15.1.22

Η ισχυροποίηση του εθνικού μετώπου



Φίλιππου Νικολόπουλου 

Δρα Κοινωνιολογίας - πρ. Επίκ. Καθηγ. Φιλοσοφικής Σχολής Παν/μίου Κρήτης, 

πρ. Α/τή Καθηγητή Παν/μίου Ινδιανάπολης,

Γραμ. των Σχολών και της Κοσμητείας του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός»


Τις τελευταίες ημέρες δόθηκε πολλή προσοχή στις εκλογές του ΚΙΝΑΛ και στο ποιος έχει τις περισσότερες πιθανότητες να εκλεγεί ως πρόεδρος. Δεν ξέρω αν το εύρος της συζήτησης άξιζε πράγματι τον κόπο. Περισσότερη σημασία είχε το πώς ο Γιώργος Παπανδρέου – με τόσο ολέθρια επίδραση του στα πολιτικά πράγματα της χώρας με την υπογραφή του πρώτου μνημονίου – ετόλμησε εκ νέου να θέσει υποψηφιότητα και αυτή η κίνησή του να γίνει δεκτή από την πλειοψηφία των μελών του κόμματος.

Η μνήμη έπρεπε να είναι ισχυρότερη και η αντίδραση με βάση την τελευταία πολύ εντονότερη.

Αυτό δεν το πιστεύουμε για λόγους απλώς εκτιμήσεων των ρόλων και της συνεισφοράς του κάθε κόμματος και κάθε πολιτικού στη συνολική πολιτική διαδικασία, αλλά και εξ αιτίας του σοβαρού προβληματισμού μας για το αν και πόσο ο κάθε πολίτης, εκτιμά δεόντως τα πολιτικά πράγματα και πρόσωπα πάνω στη βάση της συμβολής τους στην ισχυροποίηση του εθνικού μετώπου της χώρας. Γιατί ο  Γ.Α. Παπανδρέου με το να ξεκινήσει «την κατρακύλα» των μνημονίων (με τον Ευρωπαϊκό, υποτίθεται, «μηχανισμό στήριξης» και το ΔΝΤ), πέραν ο,τιδήποτε άλλου, έβλαψε και εθνικά τη χώρα του, συμβιβαζόμενος με κέντρα ισχύος που επιδίωκαν την υποταγή της χώρας με σκληρές οικονομικές δεσμεύσεις (αυστηρή πολιτική λιτότητας, εγκλωβισμός μέσα στους μηχανισμούς του ΔΝΤ – μάλλον θα ξέχασε παντελώς ό,τι έλεγε ο πατέρας του -, αδυναμία σύλληψης των συνεπειών της επελθούσης οικονομικής δυσπραγίας, όχι απλώς στην υπόθεση της κοινωνικής δικαιοσύνης, στην υπονόμευση της οικονομικής ανάπτυξης – βιώσιμης πάντα – αλλά και της εθνικής παρουσίας της χώρας στις διεθνείς σχέσεις) και είναι απορίας άξιο πώς αυτός ο υποψήφιος έλαβε το ποσοστό που έλαβε, αυτός που αναγκάστηκε να παραιτηθεί, αφού προηγουμένως αποκλήθηκε «προδότης».

Η ισχυροποίηση του εθνικού μετώπου της χώρας συντελείται σαφώς και μέσα από εσωτερικές πολιτικές διαδικασίες, στις οποίες το κάθε κόμμα και ο κάθε πολιτικός συμβάλλει ή δεν συμβάλλει και εκτιμάται αναλόγως. Αν η μνήμη δεν είναι ισχυρή δεν θα μείνει χωρίς συνέπειες η επίδρασή της στο δυνάμωμα της κρατικής και εθνικής παρουσίας στο διεθνές πολιτικό στερέωμα, όπου «μετράει» κυρίως ο συσχετισμός δύναμης και όχι οι ηθικές αρχές και αξίες. Η εσωτερική κοινωνική δομή και κουλτούρα – συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ποιότητας των πολιτιστικών αξιών, του αυθόρμητου πατριωτισμού, που βεβαίως απαιτεί εθνική ιστορική μνήμη και όχι εθνική αποδόμηση – είναι αλληλένδετη με την ισχύ προς τα έξω. Η ισχύς προς τα έξω δεν αποκτάται μόνον με μαχητικά πολεμικά αεροσκάφη, πολεμικά πλοία και κανόνια, αλλά και με μια εσωτερική κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική δυναμική. Ιδιαίτερα, αν η χώρα κινδυνεύει από σταθερές απειλές και προκλήσεις της γείτονος χώρας της, που δεν κρύβει τα επεκτατικά της σχέδια και τις «αναθεωρητικές τάσεις» της σχετικά με διεθνείς συνθήκες.

Βέβαια η στρατιωτική ισχύς (εξοπλιστικά προγράμματα, οργάνωση και φρόνημα του στρατού) έχει πρωτεύοντα ρόλο. Γι’ αυτό και ήταν σφάλμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που δεν στήριξε την κυβέρνηση, στην αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία και στην αγορά των φρεγατών και μαχητικών αεροπλάνων. Η αντιπολίτευση «σκόρδο-κρεμμύδι» δεν βοηθά στο δυνάμωμα της απαιτούμενης εθνικής συνοχής. Η αυστηρή κριτική δεκτή, ιδίως από θέσεις που επιμένουν στην υπόθεση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αναδιοργάνωσης της διοικητικής μηχανής, ιδιαίτερα σε κρίσιμα φαινόμενα όπως η πανδημία ή η αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, αλλά παράλληλα απαιτείται και προσπάθεια συγκλίσεων σε ζητήματα που αφορούν στην εθνική συνοχή. Η γείτων χώρα μας επιβουλεύεται και οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν φαίνεται να είναι έτοιμοι να επιβάλλουν κυρώσεις σε βάρος της λόγω επιρροής οικονομικών συμφερόντων και άλλων γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων. Το ίδιο πράττουν μάλλον και οι ΗΠΑ για τους δικούς τους λόγους.

Επιπλέον θα έλεγα ότι απαιτείται πρώτον, περισσότερος έλεγχος στα ΜΜΕ ώστε να μην αποπροσανατολίζουν και αποχαυνώνουν τους πολίτες (το ΕΣΡ) έχει αρμοδιότητες και αυστηρά καθήκοντα) και δεύτερο, αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας), ώστε οι μαθητές να ενισχύουν την εθνική ιστορική τους μνήμη και την ουμανιστική τους παιδεία. Παιδεία δεν είναι κατάρτιση για απόκτηση απλώς επαγγελματικών γνώσεων για να μπορείς να σταθείς στην αγορά εργασίας, αλλά διαμόρφωση πνεύματος και ψυχής, ίσα-ίσα για να μπορείς ν’ αντισταθείς σε κάθε είδους καταστρεπτικούς «φονταμενταλισμούς» και διαστρεβλωτικές μονομέρειες. Μόνον με ανθρωπιστική παιδεία αντιμετωπίζεται η χυδαιότητα του οικονομισμού του νεοφιλελευθερισμού και οι πάσης φύσεως «ολοκληρωτικές» υποδουλώσεις του ανθρώπου.

Η παγκοσμιοποίηση δουλεύει «με τον τρόπο της» και οι εθνικές πολιτιστικές αντιστάσεις πρέπει να αμύνονται και αυτές «με τον τρόπο τους», χωρίς φυσικά να φθάνουν σε υπερβολές και χωρίς να απορρίπτουν παράλληλα την έννοια του «πολίτη του κόσμου». Απαιτούνται συγκροτημένες πνευματικές και πολιτιστικές συνθέσεις και όχι μονοσήμαντες πολιτικές.