21.9.21

ΜΙΑ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ


Γύρω από τη Διακήρυξη με τίτλο «Υπογεννητικότητα, Διαχρονικές αξίες Ελληνικού Πολιτισμού» και Εξωτερικές Απειλές Υπαρξιστικής Σημασίας για τη Χώρα μας»

Φίλιππου Νικολόπουλου 

Δρα Κοινωνιολογίας - πρ. Επίκ. Καθηγ. Φιλοσοφικής Σχολής Παν/μίου Κρήτης, 

πρ. Α/τή Καθηγητή Παν/μίου Ινδιανάπολης,

Γραμ. των Σχολείων και της Κοσμητείας του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός»


Πριν από μέρες μου ζητήθηκε αν θα ήθελα, να υπογράψω μία διακήρυξη που θα αναφερόταν στο πρόβλημα της «υπογεννητικότητας» στη χώρα μας στις «εξωτερικές απειλές» που την κατακλύζουν και στην σημασία «των διαχρονικών αξιών του ελληνικού πολιτισμού».

Βεβαίως και δέχτηκα γιατί όντως πιστεύω ότι υπάρχουν εξωτερικές απειλές (ιδιαίτερα από τη γείτονα χώρα) που στρέφονται κατά της χώρας μας (διαχωρίζοντας πάντως τους λαούς από τις εκάστοτε επιθετικές πολιτικές ηγεσιών), ενώ παράλληλα αποδέχομαι τη διαχρονική αξία του ελληνικού πολιτισμού και τη σημασία της για τις ευρύτερες αντιστάσεις του λαού μας απέναντι σε υπονομευτικές δυνάμεις της συνοχής του, ιδιαίτερα τώρα στην περίοδο της παγκοσμιοποίησης και του επιθετικού νεοφιλελευθερισμού που συστηματικά κλονίζει την αξία του συλλογικού και ενισχύει μια αποπνευματικοποιημένη εξατομίκευση. Γι’ αυτό και πιστεύω ακράδαντα ότι η ανθρωπιστική παιδεία στη χώρα μας δεν πρέπει να υποβαθμίζεται, αλλ’ αντίθετα να ενισχύεται. 

Επίσης συμφωνώ ως κοινωνιολόγος ότι υπάρχει πρόβλημα υπογεννητικότητας και ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα αντιμετώπισής της, που οπωσδήποτε συναρτώνται και από την αλλαγή του τρόπου ζωής και από μιαν άλλη κουλτούρα που δεν θα πρέπει να αποθεώνει τον καταναλωτισμό και τον ρηχό ατομικισμό. Φυσικά και δεν είναι λύση για το δημογραφικό η εισροή μεταναστών και ιδιαίτερα λαθρομεταναστών. Η Ελλάδα σέβεται πάντα το προσφυγικό δίκαιο και δεν πρέπει να διακρίνεται από καμία παράδοση ξενοφοβίας και ρατσισμού, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί και «ξέφραγο αμπέλι».

Επιπλέον στο ζήτημα της διαμόρφωσης «εθνικής στρατηγικής ισότητας μεταξύ ετεροφύλων και ομοφύλων» θα μπορούσαν να τεθούν ερωτήματα, δηλ. αν μία τέτοια διαμόρφωση θα ωφελήσει την ελληνική οικογένεια και κοινωνία, σήμερα μάλιστα που οι ασύμμετρες απειλές εναντίον της μάλλον εντείνονται. Η διακήρυξη εκφράζει τον προβληματισμό της επ’ αυτού και μάλλον τοποθετείται αρνητικά για το πέρασμα αυτής της πολιτικής της «εθνικής στρατηγικής ισότητας», όπως τουλάχιστον φαίνεται να σχεδιάζεται από την αρμόδια επιτροπή («αμφιλεγόμενος και καταχρηστικός δικαιωματισμός» κλπ.).

Ωστόσο δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι μπορούν να εγερθούν κάποιες διαφωνίες γύρω από αυτό, το τελευταίο, αν φυσικά δεν αποδεχόμαστε ένα πνεύμα μονολιθικότητας, πνεύμα που δεν χαρακτηρίζει τελικά ανοικτές δημοκρατικές κοινωνίες. Το ζήτημα της εξίσωσης, από πλευράς δικαιωμάτων, των ετεροφύλων με εκείνους γενικά που έχουν ένα διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό (το δικαίωμα στη διαφορά) σαφώς απαιτεί προσοχή και λεπτότητα. Με κανένα τρόπο δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές ρυθμίσεις, που θα δείχνουν ότι οι ομόφυλοι και γενικότερα οι έχοντες ένα διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό αντιμετωπίζονται με προκατάληψη, είτε ως ατομική είτε ως συλλογικότερη βάση, πράγμα που θα πλησίαζε ακραίες συντηρητικές αντιλήψεις, στις οποίες αντιτίθεμαι. Γενικότερα η κουλτούρα γύρω από τα ερωτικά ζητήματα δεν έχει μία απόλυτη αποκρυστάλλωση, αλλά υπόκειται σε αλλαγές και διαφοροποιήσεις, από εποχή σε εποχή κι από κοινωνία σε κοινωνία, ακόμη κι αν κανείς πιστεύει στη διαχρονική αξία συνολικά του πολιτισμού του. Π.χ. άλλη η κουλτούρα των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων επ’ αυτών των ζητημάτων και άλλη εκείνη που διαμορφώθηκε υπό την επιρροή της χριστιανικής διδασκαλίας και ηθικής.

Αυτό που καλείται «δημόσιο αίσθημα», «κοινή γνώμη της πλειοψηφίας» σε αυτά τα ζητήματα δεν είναι κάτι οπωσδήποτε ακίνητο και αδιαφοροποίητο. Κάποτε σε συνθήκες αυστηρής πατριαρχικής κοινωνίας πιστευόταν ότι το να είναι η γυναίκα υποταγμένη και να φοβάται τον άντρα ήταν κάτι φυσικό και επιβεβλημένο. Το αποδεχόμαστε σήμερα αυτό; Όχι. Γι’ αυτό και οι διατυπώσεις μας γύρω από αυτά τα ζητήματα είναι προτιμότερο να είναι λεπτές και προσεκτικές. Ή ακόμη να δεχτούμε και κάποια άποψη, σύμφωνα με την οποία η διαχρονική αξία του α΄ ή β΄ πολιτισμού και η ενδυνάμωση αντιστάσεων απέναντι σε ασύμμετρες απειλές δεν είναι αναγκαίο πάντα να συναρτάται από τη συζήτηση γύρω από την εξίσωση δικαιωμάτων ομοφύλων και ετεροφύλων.

Φυσικά πρέπει ν’ αποφεύγονται και οι υπερβολές της άλλης κατεύθυνσης, ιδιαίτερα μάλιστα στη διαδικασία κοινωνικοποίησης και διαπαιδαγώγησης των νέων.

Μπορούμε ν’ αρκεστούμε στο ότι η ευρύτερη κοινωνική απελευθέρωση περιλαμβάνει και τη σεξουαλική απελευθέρωση στις διάφορες πτυχές της (άποψη και σημαντικών αναλυτικών κοινωνικών ψυχολόγων και φιλοσόφων, όπως ο Β. Ράϊχ, Χ.Μαρκούζε, Ε.Φρομ κ.ά.).