1.7.21

Η ανακαίνιση, η νταντά και τα μπρέκφαστ: Μίνι σκάνδαλα, μεγάλες έρευνες

 

Γράφει η
Σοφία Βούλτεψη

Η ανακαίνιση της πρωθυπουργικής κατοικίας στη Ντάουνινγκ Στρητ, η μισθοδοσία μιας νταντάς και τα πρωθυπουργικά μπρέκφαστ στη Φινλανδία επαναφέρουν στο προσκήνιο την παλιά και μεγάλη συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο ερευνώνται εκτός συνόρων όχι μόνο τέτοιου είδους υποθέσεις, αλλά και υποθέσεις σύγκρουσης συμφερόντων ή σύγκρουσης ιδιωτικού και δημόσιου βίου.

Στις αρχές Μαΐου, ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα όταν το φως της δημοσιότητας είδαν μια σειρά αποκαλύψεις για τον τρόπο με τον οποίο ανακαινίσθηκε η πρωθυπουργική κατοικία στον αριθμό 11 της Ντάουνινγκ Στρητ, όπου διαμένει με την αρραβωνιαστικιά του Κάρι Σίμονς και τον γιο τους, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο καλύφθηκαν τα έξοδα μισθοδοσίας της νταντάς του μωρού.

Οι καταγγελίες προέρχονται από τον πρώην σύμβουλο του Τζόνσον Ντόμινικ Κάμινγκς, ο οποίος κατέθεσε ενώπιον της κοινής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής – συμμετέχουν τα μέλη της Επιτροπής Υγείας και της Επιτροπής Επιστημών και Τεχνολογίας – που ερευνά την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ο Κάμινγκς, κορυφαίος σύμβουλος του Τζόνσον για το Brexit, αποπέμφθηκε λίγους μήνες μετά την αποκάλυψη ότι παραβίασε τα μέτρα για τον κορωνοϊό και τώρα χύνει χολή εναντίον του πρώην εργοδότη του.

Αμέσως, ο επικεφαλής των Συντηρητικών της Σκωτίας Ντάγκλας Ρος δήλωσε πως αν η έρευνα κατέληγε σε ενοχοποιητικά στοιχεία, ο Μπόρις Τζόνσον θα έπρεπε να παραιτηθεί, λόγω παραβίασης του υπουργικού κώδικα δεοντολογίας.

Από την πρώτη στιγμή ο Τζόνσον διαβεβαίωσε πως έχει πληρώσει ο ίδιος τα έξοδα. Αλλά αμέσως ήλθε η επόμενη αποκάλυψη, σύμφωνα με την οποία για να ανταποκριθεί στο έξοδο είχε λάβει δάνειο, το οποίο δεν είχε δηλώσει, από χορηγό του Κόμματος των Συντηρητικών, ο οποίος κλήθηκε να πληρώνει και τους μισθούς της νταντάς.

Ακολούθησαν νέες εξηγήσεις, με το πρωθυπουργικό γραφείο να αναφέρει πως «ο πρωθυπουργός έχει καλύψει το κόστος κάθε φροντίδας για το παιδί του».

Οι Κυριακάτικοι Times ανέφεραν πως το κόστος της ανακαίνισης έφθασε τις 200.000 λίρες και ένα τιμολόγιο πληρώθηκε από τον χορηγό του κόμματος Ντέιβιντ Μπράουνλοου χωρίς αυτό να έχει δηλωθεί στις φορολογικές αρχές.

Χορηγός για τα… οπίσθια του μωρού!

Όπως φαίνεται, με τον ίδιο τρόπο ενημερώθηκε και ο ίδιος ο χορηγός, ο οποίος σε επικοινωνία με την εφημερίδα δήλωσε οργισμένος:

«Δεν με πειράζει να πληρώνω για φυλλάδια. Ωστόσο, αγανακτώ αν μου ζητείται να πληρώσω, προκειμένου, στην κυριολεξία, να καθαρίσει κάποιος τα οπίσθια του μωρού του πρωθυπουργού».

Το ζήτημα εκκαθαρίστηκε γρήγορα, χάρη στην βρετανική πρακτική μεγάλες και μικρές υποθέσεις πολιτικού χρήματος να ανατίθενται σε ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες. Υπάρχουν, προφανώς, οι κοινοβουλευτικές επιτροπές που ερευνούν διάφορα ζητήματα. Αλλά αυτές ασχολούνται με μεγάλα θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, όπως για παράδειγμα η αντιμετώπιση της κρίσης του κορωνοϊού και οι υπερβολικοί θάνατοι στα γηροκομεία.

Ακόμη και αν μια κοινοβουλευτική επιτροπή ασχοληθεί με κάποιο άλλο θέμα, τον τελικό λόγο έχει τελικά ο ανεξάρτητος – και απλησίαστος – εμπειρογνώμονας, που εκδίδει το πόρισμά του και… τα σκυλιά δεμένα!

Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Βρετανία, ακόμη και η εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο του Ιράκ και ο ύποπτος θάνατος του επιστήμονα Κέλλυ, ανατέθηκε σε ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα.

«Ασύνετα» και… τα σκυλιά δεμένα!

Αυτό συνέβη και στην πρόσφατη περίπτωση των πρωθυπουργικών εξόδων. Αν και η εκλογική επιτροπή που ερευνά τα έξοδα των βουλευτών διεξάγει δική της έρευνα, η υπόθεση ανατέθηκε στον ανεξάρτητο σύμβουλο για θέματα σύγκρουσης συμφερόντων Κρίστοφερ Γκάιτ, ο οποίος, πριν περάσει ένας μήνας – στο δημόσιο βίο τέτοια θέματα δεν πρέπει να «σέρνονται» - την Παρασκευή, 28 Μαΐου, εξέδωσε το πόρισμά του. Απαλλάσσοντας μεν τον Τζόνσον, αλλά και επιπλήττοντάς τον, μιλώντας για έλλειψη σύνεση. Και πάλι και τα σκυλιά δεμένα!

Ο Γκάιτ αποφάνθηκε πως δεν υπήρξε σύγκρουση συμφερόντων ή παραβίαση του κώδικα δεοντολογίας, καθώς δεν χρησιμοποιήθηκαν χρήματα των φορολογουμένων, αλλά το κόστος ανέλαβε ο ίδιος ο πρωθυπουργός.

Ωστόσο, ο ανεξάρτητος σύμβουλος επέκρινε τον Τζόνσον. Όπως αναφέρει στην έκθεσή του, «ο πρωθυπουργός, ασύνετα κατά την άποψή μου, επέτρεψε να συνεχιστεί η ανακαίνιση του διαμερίσματος στον αρ. 11 της Ντάουνινγκ Στρητ, χωρίς να εξετάσει ενδελεχώς το πώς θα την χρηματοδοτούσε».

Όσο για τον χρηματοδότη του κόμματος, τον Ντέιβιντ Μπράουνλοου, πρόεδρο της ιδιωτικής επενδυτικής εταιρείας Haversham και πρώην αντιπρόεδρο του κόμματος από το 2017 ως τον Ιούλιο του 2020, αποδείχθηκε πως ο Τζόνσον δεν τον γνώριζε, αλλά το ανακάλυψε λόγω των δημοσιευμάτων, οπότε έσπευσε να καταβάλει ο ίδιος το ποσό.

Μάλιστα, ο Γκάιτ επέκρινε εκείνους τους κυβερνητικούς αξιωματούχους που δεν ενημέρωσαν τον Τζόνσον ότι ο χορηγός του κόμματος είχε αναλάβει να καλύψει ένα τιμολόγιο, ύψους 58.000 λιρών (67.500 ευρώ).

Μέσα στη σύγχυση, το περιοδικό Private Eye, αποκάλυψε πως ο Τζόνσον, αν και τον Οκτώβριο του 2020 είχε υποχρεωθεί από δικαστήριο να καταβάλει ένα ιδιωτικό χρέος 535 λιρών (624 ευρώ), δεν το έχει ακόμα διευθετήσει.

Αλλά προφανώς ένα τόσο μικρό ποσό δεν μπορούσε να σχετίζεται με την ανακαίνιση της πρωθυπουργικής κατοικίας. Σημειώστε ότι για την συντήρηση της πρωθυπουργικής κατοικίας διατίθεται ετησίως ένα ποσό, αλλά δεν για μια εξ ολοκλήρου ανακαίνιση απαιτείται ειδική πρόβλεψη στον προϋπολογισμό.

Διακοπές με χορηγία σε… είδος!

Παράλληλα, διεξάγεται και άλλη μια έρευνα, αυτή τη φορά από την Αρχή που επιβλέπει τον σεβασμό των κανονισμών που διέπουν την λειτουργία του βρετανικού κοινοβουλίου. Η έρευνα αφορά στον τρόπο με τον οποίο ο Τζόνσον χρηματοδότησε τις πολυτελείς διακοπές του στην Καραϊβική, μετά τη νίκη τους στις βουλευτικές εκλογές, στα τέλη του 2019.

Ο ίδιος και η μνηστή του είχαν περάσει τις πρωτοχρονιάτικες διακοπές στο ιδιωτικό νησί Μουστίκ του αρχιπελάγους των Γρεναδίνων. Κατά την κατάθεση της δήλωσης Πόθεν Έσχες, ο Τζόνσον ανέφερε ότι οι διακοπές κόστισαν 15.000 λίρες και ήταν δώρο από τον επιχειρηματία Ντέιβιντ Ρος, χορηγό του Συντηρητικού Κόμματος.

Στην αρχή ο επιχειρηματίας αρνήθηκε ότι έδωσε τα χρήματα, αλλά αργότερα το παραδέχθηκε, διευκρινίζοντας ότι επρόκειτο για προσφορά σε είδος – πλήρωσε δηλαδή κατευθείαν το ξενοδοχείο.

Ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει το γεγονός ότι όλες αυτές οι αποκαλύψεις συνέβησαν ενώ στη γηραιά Αλβιόνα διεξάγονταν, στις 6 Μαΐου, τοπικές εκλογές. Το Εργατικό Κόμμα προτίμησε να κρατήσει χαμηλούς τόνους, ζητώντας απλά εξηγήσεις και ενδελεχή έρευνα, πλην όμως, ο Τύπος αναφερόταν καθημερινά σε όλες τις υποθέσεις.

Το αποτέλεσμα απέδειξε πως τέτοιου είδους σκάνδαλα σπάνια επιδρούν στην εκλογική διαδικασία. Το Κόμμα των Συντηρητικών βγήκε ενισχυμένο από τις κάλπες και το Εργατικό Κόμμα έχασε το ιστορικό προπύργιό του στο Χάρτλπουλ της βορειοανατολικής Αγγλίας.

Κάμερον σε ρόλο λομπίστα

Αυτές τις μέρες την Βρετανία απασχολεί και η υπόθεση του πρώην πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον, ο οποίος ως σύμβουλος της χρηματοοικονομικής εταιρείας Greensill, η οποία χρεωκόπησε τον περασμένο Μάρτιο, κατηγορήθηκε ότι έκανε λόμπινγκ και ασκούσε παρασκηνιακά πιέσεις σε υπουργούς. Κατηγορήθηκε δηλαδή ουσιαστικά πως προσπάθησε να επιτύχει κρατική παρέμβαση για να σωθεί η εταιρία, η οποία ήδη βρισκόταν στο χείλος της κατάρρευσης.

Ο ίδιος υποστηρίζει πως δεν γνώριζε τα προβλήματα της εταιρίας και δηλώνει αθώος για τις ζημίες που υπέστησαν οι πελάτες της.

Ακριβώς επειδή υπέστησαν βλάβη πολίτες, η υπόθεση ερευνάται από την Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής των Κοινοτήτων. Κατά την κατάθεσή του, ο Κάμερον είπε πως δεν είχε προσληφθεί ως λομπίστας, αλλά ήθελε μέσω της Greensill να βοηθήσει άλλες εταιρίες που αντιμετώπιζαν προβλήματα.

Η Επιτροπή που ερευνά την υπόθεση έδωσε στη δημοσιότητα έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι ο Κάμερον και η ομάδα του έστειλαν το 2020 συνολικά τουλάχιστον 73 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε κυβερνητικούς αξιωματούχους και χρηματιστές, μέσα σε διάστημα μικρότερο των τεσσάρων μηνών.

Ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών Ρίσι Σουνάκ παραδέχθηκε ότι «άσκησε πιέσεις» στους υφισταμένους του, προκειμένου να εξετάσουν το αίτημα του Κάμερον για λογαριασμό της Greensill.

Διερευνήθηκε επίσης αν η κυβέρνηση ικανοποίησε το αίτημα της εταιρίας να λάβει κρατικές επιχορηγήσεις από αυτές που έλαβαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά αποδείχθηκε πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη.

Μιλώντας ενώπιον της Επιτροπής, ο Κάμερον δήλωσε πως από την εταιρία λάμβανε έναν πολύ καλό μισθό, υψηλότερο από αυτόν που λάμβανε ως πρωθυπουργός, ενώ αποκαλύφθηκε ότι ως πρωθυπουργός είχε προσλάβει ως σύμβουλό του τον Λεξ Γκρίνσιλ, ιδρυτή της εταιρίας. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει κατηγορία για σύγκρουση συμφερόντων.

Στην Επιτροπή κατέθεσε και ο Γκρίνσιλ, που ανέλαβε την ευθύνη για την πτώχευση, αλλά αρνήθηκε ότι είναι αναμεμιγμένος σε οποιαδήποτε απάτη σε βάρος του Δημοσίου. Όπως είπε, προσέγγισαν τον Κάμερον, προκειμένου να αναπτυχθεί και να εδραιωθεί η εταιρία.

Το… «σκάνδαλο των δημητριακών»!

Στη Φινλανδία, τις τελευταίες ημέρες η αστυνομία διεξάγει προκαταρκτική έρευνα προκειμένου να διαπιστωθεί αν νομίμως η νεαρή πρωθυπουργός και επικεφαλής της κεντροαριστερής κυβέρνησης Σάνα Μαρίν εισέπραττε από το κράτος χρήματα για τα πρωινά γεύματα με την οικογένειά της ή αν παρανόμως επιβάρυνε τους φορολογουμένους.

Το γεγονός αποκαλύφθηκε από την εφημερίδα Iltalehti και σύμφωνα με το ρεπορτάζ, η πρωθυπουργός λάμβανε το ποσό των 300 ευρώ τον μήνα για τα οικογενειακά της μπρέκφαστ, ενώ διαμένει στην επίσημη πρωθυπουργική κατοικία Kesäranta, όπου, ούτως ή άλλως καλύπτονται από το Κράτος όλα τα έξοδα.

Αυτό φαίνεται ότι αποτελεί παραβίαση του νόμου και σύμφωνα με την αστυνομία από την μέχρι τώρα έρευνα προκύπτει πως η ίδια δεν γνώριζε τίποτε, οπότε ο έλεγχος μεταφέρεται στους αξιωματούχους που υπέγραφαν για την συγκεκριμένη παροχή.

Σε μια υπόθεση που ονομάστηκε «σκάνδαλο των δημητριακών» και ενόψει των τοπικών εκλογών της 13ης Ιουνίου, η πρωθυπουργός δήλωσε ότι δέχεται ευχαρίστως την έρευνα, πως ουδέποτε είχε την παραμικρή σχέση με την παροχή που δινόταν εν αγνοία της και πως θα επιστρέψει τα χρήματα.

Τα ξεχασμένα μπόνους: Μια «βλακώδης παράλειψη»

Στη Γερμανία, σε ένα μίνι σκάνδαλο ενεπλάκησαν η αρχηγός των Πράσινων Αναλένα Μπέρμποκ και ο Σοσιαλδημοκράτης Κάρλ Λάουτερμπαχ, αρμόδιος για θέματα Υγείας του κόμματος.

Η Μπέρμποκ εμφανίζεται να έχει ξεχάσει να δηλώσει στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής ποσά που είχε λάβει από τον κόμμα με την ιδιότητά της συμπροέδρου του κόμματος, αξίωμα που ανέλαβε το 2018. Τα χρήματα, που καταβάλλονταν από το 2018 ως το 2020 και αποτελούσαν επιπλέον του βουλευτικού μισθού καταβολές, είχαν δηλωθεί στις φορολογικές αρχές. Μόλις έγινε αντιληπτό πως υπήρχε αυτό το κενό ως προς τις αρμόδιες υπηρεσίες του Κοινοβουλίου, οι συνεργάτες της έσπευσαν να τα δηλώσουν εκ των υστέρων. Πρόκειται για ένα συνολικό ποσό 54.000 ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνονται και διάφορα μπόνους για τα Χριστούγεννα, για τον κορωνοϊό και για επιτυχημένες εκλογικές εκστρατείες που οι Πράσινοι δίνουν επισήμως στα στελέχη τους. Από αυτά τα 25.220 ευρώ κατευθύνθηκαν στον λογαριασμό της Μπέρμποκ.

Η Μπέρμποκ κατηγορείται ότι δήλωσε μεν τα χρήματα, αλλά δεν το έκανε εγκαίρως και δημοσίως από την ιστοσελίδα της όπως προβλέπεται.

Η ίδια σε συνέντευξή της  στην οικονομική εφημερίδα «Handelsblatt» μίλησε για μια «βλακώδη παράλειψη». Όπως είπε, «θύμωσα με τον εαυτό μου ίσως και περισσότερο από όλους. Όταν το συνειδητοποίησα, τα δήλωσα αμέσως».

Ωστόσο, οι Χριστιανοδημοκράτες διερωτώνται για ποιο λόγο έτσι κι’ αλλιώς οι Πράσινοι δίνουν ειδικά μπόνους για την ενασχόλησή τους με διάφορα θέματα, υποστηρίζοντας πως τα μπόνους μπορεί να πηγαίνουν σε συνεργάτες, αλλά όχι σε ηγετικά στελέχη.

Από την πλευρά του, ο αρμόδιος για θέματα υγείας των Σοσιαλδημοκρατών Καρλ Λάουτερμπαχ ομολόγησε πως διέπραξε ένα «τεράστιο λάθος» όταν ξέχασε να δηλώσει ποσό 17.850 ευρώ που είχε εισπράξει για τέσσερις διαλέξεις στην ιστοσελίδα του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου, όπως προβλέπει ο σχετικός κανονισμός για τα πρόσθετα έσοδα των βουλευτών.

Και αυτά τα χρήματα είχαν φορολογηθεί, ενώ ο Λάουτερμπαχ ανακοίνωσε πως θα προσφέρει το ποσό στην χειμαζόμενη από την πανδημία Ινδία.

Το έργο των ανεξάρτητων ερευνητών

Όσον αφορά στον τρόπο διερεύνησης αυτών των υποθέσεων, εξαιρετικά διαδεδομένη είναι η πρακτική της ανάθεσης των ερευνών σε ανεξάρτητους δικαστές ή άλλους εμπειρογνώμονες.

Το σκάνδαλο Κλίντον – Λεβίνσκι είχε ανατεθεί στον ανεξάρτητο δικαστή Κέννεθ Σταρ, ο οποίος μάλιστα είχε αποφασίσει να αναρτήσει το πόρισμά του στο Διαδίκτυο, χωρίς την  διαμεσολάβηση των δημοσιογράφων.

Η υπόθεση της «αυτοκτονίας» του ειδικευμένου στα βιολογικά όπλα επιστήμονα Ντέιβιντ Κέλι, είχε ανατεθεί το 2003 από την κυβέρνηση των Εργατικών στον Λόρδο Χάττον. Σύμφωνα με το πόρισμα, οι προπαγανδιστές της Ντάουνινγκ Στρητ είχαν, επί του Εργατικού πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ, παραποιήσει τους φακέλους για τα λεγόμενα «όπλα του Σαντάμ», προκειμένου να εξασφαλισθεί η συναίνεση της κοινής γνώμης για τη βρετανική συμμετοχή στον Πόλεμο κατά του Ιράκ. Επικεφαλής της εκστρατείας είχε αποδειχθεί ο Άλαστερ Κάμπελ, κορυφαίος σύμβουλος του πρωθυπουργού, ο οποίος είχε υποστηρίξει πως ο επιστήμονας ήταν το «βαθύ λαρύγγι» πίσω από τις αποκαλύψεις του Μπι Μπι Σι.

Η έρευνα για την ίδια τη συμμετοχή της Βρετανίας στον πόλεμο, επίσης δεν έγινε από το κοινοβούλιο, αλλά ανατέθηκε στον συνταξιούχο ανώτατο δημόσιο υπάλληλο Σερ Τζον Τσίλκοτ. Η έκθεσή του δόθηκε στην δημοσιότητα τον Ιούλιο του 2016, για την σύνταξή της χρειάστηκαν επτά ολόκληρα χρόνια και αποτελείτο από… 2,6 εκατομμύρια λέξεις.

Από αυτήν προέκυψε πως επρόκειτο για «μια πρόωρη επέμβαση, χωρίς να εξεταστούν μέχρι τέλους οι εναλλακτικές στο διπλωματικό επίπεδο» και για «απόλυτα ανεπαρκείς σχεδιασμούς του Λονδίνου για την μετά τον πόλεμο εποχή».

Επίσης στην Βρετανία, όταν το 2009 αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο για τα βουλευτικά έξοδα, η υπόθεση ανατέθηκε στον συνταξιούχο ανώτατο δημόσιο υπάλληλο Σερ Τόμας Λέγκ. Αυτός, σε σύντομο χρόνο έκανε την έρευνά του και κατέθεσε το πόρισμά του, με αποτέλεσμα άλλοι να παραιτηθούν και άλλοι να δηλώσουν ότι δεν θα θέσουν ξανά υποψηφιότητα. Ουσιαστικά είχαν τότε τεθεί εκτός οι μισοί βουλευτές του βρετανικού κοινοβουλίου, ενώ πριν καν ολοκληρωθεί η έρευνα είχαν παραιτηθεί έξι μέλη της κυβέρνησης!

Το πόρισμα παραδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2010 και σ’ αυτό ο Σερ Τόμας Λέγκ μιλούσε για «κουλτούρα ανεντιμότητας» από τους πολιτικούς και «κουλτούρα υποταγής» από τους υπαλλήλους που δικαιολογούσαν τα έξοδά τους…