντι στο ευρώ. Αν και αυτή η κρίση ακολουθήσει το ιστορικό των προηγούμενων, το δολάριο θα υποχωρήσει και το ευρώ θα ενισχυθεί περαιτέρω. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να πληγούν οι ελληνικές εξαγωγές εκτός της Ζώνης Ευρώ.
Το πόσο σημαντικό είναι αυτό, θα το καταλάβει κανείς αν ρίξει μια ματιά στις ελληνικές εξαγωγές, ανάλογα με τις χώρες υποδοχής. Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., η αξία των εξαγωγών το πρώτο εξαμήνου του χρόνου μοιράστηκε σε 6,3 δισ. ευρώ προς τα κράτη-μέλη της Ζώνης Ευρώ και 7,3 δισ. ευρώ προς τρίτες χώρες.
Η μείωση των εξαγωγών δεν θα είναι μόνο ένα δείγμα νέας εσωστρέφειας της οικονομίας. Θα είναι, επίσης, και ένα ανησυχητικό σημάδι για δραστήριες ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες, βλέποντας την κάθετη πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης εντός της Ελλάδος, αύξησαν την εξαγωγική τους δραστηριότητα. Με την ενδεχόμενη υποχώρηση της τάσης αυτής και δεδομένη την ανυπαρξία ρευστότητας εντός της Ελλάδος, ένα πρόβλημα στις εξαγωγές μπορεί να μετέτρεπε υγιείς -σήμερα- επιχειρήσεις σε προβληματικές.

Ο αγροτικός κόσμος
Εντονη ανησυχία έχει προκαλέσει και στον αγροτικό κόσμο -εγχώριο και μη- μια ενδεχόμενη εκτόξευση της τιμής του μαύρου χρυσού.
Οπως αναφέρει στη «Ν» ο γενικός διευθυντής της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΠΑΣΕΓΕΣ), Ιωάννης Τσιφόρος, η ενέργεια αποτελεί έναν από τους βασικούς συντελεστές του κόστους αγροτικής παραγωγής. Μάλιστα, για την περίοδο 2008-2012 η ενέργεια αντιστοιχούσε στο 20% του συνολικού κόστους παραγωγής, όντας ο δεύτερος παράγοντας μετά τις ζωοτροφές, που αντιστοιχούν στο 35%.
«Το ενδεχόμενο αύξησης της τιμής του πετρελαίου διεθνώς, εξαιτίας των αναταραχών στη Συρία, θα αποτελέσει ακόμα ένα ισχυρό πρόβλημα για τον εγχώριο αγροτικό κλάδο, ο οποίος βρίσκεται ήδη σε αδιέξοδο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, στο διάστημα των τελευταίων ετών 2009-2012, η αύξηση του κόστους της ενέργειας στο αγροτικό εισόδημα υπολογίζεται στο 64% και σε απόλυτο μέγεθος στο 1,5 δισ. ευρώ», επισημαίνει ο κ. Τσιφόρος.
Υπό το πρίσμα αυτό, αναμένεται σημαντική αύξηση των αποτιμήσεων στην πρωτογενή παραγωγή, εξέλιξη που, πέρα από την επιβάρυνση στους καταναλωτές, θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερο πλήγμα στον αγροτικό κόσμο, που ήδη έχει υποστεί σημαντική μείωση των εσόδων του, ένεκα κυρίως του υφεσιακού περιβάλλοντος. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΠΑΣΕΓΕΣ, οι εκροές αγροτικών προϊόντων στην εγχώρια αγορά βαίνουν συνεχώς μειούμενες, καθώς η ζήτηση, εξαιτίας της ύφεσης, έχει περιοριστεί σημαντικά.
Στο βαθμό που υπάρξει και ραγδαία αύξηση στην τιμή του πετρελαίου, η προσπάθεια που έχει καταβάλει ο αγροτικός κόσμος για συγκράτηση στις τιμές των προϊόντων, μοιραία ακυρώνεται.

Ο κλάδος τροφίμων
Την ίδια ώρα, τις εξελίξεις παρακολουθεί στενά και η βιομηχανία τροφίμων, εκπρόσωποι της οποίας τονίζουν την ανάγκη να επικρατήσει ψυχραιμία. Ο κ. Γρηγόρης Αντωνιάδης, μέλος του δ.σ. του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων, αναφέρει στη «Ν» ότι «η βιομηχανία θα συνεχίσει την προσπάθεια απορρόφησης των όποιων διακυμάνσεων στο πετρέλαιο και γενικότερα του κόστους παραγωγής, στο βαθμό που αυτές κινούνται σε λογικά πλαίσια».
Δεδομένου του ισχυρού ανταγωνισμού που αναπτύσσεται, ειδικά τα τελευταία χρόνια, και την υποχώρηση της κατανάλωσης στην εγχώρια αγορά τροφίμων, οι βιομηχανίες τείνουν να εξαντλούν τα περιθώρια απορρόφησης του κόστους, πριν προχωρήσουν σε οποιαδήποτε αύξηση τιμών, που πιθανώς τους προκαλέσει απώλεια μεριδίου αγοράς. Πάντως, οι υψηλές τιμές πετρελαίου αποτελούν, για κάποιους, προμήνυμα ανατιμήσεων στο ράφι.
Σύμφωνα με εκπροσώπους της αγοράς, «δεδομένης της κατάστασης που επικρατεί στην εγχώρια οικονομία και τη συνεχιζόμενη ύφεση, της περιορισμένης ρευστότητας και ευελιξίας των εταιρειών, δεν αποκλείεται κάποιες επιχειρήσεις να μην μπορέσουν να απορροφήσουν το σύνολο της επιβάρυνσης. Κάθε επιχείρηση θα υπολογίσει, με βάση τον προγραμματισμό της, την επίπτωση της συγκεκριμένης επιβάρυνσης τις τιμές των προϊόντων της».

Η αγορά πετρελαιοειδών
Με ιδιαίτερο προβληματισμό παρακολουθούν οι παράγοντες της ελληνικής αγοράς το ράλι ανόδου των διεθνών τιμών του πετρελαίου. Κοινή είναι η διαπίστωση ότι πρέπει να υπάρχει σταθερή συμπεριφορά στην τιμή του αργού. Τουλάχιστον αυτό επιθυμούν τα διυλιστήρια στη Μεσόγειο. Εάν η αύξηση είναι πολύ μεγάλη, τότε θα προκύψει αδυναμία διαχείρισης των κεφαλαίων κίνησης.
Οι ίδιοι παράγοντες σημειώνουν, ωστόσο, πως η άνοδος των τιμών θα έχει ως άμεση επίπτωση να ακριβύνουν μόνο τα αεροπορικά καύσιμα (jet). Αυτό, δυστυχώς, δεν μπορεί να αποφευχθεί και εκτιμάται ότι θα έχει αρνητικό αντίκτυπο, μεταξύ άλλων, στον τομέα των εξαγωγών, που ήδη κατέγραψαν τη χειρότερη επίδοσή τους σε επίπεδο α’ εξαμήνου -χωρίς τα πετρελαιοειδή.
Εκείνο που δεν μπορεί να υπάρξει όμως -όπως υπογραμμίζεται αρμοδίως- είναι η οποιαδήποτε δυνατότητα κερδοσκοπίας, στην εγχώρια αγορά, από τις μεγάλες εταιρείες διύλισης. Διότι η διεθνής άνοδος της τιμής του αργού δεν προϋποθέτει αύξηση των τιμών όλων των προϊόντων πετρελαιοειδών, τα οποία ακολουθούν διαφορετική χρηματιστηριακή πορεία (άλλο, δηλαδή, το PLATS του αργού και άλλο του προϊόντος).
Βεβαίως, αν κάποιος έχει αγοράσει σε χαμηλότερα επίπεδα τιμών και διατηρεί μεγάλα αποθέματα, η αξία τους θα προκύψει σημαντικά υψηλότερη, αλλά και πάλι δεν είναι δυνατόν να γίνει πρόβλεψη για το τι θα επακολουθήσει στο μέλλον. Ούτως ή άλλως, όλοι γνωρίζουν πια πως τα περιθώρια διύλισης στην ευρύτερη περιοχή μας είναι τραγικά χαμηλά.
Ο φόβος, πάντως, μιας γενικευμένης σύρραξης φαίνεται να απασχολεί περισσότερο, σήμερα, τις εταιρείες του κλάδου. Υπ’ αυτήν την έννοια, στην παρούσα φάση, οι τιμές του πετρελαίου, οι οποίες φυσικά επηρεάζονται από τη σχέση προσφοράς και ζήτησης, διαμορφώνονται από το αυξημένο γεωπολιτικό ρίσκο. Μια επέκταση της κρίσης στη γειτονιά μας θα επέφερε πρόσθετη αβεβαιότητα και επ’ αυτού, ακριβώς, εκφράζεται ανησυχία από πολλές πλευρές.

Οι μεταφορές
Επιπτώσεις με ανυπολόγιστες, για την ώρα, προεκτάσεις μπορεί να έχει και για τις μεταφορές, στη χώρα μας, πιθανή επέμβαση στη Συρία. Η τιμή του πετρελαίου κατέγραφε άνοδο μεγαλύτερη των 2 δολαρίων το βαρέλι, με το brent να ξεπερνά και τα 117 δολάρια και το αμερικανικό αργό να κινείται σε υψηλό διετίας, κάτι που οδηγεί σε αναταράξεις στο κόστος των μεταφορών, αναφέρουν παράγοντες της αγοράς.
Ετσι, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η μελέτη της Διεθνούς Ενωσης Μεταφορών-IRU για τις επιπτώσεις της αύξησης των καυσίμων στις μεταφορές, σύμφωνα με την οποία από 0,2% έως 0,34% επηρεάζεται το κόστος μεταφοράς για κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης στις τιμές καυσίμου.
Η IRU αναφέρει ότι η άνοδος στις τιμές των καυσίμων αυξάνει το κόστος των μεταφορών και, κατ’ επέκταση, επιβαρύνει τους τελικούς καταναλωτές. Εξάλλου, εν αναμονή της επέμβασης στη Συρία, ετοιμάζονται μέτρα αντιμετώπισης των αμεσότερων προβλημάτων, στις αεροπορικές μεταφορές.
Αρχισε το ράλι ανόδου για μπρεντ QA-0,41% και αργό
Στις «φλόγες» της συριακής κρίσης έχει παραδοθεί η αγορά πετρελαίου, με την τιμή του μπρεντ να εκτοξεύεται σε υψηλά έξι μηνών, καθώς οι προθέσεις των δυνάμεων της Δύσης για στρατιωτική επίθεση εγείρουν ανησυχίες για προβλήματα στην προσφορά αργού και αποσταθεροποίηση στην ευρύτερη περιοχή.
Οι χώρες του Αραβικού Κόλπου καλύπτουν το ένα τρίτο των παγκόσμιων αναγκών σε πετρέλαιο. ΗΠΑ και συμμαχικές δυνάμεις προετοιμάζονται για αεροπορικές επιδρομές κατά των δυνάμεων του Σύρου προέδρου, Μπασάρ αλ-Ασαντ.  Ετσι, η τιμή του μπρεντ βρέθηκε ενδοσυνεδριακά στα υψηλότερα επίπεδα έξι μηνών, οριακά πάνω από τα 117 δολάρια το βαρέλι, για να σταθεροποιηθεί στη συνέχεια κοντά στα 116 δολάρια το βαρέλι. Η τιμή του αμερικανικού αργού κατάφερε ενδοσυνεδριακά να ξεπεράσει τα 112 δολάρια το βαρέλι, αγγίζοντας τα υψηλότερα επίπεδα από το Μάιο του 2011.

Αναλυτές της γαλλικής τράπεζας Societe Generale προβλέπουν ότι οι τιμές του πετρελαίου ενδεχομένως να εκτοξευθούν στα 150 δολάρια το βαρέλι, εάν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον της Συρίας επηρεάσουν την ευρύτερη περιοχή, προκαλώντας προβλήματα στην παραγωγή πετρελαίου σε μεγάλες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες.
Σύμφωνα με ένα τέτοιο σενάριο, εάν ανακύψουν προβλήματα στην πετρελαϊκή παραγωγή στο Ιράκ ή άλλη χώρα του Αραβικού Κόλπου -με ενδεχόμενη μείωση της προσφοράς αργού μεταξύ 500.000 και δύο εκατ. βαρελιών ημερησίως- τότε οι τιμές θα μπορούσαν να εκτιναχθούν.
Για τις επόμενες ημέρες οι αναλυτές της SocGen εκτιμούν ότι η τιμή του μπρεντ θα μπορούσε να ενισχυθεί πέντε με δέκα δολάρια.
Η ενίσχυση του γεωπολιτικού ρίσκου επανέφερε στο προσκήνιο του επενδυτικού ενδιαφέροντος και τον χρυσό, με τις τιμές του πολύτιμου μετάλλου να ενισχύονται σε υψηλά 3,5 μηνών, πάνω από τα 1.430 δολάρια ανά ουγκιά. Από τις αρχές του μηνός, η τιμή του χρυσού έχει ενισχυθεί 8%, τη μεγαλύτερη μηνιαία άνοδο από τον Ιανουάριο του 2012.
Η κρουαζιέρα στην Ανατολική Μεσόγειο από τα πρώτα πιθανά θύματα
Η διεθνής κρουαζιέρα στην Ανατολική Μεσόγειο θα είναι από τα πρώτα θύματα μιας ενδεχόμενης μακράς διάρκειας στρατιωτικής επέμβασης των δυτικών δυνάμεων στη Συρία, όπως εκτιμούν τουριστικοί παράγοντες της χώρας.
Οι εξελίξεις στη Συρία προβληματίζουν την ελληνική τουριστική βιομηχανία, αν και μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο σε ό,τι αφορά τυχόν αρνητικές επιπτώσεις από τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών στο διεθνές διπλωματικό πεδίο. Οι τουριστικοί παράγοντες της χώρας εκτιμούν, πάντως, ότι εάν υπάρξει στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία, η οποία θα διαρκέσει επί μακρού, θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό σε όλες τις χώρες στην περιοχή.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, δεδομένου ότι η σεζόν βαδίζει προς το τέλος της, η ζημιά θα είναι πιο μικρή. Οι ίδιοι παράγοντες σημειώνουν ότι ο τομέας που ενδεχομένως δεχθεί τα περισσότερα πλήγματα θα είναι αυτός της κρουαζιέρας που ταλαιπωρείται ήδη από τις εξελίξεις στη Αίγυπτο, οι οποίες υποχρέωσαν πολλές εταιρείες να αλλάξουν ρότα στα κρουαζιερόπλοιά τους και να βάλουν πλώρη για τα ελληνικά λιμάνια, προς όφελος βέβαια της ελληνικής οικονομίας.
Μιλώντας στη «Ν» ο πρόεδρος του Συνδέσμου των Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, Ανδρέας Ανδρεάδης, υπενθυμίζει με νόημα πρόσφατη δήλωση που έκανε με αφορμή τις εξελίξεις στην Αίγυπτο. Ο κ. Ανδρέαδης ζητούσε χαμηλούς τόνους από όλους σε ό,τι αφορά την πορεία του ελληνικού τουρισμού γιατί, όπως τόνισε, «μία πιθανή αποσταθεροποίηση ή και ανάφλεξη της ευρύτερης περιοχής εγκυμονεί περισσότερους κινδύνους, παρά οφέλη για τον τουρισμό μας».
Είναι γεγονός, προσθέτει ο κ. Ανδρεάδης, ότι μία στρατιωτική εμπλοκή μακράς διάρκειας στη Συρία θα επηρεάσει αρνητικά το τουριστικό ρεύμα στην ευρύτερη περιοχή. Ο ίδιος εκτιμά ότι τα περισσότερα «πλήγματα» θα τα δεχθεί ο τομέας της κρουαζιέρας. Παράλληλα εκτιμά ότι ενδεχομένως να μειωθεί η ροή Αμερικανών τουριστών, οι οποίοι αφενός είναι πιο ευαίσθητοι σε θέματα ασφαλείας, αφετέρου αντιμετωπίζουν όλη την Ανατολική Μεσόγειο ως μία ενιαία περιοχή.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική τουριστική βιομηχανία, όλα θα εξαρτηθούν από τη χρονική διάρκεια των επιχειρήσεων. Εάν είναι σύντομες, όπως τουλάχιστον φαίνεται να σχεδιάζουν οι δυτικές στρατιωτικές δυνάμεις, τότε οι αρνητικές επιπτώσεις στον ελληνικό τουρισμό θα είναι πολύ μικρές λόγω και του ότι η σεζόν στη χώρα μας πλησιάζει στο τέλος, ενώ δεν θα υπάρξουν καθόλου επιπτώσεις για τη σεζόν του 2014, εκτιμά ο κ. Ανδρεάδης.
Σε ό,τι αφορά την κρουαζιέρα, ο κ. Μιχάλης Λάμπρος, αντιπρόεδρος της Ενωσης Εφοπλιστών Κρουαζιερόπλοιων και Φορέων Ναυτιλίας, εξηγεί ότι σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης θα επηρεαστεί η διεθνής κρουαζιέρα και κυρίως τα λιμάνια που γειτονεύουν με την περιοχή. Σε ό,τι αφορά τα ελληνικά νησιά ο κ. Λάμπρος εκτιμά ότι δεν θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα, όπως και το λιμάνι του Κουσάντασι στην Τουρκία.   

ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΟΣ - lkar@naftemporiki.gr